PDA

Επιστροφή στο Forum : Ο Παράξενος Πύργος . . .


xontro_mpizeli
22-02-06, 02:19
Ο κύριος Χόφμαν κατέβηκε από το ταξί...
Άφησε τις δυο βαλίτσες που κρατούσε στα χέρια του και στάθηκε για λίγο μπροστά στον Πύργο. Τον κοιτούσε με μια απορεία αλλά συγχρόνς και με έναν θαυμασμό.
Σε λίγο, ακούστηκε η μεγάλη κεντρική πόρτα να ανοίγει και να βγαίνει από μέσα ένας μικροκαμωμένος κύριος ντυμένος με έπίσημα ρούχα. Ήταν ο υπηρέτης του Πύργου. Καλωσόρισε μέσα τον κύριο Χόφμαν. Προσφέρθηκε να πάρει τα πράματά του και τον οδήγησε σε ένα μεγάλο δωμάτιο, δεξιά στο βάθος του διαδρόμου.
Ο κύριος Χόφμαν είχε μείνει έκπληκτος από το μεγαλείο του Πύργου. Μόλις μπήκε στο εσωτερικό του αντίκρισε μπροστά του μεγάλες σκάλες που ανέβαιαν προς τα πάνω με ελυκωειδή μορφή. Με μια πρώτη ματιά πρόσεξε ότι είχε 3 ορόφους. Δεξιά και αριστερά υπήρχαν πολλά δωμάτια που ήταν κλειστά απο περίτεχνες και σκαλίστες πόρτες. Αριστερά ξεχυνόταν ένας μεγάλος διάδρομος, στολισμένος με αγάλματα που είχαν μορφή διάφορων πλασμάτων, κυρίως δράκων. Στο τέλος του διαδρόμου υπήρχε μια μεγάλη πόρτα με μια παράξενη επιγραφή από πάνω της. Από την άλλη μεριά, απο τη δεξιά μερια της εισόδου, υπήρχε ένα μεγάλο ανοιχτό δωμάτιο κάτι σαν σαλόνι για τους καλεσμένους και δίπλα ένα ακόμα δωμάτιο που έγραφε "Βιβλιοθήκη".
Ο κύριος Χόφμαν περίμενε περίπου 20 λεπτά στο δωμάτιο που τον είχε οδηγήσει ο μικρόσωμος ανθρωπάκος που τον υποδέχτηκε. Ήταν ένα αρκετά μεγάλο δωμάτιο, που στο εσωτερικό του είχε και σκάλες που οδηγούσαν στον επάνω όροφο του δωματίου. Στολισμένο με διάφορους πίνακες σε κάθε τοίχο του και με πολλά αντικείμενα στους τοίχους του ήταν ένας πολύ ωραίος και θαυμάσιος χώρος.
Ξαφνικά, εμφανίστηκε μπροστά του ένας ηλικιωμένος άνθρωπος. Καλοντυμένος, με ένα πρόχειρο πανωφόρι και καπνίζοντας την πίπα του πλησίασε τον κύριο Χόφμαν.
" Είστε ο κ. Χόφμαν;"
"Μάλιστα, εγώ είμαι αυτός. Είχαμε μιλήσει τις προάλλες στο τηλέφωνο..."
"Ναι, ξέρω, μα φυσικά. Σας περίμενα. Έχω πολλά να σας διηγηθώ..."

freya
22-02-06, 12:23
Ο ηλικιωμένος άπλωσε το χέρι του και έδειξε με την άκρη της πίπας του προς το μέρος ενός κόκκινου βελούδινου καναπέ που δέσποζε στο κέντρο του δωματίου.
"Ας καθήσουμε καλύτερα... Καπνίζετε; Είναι μία πολύ άσχημη συνήθεια δεν νομίζετε; Ω μην με βλέπετε εμένα, την πίπα μου δεν την αποχωρίζομαι ποτέ, ήταν δώρο της καημένης της γυναίκας μου όταν γύρισα από τον πόλεμο..."
Ο κ.Χόφμαν άκουγε με προσοχή αυτά που του έλεγε ο ηλικιωμένος. Χαμογέλασε συγκαταβατικά σε αυτά που άκουγε και προχώρησε προς το σημείο που το χέρι του άλλου ανθρώπου επέμενε να δείχνει.
Με την άκρη του ματιού του είδε τον άνθρωπο που του άνοιξε την πόρτα να πλησιάζει κρατώντας έναν δίσκο. Κοίταξε για άλλη μία φορά τον άνθρωπο που καθόταν δίπλα του. Από εκείνο το μεσημέρι που είχε χτυπήσει το τηλέφωνο στο γραφείο του, είχε προσπαθήσει να ανακαλύψει όσα περισσότερα μπορούσε για την μυστηριώδη φωνή που τόσο εμφατικά τον είχε παρακαλέσει να ταξιδέψει ως την άκρη της πόλης για να μιλήσουν για "ένα θέμα ιδιαιτέρως σημαντικό". Τώρα, ο κ.Αντχιλ είχε καθήσει σε μία πολυθρόνα μπροστά του και σαν τυπικός τζέντλεμαν είχε σταυρώσει τα πόδια του καπνίζοντας την πίπα του με μεγάλη μαεστρία. Καθώς φάνηκε στον Χόφμαν, επρόκειτο όντως για μία συνήθεια χρόνων.
"Προτιμάτε τσάι ή καφέ;" είπε ο υπηρέτης του Πύργου.
"Καφέ, ευχαριστώ"
Ο υπηρέτης ακούμπησε το φλυτζάνι στα χέρια του Χόφμαν και σέρβιρε τον καφέ. Αμέσως μετά απομακρύνθηκε το ίδιο αθόρυβα όπως είχε μπει στο δωμάτιο.
"Ας περάσουμε όμως στο θέμα της επίσκεψης σας... Γνωρίζετε ίσως για ποιον λόγο σας κάλεσα εδώ;"
Ο Χόφμαν τον κοίταξε με ανυπομονησία. Είχε ακούσει τόσα πολλά για αυτόν τον Πύργο και τώρα ο ιδιοκτήτης του βρισκόταν μπροστά του και ήταν έτοιμος να αποκαλύψει όλα τα μυστικά του.
"Θα παρατηρήσατε, ίσως, καθώς μπαίνατε μία πόρτα που οδηγεί στη βιβλιοθήκη... Ήταν το αγαπημένο δωμάτιο της καημένης συζύγου μου..."
Ο Άντχιλ έστρεψε το βλέμμα του προς έναν πίνακα που δέσποζε πάνω από το τζάκι. Μία γυναικεία μορφή χαμογελούσε προς το μέρος τους. Ένα ρίγος διαπέρασε τον Χόφμαν...

Mordiel
03-03-06, 16:17
"Αναφέρω την βιβλιοθήκη επειδή από κάπου εκεί ξεκινάει ένα σημαντικό μέρος της ιστορίας που θέλω να σας διηγηθώ. Από αυτά που κρύβονται μέσα σε ορισμένα βιβλία, που φιλοξενούνται στα ράφια μιας βιβλιοθήκης."
"Η γυναίκα μου είχε αναπτύξει μια ιδιαίτερη και ασυνήθιστη τάση να μελετάει διάφορα παράξενα πράγματα, και χωρίς να μπορεί να το εξηγήσει και η ίδια. Θα έλεγα ότι της ασκούσαν μια έλξη που μερικές φορές σαν να με ανησυχούσε κάπως, αλλά ίσως αυτό (η ανησυχία) να οφειλόταν στις σπάνιες ιδιαιτερότητες που έχουν μερικοί άνθρωποι. Και ως γνωστόν, οι υπόλοιποι γύρω δεν εξοικειώνονται εύκολα με οτιδήποτε δεν συμβαδίζει με τα καθημερινά τους δεδομένα. Οπότε δεν θεώρησα τελικά ότι υπήρχε κάτι κακό. Από την πλευρά μου επιδιώκω κι εγώ να είμαι ανοιχτός και να μην κατηχώ τους άλλους. Εξάλλου, όσο περισσότερα μαθαίνει κανείς τόσο καλύτερα, έτσι δεν λένε;" Άφησε ένα μικρό χαμόγελο ρίχνοντας μια βιαστική ματιά στον επισκέπτη του και έκανε μια παύση ύστερα κοιτάζοντας τον καπνό που ανέβαινε από την πίπα του και αργά δυαλυόταν στον αέρα.
Σαν να έψαχνε να βρει τρόπο για το πώς να προχωρήσει παρακάτω επί του θέματος, και συνέχισε.
"Με τον καιρό έκανε και μερικά ταξίδια όπου περισσότερο βρισκόταν σε αναζήτηση ενός νέου βιβλίου για το οποίο είχε μάθει και που της προκαλούσε το ενδιαφέρον ελκύοντάς την σαν μαγνήτης, παρά για διακοπές όπως μου έλεγε. Α, ξέρετε, είχε ορισμένα προβλήματα υγείας, όχι σοβαρά βέβαια, αλλά για να μην χειροτερέψει της είχαν προτείνει να επιδιώκει τον καθαρό αέρα της εξοχής και την επαφή με την φύση, μακριά από την ένταση και τις ανησυχίες."
"Μου άρεσε να την βλέπω με ένα χαμόγελο στο πρόσωπό της και αφού φαινόταν να γεμίζει με ευχάριστο τρόπο την ώρα της, δεν επιδίωκα να την αποτρέψω από την ασχολία της. Στο παρελθόν είχε περάσει κάποια χρόνια δυστυχίας στη ζωή της και φαινόταν να είχε χάσει κάθε ενδιαφέρον. Αλλά κάτι την έκανε να ξανανιώσει πάλι, να αποκτήσει κάποια ζωντάνια. Όμως ποτέ δεν μπόρεσα να μάθω τι ήταν αυτό. Όποτε την είχα ρωτήσει έδινε αποπροσανατολιστικές απαντήσεις ή απέφευγε τέτοιου είδους συζήτηση επειδή δεν τη θεωρούσε σπουδαία."
Ο ακροατής του άκουγε με προσμονή για το τι θα αποκαλυπτόταν στη συνέχεια και είχε ξεχαστεί με το φλιτζάνι στα χέρια χωρίς να έχει πιει μια γουλιά ακόμη. Το περιβάλλον που τον περιτριγύριζε με την ξεχωριστή του διακόσμηση και ατμόσφαιρα του ασκούσε μια ασυνήθιστη επιρροή και εξακολουθούσε να το περιεργάζεται διακριτικά. Πέρα από την βιβλιοθήκη που θα ήθελε να δει από κοντά, ήθελε να βρει την ευκαιρία να ρωτήσει και για τον διάδρομο με τα παράξενα αγάλματα και το τι έκρυβε η πόρτα στο βάθος του. Πραγματικά παράξενο μέρος. Δεν συναντάς πολλά τέτοια σε όλο τον κόσμο.
Είχε αρχίσει όμως να γίνεται και λίγο νευρικός γιατί ο άνδρας απέναντί του φαίνεται ότι ήταν από τους ανθρώπους που χρονοτριβούνε μέχρι να φτάσουνε στο ψητό. Παίρνουν την ώρα τους με την ησυχία τους σαν να θεωρούν ότι έχουν όλο το χρόνο στη διάθεσή τους. Ο Χόφμαν, παρόλο που ήταν υπομονετικό άτομο, σήμερα για κάποιο λόγο σαν να μην αισθανότανε να είναι και στις καλύτερες διαθέσεις του. Ίσως να έφταιγε ο κάπως συννεφιασμένος καιρός γι’ αυτό, που έδινε μια αίσθηση μουντάδας γύρω. Ήπιε λίγο από τον καφέ. Τα μάτια του έπεσαν για μια φορά ακόμη στο πορτραίτο της γυναίκας που έμοιαζε σαν να τους περιεργάζεται με ένα κάπως αινιγματικό βλέμμα μέσα από τις αποχρώσεις του καμβά όπου κατοικούσε το αποτύπωμα της μορφής της, σαν να τους κοιτούσε πλέον από μια άλλη διάσταση εφόσον δεν υπήρχε πια σε αυτόν τον κόσμο. Τι να κρυβόταν άραγε στην ιστορία της; Περί τίνος υπόθεση να επρόκειτο;
Το μεγάλο ξύλινο ρολόι που βρισκόταν στο κεντρικό χωλ έξω από το καθιστικό χτύπησε, και από την παύση στην οποία είχε ξεχαστεί τον επανέφερε πάλι στον ήχο της φωνής του αφηγητή που καθόταν παραδίπλα του.

Καβείριος
06-03-06, 14:37
Ο κύριος Χόφμαν χτυπούσε νευρικά το φλιτζάνι του καφέ καθώς ο μυστηριώδης κύριος με την πίπα συνέχιζε την ιστορία του.
"Ξέρετε αυτή η αναζήτηση βιβλίων ήταν σαν μια αλυσίδα. Οι τόποι όπου έπρεπε να επισκεφτεί για να τα πάρει ήταν πάντα το ίδιο μυστικιστικοί κι

απόμακροι. Αρκετές φορές μάλιστα σε μακρινές χώρες. Συχνά συναναστρεφόταν με κάποιους ανθρώπους το ίδιο, ίσως και περισσότερο παράξενους από

την ίδια. Ποτέ μου δεν τους είχα δει και αυτό μου είχε γίνει διακαείς πόθος. Φυσικά και η ίδια δεν μου το επέτρεπε. Και τώρα που πέθενε, χα σαν πως και πέθανε πραγματικά, αφοσιώθηκα στην μελέτη αυτής της περίεργης βιβλιοθήκης και αυτού του εξίσου περίεργου πύργου."Αυτή η φράση του μηστυριώδους κυρίου με την πίπα(χα σαν πως και πέθανε πραγματικά)έκανε την καρδιά του κύριου Χόφμαν να χτυπήσει κάπως πιο δυνατά και μια σταγόνα ιδρώτα κύλησε στο μέτωπό του, καθώς γύρισε αργά το κεφάλι του και είδε το πορτραίτο,που του φαινόταν όλα και πιο αλλώκοτο, να αλλάζει ίσως όψη.

mika
20-01-07, 01:16
Ο Χόφμαν είχε αρχίσει να ανησυχεί και να προβληματίζεται. Ο Άντχιλ ήταν εμφανώς πολύ παράξενος άνθρωπος και το βλέμμα του συχνά αναστάτωνε τον Χόφμαν. Ο ιδιοκτήτης τον ρώτησε αν επιθυμούσε να δειπνήσουν μιας και η ώρα είχε περάσει. Ο Χόφμαν δέχτηκε. Η νύχτα είχε απλωθεί και ο μικρόσωμος υπηρέτης άρχισε να ανάβει ένα ένα τα κεριά μέσα στον Πύργο. Καθώς οι φλόγες τρεμόπαιζαν, οι τοίχοι έμοιαζαν μεγαλύτεροι και πιο τρομακτικοί. Τα αγάλματα στους διαδρόμους φαίνονταν τόσο ζωντανά, που ο Χόφμαν, παρά την ηλικία του, άρχισε να τρέμει σαν μικρό παιδί. Διασχίζοντας το μεγάλο διάδρομο που οδηγούσε στην τραπεζαρία, ο Πύργος άλλαζε μορφές. Ίσως έφταιγε το μυστήριο φως, ίσως η παγωνιά, ίσως οι κίτρινοι τοίχοι...

Έκατσαν στο τραπέζι, σε μεγάλη απόσταση μεταξύ τους. Τέσσερα μέτρα τραπέζι και τα κεριά κάλυπταν την επιφάνειά του, αντανακλώντας το φως τους σε αυτή. Ο υπηρέτης γέμισε τα ποτήρια τους με κόκκινο κρασί... σέρβιρε το φαγητό και η συζήτηση ξεκίνησε και πάλι. «Λοιπόν κύριε Χόφμαν, η στάση αυτή της γυναίκας μου με είχε προβληματίσει πάρα πολύ. Από τη μια την έβλεπα να παίρνει ζωή από τη νέα της ασχολία, από την άλλη όμως, μου έκρυβε πολλά και δεν το άντεχα στιγμή. Δεν υπήρχε λόγος να το κάνει... καταλαβαίνετε! Στο τελευταίο της ταξίδι την ακολούθησα και εγώ. Ήμουν πολύ περίεργος και φορτισμένος, για να την αφήσω μόνη. Είχε και τα προβήματα με την υγεία της και ανησυχούσα. Αρχικά της πρότεινα να πάμε μαζί, μα η αντίδρασή της με εξόργισε. Δεν ήθελε ούτε να ακούει κάτι τέτοιο! Είχε απομακρυνθεί από εμένα – όχι αδίκως φυσικά. Συχνά την άφηνα μόνη τα βράδια, αν στις βόλτες μου συναντούσα μια γοητευτική και συνάμα ελκυστική και έξυπνη γυναίκα. Δεν θα άφηνα ποτέ τη σύζυγό μου για κάποια άλλη, αλλά πάντα μου άρεσε η περιπέτεια. Φυσικά, η σύζυγός μου το είχε καταλάβει. Αλλά και να μην το είχε, όλο και κάποιος θα της το είχε πει. Αχ αυτά τα στόματα... πρέπει να κλείνουν! Ξέφυγα λίγο όμως, συγχωρέστε με. Φταίει το υπέροχο φαγητό και κρασί... σίγουρα θα έχετε ζαλιστεί και εσείς λίγο... είναι τόσο απολαυστικό ιδιαίτερως δίπλα στο τζάκι... τι λέτε; Πάμε στο καθιστικό;»

Ο Χόφμαν είχε ήδη αρχίσει να συγχίζεται. Ο Άντχιλ άλλαζε εύκολα τη συζήτηση, κάτι που τον εκνεύριζε πολύ. Τον ακολούθησε σιωπηλός στο καθιστικό, όπου πλάι στο τζάκι συνεχίστηκε η συζήτηση ή μάλλον ο μονόλογος του Άντχιλ.

«Λοιπόν τι λέγαμε; Α ναι... Αποφάσισα λοιπόν να την ακολουθήσω κρυφά. Αφού η ίδια δεν ήθελε να πάω μαζί της, θα πήγαινα μόνος. Έπρεπε να δω τι κάνει στα ταξίδια της... πού πάει και ποιούς συναντά. Η αλήθεια είναι ότι πολλά περνούσαν από το μυαλό μου. Ήμουν σίγουρος ότι υπήρχε κάποιος άλλος στη ζωή της... κάποιος ιδιαιτέρως σημαντικός για εκείνη, μιας και η διάθεσή της άλλαξε ξαφνικά... κάποιος που είχε τις ίδιες ασχολίες, τα ίδια ενδιαφέροντα, τις ίδιες επιθυμίες και φυσικά τον ίδιο ελεύθερο χρόνο! Χμ... έχω άδικο κύριε Χόφμαν; Όχι φυσικά».

Ο Χόφμαν, εξοργισμένος πια, προσπαθούσε να παραμένει ήρεμος και σιωπηλός. Ήθελε να δει πού πηγαίνει τον μονόλογό του ο Άντχιλ. Κάπου... κάποτε... θα κατέληγε ο λόγος του. Αλλά για αυτή την κατάληξη φοβόταν ο Χόφμαν, ειδικά όσο παρατηρούσε όλο και περισσότερο την κάθε γωνιά του Πύργου. Άλλαζε μορφές σαν να ήταν άνθρωπος και ήταν πεπεισμένος τώρα πια, πως δεν ευθυνόταν για αυτό μόνο ο χαμηλός φωτισμός των κεριών... Τι έκρυβε άραγε αυτός ο Πύργος και αυτός ο άνθρωπος;...

bladerunner
22-03-07, 19:15
«Διακρίνω έναν δικαιολογημένο εκνευρισμό στο πρόσωπο σας κύριε Χόφμαν», είπε ο Άντχιλ και διέκοψε τον ειρμό των σκέψεων του. «Πιστεύετε ότι μακρηγορώ με αναφορές σε γεγονότα που αφορούν απολύτως την προσωπική μου ζωή. Κι όμως… Σας διαβεβαιώνω ότι στο τέλος του μονολόγου μου θα με δικαιολογήσετε στο έπακρο.»

Ο Χόφμαν έκανε μιaα σπασμωδική κίνηση και ανακάθισε στην καρέκλα του. Τώρα είχε εκνευριστεί περισσότερο επειδή ο άντρας απέναντι του έδειχνε πως μπορούσε να καταλάβει τις σκέψεις του. Και αυτό πραγματικά ενοχλούσε τον Χόφμαν. Με όλα αυτά τα παράδοξα γεγονότα που είχε περάσει στην ζωή του, το μόνο μέρος που μπορούσε να θεωρεί ως απόρθητο καταφύγιο, ήταν το μυαλό του. Η σκέψη και μόνο ότι και αυτό ακόμη είχε αλωθεί τον τρόμαζε.

«Θέλησα να μάθω ποιος ήταν ο κύριος που είχε συνάψει αυτό το ιδιόρρυθμο είδος σχέσης με την σύζυγο μου. Τα πλούτη του σίγουρα δεν την είχαν μαγέψει. Άλλωστε σε αυτό τον τομέα δύσκολα θα βρεθεί κάποιος να με ξεπεράσει. Η ομορφιά και τα νιάτα ποτέ δεν ήταν στα κριτήρια της Μάρθας. Γνωρίζοντας την από την παιδική της ηλικία, μπορώ να πω με βεβαιότητα ότι έψαχνε πάντα για μια αδερφή ψυχή. Ένα άτομο να μπορεί να συντονίζεται με τον ευφάνταστο τρόπο σκέψης της.»

«Λέγοντας, ευφάνταστο εννοείται…»

«Ότι ποτέ δεν ένιωσε πως είναι η πραγματική ζωή. Πάντα έβλεπε τα γεγονότα μέσω ενός πρίσματος αλλόκοσμων οντοτήτων και μεταφυσικών δυνάμεων.»

Ο Χόφμαν είχε πλέον παρατήσει το γεύμα του. Την θέση της περιέργειας, διαδέχθηκε η έκπληξη, για να την ακολουθήσει ένα ιδιάζων ενδιαφέρον. Ξαφνικά, το βράδυ αποκτούσε μια απρόσμενη τροπή.

«Νομίζω ότι αρχίζετε να καταλαβαίνετε την φύση του ζητήματος για το οποίο σας κάλεσα.. Η φήμη σας, ως ερευνητή λαογραφίας, μου φάνηκε αυτό ακριβώς που αναζητούσα.»

«Σερ Άντχιλ», είπε ο Χόφμαν με ύφος που φανέρωνε την σοβαρότητα όσων θα ξεστόμιζε και μια γουλιά κρασί κύλησε στο λαιμό του. «Δεν αποδέχθηκα ποτέ και για κανένα δέλεαρ τέτοιους χαρακτηρισμούς. Χειρούργος καρδιολόγος είμαι. Τα υπόλοιπα έπονται. Φαντάζομαι πως έχετε να μου αναθέσετε κάποιο είδος έρευνας, αλλά θέλω να ξεκαθαρίσω κάτι πριν μου πείτε τι συμβαίνει.»

Ο Άντχιλ είχε αιφνιδιαστεί από τον αντίλογο του Χόφμαν.

«Προσπαθώ όσο γίνεται να έχω τετράγωνη λογική. Ορισμένες φορές καταφεύγω σε ανορθόδοξες μεθόδους, το παραδέχομαι. Όμως πιστεύω ακράδαντα πως όλα αυτά τα φαινόμενα μια μέρα θα εξηγηθούν.»

«Γιατί μου τα λέτε όλα αυτά;»

«Απλώς ξεκαθαρίζω εξ αρχής τους στόχους μου Σερ... Η πείρα μου με έχει διδάξει ότι όσες φορές ενεπλάκην σε υποθέσεις των λεγόμενων ‘μεταφυσικών φαινόμενων’, οι περισσότεροι που μου ζήτησαν τη βοήθεια μου ήταν γιατί θέλησαν να ζήσουν ένα γεγονός, που θα τάραζε την λιμνάζουσα καθημερινότητα τους. Σας ξεκαθαρίζω το εξής: Την έρευνα μου θα την φτάσω μέχρι εκεί που θα θεωρήσω ΕΓΩ ότι πρέπει να πάει. Και δεν θα ανεχτώ καμιά παρεμβολή σε αυτό. Είναι θέμα αρχής.»

Αυτό το ξαφνικό ξεκαθάρισμα των απόψεων του Χόφμαν, πρόδιδε κατά τον Άντχιλ, έναν αυταρχικό χαρακτήρα, αλλά δεν ήταν αυτό που τον ένοιαζε τώρα. Θα έκανε ό,τι μπορούσε για να ασχοληθεί με την υπόθεση του ο Χόφμαν. Και μιας κι είχαν μπει στην φάση εκατέρωθεν εξηγήσεων, ήταν η σειρά του Άντχιλ να πει κάποια πράγματα..

«Δόκτωρ Χόφμαν, σε καμία περίπτωση δεν θα σας απασχολούσα από καπρίτσιο. Γνωρίζω το έργο σας. Και το ιατρικό και το... διερευνητικό. Όσο για την καθημερινότητα μου, θα έδινα τα πάντα για να μπορούσε να χαρακτηριστεί λιμνάζουσα». Ήταν ξεκάθαρο πως ό,τι τον απασχολούσε, πρέπει να είχε γίνει ένας προσωπικός εφιάλτης, καθώς μπορούσε να του ανατρέπει ακόμη και την καθημερινότητα του. Την καθημερινότητα ενός ανθρώπου τόσο ισχυρού και πλούσιου. «Δεν ξέρω αν θα μπορέσω να σας βοηθήσω στις έρευνες σας. Αυτό που σίγουρα μπορώ να κάνω, είναι να έχετε εκ μέρους μου την πλήρη ελευθερία κινήσεων και πράξεων.
Πιστεύω στις δυνατότητες σας».

«Αυτό που με ενδιαφέρει είναι να πιστεύετε και στους στόχους μου. Ας είναι... Mου λέγατε για εκείνον τον κύριο. Σας ακούω…».

bladerunner
11-04-07, 15:16
«Η πρώτη τους συνάντηση πρέπει να έγινε κάπου κοντά στις αρχές της δεκαετίας του ’80. Εκείνη την περίοδο, η Μάρθα μελετούσε κάτι συγγράμματα που αργότερα θα ανακάλυπτα ότι σχετίζονταν με την αρχαία Σαμανική Μαγεία. Αφιέρωνε ώρες στην βιβλιοθήκη για την μελέτη τους. Δεν ήταν λίγα τα βράδια που επιστρέφοντας από την έδρα των επιχειρήσεων μου, την έβρισκα ακριβώς εκεί που την είχα αφήσει το πρωί. Ρωτούσα για εκείνην τους υπηρέτες μας, αλλά κανένας δεν την είχε δει καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας. Κι είμαι σίγουρος πως εάν δεν την ενοχλούσα κι εγώ με την επιστροφή μου θα παρέμενε για αρκετές ακόμη ώρες εκεί μέσα.

Ωστόσο, για να είμαι ειλικρινής, δεν με ενοχλούσε αυτό. Άλλωστε το θεωρούσα πολύ πιο εποικοδομητικό από τις κοσμικές συγκεντρώσεις που συνήθιζαν οι κυρίες της τάξεως μας. Ήταν ήρεμη, κατά την διάρκεια των γευμάτων μας μου ανέλυε κάποιες θεωρίες που ανέπτυσσε σχετικά με την φύση των τελετουργικών που είχε μελετήσει και ο ενθουσιασμός της, ήταν όμοιος με μικρού παιδιού που απόκτησε κάποιο νέο παιχνίδι.

Γιατί σαν παιχνίδι το έβλεπε…».

Ο Χόφμαν μειδίασε. Η περίπτωση αυτή του φαινόταν ακραία Από τα μέσα της δεκαετίας του 1970, που τα ανεξήγητα φαινόμενα έγιναν ένας τρόπος «διασκέδασης» που απευθυνόταν στο ευρύ κενό, δεν ήταν λίγες οι φορές που είχαν προκληθεί ακόμη και θάνατοι, από την άγνοια. Τα περισσότερα από τα περιστατικά που είχε αντιμετωπίσει τα τελευταία χρόνια, οφείλονταν στην ανωριμότητα και την άγνοια ορισμένων ατόμων.

«Θα μπορούσα να δω αυτά τα συγγράμματα που αναφέρατε;».

«Θα φτάσουμε και σε αυτό το σημείο κύριε Χόφμαν. Θέλοντας και μη εκεί θα καταλήξουμε».

Το βλέμμα του Σερ Άντχιλ, καρφώθηκε στην μεγάλη τζαμαρία και στην νυχτερινή εικόνα της κοιλάδας που απλωνόταν πέρα από τον Πύργο, μετά τον γκρεμό των Ψυχών. Σιωπή επικράτησε. Ο Σερ Άντχιλ φαινόταν να έχει χαθεί στις σκέψεις του, ενώ ο Χόφμαν προσπαθούσε να βρει τον πιο ευγενικό τρόπο για να τον επαναφέρει στην συζήτηση τους. Την ροπή ενός στιγμιαίου εκτυφλωτικού φωτός, ακολούθησε το σκότος που επικράτησε στην αίθουσα της τραπεζαρίας και ο ήχος της βροντής. Ο πόνος της έκπληξης πλημμύρισε τα μάτια και των δύο.

Ο Χόφμαν ακουμπούσε το πρόσωπο του με τις παλάμες και πίεζε τα μάτια του σε μια προσπάθεια να πείσει τον εαυτό του πως αυτός ο πόνος θα είναι παροδικός. Όταν με δυσκολία κατάφερε να τα ανοίξει, όλα γύρω του ήταν ακαθόριστα.

«Πρέπει να έπεσε πολύ κοντά μας αυτός ο κεραυνός κύριε Χόφμαν. Πολύ πιθανό να τον τράβηξε και το αλεξικέραυνο που έχω τοποθετήσει στον ανατολικό πυργίσκο».

«Πολύ πιθανό;!», αναφώνησε ο Χόφμαν. «Εννοείται ότι για αυτό μας χτύπησε όλη αυτή η ενέργεια του κεραυνού!».

Παρόλο το ξαφνικό του γεγονότος και το πρόβλημα που αντιμετώπιζε ο καλεσμένος του, ο Άντχιλ συνέχιζε να μιλάει με τον ίδιο σταθερό και ήρεμο τόνο στην φωνή του. «Αφήστε τις μεγαλοστομίες κύριε Χόφμαν. Δεν έχετε νιώσει τον πόνο και το σοκ ενός κεραυνού, πιστέψτε με».

Ο Χόφμαν εξακολουθούσε να τρίβει τα μάτια του, προσπαθώντας να διακρίνει το περιβάλλον. «Σερ Άντχιλ, ακόμη δεν μπορώ να δω καθαρά και…»

«Ηρεμίστε παρακαλώ. Λυπάμαι πολύ για αυτό που σας συνέβη, αν και αυτό το ατυχές συμβάν δίνει μια διαφορετική τροπή στην συνάντηση μας». Η φωνή του Άντχιλ, ακουγόταν τώρα να έρχεται από κάποια άλλη πλευρά της τραπεζαρίας. Με τα μάτια κλειστά, ο Χόφμαν στράφηκε προς την κατεύθυνση που ακουγόταν ο Σερ Άντχιλ, για να τον ακούσει να συνεχίζει: «Το έχω πάθει αρκετές φορές αυτό που σας συνέβη και σας βεβαιώνω θα διαρκέσει λίγα λεπτά ακόμη. Ωστόσο η αντίδραση σας δεν ήταν αυτό που θα ήθελα να δω την προκειμένη στιγμή».

«Τι θέλατε να κάνω δηλαδή;». Περίμενε για λίγα δευτερόλεπτα χωρίς να λάβει κάποια απάντηση. «Σας ρώτησα κάτι Σερ Άντχιλ». Η όραση του Χόφμαν παρουσίαζε πλέον σημάδια βελτίωσης. «Γιατί δεν μου απαντάτε;». Μπορούσε να διακρίνει ότι η αίθουσα ήταν ακόμη βουτηγμένη στο σκοτάδι με μόνη πηγή φωτός, το χλωμό φως της σελήνης που περνούσε από τα κάποια ανοίγματα στα σύννεφα. Ωστόσο μια μικρή λάμψη μπήκε στο οπτικό του πεδίο. Μια λάμψη η πηγή της οποίας, πλησίαζε τόσο, ώστε μπορούσε να διακρίνει την σκιά του καθίσματος του να απλώνεται μπροστά του. Αν και προς στιγμή ένιωσε αρκετά άβολα, με μια απότομη κίνηση σηκώθηκε και έστρεψε το βλέμμα του πίσω από την πλάτη του καθίσματος.

«Σερ Άντχιλ; Εσείς είστε;»

IAN0S
29-04-07, 23:14
Ο Χόφμαν με γρήγορες κινήσεις οδηγήθηκε στο χωλ, άνοιξε την εξώπορτα και εξαφανίστηκε τρέχοντας μέσα στην βροχή. Με την άκρη του ματιού του διέκρινε τον μυστηριώδη Άντχιλ να τον κοιτά από τα μεγάλα βικτωριανά παράθυρα του καθιστικού.

Γυρόφερνε για ώρα στους χωμάτινους δρόμους της υπέθρου προσπαθώντας να
επανέλθει στα συγκαλά του. Ο τρόμος τον είχε κυριεύσει. Για καλή του τύχη ένα σαράβαλο σταμάτησε μπροστά του, αφού προηγήθηκε πόλεμος με το φρένο.

<<Πού πας φίλε;>>, τον ρώτησε ο μεσόκοπος οδήγος.

<<Λονδίνο>>, είπε κομπιάζοντας ο Χόφμαν. <<Λονδίνο και βλέπουμε.>>

Η βροχή είχε μετατρέψει την εθνική σε ποτάμι και το σαράβαλο MG του κατά τύχην οδηγού του, σε καγιάκ. Δύσκολα το κρατούσες στον δρόμο.

<<England is funny but sometimes she scares me…>>, σιγοτραγουδούσε ο οδηγός.

Ο Χόφμαν σκεφτόταν ότι αυτή η συνάντηση ήταν ίσως από τις πιο περίεργες που είχε αντιμετωπίσει στην σύντομη ζωή του. Δεν ήθελε ακόμα να παραδεχτεί αυτό που είχε δει να στέκεται πίσω από την πολυθρόνα.

Το σαράβαλο του συνταξιούχου αγκομαχώντας προσάραξε έξω από τον Σταθμό Βικτώρια. Το Γουέστμινστερ δεν ήταν στις προτιμήσεις του Χόφμαν, αλλά διακαώς χρειαζόταν ένα ποτό και γι'αυτό δεν έφερε αντίρρηση στον οδηγό του όταν του εξήγησε ότι αυτό είναι το τέλος της διαδρομής. Η ώρα ήταν περασμένες έντεκα, αλλά ευτυχώς η γωνιακή παμπ ήταν ακόμα ανοιχτή.

Οι πόρτες του Δούκα του Γιορκ άνοιξαν κι ένας ταλαίπωρος έγινε ένα με το πεζοδρόμιο. Ο Χόφμαν παρήγκειλε ένα σκέτο μπέρμπον και χώθηκε σε μια γωνία. Συχαινόταν τα βρετανικά ουίσκι.

<<Τελικά πρέπει να παραδεχτώ ότι η εγγλέζικη εξοχή κρύβει περισσότερα απ'όσα αποκαλύπτει>>, σκέφτηκε. <<Όσο και να ψάξεις στις κακόφημες γειτονιές του Λονδίνου, τέτοιες μαλακίες δεν θα συναντήσεις>>.

Κατέβασε το ουίσκι μονομιάς και παράγγειλε άλλο ένα. Η κατάστασή του ήταν εξεφτελιστική. Μούσκεμα από πάνω ως κάτω, με τις μπότες του μες στη λάσπη και το πρόσωπό του παραμορφωμένο από τον τρόμο και τις αμφιβολίες. Ο μπάρμαν το μυρίστηκε και του 'δωσε το μπουκάλι μ'ένα νεύμα κατανόησης.

<<Για δες>>, μονολόγησε γελώντας. <<Η διορατικότητα των Άγγλων ώρες ώρες είναι συγκλονιστική.>>

Η γωνιά του στο λιγοστό διάστημα που την είχε αποχωριστεί είχε καταληφθεί από ένα ζευγάρι που χαμουρευόταν επιδεικτικά. Αυτό τον έκανε ιδιαίτερα νευρικό, οδηγώντας τον στην μόνη θέση που ήταν ακόμα ελεύθερη, δίπλα σε μια χοντρή κυρία που πιθανόν να έπινε για να ξεχάσει ότι θα κοιμηθεί μόνη της κι αυτό το βράδυ.

<<Όλοι γι'αυτό δεν πίνουμε;>>, σκεύτηκε.

Όταν πια τα τρία τέταρτα του μπουκαλιού άρχισαν να επιδρούν και επιτέλους πέτυχε μια σχετική ηρεμία, προσπάθησε να τακτοποιήσει τις σκέψεις του.

<<Πρώτον. Ο Άντχιλ είναι μεγάλος καριόλης και θα πρέπει να του αφαιρέσουνε τον τίτλο.>>

Αυτή ήταν η πρώτη του σκέψη. Η δεύτερη ήταν πιο επιτυχημένη.

<<Δεύτερον. Αλεξικέραυνο δεν υπήρχε. Κι αυτό μπερδεύει τα πράγματα. Αν όντως ήταν κεραυνός αυτό μ'έκανε να χάσω την όρασή μου γι'αυτά τα δέκα λέπτα, τότε όλως τυχαίως χτύπησε κάπου κοντά στον πύργο κι ο Άντχιλ σκηνοθέτησε όλο αυτό το σενάριο για να βρεθεί τελικά από πίσω μου και να με κάνει να χεστώ πάνω μου. Το πρόβλημα είναι πως δεν πιστεύω στην τύχη.>>

Σερβίρισε τα υπολείματα του μπουκαλιού και χάζεψε για λίγο την χοντρή κυρία που σιωπηρά ενέκρινε τις σκέψεις του. Είχε πέσει με τα μούτρα στο τραπεζάκι, ροχαλίζοντας βιαίως.

<<Τρίτον. Τα έγγραφα. Χωρίς αυτά δεν κάνουμε τίποτα. Εϊναι η μόνη απόδειξη ότι η ιστορία του μυστήριου φίλου μας είναι αληθινή και μόνον άν είναι αληθινη έχει λόγο να μ'ενδιαφέρει. Αυτό σημαίνει, πίσω στον πύργο. Σκατά.>>

Ο μπάρμαν φύσαγε μια τρομπέτα αφηνιασμένα και με τον χειρότερο δυνατό τρόπο, προσπαθώντας να κάνει τους θαμώνες του Δούκα του Γιόρκ να του αδειάσουν τη γωνιά. Ο Χόφμαν αποφάσισε να μην παρακολουθήσει αυτό το σόλο για πνευστά και σκέφτηκε να πάει προς την ανατολική συνοικία, έχοντας υπ'όψην του κάποιες παμπς που μένουν ανοιχτές μέρχι το πρωί. Ήταν περασμένες δώδεκα.

Ο Χόφμαν ήταν ένας μυστήριος άνθρωπος. Σίγουρα όχι ο συνηθισμένος Λονδρέζος. Προερχόταν από μια αρχαία αγγλική αστική οικογένεια της κομητείας του Σάσσεξ, αλλά ήταν ο τελευταίος απόγονος και είχε δώσει όρκο ότι δεν θα υπάρξει κι άλλος. Ενώ λοιπόν είχε μεγαλώσει σε ένα αστικό περιβάλλον, τα τελευταία δέκα χρόνια της ζωής του είχε κάνει στην άκρη την τάξη του και είχε προτιμήσει τον υπόκοσμο του Λονδίνου. Mια τάξη τουλάχιστον ρομαντική και μ'έναν καθαρά προσωπικό κώδικα, ατόφιο, κάτι που έλλειπε από την παρηκμασμένη μπουρζουαζία της Μητρόπολης. Αυτή η περίεργη τάξη του υποκόσμου τον δέχτηκε σαν αφηγητή της, έναν αναγκαίο επόπτη για να αφήσει το στίγμα της στην ιστορία. Κάτι που ο Χόφμαν θεώρησε ότι θα ήταν απαράδεκτο να αρνηθεί. Αυτά αλλά και πολλά άλλα απαρτίζουν την προσωπικότητα του κύριου Χόφμαν. Κι αρκετή γκαντεμιά.

Το Έιντζελ, μια υποβαθμισμένη περιοχή, χωρίς ν'απέχει πολύ από το κέντρο, ήταν πήχτρα στο σκοτάδι. Ο υπόκοσμος της περιοχής δεν το χρειαζόταν το φως, είχε μάθει να κινείται στις σκιές. Ο Χόφμαν βρήκε το Μπλακ Λάιον με ορθάνοιχτες τις μπροστινές του πόρτες, να σφίζει από ζωή. Χαιρέτησε μερικούς γνωστούς του, και οδηγήθηκε στο κλασσικό του τραπεζάκι απέναντι από την είσοδο, που είχε τον ρόλο του προσωπικού του παρατηρητηρίου. Ένιωθε καλύτερα. Η μπαργούμαν, μια μαύρη καλλονή από την Νιγηρία, του σέρβιρε ένα μπουκάλι μπέρμπον, περιμένοντας μια καλή κουβέντα από τον μόνο πολιτισμένο που βρισκόταν σε κείνη την τρώγλη, τουλάχιστον όπως εκείνη νόμιζε. Αλλά ο Χόφμαν είχε χαθεί και πάλι στις σκέψεις του.

Μετά από ώρες συλλογισμών, κατάκοπος είχε αποκοιμηθεί έχοντας στην αγγαλιά του την μπαργούμαν να τον κρατάει σε όρθια θέση. Ονειργευόταν τον Άντχιλ όπως τον είχε δει για τελευταία φορά. Ονειρεύοταν την γυναίκα του πίνακα, σε μια χαώδη ομίχλη, να προσπαθεί να την πλησιάσει αλλά αυτή να χάνεται. Ονειρευόταν την ομίχλη να βγαίνει από τα πνευμόνια της και να την κατευθύνει. Ονειρευόταν τον Άντχιλ να τον καρφώνει με τα μάτια του όπως κοιμάται. Μόνο που αυτό δεν ήταν όνειρο.

<<Σκατά>>, ήταν η πρώτη λέξη που ξεστόμησε.<<Τί θες εδώ;>>

<<Αγαπητέ κύριε Χόφμαν αυτός δεν είναι τρόπος. Πρέπει να σας υπενθυμίσω ότι δεν είμαστε εχθροί.>>, είπε ο Άντχιλ μ'ένα ιδιαίτερα πράο αλλά ταυτόχρονα άκρως σκοτεινό τόνο. Ο Χόφμαν έδιωξε την Νιγηριανή από πάνω του, που έτσι κι αλλιώς δεν καταλάβαινε χριστό και έγυρε στην άβολη πλάτη της πολυθρόνας του.

<<Τί θέλετε από μένα Σερ Άντχιλ; Άν όντως με θέλατε για επαγγελματικούς σκοπούς και μόνον, δεν θα με παρακολουθούσατε και σίγουρα δεν θα βρισκόσασταν σε ένα μέρος σαν κι αυτό στις δύο τη νύχτα. Ο χρόνος περνάει γρήγορα Σερ.>>

Ο Χόφμαν μπορεί ανά στιγμές να ανακάλυπτε ότι έχει αυτοέλεγχο αλλά το ξεχνούσε πολύ γρήγορα. Ήδη είχε αρχίσει να χτυπάει το πόδι του νευρικά στο έδαφος, δημιουργώντας αναταραχή στην σκόνη του πατώματος, που λογικά βρίσκεται εκεί από την πρώτη μέρα που η παμπ λειτούργησε. Αν σκεφτούμε λοιπόν ότι η συγκεκριμένη παμπ λειτουργεί από το 1890, η σκόνη της έχει ιστορική αξία και καλά κάνουν να μην την σκουπίζουν. Αλλά αυτό είναι ένα θέμα που θα εξεταστή κάποια άλλη στιγμή.

Ο Άντχιλ με αργές κινήσεις ακούμπησε στο τραπέζι ένα μάτσο χαρτιά. Αμέσως μετά σηκώθηκε και την ώρα που φορούσε την ρεντικότα του γύρισε προς το τραπέζι και είπε.

<<Χόφμαν. Όταν θα ΄χεις ολοκληρώσει την μελέτη των χαρτιών αυτών και θα έχεις καταλήξει στο μοναδικό συμπέρασμα που μπορούν να σ’οδηγήσουν, θα θέλεις εσύ κάτι από εμένα. Αυτό που θέλω είναι αυτό που θα μου ζητήσεις. Καληνύχτα.>>

Ο Χόφμαν μία κοίταζε τα χαρτιά, μία τον Άντχιλ που εκείνη την ώρα πέρναγε το κεφαλόσκαλο για να χαθεί στην ομίχλη του δρόμου. Το μόνο συναίσθημα που του δημιουργήθηκε για τα ολίγα που άκουσε ήταν ένα μεγάλο κενό.

<<Το ‘χα πει εγώ ότι είσαι μεγάλος καριόλης>>, μουρμούρισε λες και τον είχε απέναντί του.
...
Το επόμενο πρωινό τον βρήκε στην μοναδική πολυθρόνα του διαμερίσματος που ακόμα άντεχε το λιγοστό του βάρος. Η Νιγηριανή είχε κάνει κατάληψη στο κρεβάτι, πως είχε βρεθεί εκεί δεν είχε ιδέα. Το σπίτι βρισκόταν σε κατάσταση πανικού. Οι κάλτσες και τα σώβρακα έδειχναν το δρόμο προς το μπάνιο, μια τεχνική για να μην χρειάζεται να ενημερώνει τους φιλοξενούμενους. Αποφάγια παντού, δημιουργούσαν μια ενδιαφέρουσα πολυχρωμία. Η πιο πρόσφατη εφημερίδα ήταν του προηγούμενου χρόνου. <<Τελικά να δεις που θα μου βγει σε καλό η επίσκεψη της μαύρης>>, σκέφτηκε. <<Ελπίζω να ξέρει από καθάρισμα.>>

IAN0S
29-04-07, 23:15
Ο Χόφμαν δεν ήταν πάντοτε κάθαρμα. Κατέληξε έτσι από μια σειρά χτυπημάτων της ζωής, που ποτέ του δεν μπόρεσε να αντιμετωπίσει. Ο πατέρας του ήταν ένας εξαίρετος άνθρωπος, πραγματικός εκπρόσωπος της τάξης του, ένας άνθρωπος τέτοιας σοφίας και καλοσύνης, που σπάνια συναντά κανείς. Κοσμήτορας της μεταφυσικής στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, με λαμπρή καριέρα και ειδίκευση στα μυστήρια της Αρχαίας Αιγύπτου. Η μάνα του πάλι ήταν μια πολύ λογική και τυπική γυναίκα, που συμπλήρωνε άψογα την τρικυμιώδη προσωπικότητα του πατέρα του. Είχανε ζήσει πολύ ευτυχισμένα χρόνια. Στα εικοστά-πρώτα του γενέθλια, οι γονείς του του είχαν υποσχεθεί ότι θα έρχονταν στο Νόττινγκχαμ, όπου σπούδαζε, να γιορτάσουν οικογενειακά. Ενώ επέβαιναν στο τραίνο των επτά το πρωί από Λονδίνο Βικτώρια, για Νόττινγκχαμ, το τραίνο εκτροχιάστηκε κοντά στον σταθμό του Λάισεστερ και οι γονείς του δεν βρέθηκαν ποτέ. Του είπαν ότι πιθανόν να είχαν αποτεφρωθεί από την έκρηξη. Πολλά πτώματα δεν είχαν βρεθεί. Αντί ο Χόφμαν να καταβληθεί από την τραγική απώλεια, αρίστευσε στις ιατρικές του σπουδές και κατέληξε ως ένας από τους πιο επιτυχημένους καρδιοχειρούργους του Λονδίνου. Η λαογραφία ήταν ένα χόμπι που ανέπτυξε, που όπως έλεγε ο ίδιος εκπορεύοταν καθαρά από την μελέτη της καρδιάς. Λίγοι καταλάβαιναν τί εννοούσε. Η πρώτη πτώση επήλθε πριν πέντε χρόνια, όταν ένας αδελφικός του φίλος, μυημένος στην υπόγεια ζωή του Λονδίνου, του εκμυστηρεύτικε ότι ακούγονται φήμες ότι το εκείνο το τραγικό ατύχημα μόνον ατύχημα δεν ήταν. Ο Χόφμαν οργίστηκε τόσο με αυτήν την θρασύτατη αναφορά στο παρελθόν του που ο ίδιος είχε θάψει, που όχι απλά τον έδιωξε με τις κλοτσιές χωρίς δεύτερη κουβέντα, αλλά αρνήθηκε κάθε επικοινωνία με τον μόνο άνθρωπο που τον αγαπούσε ειλικρινά. Το κακό όμως είχε γίνει. Η καρδιοχειρουργική του φαινόταν πια ένα επάγγελμα άκρως κουραστικό, έχανε την αυτοπεποίθησή του όπως και την όρεξη να σώζει ζωές. Παράλληλα, έχανε κάθε διάθεση να σώσει τον εαυτό του από την πτώση. Ο Χόφμαν έπεφτε και δεν υπήρχε κανείς να τον κρατήσει. Αφιερώθηκε στην λαογραφία, ταξίδεψε σε όλα τα πέρατα της γής, σε μια διαρκή προσπάθεια να αποδρά από τον εαυτό του. Σε κάθε του ταξίδι, ο κόσμος κάτω από τον κόσμο, ήταν το λιμάνι του. Μόνο μια δυστυχία ανώτερη από την δική του μπορούσε να δώσει γαλήνη στην ψυχή του. Και για την ψυχή του πολύ αμφέβαλε.

Συλλογισμένος αυτά τα τελευταία χρόνια, συνειδητοποιώντας την άθλια κατάστασή του αλλά και ανίκανος να κάνει κάτι για να την αλλάξει, έλυσε το κόκκινο σχοινάκι που έδενε τα χαρτιά και προσπάθησε να βγάλει κάποια άκρη.

<<Αυτά δεν είναι Σαμάνικα συγγράματα>>, αναφώνησε.

<<Αυτά είναι γραμμένα πιθανόν μεταξύ του 14ου και του 15ου αιώνα και αναφέρονται στην δυναστεία του Χαμουραμπί του βασιλέα της Βαβυλώνας. Μα καλά για ηλίθιο με περνάει ο Άντχιλ ή είναι αυτός εντελώς μαλάκας;>>

Ο Χόφμαν μελέτησε εντατικά τα χειρόγραφα εκείνη και τις επόμενες μέρες έχοντας τελείως ξεχάσει την ύπαρξη της Νιγηριανής. Το σπίτι έλαμπε κι αυτός δεν είχε πάρει χαμπάρι. Μέχρι που τον είχε ταΐσει μια και δυό φορές για να μην λυποθυμίσει, αλλά πάλι δεν είχε προσέξει τίποτα. Τα χειρόγραφα ήταν ιδιαίτερα ενδιαφέροντα, αλλά κάτι έλλειπε. Κάτι δεν κόλαγε.

Την επόμενη βδομάδα σχεδόν κατασκήνωσε στην Βρετανική Βιβλιοθήκη, διαβάζοντας κάθε τι που είχε σχέση μ’εκείνη την περίοδο. Κάτι δεν πήγαινε καλά με τα χειρόγραφα. Ενώ φαίνονταν να είναι καθαρά ιστορικά, δεν ταίριασαν με κανένα άλλο ιστορικό κείμενο για την εποχή κι όσο τα σύγκρινε, τόσο περισσότερο χανόταν.

<<Κάτι δεν πάει καλά μ’αυτά τα κείμενα. Τελικά ίσως να μην είναι τόσο μαλάκας ο Άνχιλ. Όπως και να ‘χει χρειάζομαι ξεκούραση>>.

Η κούρασή του ήταν τέτοια που βυθίστηκε σ’έναν ύπνο χωρίς τελειωμό. Ανά στιγμές ένιωθε την μαύρη φίλη του να τον χαϊδεύει, χωρίς να είναι όμως σίγουρος αν όντως συμβαίνει. Το τελευταίο που ήθελε είναι μπλεξίματα με νιγηριανή. Ήξερε πολύ καλά πόσο κουραστικές γυναίκες είναι, την τελευταία φορά που έμπλεξε με μαύρη χρειάστηκε να κάνει ένα μεγάλο ταξίδι στην Κίνα για να τον αφήσει στην ησυχία του. Όμως αυτή η μαύρη ήταν διαφορετική. Είχε κάτι που ο Χόφμαν δεν ήθελε να παραδεχτεί. Ονειρεύτηκε τις βροχερές μέρες του Νόττινγκχαμ, την ομίχλη να χαϊδεύει τους λοφίσκους γύρω από το πανεπιστήμιο. Τις στάλες να χάνονται στα νερά της λίμνης, τις μνήμες του να καθρεπτίζονται στα πράσινα νερά της. Πόσα είχε θάψει, πόσα είχε κρύψει. Η γυναίκα του πίνακα εμφανιζόταν ως φοιτήτρια της φιλοσοφίας να του μιλάει για όσα αυτός είχε καταπνίξει. Να του μιλάει για την αλήθεια του, μια φωνή από μέσα που τον έκανε να τρέμει και η μαύρη να τον αγκαλιάζει σφιχτά.

<<Τί ξέρεις εσύ;>>, ψυθίρισε ξυπνώντας.

Η μαύρη που ακόμα να μάθει τ’όνομά της άρχισε να σιγοκλαίει.

<<Σκατά! Δεν είμαι εγώ γι’αυτά.>>

Εβαλέ καφέ να βράζει και κάθησε στο πάτωμα χαζεύοντας τον τρούλο του Σαιντ Πωλ, πως έσχιζε τα σύννεφα. Η μαύρη του ‘φερε ένα φλιτζάνι. Την αγκάλιασε και την φίλησε.

<<Συγνώμη. Δεν είμαι εγώ. Είναι αυτή η μαλακία που ‘χω στον εγγέφαλο. Με τον καιρό θα καταλάβεις>>.

Η γυναίκα χαμογέλασε και πήγε να ετοιμάσει κάτι για να φάνε. Τα χαρτιά τον κοιτούσαν από το γραφείο.

<<Άι στο διάολο κι εσείς.>>

(συνεχίζεται...)

IAN0S
02-05-07, 21:37
Οι επόμενες βδομάδες πέρασαν χωρίς να το καταλάβει. Η ηρεμία που του προσέφερε η ζωή με την Νιγηριανή, ήταν ανεκτίμητη. Ο Άντχιλ είχε εξαφανιστεί, κάτι που προς το παρόν τον ευχαριστούσε. Γνώριζε όι αν δεν τακτοποιούσε την ζωή του, λύση δεν θα έβρισκε. Κι ο Άντχιλ μόνο λύση δεν ήταν. Ή τουλάχιστον έτσι πίστευε.

Προσπάθησε πολλές φορές να ξαναπιάσει τα χειρόγραφα, αλλά του φαινόταν αδύνατο να διακρίνει τη λύση του προβλήματος που θα του έδινε το κλειδί για την κατανόησή τους. <<Ένα ιστορικό κείμενο που δεν είναι ιστορικό. Άρα πρέπει να είναι κάτι άλλο…>>, μουρμούριζε μπερδεμένος. <<Αλλά τι.>>

Ευτυχώς η σιωπηρή επίδραση της μαύρης ήταν τόσο ισχυρή που δεν προλάβαινε να χαθεί στις σκέψεις του. Όσο κι αν προσπαθούσε να την μισήσει, του ήταν αδύνατο. Ούτε και να την αγαπήσει μπορούσε. Όσο κι αν προσπαθούσε.

Ο Χόφμαν βρισκόταν σ’αφηγηματικό κενό. Έννοιωθε ότι δεν αφηγούταν αυτός την ιστορία αλλά κάποιος άλλος. Ίσως ο πειραγμένος Άντχιλ, ίσως η γυναίκα του πίνακα, ίσως η μαύρη φίλη του. Αλλά όχι αυτός. Αν ήταν το κονσέρτο να συνεχίσει, όφειλε να διευθύνει ο ίδιος την ορχήστρα. Σηκώθηκε από την βικτωριανή του πολυθρόνα, που ούτε η ίδια πια δεν θυμόταν την καταγωγή της και πλησίασε τα χειρόγραφα. Έπρεπε να επανεξετάσει το πρόβλημα.

<<Ένα ιστορικό κείμενο που δεν είναι ιστορικό πρέπει να είναι μυθολογικό. Ένα μυθολογικό κείμενο υπάρχει για να διδάσκει. Οι φράσεις κρύβουν άλλες φράσεις, οι λέξεις άλλες λέξεις, όλες αλληλένδετες και όλες αντίθετες μεταξύ τους. Θα πάρω την ιστορία από την αρχή. Τα λάθη της θα είν’οι οδηγοί μου. Εκεί που δεν υπάρχει γραφή, θα μου υποδεικνύεται ο κώδικας. Και όλα αυτά βέβαια αν η ιστορία δεν είναι μια μαλακία και μισή.>>

Πήρε τα αμφίβολα γραπτά και κατευθύνθηκε προς την πόρτα. Επέστρεψε για να ντυθεί.

<<Θα με τρελάνουν όλα αυτά.>>

Το βιβλιοπωλείο του Γουάτκινς ήταν γιομάτο από κάθε λογής τύπους. Δυό ομοφυλόφιλοι μαθαίνανε την μοίρα τους από έναν αμφιβόλου ποιότητος Ινδό γκουρού. Ένας νευρικός σαραντάρης, προφανώς ένοιωθε ντροπή για το μέρος, έριχνε κλεφτές ματιές σε νιου-έιτζ αναγνώσματα που υπόσχονταν αποκαλύψεις και πνευματική ανύψωση. Δίπλα του ένας πιτσιρικάς αναζητούσε τα απόκρυφα στο Λίμπερ 777 του Άλιστερ Κρόουλι. Δυό μασόνοι έκαναν μια αδιάφορη συζήτηση διαφωνώντας για την άποψη του Έλιφας Λεβί για τον τεκτονισμό. Ο Χόφμαν με μια αποφασιστική κίνηση απέδρασε από το σκηνικό και κατευθύνθηκε προς το υπόγειο, πασίγνωστο στους εσωτεριστές για την εξαιρετική του συλλογή σε παλαιά βιβλία και σπάνιες εκδόσεις. Χάζεψε τους τόμους στις βιτρίνες ψάχνοντας κάτι που να μην υπήρχε στη βιβλιοθήκη του πατέρα του, αλλά απογοητεύτηκε και κατευθύνθηκε προς τον Γουόλς.

<<Έχω ένα κείμενο που με παιδεύει ιδιαίτερα. Κατέληξα σε κάποια μέθοδο για να το μελετήσω, αλλά ακόμη δεν έχω βγάλει άκρη. Ο βασικότερος λόγος που βρίσκομαι ενώπιόν σου είναι γιατί στοιχηματίζω στην τύχη σήμερα. Αν και δεν πιστεύω διόλου σ’αυτήν.>>

IAN0S
02-05-07, 21:38
<<Αγαπητέ μου Χόφμαν, ξέρεις καλά ότι όλο μας το βιβλιοπωλείο μαζί με τις αποθήκες δεν συγκρίνεται ούτε στο ελάχιστο με την βιβλιοθήκη του πατέρα σου.>>

<<Γι’αυτό είμαι εδώ>>, του είπε πονηρά.

Ο Γουόλς δεν συνέχισε. Κατευθύνθηκε στο πίσω μέρος του υπογείου και μετά από αρκετή ώρα επέστρεψε μ’ένα βιβλίο τυλιγμένο σ’ένα μαύρο πανί.

<<Αυτό είναι ό,τι τελευταίο έχω. Στο δίνω και δεν ξέρω αν θα έπρεπε αλλά έχω λόγο που το κάνω κι έχεις λόγο που το ψάχνεις. Οι καιροί έχουν αλλάξει αδερφέ. Παλιά οι απαντήσεις ήταν πιο ξεκάθαρες όταν ήξερες να μην κάνεις ερωτήσεις. Τελευταία τα πράγματα θολώνουν ακόμα κι εκεί. Δεν τολμώ να σκεφτώ τους λόγους, αλλά οφείλουμε να το εξετάσουμε όταν θα ‘ρθει η ώρα, ακόμα κι αν αυτό οδηγήσει στην καταστροφή όσων υπηρετούμε. Αυτό που σου δίνω είναι ένα κλειδί απ’όλα. Δεν ξέρω αν θα βοηθήσει. Δεν ξέρω καλά καλά τι είναι. Απλά δεν υπήρχε κανείς που να το ήθελε. Μόνον εσύ.>>

Ο Χόφμαν έβαλε τα χειρόγραφα κάτω από το πανί με το βιβλίο, φίλησε τον Γουόλς και βγήκε απ’το Γουάτκινς. Οι δρόμοι ήταν πολύ ήσυχοι, κάτι το ασυνήθιστο για Σαββατιάτικο Λονδίνο. Δεν τον πολυένοιαζε.

Στο σπίτι βρήκε την μαύρη να κοιμάται στην πολυθρόνα του. Μάλλον τον περίμενε. Κάθησε στο πάτωμα με το κεφάλι του στα πόδια της. Κοιμήθηκε χωρίς δυσκολία.

(συνεχίζεται...)

IAN0S
02-05-07, 22:38
Την επομένη για καλή του τύχη, η μαύρη είχε πάει για ψώνια αφήνοντάς του ένα λευκό σημείωμα. <<Τι περίεργη γυναίκα>>, αναφώνησε. Η μαύρη δεν ήξερε αγγλικά. Τον Χόφμαν όμως τον καταλάβαινε, όπως κι αυτός την καταλάβαινε. Έφτιαξε μια κανάτα τσάι με κονιάκ και κάθησε στην πολυθρόνα του γραφείου του. Ήταν ώρα να προχωρήσει με το κείμενο κι ας μην ένιωθε στα καλά του. Ο Χόφμαν πρέπει να ήταν άρρωστος αλλά αδιαφορούσε πλήρως για την υγεία του. Άναψε ένα Ολλανδικό πούρο παραγωγής του παππού του μόνου φίλου που του είχε απομείνει και είχε απαγορέψει κάθε επικοινωνία. Τα πούρα βέβαια τα κάπνιζε. Το τσάι με το κονιάκ ήταν για τον Χόφμαν άλλη μια προσβολή των Αγγλικών παραδόσεων που ο ανάστατος χαρακτήρας του έβρισκε ιδιαίτερα πληκτικές. Η πρόσθεση του κονιάκ στο παραδοσιακό τσάι των τέσσερεις, που συνοδευόταν πάντοτε από ένα ή δύο πούρα, έφερνε Άγγλους και Γάλλους κοντά και ταυτόχρονα και οι δυό τους κατέληγαν στα οξέα του στομαχιού του. Μια ιδέα που του άρεσε ιδιαίτερα.

Αφαίρεσε το μαύρο πανί που προστάτευε το βιβλίο και τα χειρόγραφα και έκανε χώρο στο γραφείο του πειραματιζόμενος στο νόμο της βαρύτητας. Το χάος που δημιουργήθηκε μπροστά και γύρω από το γραφείο διόλου τον απασχολούσε. Το βιβλίο δεν είχε ούτε τίτλο, ούτε κάτι να δηλώνει από πού προήλθε. Από την φθορά του χρόνου ο Χόφμαν υπέθεσε ότι έχει γραφτεί τουλάχιστον δύο αιώνες πριν. Μπορεί και τρεις. Η πρώτη σελίδα περιλάμβανε μια μεγάλη γκραβούρα με την φρικαλέα παράσταση ενός κρεμασμένου σε μια πέτρινη ερημική αψίδα, με το πρόσωπό του ξεσκισμένο σε τέτοιον βαθμό από τα όρνια, που τα χαρακτηριστικά του είχαν εξαφανιστεί. Ένα κοράκι του είχε ξεσκίσει τον θώρακά, ψάχνοντας για την καρδιά του. Μια φράση ήταν χαραγμένη πάνω στην αψίδα, που του έφερε σύγκρυο. Η ίδια φράση στον τάφο του πατέρα του. <<Nothing more beyond>>, ψυθίρισε.

Άναψε το δεύτερό του πούρο, πήρε το τσάι με το χέρι του να τρέμει, και οδηγήθηκε στο μπαλκόνι. Είχε κάτσει ακίνητος πάνω από τέσσερεις ώρες, με την φράση να τον χτυπάει στο κεφάλι σαν σφυρί. Ο ήλιος έδυε και ο Τάμεσης είχε πάρει ένα κατακόκκινο χρώμα.

<<Το ‘χα πει εγώ ότι αυτή η ιστορία δεν θα μου βγει σε καλό>>, είπε.

Άφησε το πούρο του να πέσει στον δρόμο και διπλώθηκε στα δύο βήχοντας ασταμάτητα και φτύνοντας αίμα. Λιποθύμησε από τον πόνο και την πολυήμερη νηστεία.

Ξύπνησε ύστερα από δύο μέρες στο νοσοκομείο. Οι γιατροί είχαν διαγνώσει φυματίωση, ήδη αναπτυγμένη και η παραμονή του ήταν αναγκαία. Η μαύρη τον είχε βρει στο πάτωμα και μη μπορώντας να εξηγήσει στο τηλέφωνο τι συνέβαινε, είχε καλέσει δύο συμπατριώτες της του υποκόσμου που τον μετέφεραν οι ίδιοι. Ήταν ακόμη εκεί και τον περίμεναν να ξυπνήσει. Για μια ακόμη φορά αναγνώρισε τις αρετές αυτής της τάξης.

<<Σας ευχαριστώ για ό,τι κάνατε>>, τους είπε κομπιάζοντας. <<Δεν είχατε την υποχρέωση και σας ευχαριστώ γι’αυτό.>>

<<Για σένα μποςς και στον τάφο μαζί>>, του απάντησε ο ένας.

<<Για μας είσαι η απόδειξη ότι όλα μπορούν να γίνουν. Ένα ασθενές φως στο απόλυτο σκότος>>, του είπε ο άλλος χαμογελώντας.

Ο Χόφμαν έκλεισε ξανά τα μάτια για να τα ανοίξει μετά από εικοσι-τέσσερεις ώρες σιωπής. Η μαύρη κοιμόταν ελαφρά στην απέναντι καρέκλα. Μετά από λίγο ξύπνησε και του χαμογέλασε.

<<Χρειάζομαι τα κείμενά μου>>, της είπε. <<Πρέπει να πας στο σπίτι να μου τα φέρεις. Είναι πολύ σημαντικό.>>

Δεν πρόλαβε να το πει κι η μαύρη ήδη βρισκόταν στον καλόγερο και φορούσε το παλτό της. Τον χαιρέτησε και έκλεισε την πόρτα πίσω της. Ο Χόφμαν ακόμα πολύ αδύναμος έπεσε σε λήθαργο.

Ξύπνησε μετά από τρεις ώρες περιμένοντας να βρει την Νιγηριανή κα τα κείμενα δίπλα του. Αλλά ούτε η γυναίκα, ούτε και τα κείμενα ήταν εκεί. Άρχισε ν' ανησυχεί. Χτύπησε το κουδούνι και ρώτησε την νοσοκόμα αν την έχει δει. Τίποτα. Το ίδιο και οι υπόλοιποι.

<<Μα τι στο διάολο έγινε. Άνοιξε η γης και την κατάπιε;>>.

Τις επόμενες ώρες τις πέρασε κοιτώντας την πόρτα. Τίποτα. Η ανησυχία του κάθε λεπτό και αυξανόταν, κάτι που χειροτέρευε την κατάστασή του. Το κεφάλι του έβραζε από τον πυρετό. <<Πρέπει να κάνω κάτι>>, σκέφτηκε. <<Πρέπει να φύγω. Αν όντως της έχει συμβεί κάτι άσχημο, αυτό σημαίνει ότι η θέση μου είναι χειρότερη εδώ. Είμαι ακίνητος στόχος και η ζωή της κρέμεται από την δική μου>>. Πρέπει να φύγω το γρηγορότερο δυνατόν!

IAN0S
02-05-07, 22:40
Τις επόμενες ώρες σκεφτόταν έναν τρόπο για να φύγει από το νοσοκομείο χωρίς να τον πάρουν χαμπάρι. Είχε πάει δώδεκα και δεν είχε καταλήξει ακόμα. Η μεθοδικότητα λένε, είναι κατάρα και θείο δώρο συνάμα. Ξαφνικά ακούστηκαν εκκωφαντικοί πυροβολισμοί. Ερχόντουσαν από πολύ κοντά. Η πόρτα άνοιξε διάπλατα και ο Άντχιλ φορώντας μια μαύρη κάπα από βελούδο και κρατώντας ένα ρεβόλβερ, έτρεξε μέσα στο δωμάτιο.

<<Αγαπητέ κύριε Χόφμαν, αν θέλετε να δείτε την ανατολή να είστε γρήγορος παρακαλώ!>>, είπε ο Άντχιλ τονίζοντας κάθε λέξη.

Βγαίνοντας μέτρησε τρία πτώματα, όλα με μια σφαίρα στην καρδιά. Ο Άντχιλ, όπως σκέφτηκε, ήταν καταπληκτικός σκοπευτής αν κρίνουμε από την απόσταση των στόχων του. Μια μαύρη θωρακισμένη Ρολς τους περίμενε στην πόρτα με την μηχανή αναμμένη. Με το που μπήκαν η Ρολς έφυγε σφαίρα. Στην θέση του οδηγού αναγνώρισε τον ένας από τους δύο μαύρους που τον είχαν κουβαλήσει στο νοσοκομείο.

<<Σερ, γι’ αυτό δεν σε συμπαθώ και το ξέρεις>>, του είπε χαμογελώντας. <<Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο με τσαντίζουν οι άνθρωποι που ελέγχουν πλήρως μια κατάσταση. Φαντάζουν μη-πραγματικοί στα μάτια μου.>>

<<Καλέ μου Χόφμαν, δεν θέλω να περιαυτολογήσω ούτε και να σου δημιουργήσω ενοχές>>, είπε ο Άντχιλ με τον γνωστό ήρεμο και μυστηριώδη τόνο του, <<αλλά μόλις σου έσωσα την ζωή>>.

Ο Χόφμαν φαινόταν να μην συμφωνεί.

<<Για να σου πω την αλήθεια Σερ, πιστεύω ότι εσύ είσαι ο λόγος που η ζωή μου απειλήθηκε εξαρχής.>>

Για το υπόλοιπο της διαδρομής δεν αντάλλαξαν άλλη κουβέντα. Η σιωπή τους ήταν μια συμβολική ανακωχή.

Μόλις η Ρολς έδωσε τέλος στο ξέφρενο ταξίδι της ο Άντχιλ διέκοψε την σιωπή.

<<Αγαπητέ μου Χόφμαν, δεν περιμένω να με συμπαθήσεις. Άνθρωποι σαν κι εμένα έχουν μάθει να ζουν χωρίς αυτό. Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι αν μπορούσα θα άλλαζα τις πράξεις μου. Όσα κάνω, είναι όσα οφείλω να κάνω και όταν αυτή η ιστορία θα τελειώσει, θα καταλάβεις ότι είχα λόγο για όλα. Αν δεν το καταλάβεις, τότε ό, τι έκανα θα είναι άχρηστο. Σήμερα θα δεις παράξενες εικόνες. Αυτές οι εικόνες κρύβουν άλλες εικόνες και οι άλλες εικόνες κρύβουν περισσότερες. Όταν θα φτάσεις στον πυρήνα, θα ‘χεις τον κώδικα που σου λείπει. Η ασθένειά σου ας μην σ’ επηρεάσει. Τίποτα απ’ όσα γνώριζες δεν πρέπει να σ’ επηρεάσει. Θα ανακαλύψεις έναν καινούργιο κόσμο, μέσα σ’ έναν άλλον, μια κίνηση χωρίς χρόνο, και τον χρόνο χωρίς κίνηση. Θα δεις πολλές πόρτες, μα μόνο μία θα σ’ ενδιαφέρει. Το κλειδί είσαι εσύ που πρέπει να το αναζητήσεις. Και το κλειδί είναι μέσα σου. Εσύ είσαι το μόνο κλειδί.>>

Ο Χόφμαν έτρεμε. Έβλεπε τον Άντχιλ να αλλάζει μορφές, τον έβλεπε να γίνεται αυτό που είχε συναντήσει για πρώτη φορά να στέκεται πίσω του. Η ρήγη τον είχε καταβάλει.

<<Θυμήσου τι έλεγε ο πατέρας. Ο φόβος είναι ο δολοφόνος της νόησης. Η νόηση πρέπει να υπερισχύσει του φόβου. Ο φόβος καταστρέφει το μυαλό και δεσμεύει την καρδιά. Θυμήσου. >>

Τρεις μοναχοί με μαύρες ρόμπες και ξίφη στις ζώνες του σφράγισαν τα μάτια, τον γύμνωσαν και του έδεσαν χέρια και πόδια. Σ’ αυτή την εξεφτελιστική κατάσταση τον έσυραν για κάμποσα μέτρα, χωρίς να καταλαβαίνει που τον πηγαίνουν. Άκουγε βαριές πόρτες ν’ ανοίγουν και να κλείνουν και ρυθμικούς χτύπους πάνω τους πριν ανοίξουν. Εκτός από τους χτύπους το μόνο που άκουγε ήταν τα πόδια του να σέρνονται στις πέτρινες πλάκες. Κάποια στιγμή η πέτρα έγινε μάρμαρο, ένα μάρμαρο λείο σαν μετάξι, αλλά καυτό σαν την άμμο της ερήμου. Του έλυσαν τα χέρια και του έδωσαν κάτι να πιει που του ‘καψε τον ουρανίσκο. Τον έβαλαν σε μαρμάρινο φέρετρο, που το κατάλαβε από τις διαστάσεις και σφράγισαν το καπάκι. Μετά από λίγα λεπτά άρχισε να πνίγεται από την έλλειψη καθαρού αέρα και την εναλλαγή του με τοξικό. Έπεσε σε βαθύ ύπνο, που τον νόμιζε σαν θάνατο. Δεν είχε κανένα έλεγχο του σώματός του και ο νους του λειτουργούσε παθητικά. Δεν μπορούσε να σκεφτεί, μόνο να ακούει τις σκέψεις του. Για ώρες ένιωθε λες και το φέρετρο κατέβαινε με τροχαλίες σε βαθύ πηγάδι. Το ωκεάνιο συναίσθημα τον είχε καταβάλει σε τέτοιο βαθμό, που τα όρια του φέρετρού του είχαν χάσει τα μέτρα τους. Το σύμπαν με τους άπειρους αστερισμούς του τον είχε κυκλώσει. Έβλεπε τον εαυτό του από απόσταση, ξαπλωμένο στο ανοιχτό φέρετρο, με μάτια κατάμαυρα και μια πύρινη φλόγα στο κέντρο. Γύρω του η απέραντη έρημος. Ο πατέρας του και η μητέρα του βρίσκονταν κι αυτοί ξαπλωμένοι σε δύο διπλανά φέρετρα. Και οι δύο τον κοιτούσαν. Η σιγή ήταν απόλυτη και διαπεραστική. Ένοιωθε το ουράνιό του σώμα να καθηλώνεται από την σιγή. Ταξίδεψε σε άλλους κόσμους χωρίς να κοιτάξει πίσω.

Ένας σταθερός πόνος στην καρδιά τον επανέφερε. Η μύτη ενός ξίφους έδειχνε στην καρδιά του. Μια σκιά με ακαθόριστη μορφή στεκόταν από πάνω του. Σηκώθηκε σπρώχνοντας το ξίφος με την καρδιά του. Ήξερε τον δρόμο.

Στο τέλος μια πόρτα. Τρεις χτύποι, μια κυκλική θολωτή αίθουσα. Επτά μοναχοί με κόκκινους μανδύες τον περίμεναν. Στο κέντρο έκαιγε μια χρυσοκόκκινη τριανταφυλλιά. Φόραγε έναν πράσινο μανδύα μ’ ένα μαύρο κοράκι. Το κοράκι πέταξε και τρύπωσε μέσα στην φωτιά. Η τριανταφυλλιά κάηκε κι από της στάχτες της ένας φοίνικας ξεπετάχτηκε. Τον γράπωσε από τα μαλλιά και τον τράβηξε προς τα πάνω. Βγήκαν από μια τρύπα στο κέντρο του θόλου. Πέταξαν μέσα από την κοιλάδα των ψυχών, από το φεγγάρι στον ήλιο, κι από το εξωτερικό στον πυρήνα του. Ένιωσε την ύπαρξή του να λιώνει, να εκμηδενίζεται. Βρέθηκε κατά γης στην κορυφή του πύργου. Φορούσε έναν λευκό μανδύα μ’ έναν χρυσό φοίνικα στο στήθος. Άνοιξε την καταπακτή του πύργου και κατέβηκε τις σκάλες. Το φεγγάρι του χαμογελούσε. Βρήκε τον Άντχιλ να τον περιμένει μπροστά από το τζάκι. Κρατούσε την πίπα του και έδειχνε προς τον βελούδινο καναπέ.

<<Καπνίζετε; Ναι; Δεν θα ‘πρεπε. Είναι μια πολύ κακή συνήθεια.>>, του είπε χαμογελώντας.

IAN0S
02-05-07, 22:41
Ο Χόφμαν χαμογέλασε και κάθησε, χωρίς να πει τίποτα άλλο. Πίσω του εμφανίστηκε η μυστήρια γυναίκα του πίνακα. Φορούσε ένα κεντητό φόρεμα από λευκή και χρυσή κλωστή. Κρατούσε ένα ρόδο που του προσέφερε. Ήταν μαγευτική.

<<Καλώς ήλθες>>, του ψυθίρισε. Ο Χόφμαν ένιωσε την θερμότητα να κατακλύζει το κορμί του.

<<Καλώς με βρήκα>>, είπε.

IAN0S
03-05-07, 15:21
Γυρνώντας στο σπίτι βρήκε την Νιγηριανή να τον περιμένει χαμογελαστή. Μόλις την είδε κατάλαβε. Ήταν η σιωπηλή σκιά με το ξίφος στην καρδιά του. Ήταν η σκιά που του χάραξε μια νέα ζωή. Η Νιγηριανή προσπάθησε να τον αγκαλιάσει αλλά έκανε μερικά βήματα πίσω και την απομάκρυνε. Ένιωθε ακόμη το ξίφος στην καρδιά. Η ομορφιά των προηγούμενων στιγμών είχε χαθεί και δεν μπορούσε να ξαναγυρίσει. Ήταν κάποιος άλλος πια, ένας άνθρωπος της απειροελάχιστης στιγμής. Η Νιγηριανή το κατάλαβε. Τον πλησίασε, τον φίλησε τρεις φορές και έφυγε.


Ο Χόφμαν φόρεσε τον λευκό του μανδύα με τον φοίνικα και από πάνω μια μαύρη κάπα. Η Ρολς με τον γνωστό της οδηγό τον περίμενε. Μόλις μπήκε και έκλεισε πίσω του την πόρτα το αμάξι ξεκίνησε σαν σφαίρα.

<<England is funny but sometimes she scares me…>>, τραγουδούσε ο οδηγός.

O Χόφμαν γέλασε. Τώρα πια αγαπούσε τον Άντχιλ μ’ έναν τρόπο που ούτε καν το φανταζόταν. Τον αγαπούσε ακόμα και για τους λόγους που πρωτύτερα τον μισούσε. Η αλήθεια είναι ότι η προηγούμενη ημέρα του φαινόταν μίλια μακριά.

Έφτασαν στον πύργο ενώ ο ήλιος έδυε. Η ζέστη ήταν αποπνικτική αλλά όταν μπήκε στο σαλόνι η θερμοκρασία ήταν υπέροχη. Ο Άντχιλ καθόταν στην γνωστή του θέση διαβάζοντας το Σήμα των Τριών του Σερ Άρθουρ Κόναν Ντόυλ. Μόλις τον είδε, σηκώθηκε και τον φίλησε. Ο Χόφμαν πήρε τη θέση του δίπλα στο αναμμένο τζάκι. Δεν μπορούσε να καταλάβει πως γίνεται έξω να ‘χει καλοκαιρία και μέσα να νιώθει τόσο ευχάριστα με το τζάκι αναμμένο.

<<Έχει πολλά που δεν κατανοώ με την λογική σ’ αυτό το σπίτι.>>, είπε γελώντας ο Χόφμαν. <<Ξέρω βέβαια ότι δεν θα τα καταλάβω ποτέ με την λογική αλλά μόνο με την καρδιά.>>

Ο Άντχιλ έγνεψε συγκαταβατικά.

<<Καταλαβαίνω ότι στο παρελθόν είχες φόβο για την ταυτότητα του αφηγητή αυτής της ιστορίας>>. <<Σ’απασχολεί ακόμα;>>

<<Όχι καθόλου. Τον γνωρίζω τον αφηγητή πια.>>

<<Εξαιρετικά. Άρα μπορούμε να συνεχίσουμε. Σήμερα θα σε γνωρίσω με τον πατέρα σου. >>
Η πόρτα άνοιξε και είδε τον πατέρα του να μπαίνει. Το είδε όπως ήταν στο μαρμάρινο φέρετρο, μ’ ένα λεπτό λινό μανδύα. Η πόρτα έκλεισε.

Ο Χόφμαν ξύπνησε αργά εκείνο το πρωί. Είχε κουραστεί αρκετά, αλλά η κόπωση ήταν επιφανειακή. Μέσα του ένιωθε ξαναγεννημένος, νεότερος από ποτέ. Έκανε μια μεγάλη βόλτα στο κέντρο, πέρασε από την Εθνική Πινακοθήκη που είχε αφιέρωμα στον αγαπημένο του Σεζάν και όταν βράδιασε πέρασε από το Μπακ Λάιον για ένα ποτό. Κάθησε στο γνωστό τραπέζι απέναντι από την πόρτα και παρατηρούσε τον κόσμο. Ανακάλυψε ότι τα συναισθήματά του δεν τον επηρέαζαν, αλλά μια νέα ιδιότητα είχε αντικαταστήσει τον ταραγμένο συγκινησιακό του κόσμο. Βουτούσε στις καρδιές τους και έπιανε χρυσάφι. Ο κόσμος απέκτησε νέα χαρακτηριστικά και μοναδική ομορφιά.

Την επόμενη μέρα αποφάσισε να γυρίσει στις μελέτες της λαογραφίας. Είχε αφήσει αρκετά του έργα ημιτελή και ένιωθε την ανάγκη να ολοκληρωθούν. Ο κόσμος πίσω του δεν θα επέστρεφε ποτέ. Η νοσταλγία τον πλησίαζε δειλά κι αυτός την άγγιζε με θάρρος.

Έκλεισε εισιτήρια για το Κάιρο. Η πόλις του Θριάμβου τον περίμενε.