PDA

Επιστροφή στο Forum : El condor pasa


junior
11-05-06, 00:09
El condor pasa

ala
11-05-06, 12:00
H καρδιά του χτυπούσε σαν τρελή, ήταν έτοιμη να σπάσει! Προσπάθησε να μιλήσει μα δεν έβγαιναν λόγια. Παράξενο, το μυαλό του πλημμύριζε από λέξεις που δεν μπορούσε να πει δυνατά! Ένιωσε και πάλι την μελωδική φωνή του ινδιάνου να του μιλά. «Καθάρισε το μυαλό σου από τις άχρηστες σκέψεις. Δεν χρειάζεται να μιλάς για να σε ακούσω. Τι ζητάς να βρεις εδώ, γιατί ήρθες ξανά;»

- «Σε μένα Νίκο, τα μάτια σε εμένα! Δώσε μου το όπλο και άνοιξε τα μάτια! Τι έχεις πάρει ρε μαλάκα, πες μου ότι δεν έχεις πάρει τίποτα! Έλα ρε φίλε!» -

«Κλείσε τα αυτιά σου, κλείσε τα μάτια και άνοιξε το μυαλό σου. Δεν υπάρχει τίποτα και κανείς γύρω μας. Τί σε φέρνει πάλι εδώ, είσαι μακριά από το σπίτι σου.»
Γαλήνεψε.. Οι χτύποι της καρδιάς του επανήλθαν, οι φωνές στα αυτιά του σταμάτησαν να ηχούν. Ήταν μόνος του, μετέωρος στα απόκρημνα βράχια ενός βουνού, ησυχία παντού. Κοίταξε γύρω του αχόρταγα. Στο βάθος έβλεπε την καταιγίδα να απομακρύνεται, τα μαύρα σύννεφα να χάνονται, λάμποντας πότε πότε από τις αστραπές. Κάτω από τα πόδια του σκόρπιζε ζωή και χρώμα το ουράνιο τόξο που τον έφερε εδώ. Η γη μύριζε υπέροχα, μπορούσε να ακούσει νερό να κυλάει. Δεν είχε ιδέα που ήταν, μα δεν θα ήθελε να είναι πουθενά αλλού!
Μια σκέψη τράβηξε την προσοχή του. Γύρισε ξαφνικά και κοίταξε πίσω του.
«Λοιπόν;»

junior
11-05-06, 13:49
El condor pasa

ala
11-05-06, 19:49
«Ποιοι είναι αυτοί δάσκαλε; Πως έφτασαν μέχρι εδώ; Ας τους σταματήσουμε, γιατί μου πήρες το όπλο μου;»
Ο ινδιάνος κοίταξε τον Νίκο βαθειά στα μάτια και του χαμογέλασε κοιτάζοντάς τον με αγάπη. Σαν με το βλέμμα ενός πατέρα στο παιδί του.
«Γεννημένος μαχητής πιτσιρίκο ε; Ένα σπουργίτι με καρδιά γερακιού! Ηρέμησε μικρέ, δεν είναι ίδιες όλες οι μάχες, δεν πολεμάμε πάντα με τα όπλα. Υπάρχουν μάχες πιο δύσκολες, πιο σκληρές. Σκέψου!»
Η πρώτη σκέψη που έκανε ήταν ότι δεν αισθάνεται σπουργίτι και είδε ξανά ένα χαμόγελο να ζωγραφίζεται στο πρόσωπο του ινδιάνου.
«Πως αλλιώς να πολεμήσω τον εχθρό μου αν όχι με τα όπλα μου;» αναρωτήθηκε.
Η φωνή του ινδιάνου ήρθε πάλι να διακόψει τις σκέψεις του.

«Υπήρχε μια ιστορία πολύ παλιά που λεγόταν από στόμα σε στόμα, μια ιστορία που δεν γράφτηκε ποτέ σε χαρτί. Την άκουσα και εγώ όταν ήμουν πολύ νέος ακόμα. Ήταν η ιστορία ενός νεαρού ινδιάνου, που ήταν στη δούλευση ενός σκληρού και βάναυσου κτηματία. Από παιδί μεγάλωνε στο φόβο και την καταπίεση, στην κακουχία, υπηρετούσε και εξυπηρετούσε τους άλλους από το πρώτο χάραμα μέχρι το δείλι. Μόνο τότε, όταν έπεφταν οι σκιές και το σκοτάδι ξεγλιστρούσε κρυφά από το μικροσκοπικό παραθυράκι της υγρής, υπόγειας κάμαρής του και χανόταν στο κοντινό δάσος. Εκεί περνούσε ώρες μιλώντας με την φύση, εκεί δεν φοβόταν τίποτα, οι σκιές ήταν το φως του.
Κάποτε συνάντησε έναν γέροντα να ξαποσταίνει κάτω από ένα δέντρο, δίπλα σε μια λαμπρή φωτιά. Σκέφτηκε να πλησιάσει, μα έμεινε να τον παρατηρεί στα κρυφά. Απέναντί του, όχι μακριά από την φωτιά, καθόταν ένας λύκος και τον κοιτούσε. Αδύνατον!, σκέφτηκε.
Πλησίασε μικρέ, ακούστηκε η φωνή του γέροντα, που όμως δεν γύρισε καθόλου το κεφάλι του προς το μέρος του παρά ψαχούλευε το μικρό δισάκι του για να βγάλει τελικά από μέσα έναν μικρό, αστραφτερό σουγιά. Πήρε ένα κομμάτι ξύλο στα χέρια του και άρχισε να το σκαλίζει. Ο νεαρός ξαφνιάστηκε μα πλησίασε και κάθισε κοντά στην φωτιά χαζεύοντας πότε τα επιδέξια χέρια του γέροντα και πότε το θηρίο.
Aν τον φοβάσαι, έχει ήδη κερδίσει την μάχη, ψιθύρισε ο γέροντας. Του την έχεις χαρίσει εσύ. Ο νεαρός κοιτούσε τώρα το όμορφο ζώο που χανόταν πίσω από τις φυλλωσιές.
Ο φόβος μπορεί να είναι φίλος σου ξέρεις.. συνέχισε μετά από ώρα και έβαλε στα χέρια του μικρού το κομμάτι ξύλου που σκάλιζε, είχε πια την μορφή ενός λύκου. Δένεσαι με αυτό που φοβάσαι… Μπορείς όμως να δέσεις και εσύ τον άλλον…»


Ο Νίκος άκουγε τον δάσκαλό του με προσοχή αλλά δεν μπορούσε να καταλάβει. Γιατί του έλεγε αυτήν την παλιά ιστορία, γιατί δεν απαντούσε στις ερωτήσεις του, γιατί είχε πει ότι φοβόταν και εκείνος; Ποιοι ήταν αυτοί που άνοιγαν δρόμους στο δάσος τους;
Ο ινδιάνος σταμάτησε την αφήγησή του και έστρεψε το βλέμμα του στον Νίκο.
«Πάλι βιάζεσαι πιτσιρίκο;»

....

- «Νίκο άνοιξε τα μάτια σου, είσαι καλά, όλα τέλειωσαν. Είσαι καλά καθίκι αλλά την έχεις άσχημα! Τι σκεφτόσουν ήθελα να ‘ξερα; Με ακούς; Άνοιξε τα μάτια σου!» -

junior
11-05-06, 23:29
El condor pasa

ala
12-05-06, 12:55
Άφησε το ποτήρι του βιαστικά στο τραπέζι και άρχισε να ψαχουλεύει τα ρούχα του..
«Νόμιζα ότι βιαζόσουν, ότι θέλεις να μάθεις τους ψαρότοπους! Σήκω, τελείωνε, είναι ήδη 9.30 η ώρα, δε θα περιμένουν εμάς τα ψάρια!»
«Με δουλεύεις ρε φίλε;», αναφώνησε ο Μάρκος, αλλά δεν μπόρεσε να συγκρατήσει το γέλιο του. Ήξερε τι σημαίνει αυτό, δε χρειαζόταν να πει κάτι άλλο. Άφησε με τη σειρά του το ποτήρι του και πήγε στην πόρτα.
«Που θα με πας;»
«Θα δεις!»
Για αρκετή ώρα δε μιλούσε κανείς τους μέσα στο αμάξι. Χαμένοι στις σκέψεις τους.
«Πάντως», είπε κάποια στιγμή ο Μάρκος «αν εξαιρέσεις ότι ζευγαρώνουν για πάντα, δεν είναι κακό να είσαι λύκος..». Έβαλαν και οι δυο τα γέλια.
«Πως ξυπνάς έτσι αδελφέ μου! Αλλά τι να περιμένει κανείς άμα κοιμάσαι και παίζει ο Νεοέλληνας!»
«Σοβαρά τώρα» συνέχισε ο Μάρκος «νομίζω ότι όλοι μας έχουμε έναν λύκο μέσα μας.. Ή ένα σαλιγκάρι, ένα σπουργίτι, έναν αετό. Είμαστε δρόμος αλλά γινόμαστε και δάσος.»
«Όλοι;»
«Όλοι, ναι.. Κάθε φορά είμαστε κάτι άλλο και ψάχνουμε. Ψάχνουμε να βρούμε τι από όλα είμαστε τελικά και να δεχτούμε την φύση μας αυτή. Άλλοι περισσότερο, άλλοι λιγότερο, ψάχνουμε και κάποιοι τυχεροί, μάλλον λίγοι, βρίσκουν αυτό που είναι πραγματικά..»
Ο Νίκος δεν είπε τίποτα. Δεν μπορούσε να σκεφτεί, δεν μπορούσε καλά καλά να ακούσει τον φίλο του. Άκουγε στο ραδιόφωνο να παίζει το el condor pasa και έψαχνε να βρει εκείνη την λεπτή γραμμή που χωρίζει την σύμπτωση από την συνωμοσία του σύμπαντος!
«Που ταξιδεύεις πάλι; Μόνος μου μιλάω;»

junior
12-05-06, 14:48
El condor pasa.

ala
12-05-06, 19:25
Είχε μόλις αρχίσει να χαράζει όταν ο Νίκος είδε ένα φως να τρεμοπαίζει κοντά στα βράχια. Δεν είχε κοιμηθεί καθόλου, ήταν ακόμα καθισμένος στην θέση του οδηγού και άκουγε τα τραγούδια του. Άναβε το ένα τσιγάρο μετά το άλλο και περίμενε. Σκέφτηκε αρκετές φορές να φύγει αλλά παρόλα αυτά περίμενε.
Σε λίγο είδε την φιγούρα του Μάρκου να ξεπροβάλει. Κρατούσε στο ένα του χέρι τον φακό και στο άλλο το καλάμι του. Κοντοστάθηκε για λίγο εκεί στην άκρη του γκρεμού και κοίταξε από μακριά τον φίλο του. Έπειτα πλησίασε κοντά στην θέση του οδηγού και άνοιξε την πόρτα.
«Δεν περίμενα να σε βρω εδώ» είπε με τόνο που ο Νίκος δεν μπορούσε να προσδιορίσει τι έκρυβε από πίσω.
«Δεν θα σε άφηνα στην ερημιά» του απάντησε..
«Γιατί όχι, λίγο περπάτημα θα μου έκανε καλό.»
«Είμαστε τουλάχιστον τρεις ώρες μακριά με τα πόδια, Μάρκο. Και είναι χαράματα! Πως πήγε η ψαριά;» είπε και κοίταξε την άδεια σακούλα που κρατούσε τυλιγμένη γύρω από το χέρι του.
«Καλύτερα τρεις ώρες περπάτημα παρά 30 χρόνια αναμονής, δεν βρίσκεις;»
Κοίταξε τον φίλο του και μετά από δυο ανάσες μίλησε ξανά.
«Μια χαρά πήγε, καλύτερα από κάθε άλλη φορά. Τελικά όταν δεν είσαι τριγύρω τα ψάρια τσιμπούν περισσότερο!» χαμογέλασε.
Ο Νίκος κοίταξε με μια μικρή απογοήτευση τον φίλο του αλλά ανταπόδωσε το χαμόγελο. Ήταν ο ίδιος Μάρκος που ήξερε. Έκανε να κλείσει την πόρτα.
«Έλα, μπες μέσα να φύγουμε, ξυρίζει το κρύο!»
Ο Μάρκος κράτησε την πόρτα ανοιχτή και ο Νίκος έστρεψε το βλέμμα του προς το μέρος του.
«Αυτή τη φορά θα οδηγήσω εγώ..»
«Πως και αυτό; Δεν χρειάζεται, άλλωστε είμαι πιο ξεκούραστος από εσένα.»
Ο Μάρκος κρατούσε ακόμα την πόρτα και κοιτούσε τον φίλο του χωρίς να πει κουβέντα. Ο Νίκος σηκώθηκε, μάλλον απρόθυμα, και πήγε να καθίσει στην θέση του συνοδηγού.
Πρέπει να οδηγούσε για αρκετή ώρα, είχε χαράξει για τα καλά. Ο Νίκος είχε αποκοιμηθεί για λίγο. Τώρα έβλεπε δέντρα γύρω του, ήταν σε ένα μικρό, επαρχιακό δρόμο, στροφές. Ανέβαιναν σε κάποιο βουνό.
«Που πάμε πρωινιάτικα ρε μαλάκα;» Ο Μάρκος σαν να χαμογέλασε λίγο αλλά δεν είπε κουβέντα. Θα πρέπει να είχαν φτάσει στη ράχη όταν έκανε δεξιά και άραξε το αυτοκίνητο σίρριζα σε μια μικρή χαράδρα. Ο Νίκος βγήκε και αυτός από την θέση του οδηγού. Η μυρωδιά του πρωινού στο βουνό γέμιζε πάντα τα πνευμόνια και την ψυχή του με ζωή!
«Από εδώ θα συνεχίσουμε με τα πόδια. Ελπίζω να έχεις όρεξη για περπάτημα.»
Πέρασε τον δρόμο και χώθηκε ανάμεσα στα έλατα. Ακολούθησε και ο Νίκος, με αρκετό εκνευρισμό που όμως έκρυψε καλά. Σε λίγο βρέθηκαν να ακολουθούν ένα μονοπάτι που οδηγούσε, όπως μπορούσε να διακρίνει, κοντά στην κορυφή. Ο Μάρκος όμως βγήκε από το μονοπάτι και κατευθύνθηκε προς κάτι βράχια που οδηγούσαν αρκετά ψηλότερα από ότι εκείνο. Υπήρχαν φρέσκιες πατημασιές γύρω αλλά ήταν προφανές ότι δεν περνούσε κόσμος από κει. Περπατούσαν κοντά 40 λεπτά, αμίλητοι, βρέθηκαν μάλιστα να σκαρφαλώνουν σε απόκρημνα βράχια, κάτι που ανέβασε στα ύψη την αδρεναλίνη του Νίκου. Έφτασαν στην κορυφή, από εκεί μπορούσε να δει τα πάντα. Ένα μικρό σύννεφο σκέπαζε με το άσπρο του πέπλο τα έλατα που ήταν στην πλαγιά.
Κοίταξε τον Μάρκο. Είχε γύρει πίσω το κεφάλι του και κρατούσε κλειστά τα μάτια. Όταν τα άνοιξε έλαμπαν παράξενα.
«Εδώ καθόμουν εχθές και κοιτούσα το ουράνιο τόξο» είπε. «Είχα έρθει νωρίτερα με έπιασε και η καταιγίδα, δεν πρόσεξα τα μαύρα σύννεφα που μαζεύονταν από νωρίς. Όπως καταλαβαίνεις δεν ήταν εύκολο να την αποφύγω, δύσκολο να επιστρέψω έγκαιρα. Φοβήθηκα, ξέρεις. Στεκόμουν στην κορυφή ενός βουνού και είδα μια καταιγίδα να έρχεται, κεραυνούς να χτυπούν. Φοβήθηκα. Έπειτα με βρήκαν οι πρώτες ψιχάλες. Και έπαψα να φοβάμαι. Στάθηκα εδώ και άφησα την καταιγίδα να τυλιχτεί γύρω μου. Είναι παράξενη η δύναμη που νιώθεις όταν δεν φοβάσαι πια κάτι που πριν σε τρόμαζε. Είδα την καταιγίδα να φεύγει, είδα τον ήλιο να ξεπροβάλει πίσω από τα σύννεφα, το ουράνιο τόξο να γεννιέται. Είδα την φύση να ξεδιπλώνει και πάλι τα φύλλα της στο χάδι του ήλιου. Είδα και τα σαλιγκάρια να βγαίνουν σιγά σιγά από το όστρακό τους και να έρπονται σε φωτεινά σημεία. Και ένιωσα λύπη και πόνο. Πως κοιτούσα το ουράνιο τόξο τόσα χρόνια χωρίς πιο πριν να έχω ζήσει την καταιγίδα;»
Ο Μάρκος σταμάτησε για λίγο.
«Το είδες εχθές το ουράνιο τόξο;»

junior
13-05-06, 09:33
El condor pasa

junior
13-05-06, 10:34
El condor pasa

ala
14-05-06, 17:56
«Πρέπει να ανησύχησες πολύ», είπε ο Νίκος στον Θάνο προσπαθώντας να συγκρατήσει την συγκίνησή του αλλά κοιτώντας πάντα τον μικρό Αχιλλέα.
«Εγώ όχι, ο Μάρκος όμως… Τον ξέρεις πως υπερβάλει!»
«Μας έφερα εδώ, έτσι δεν είναι; Για τα υπόλοιπα έχουμε όλον τον χρόνο μπροστά μας!» ακούστηκε ο Μάρκος.
«Πήγατε για ψάρεμα έμαθα. Πως πήγε;» είπε ο Θάνος προσπαθώντας να σπάσει τον πάγο.
«Έστειλα τον Μάρκο στη θάλασσα αλλά γύρισε με άδεια χέρια. Ευτυχώς που έφερες κρέατα, διαφορετικά θα τρώγαμε σαλιγκάρια και ρίζες!» έβαλαν και οι δυο τα γέλια.
«Γελάτε μαλάκες, αλλά εγώ ξέρω ότι μόνο τα χέρια μου ήταν άδεια! Θα πάω να φέρω μερικά ξύλα και πέτρες για να ετοιμάσω την φωτιά μας.»

«Δεν χρειαζόταν να έρθεις εδώ πάνω. Άλλωστε, σαλταρισμένος είμαι πάντα, έτσι δεν είναι; Δεν τρέχει τίποτα, όλα καλά. Έφερες και τον μικρό…»
«Δεν είμαι μικρός!» ακούστηκε η παιδική φωνούλα.
Ο Νίκος γέλασε.
«Όχι. Όχι, δεν είσαι!»
«Ήθελα να έρθω. Με ξάφνιασε ο Μάρκος, με μπέρδεψε και λίγο. Χρόνια είχα να ανέβω εδώ πάνω, απορώ που το θυμήθηκε. Φαίνεται ότι εκείνος έρχεται.» είπε ο Θάνος.
«Ευκαιρία να λερώσω και την κούκλα λίγο. Την έχω παραμελήσει τώρα τελευταία! Και είναι και ο Αχιλλέας ανερχόμενος γκαζάκιας όπως φαίνεται!»
«Μεγάλωσε, έγινε ολόκληρος άντρας. Έτσι δεν είναι φιλαράκο;» απευθύνθηκε τώρα στον μικρό που γέλασε περήφανα.
«Είναι παράξενο το πόσο μου θυμίζει εσένα μερικές φορές.» είπε ο Θάνος.
«Σα να του πέρασες το χρίσμα εκείνη τη μέρα.» Ο Νίκος δεν είπε κουβέντα.

«Θα καθίσετε για πολύ ώρα ακόμα έτσι;» ακούστηκε ο Μάρκος που ερχόταν φορτωμένος με ξύλα και πέτρες. «Άντε, βρίξτε με, πείτε μου πόσο μαλάκας είμαι και ελάτε να κάνουμε αυτό που ξέρουμε καλά! Ελπίζω να έφερες αρκετό κρασί!»
Έριξε κάτω τα ξύλα και τις πέτρες και βάλθηκε να ανοίξει μια αρκετά μεγάλη τρύπα. Το μυαλό του ήταν γεμάτο με σκέψεις. Βουτιά στο παρελθόν και μάλιστα από πολύ ψηλά. «Κολύμπα!»… Πέρασε και πάλι από το κορμί του το συναίσθημα της προηγούμενης μέρας, η σκέψη που έκανε κοιτάζοντας το ουράνιο τόξο, αυτή που δεν μοιράστηκε με τον Νίκο.
Θα ήταν 10 ή 11 χρονών, ένα απόγευμα στις αρχές Αυγούστου, που πήγε με τον Γιάννη στη θάλασσα. Δυο χαμίνια που βιάζονταν να τα κάνουν όλα μόνα τους. Ο φόβος και ο τρόμος της γειτονιάς! Ήθελαν να βουτήξουν, να κάνουν μπάνιο αλλά υπήρχε ρητή εντολή άνωθεν. -Στη θάλασσα δεν θα μπαίνετε μόνοι σας, θα είναι κάποιος από εμάς μαζί!- Ο Γιάννης κοντοστάθηκε στην αμμουδιά. -Πάμε να φύγουμε καλύτερα Μάρκο, δεν είναι και κανείς εδώ, θα μας βάλουν τις φωνές! Η μαμά μου σήμερα με το ζόρι με άφησε να βγω από το σπίτι, της έκανε παράπονα η κυρά Δέσποινα που της κόψαμε τα σύκα και τα τζάνερα! Θα πήγαινε και στη δικιά σου σήμερα το απόγευμα, θα έχει πάει ήδη!- Μα εκείνος είχε βγάλει ήδη τα παπούτσια και το σορτσάκι του και είχε μπει στο νερό.
- Έλα να μπούμε. Δεν θα το μάθουν, δε θα τους το πούμε!
- Και αν μας δει κανείς και το πει;
- Έλα, δεν είναι κανείς εδώ!
Ο Γιάννης έμεινε έξω να τον κοιτάζει. Πότε εκείνον με ζήλια, πότε γύρω του αν τους έβλεπε κανείς! Κάθισε στην άμμο και περίμενε.
Ούτε που κατάλαβε πότε έφτασε στα βαθιά, στα άπατα. Θες η χαρά του που μπήκε στο νερό χωρίς κάποιον μεγάλο γύρω, θες η ηδονή του να κάνεις κάτι που δεν πρέπει, δεν κατάλαβε πότε έφτασε στα άπατα, θυμάται μόνο ότι του άρεσε που μπορούσε να πάει όσο μέσα ήθελε! Είχε πιει πολύ νερό τότε, πολύ. Για ώρα χτυπούσε χέρια και πόδια στο νερό προσπαθώντας να βγει στην επιφάνια, αλλά διαρκώς βυθιζόταν. Σαν να ήταν φτιαγμένος από πέτρες, ένιωθε ένα βάρος να τον τραβάει προς τα κάτω. Όταν έβγαινε για λίγο το κεφάλι του από το νερό άκουγε μόνο τον Γιάννη να φωνάζει βοήθεια και να κλαίει. Θα πεθάνω, είχε σκεφτεί. Και έμεινε ακίνητος. Και έπειτα μια δεύτερη σκέψη. Όχι, δεν θα πεθάνω. Κολύμπα, μάθε! Ήταν η πρώτη φορά που κολύμπησε, όχι τίποτα σπουδαίο, αλλά όσο χρειάστηκε για να φτάσει σε σημείο να πατάει. Βγήκε από το νερό και πλησίασε τον Γιάννη που έκλαιγε και φώναζε πανικόβλητος! Θυμάται τον φίλο του να τον παίρνει αγκαλιά και να κλαίει με λυγμούς. Εκείνος τραβήχτηκε και γελούσε! Σταμάτα Γιάννη, του είχε πει γελώντας, σταμάτα να κλαις και να φωνάζεις, καλά είμαι! Θα μας ακούσουν όλοι, σταμάτα! Τον κοιτούσε με απορία που γελούσε και σάστισε! Γελούσε και ο Γιάννης και έκλαιγε ταυτόχρονα. Είμαι καλά κοίτα! Είμαι μια χαρά! Μόνο μην πεις τίποτα σε κανέναν! Ήταν υπέροχα!
Το είχε ξεχάσει αυτό μέχρι εχθές. Αυτό το γέλιο, το ειλικρινές, το αυθόρμητο, το γεμάτο νόημα. Αυτό το ανακατεμένο συναίσθημα που γέμισε τότε όλο το κορμί του, το μυαλό του. Το ένιωσε εχθές ζώντας την καταιγίδα και κοιτάζοντας το ουράνιο τόξο, το ένιωθε και τώρα κοιτάζοντας τους φίλους του. «Κολύμπα!»

«Ημίθεε, δεν έρχεσαι να βάλεις ένα χεράκι; Έλα να μαθαίνεις και εσύ, πλησιάζει η ώρα σου!»
Ο μικρός πήγε κοντά του με χαρά.

junior
15-05-06, 11:21
El condor pasa

ala
16-05-06, 11:04
«Εδώ είμαι πάλι πιτσιρίκο» άκουσε στο μυαλό του την φωνή του δασκάλου του και έστρεψε το βλέμμα του προς το μέρος του, εκεί δίπλα στην φωτιά. «Όλοι εδώ είμαστε.»
Γύρω από την φωτιά είδε καθισμένο τον ινδιάνο να τον κοιτάζει χαμογελώντας και παίζοντας το el condor pasa και τους φίλους του να τσακώνονται για το ποιος θα κρατήσει το ξύλο και θα ανακατέψει την φωτιά. Ο Μάρκος ήταν αυτός που το πήρε τελικά, αλλά βλέποντας την απογοήτευση στο πρόσωπο του Θάνου, του το έδωσε χτυπώντας τον απαλά στον ώμο και κλίνοντάς του το μάτι. Ήταν οι ίδιοι, αλλά όλα ήταν διαφορετικά. Και αυτός ήταν διαφορετικός. Ήταν όλοι πιτσιρικάδες 13-14 χρονών, όπως τότε που ανέβαιναν εδώ πάνω για να κρυφτούν από όλους και από όλα και έπλαθαν τους κόσμους που ήθελαν να ζήσουν. Ήταν και ο Αχιλλέας εκεί, έφηβος και αυτός με το πρώτο χνούδι της ήβης να καλύπτει τα μάγουλά του. Ο Νίκος ένιωσε στην καρδιά του εκείνο το περίεργο φτερούγισμα της παιδικής του ηλικίας του, τότε που πίστευε ότι ο κόσμος τους περιμένει για να τον κατακτήσουν!
«Πως βρεθήκαμε όλοι εδώ;» ρώτησε.
«Δεν φύγατε ποτέ» άκουσε την φωνή του δασκάλου του.
«Δεν είναι αλήθεια αυτό», σκέφτηκε ο Νίκος, «δεν είμαστε πια οι ίδιοι άνθρωποι, έχουν αλλάξει πολλά από τότε».
«Εσύ άλλαξες μικρέ;»
«Εγώ καβάλησα το ουράνιο τόξο εχθές, έβαλα φωτιά στα σύννεφα, είδα τον κόσμο από πολύ ψηλά!»
«Εγώ ανέβηκα με το ποδήλατό μου μέχρι το εκκλησάκι του προφήτη Ηλία, μέσα από το δάσος και τις πέτρες! Εεεε.. Και ήταν η Ελένη εκεί..» ακούστηκε ο Θάνος.
«Εγώ κατάφερα να φτάσω μέχρι το Εγγλεζονήσι! Αλήθεια! Τα κατάφερα, κολύμπησα μέχρι εκεί και πάλι πίσω και φύτεψα κουκούτσια από τζάνερα να βγει δέντρο να το θυμάμαι!» συνέχισε ο Μάρκος.
«Εγώ πήγα στο δάσος και χάλασα όλες τις ξόβεργες που είχαν στήσει οι κυνηγοί, αλλά και τις παγίδες για τις αλεπούδες» ακούστηκε και η φωνή του Αχιλλέα.
Ο Νίκος κοιτούσε πάλι τον δάσκαλό του..

junior
16-05-06, 12:18
O Νικος με μια γουλια τελειωσε το κονιακ,κατεβασε το πλακε διαφανες μπουκαλι και κοιταξε μεσα του.Ειδε το ειδωλο του ινδιανου να παιζει το el condor pasa και τον προφητη Ηλια απεναντι να γεμιζει κοσμο που ανεβαινε σκυφτος.Ειναι αυτο που νομιζω ρωτησε τον ινδιανο?Μου δειχνεις το μελλον?
Ναι πιτσιρικο μεγαλωσες πια επρεπε να σε φερω εδω για να σου πω μερικα πραγματα στους αλλους τα ειπα και ξερουν τι πρεπει να κανουν.
Δεν χρειαζετε δασκαλε δεν ειμαι 4 ετων κι αν βλεπεις να εχουν διασταλει οι κορες των ματιων μου δεν ειναι γιατι φοβαμαι απλα φταιει το κονιακ κι αν τρεξει κανενα δακρυ δεν ειναι γιατι λυπαμαι ειναι απο τη σκονη που σηκωσε το περασμα της ζωης μου.Κοιτα με ομως δασκαλε κοιτα το υφος μου κοιτα τι εκανα!!!
Ο ινδιανος σηκωθηκε και πηγε στην ακρη της πετρας χαμογελασε και του χαιδεψε το κεφαλι.
Ο Νικος γυρισε πισω και ειδε τους 14χρονους φιλους του να καπνιζουν.Ειχαν μια ομορφη κουβεντα για μηχανακια για γκομενες και ολα τα εντυναν με μια απεραντη αγαπη για τη ζωη μ ενα ρουχο που οχι απλα δεν τους στενευε αλλα τους προστατευε απο το κρυο!Ποτε δεν φορεσε αυτο το ρουχο ο Νικος ποτε δεν προστατευτηκε απο το κρυο φορουσε καταιγιδες ουρανια τοξα και συννεφα.Δεν τους ζηλευε δεν τους λυποταν ηταν απλα οι φιλοι του και χαιροταν πολυ που τους γνωρισε.Δεν εκλαψε ηταν ο καπνος απο τα τσιγαρα του που τον εκαναν να δακρυσει.Εφευγε βαδιζοντας προς τα πισω και χτυπησε πανω στον Αχιλεα 30 χρονων πια με μακρια μαλλια και δερματινα.Τον αγκαλιασε σφιχτα αντρικα και του ειπε...
Οργωσε τους δρομους με τη μηχανη και να ξερεις οτι απ οπου περνας θα ξαναγινετε δασος,τρομαξε τους ολους και να ξερεις οτι οσοι εχουν αυτο το περιεργο χαρισμα δεν μπορουν να σκοτωθουν απο αλλους γι αυτο σκοτωνουν παντα τον εαυτο τους ποναει λιγο αλλα ειναι σαν να κανεις ερωτα με το συμπαν.Κι οτι χρειαστεις μη διστασεις να με καλεσεις,τον φιλησε στο στομα και του εδωσε ενα cd που εγραφε el condor pasa.O Aχιλεας ξεσπασε σε κλαματα οχι αντρικα αλλα μωρουδιακα αυτα που χρωστουσε στον Νικο απο την ημερα που του εδειξε ποιος πραγματικα ειναι!
Ο Νικος πηγε διπλα στον ινδιανο και του επιασε το χερι<αν τους εβλεπες απο μακρια εμοιαζαν ετοιμοι να πεταξουν>
Η καταιγιδα ηταν μακρια αλλα αν ετρεχαν πανω στο ουρανιο τοξο θα την προλαβαιναν,ο Νικος πεταξε το σωμα του απο το βραχο και εφυγε ψηλα με την μορφη μουσικης.
Εβλεπε τον προφητη Ηλια γεματο κοσμο για μια τυπικη διαδικασια κι εβλεπε πανω στο βραχο τους φιλους του να εχουν φαει τα κρεατα να εχουν πιει τα κρασια και ξαπλωμενοι ανασκελα να τον κοιτανε να φευγει νιωθωντας οπως παντα μπερδεμενοι να τον ζηλεψουν η να θυμωσουν μαζι του???
Ανοιγοκλεισε τα ματια του και το σκηνικο αλαξε.Πανω στο βραχο ηταν ο Αχιλεας μονος και χτυπιοταν απο μια καταιγιδα ηταν πολυ αγριεμενος και περιμενε το ουρανιο τοξο οπως περιμενει ο πανθηρας το θυμα του για να πηδηξει στη ραχη του.
ΤΕΛΟΣ


Αιτία κλειδώματος από Antonia (17-2-07):
Το παρόν θέμα κλειδώνεται αφού το μέλος junior που ξεκίνησε την ιστορία επεξεργάστηκε τα μηνύματά του και έσβησε όλα τα κείμενα. Μπόρεσα και επανέφερα μόνο το τελευταίο του ποστ, το οποίο περιέχει και το τέλος της ιστορίας που μετά λύπης μου ανακάλυψα σήμερα πως έχει αλλoιωθεί αδικιολόγητα. :(