Επιστροφή στο Forum : Ο ωρολογοποιός
Η καρδιά του χτυπούσε ασταμάτητα, κρύος ιδρώτας τον είχε λούσει, η ανάσα του άρχισε να δυσκολεύει και σε όλο του το κορμί ένιωθε ρίγη. Στάθηκε στα γόνατα του και τρομοκρατημένος κοίταξε πάνω από το γραφείο. Η καρδιά του σαν να σταμάτησε, τρόμος, μονάχα τρόμος και ένα φως, ένα σιχαμερό φως...
- Συγνώμη κύριε! Κύριε!
- Ε, ε.. τι έγινε;
- Μάλλον σας πήρε ο ύπνος.
Ο Τηλέμαχος πετάχτηκε απότομα.
- Συγνώμη βλέπετε ο φόρτος εργασίας είναι πολύ μεγάλος τον τελευταίο καιρό, δεν, δεν... Συγνώμη είμαι απαράδεκτος.
- Δεν πειράζει, μην απολογείστε, αυτά συμβαίνουν. Του είπε ο νέος που στεκόταν μπροστά του.
Ο Τηλέμαχος προσπάθησε να συνέλθει,
- Μα να με πάρει ο ύπνος μέσα στο μαγαζί; Πρώτη φορά έγινε αυτό τα τελευταία 30 χρόνια που είμαι επαγγελματίας, μα τι με έπιασε και τι τρομαχτικό όνειρο ήταν πάλι αυτό;
Συνήθως δεν θυμόταν τα όνειρα του, έμοιαζε σαν να είχαν περάσει χρόνια από την τελευταία φορά που είδε όνειρο που είχε ξεχάσει την ύπαρξη τους. Και τώρα ήρθε ένας εφιάλτης για να του θυμίσει ότι υπάρχουν και όχι μόνο υπάρχουν αλλά είναι και πολύ ζωντανά, τόσο που ακόμα τρέμουν τα πόδια του από τον φόβο.
Στραβοκατάπιε και ρώτησε με σπασμένη φωνή.
- Σε τι μπορώ να σας εξυπηρετήσω;
- Θέλω ένα δαχτυλίδι, ένα δαχτυλίδι για μια πολύ ιδιαίτερη περίσταση.
- Μα φυσικά! Έχετε έρθει στο κατάλληλο μέρος. Έχουμε τα πιο λαμπρά και τα εξεζητημένα κοσμήματα σε όλη την Πάτρα! Αν και η ειδικότητα μας είναι τα ρολόγια, εδώ θα βρείτε τα πιο υπέροχα δαχτυλίδια και τα πιο όμορφα κοσμήματα…
- Θέλω κάτι πολύ καλό γιατί ξέρετε σήμερα έχω σκοπό να κάνω πρόταση γάμου στην αρραβωνιαστικιά μου και είναι πολύ ιδιαίτερη η στιγμή. Αν μπορέσουμε θα ήθελα να γράψουμε και δύο ονόματα μέσα με μια ημερομηνία, όχι την σημερινή την αυριανή, του Σαββάτου δηλ.
- Πολύ ωραία, πολύ ωραία κοιτάξτε εδώ, κοιτάξτε.. είπε ο Τηλέμαχος βγάζοντας έναν δίσκο με υπέροχα δαχτυλίδια από την βιτρίνα.
- Αμμμ, αυτό εδώ.
- Είστε σίγουρος; Μήπως...
- Απόλυτα. Τον διέκοψε ο νέος.
Καθώς πήγαινε το δαχτυλίδι στο δεύτερο όροφο που ήταν ο χαράκτης του για να χαράξει τα ονόματα απόρησε πολύ που ο νέος διάλεξε τόσο γρήγορα και με τόση ευκολία το δαχτυλίδι, μια και η ιδιαίτερη στιγμή που έλεγε δεν έμοιαζε να συμβαδίζει με την αδιαφορία του. Αλλά δεν το ένοιαζε κιόλας, ίσα, ίσα..
- Μην ανησυχείτε , σε λίγο θα είστε έτοιμος. Είμαστε πολύ γρήγοροι εδώ.
Ο νέος αδιαφόρησε...
-Μακάρι όλοι οι πελάτες μου να ήταν σαν εσάς. Βλέπετε τις περισσότερες φορές κάθονται εδώ με τις ώρες για να διαλέξουν. Ώρες ατελείωτες και ο χρόνος σας πληροφορώ είναι πολύ σημαντικός. Είναι το πιο σημαντικό πράγμα στην ζωή του ανθρώπου και καθορίζει τα πάντα σε αυτόν.
- Τι θέλετε να πείτε;
- Ο χρόνος φίλε μου είναι ότι πιο σημαντικό και στο λέει αυτό κάποιος που ασχολείτο από την στιγμή που γεννήθηκε με τον χρόνο. Σπούδασα βλέπετε στο Wostep ωρολογοποιός. Ο χρόνος είναι ατελείωτος είναι συναρπαστικός, είναι μοναδικός και όλα εξαρτώνται από τον χρόνο. Με τον χρόνο μπορείς να αποκωδικοποιήσεις όλα όσα βλέπεις γύρω σου, να καταλάβεις τον άνθρωπο που βλέπετε μπροστά σας. Από τον χρόνο που κάνει κάποιος να απαντήσει σε κάποια ερώτηση καταλαβαίνεις τι προθέσεις έχει. Από τον χρόνο που κάνει να καταλάβει κάτι , βλέπεις πόσο έξυπνος είναι, από τον χρόνο μέχρι να αντιδράσει, πόσο ενεργητικός είναι. Όλα μετριονται και αναγνωρίζονται από τον χρόνο, όλα.
- Χμ... και για μένα τι καταλάβατε;
- Ξέρετε τι θέλετε και το παίρνεται αμέσως, δεν διστάζετε και ξέρετε ότι η επιλογή που έχετε κάνει είναι η καλύτερη, κανείς δεν μπορεί να σας αλλάξει την γνώμη, είστε πάντα αποφασιστικός και μεθοδικός σαν εμένα, αλλά όχι το ίδιο υπομονετικός.
- Ενδιαφέρον...
Η βαριά πόρτα πίσω από τον Τηλέμαχο άνοιξε και πίσω της φάνηκε ένας μικροκαμωμένος ανθρωπάκος που έμοιαζε σαν να βγήκε από καρτούν, κρατώντας το δαχτυλίδι στο χέρι. Ο Τηλέμαχος τον είχε στην δούλεψη του από τότε που ήταν παιδί, αν υπήρξε ποτέ παιδί μια και η ηλικία του δεν μπορούσε να προσδιοριστεί. Ο Μάριος είχε χάσει την φωνή του από τότε που βρήκε την μητέρα του στην κουζίνα κατακρεουργημένη από τον πατέρα του. Ήταν τόσο άτυχος που μπήκε ακριβώς την στιγμή που ο πατέρας του σε μια κατάσταση μέθης έβγαζε το συκώτι από το γεμάτο αίματα κορμί της μάνας του που εκείνη την στιγμή ξεψύχησε, με το βλέμμα καρφωμένο πάνω του. Η κραυγή που έβγαλε εκείνη την στιγμή ήταν ο τελευταίος ήχος που ακούστηκε ποτέ από το στόμα του.
Ο Μάριος έδωσε το δαχτυλίδι στον Τηλέμαχο και αμέσως έκλεισε την βαριά πόρτα πίσω του.
- Α, μάλιστα έτοιμο το δαχτυλίδι σας κύριε. Πως σας φαίνονται τα ονόματα;
Παύλος και Χρυσή! Υπέροχο δεν είναι; Σίγουρα θα είναι μια πολύ όμορφη έκπληξη για την αρραβωνιαστικιά σας..
- Δεν φαντάζεστε πόσο... Είπε ο Παύλος με ένα χαμόγελο που έμοιαζε σαρκαστικό, ηδονής αλλά και ειρωνικό ταυτόχρονα...
- Ευχαριστώ πολύ.
- Ελπίζω να σας ξαναδώ.
Ο Παύλος γύρισε, τον κοίταξε και με ένα βλέμμα βέβαιο και ένα σαρκαστικό χαμόγελο τον Τηλέμαχο και είπε...
- Να είστε σίγουρος...
Πέρασε πολύ η ώρα και ο Τηλέμαχος αποφάσισε να κλείσει το μαγαζί.
Αφού πέρασε από το οβελιστήριο της γειτονιάς του να προμηθευτεί τα κατάλληλα πολεμοφόδια για το βράδι, έφτασε μπροστά στην πόρτα του σπιτιού του.
Ένα γράμμα ήταν πεταμένο απ’ έξω. Ήταν ένα γράμμα από την Μάνη και είχε ένα μονόγραμμα, το Δ και κανένα αποστολέα.
-Μα καλά ποιος μου έστειλε γράμμα από την Μάνη. Δεν έχω κανένα γνωστό εκεί.
Άνοιξε κουρασμένα την πόρτα και σύρθηκε ουσιαστικά στο σπίτι.
Ο Τηλέμαχος δεν παντρεύτηκε ποτέ και το σπίτι του ήταν το τυπικό σπίτι ενός παντοτινού εργένη, που δεν κάνει και πολλά. Σκουπίδια πεταμένα από δω και από κει, φαγητά σε αποσύνθεση, ρούχα σε στοίβες, συνέθεταν το τοπίο του σπιτιού.
Με μια μικρή διαφορά από τα άλλα συνηθισμένα σπίτια εργένηδων.
Παντού, σε όλους τους τοίχους, σε όλα τα κομοδίνα, ακόμα και στο μπάνιο έβλεπες ρολόγια. Ρολόγια όλων των τύπων και όλων των μεγεθών. Μεγάλα ρολόγια τοίχου, άλλα με περίτεχνα σκαλίσματα άλλα απλά, με εκκρεμές αλλά με κούκο, άλλα ψηφιακά και στο κέντρο του σαλονιού το καμάρι του ένα τεράστιο ρολόι δαπέδου, ξύλινο, με ένα τεράστιο εκκρεμές να πάλετε από κάτω. Ήταν ένα ρολόι που ο Τηλέμαχος συνήθιζε να κοιτάει όταν αυτοσυγκεντρωνόταν. Τα είχε ρυθμίσει όλα ώστε να δουλεύουν όλα μαζί σαν να ήταν ένα. Δεν ακουγόταν η παραμικρή διαφορά στο χτύπημα των δευτερολεπτοδεικτών, ήταν όλοι μαζί ένα, σαν να άκουγες έναν τεράστιο δευτερολεπτοδείκτη να κινείτε μέσα σε μια απίστευτη ησυχία. Όταν δε, τα ρολόγια έφταναν για να δείξουν το ολόκληρο μιας ώρας ένα απίστευτο δυνατό κονσέρτο από κουδούνια που χτυπούσαν δυνατά έκαναν το ξύλινο πάτωμα να σείεται. Ήταν σαν να μην ήθελε ο χρόνος να περάσει απαρατήρητος. Σαν να περίμενε κάποια στιγμή σε όλη του την ζωή που φοβόταν μήπως την χάσει.
Η ώρα πλησίαζε 12 και άνοιξε την τηλεόραση να δει ειδήσεις. Είχε διαβάσει σε μια τοπική εφημερίδα για μια πομπή τροχοφόρων οχημάτων που είχαν ξεκινήσει από το Πανεπιστήμιο "Άγιος Ανδρέας" προκάλεσε κυκλοφοριακό χάος στα δυτικά προάστια της πόλης και στη λεωφόρο που ενώνει την Πάτρα με τον αυτοκινητόδρομο προς Αθήνα. Η τροχαία είχε διακόψει την κυκλοφορία και ο Τηλέμαχος ήθελε να βεβαιωθεί ότι δεν θα ήταν κλειστοί οι δρόμοι την επόμενη μέρα, μια και είχε πολύ δουλειά να κάνει με διάφορους προμηθευτές του, δεν θα ήθελε με τίποτα να χάσει τον χρόνο του στην κίνηση.
Κάθισε στην πολυθρόνα του και άνοιξε με προσοχή το γράμμα όσο περίμενε να αρχίσουν οι Ειδήσεις.
Το πρωί σηκώθηκε... εξαντλημένος.
Δεν ήξερε ακριβώς τι είχε δει στον ύπνο του αλλά ένιωθε ότι όλο το βράδι προσπαθούσε να ξεφύγει από κάτι.
Αποφάσισε να πάρει το δρόμο για το μαγαζί. Είχε αργήσει. Πήρε το αυτοκίνητο του και ξεκίνησε. Σε όλο το δρόμο μέχρι το κέντρο ένιωθε σαν κάτι να τον παρακολουθούσε. Κοιτούσε αμήχανα αριστερά δεξιά λες και περίμενε να δει κάτι. Πάρκαρε το αμάξι στο συνηθισμένο μέρος και κίνησε για την δουλειά. Όλα καλά. Την ώρα που έμπαινε στο μαγαζί που ήδη ο Μάριος είχε φροντίσει να ανοίξει, το βλέμμα του διασταυρώθηκε με το βλέμμα ενός άλλου άντρα. Ήταν πολύ ψηλότερος του, νέος, με μακριά μαλλιά και γενειάδα, αυτό που του έκανε την μεγαλύτερη εντύπωση ήταν ότι έμοιαζε να τον γνωρίζει και τα μάτια του, αυτά τα μάτια, δεν είχε δει ποτέ όμοια τους. Ήταν γκρι, ένα υπέροχο γκρι που έμοιαζε να γίνεται ένα με το γαλάζιο του ουρανού. Περνώντας δίπλα από τον νέο είδε ότι έβγαζε μια λάμψη ελαφρά από το χέρι του. Το βλέμμα του νέου τον ακολούθησε και σαν να τον άγγιξε, σκόνταψε. Φοβούμενος μην πέσει κοίταξε μπροστά του, στάθηκε καλά στα πόδια του και γύρισε προς τον νέο. Είχε εξαφανιστεί.
Μπήκε απορημένος στο μαγαζί...
-Κάπου τον ξέρω αυτόν τον νέο... αλλά από που; και αυτό το φως... αυτό το φως...
Μάριε... Μάριε...
Ο Μάριος εμφανίστηκε με μια όψη θλίψης που δεν παραξένεψε καθόλου τον Τηλέμαχο, ήταν μια όψη που την είχε συνηθίσει μετά από τόσα χρόνια.
Φίλε μου Μάριε, καλέ μου φίλε, τι θα έκανα χωρίς εσένα τόσα χρόνια να με φροντίζεις; Τι θα έκανα;
Τον αγκάλιασε και ξαφνικά ένα δάκρυ λύπης γέμισε το μάτι του. Δεν μπορούσε να καταλάβει τι είχε γίνει, αλλά μόλις τον είδε ένιωσε να τον αγκαλιάσει.
Είσαι αδελφός για μένα Μάριε, ο μικρός μου ο αδερφός.
Ήξερε βαθιά μέσα του ότι αυτό που τον ένωνε περισσότερο μαζί του ήταν η μοναξιά, ήταν αυτή η μοναξιά που γέμιζε τις ζωές τους από χρόνια και τους είχε ενώσει σαν δύο σταγόνες βροχής που κυλούσαν στο τζάμι.
Ο Τηλέμαχος αγκαλιά με τον Μάριο, που δεν είχε καμία αντίδραση στο πρόσωπο του κοίταξε έξω από την βιτρίνα του μαγαζιού, είχε αρχίσει να βρέχει. Και ξαφνικά μέσα στην βροχή στην απέναντι μεριά του πεζοδρομίου, αυτός ο ψηλός με τα περίεργα μάτια, να τον κοιτάζει...
Θεέ μου, με κοιτάζει, με κοιτάζει το νιώθω...
Πέρασε ένα λεωφορείο, ο νέος χάθηκε…
Μα τι στο καλό;
Ήταν κουραστική μέρα, όλη μέρα χτυπούσαν τα τηλέφωνα και με τον Μάριο να μην μιλάει έπρεπε να προλαβαίνει να σηκώνει και τις δύο γραμμές προσπαθώντας να μην του ξεφύγει ούτε ένας πελάτης αλλά και να κανονίσει όλα τα δρομολόγια των προμηθευτών του για να είναι σίγουρος ότι θα παραλάβει στην ώρα που έπρεπε.
-Ο χρόνος περνάει Μάριε, ο χρόνος περνάει και ακόμα δεν έχουμε κάνει τίποτα. Και φτιάξε και εκείνο το ρολόι τοίχου, πάει μισό λεπτό μπροστά!Επιτέλους, λίγη ησυχία, θα μπορούσε επιτέλους να κοιτάξει αυτό το υπέροχο ρολόι που του έφεραν για επισκευή
-Πρόκειται για εξαιρετικό ρολόι. Ένα από τα καλύτερα που έχει φτιάξει αυτή η Rolex, με εκπληκτικό μηχανισμό, αλλά κοίτα πως το έχουν παραμελήσει. Έτσι μου έρχεται να κάνω μύνηση στον ιδιοκτήτη! Αλλά μόλις το φτιάξω... βέβαια, βέβαια... θα πηγαίνει περίφημα, ένα υπέροχο...
Οι σκέψεις του διακόπηκαν από τον διαπεραστικό ήχο του τηλεφώνου. Είχε πάει 3 το μεσημέρι.
-Μα καλά ποιος είναι πάλι; Παρακαλώ...
Ακούστηκε μια φωνή από πολύ μακριά...
- Ναι; Ναι; Ο κύριος Τηλέμαχος Αμπατζόγλου;
- Ναι ο ίδιος. Ο Τηλέμαχος άρχισε να κοιτάζει με επιμονή το απέναντι πεζοδρόμιο.
- Σας τηλεφωνώ από το δικηγορικό γραφείο του Κυρίου Σωτηρόπουλου, πρόκειται για μια υπόθεση κληρονομιάς.
- Ναι ξέρετε χθες πήρα το γράμμα σας, αλλά πραγματικά δεν μπόρεσα να καταλάβω κάτι. Ξέρετε έχετε κάνει λάθος. Εγώ δεν 'έχω κανένα γνωστό στην Μάνη. Δεν ξέρω καμία κυρία Δημητρακοπούλου, σίγουρα είναι κάποια συνωνυμία.
- Ο κύριος Αμπατζόγλου Τηλέμαχος δεν είστε; ρώτησε ξερά ο άγνωστος.
- Ναι αλλά δεν ...
- Κύριε Αμπατζόγλου, τον διέκοψε η φωνή από την άλλη μεριά της γραμμής, το όνομα σας δεν νομίζω ότι είναι από τα πλέον συνηθισμένα για να πρόκειται για συνωνυμία, αλλά εκτός από αυτό έχω και το τηλέφωνο σας, έτσι δεν είναι;
- Ναι αλλά εγώ ξέρετε...
- Κύριε Αμπατζόγλου είπε η φωνή γλυκαίνοντας αλλά με ένα ύφος σαν να τον μαλώνει για κάποια σκανδαλιά, πρόκειται για μια περιουσία τεράστιας οικονομικής αλλά και ιστορικής αξίας...
- Ιστορικής... Η φωνή είχε αγγίξει μια ευαίσθητη χορδή του Τηλέμαχου, τον χρόνο... Το βλέμμα του ξεκαρφώθηκε από το πεζοδρόμιο...
Η φωνή συνέχισε να μιλάει, να μιλάει, να μιλάει και ένα χαμόγελο φάνηκε στο πρόσωπο του Τηλέμαχου. Αυτό που χθες βράδι έμοιαζε με άσκοπο και χρονοβόρο ταξίδι μέχρι την Μάνη για μια υποτιθέμενη κληρονομιά ήταν τώρα πια ένα ταξίδι αναψυχής και αυτό που μέχρι χτες νόμιζε ότι ήταν μερικές ρίζες ελιές τώρα είχε γίνει πύργος...
Ο Τηλέμαχος έκλεισε το τηλέφωνο και έμεινε ακίνητος. Ήταν σαν να τον είχε χτυπήσει ρεύμα. Απέναντι στο πεζοδρόμιο πάλι αυτό ο νέος, αλλά τώρα έμοιαζε, έμοιαζε...
-Είναι καμένος, φώναξε είναι καμένος, το πρόσωπο του έχει καεί!
Ο Μάριος κατέβητε με γρήγορα βήματα από το πάνω όροφο, είχε ακούσει τις φωνές του αφεντικού του και φοβούμενος μην τους κλέβει κάποιος άρπαξε ένα μαχαίρι και κατέβηκε με φόρα. Λίγο πριν φτάσει στην πόρτα σιγή... Ανοίγει την πόρτα και βλέπει τον Τηλέμαχο κάτω πεσμένο με την μούρη στο έδαφος.
Τότε ανοίγει η πόρτα και μπαίνει η ιδιοκτήτρια του διπλανού μαγαζιού με τα εσώρουχα... μια κυρία λίγο κουτσομπόλα και λίγο καχύποπτη, βλέπει τον Μάριο με το μαχαίρι στο χέρι και αρχίζει να φωνάζει
- Τι πας να κάνεις εκεί;
Ο Μάριος πανικοβλήθηκε ακόμα περισσότερο, μην μπορώντας να μιλήσει γύρισε και το έβαλε στα πόδια έντρομος από τις φωνές της.
Ο Τηλέμαχος άρχισε να συνέρχεται...
- Μα τι έγινε;
- Πήγε να σε σκοτώσει...
Το μυαλό του πήγε σε αυτόν που από το πρωί έμοιαζε να τον παρακολουθεί...
- Ο μουγγός πήγε να σε σκοτώσει...
- Ποιος; Ο Μάριος; Όχι, όχι λάθος έκανες... είπε ο Τηλέμαχος τρεκλίζοντας μην μπορώντας να βγάλει από το μυαλό του το καμένο πρόσωπο αυτού του καθάρματος ... Ποιος είναι; Τι είναι;
- Μα ήταν με ένα μαχαίρι πάνω από σένα...
- Όχι, όχι... δεν ήταν, ήταν απέναντι...
- Μα τι λέτε;
- Απέναντι και για το καλό του ελπίζω να μην τον ξαναδώ... Είπε με φωνή βέβαια για το τι θα έκανε αλλά με έναν φόβο που δεν είχε ξανανιώσει... Αναρωτήθηκε για ποιο λόγο έλεγε όλα αυτά αφού και ο ίδιος ήξερε ότι δεν μπορούσε να τα βάλει ούτε με γριά αφού η δύναμη του ήταν τόση, όση ενός 8 χρόνου αγοριού...
Έκλεισε την πόρτα του καταστήματος στην μούρη της γειτόνισσας και γρήγορα πήγε στον πάγκο, ήταν θυμωμένος γιατί δεν ήξερε τι γινόταν αλλά και επειδή ακόμα και να χρειαζόταν να υπερασπιστεί τον εαυτό του από την απειλή που ένιωθε δεν θα τα κατάφερνε. Αυτό το δεύτερο μάλιστα τον θύμωνε πιο πολύ.
Ο Μάριος φάνηκε μετά από ώρες και χωρίς να πει κουβέντα πήγε και σαν παιδί και έπεσε στην αγκαλιά του Τηλέμαχου.
- Μην φοβάσαι φίλε μου, είμαι καλά.
Ο Μάριος τον κοίταξε με λύπη... Ο Τηλέμαχος έσβησε τα φώτα και έφυγε.
Είχε βραδιάσει πια για τα καλά και ο Τηλέμαχος δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Γυρνούσε σαν τρελός γύρω, γύρω στο σπίτι κάθε τόσο σταματούσε και κοίταγε το μεγάλο ρολόι. Γιατί αυτός ο τύπος του είχε δημιουργήσει τέτοια αναστάτωση; Ήθελε πολύ να κοιτάξει έξω από το παράθυρο αλλά η πιθανότητα να τον δει ξανά τον απέτρεπε. Είχε αποφασίσει να μην κοιμηθεί εκείνο το βράδι, πράγμα που δεν είχε κάνει ποτέ του.
Γενικά ήταν τύπος που δεν ξενυχτούσε, δεν έπινε, δεν κάπνιζε. Το μόνο που τον ένοιαζε ήταν ο χρόνος και τα ρολόγια του. Το πάθος του με τον χρόνο τον μετρούσε σε 40 χρόνια, 2μήνες 10 ημέρες και κάποιες ώρες από εκείνο το απόγευμα που περίμενε τον πατέρα του να γυρίσει από το μεγάλο ταξίδι. Μετρούσε τα λεπτά μέχρι την ώρα που θα χτυπούσε το κουδούνι και θα μπορούσε να τον αγκαλιάσει... Και μετρούσε τα λεπτά και μετρούσε... Η μάνα του είχε αρχίσει να ανυσηχεί είχαν περάσει 4 ώρες που έπρεπε να είχε προσγειωθεί το αεροπλάνο του άντρα της... Και ο Τηλέμαχος μετρούσε... Τελικά το αεροπλάνο είχε φτάσει αλλά ο πατέρας του δεν ήταν μέσα. Η μητέρα του, του είπε με δάκρια στα μάτια ότι θα ερχόταν σε λίγες μέρες. Αλλά ο πατέρας του δεν ήρθε ποτέ και ο Τηλέμαχος δεν σταμάτησε ποτέ να μετράει. Μετρούσε τα πάντα, μετρούσε τα φύλλα των δέντρων, τις σελίδες που είχε διαβάσει, τα αντικαταθλιπτικά που έπαιρνε η μάνα του, τον χρόνο που έκανε να κατουρίσει, τον χρόνο που έκανε για να φάει, τον χρόνο που έκανε η μητέρα του να γυρίσει από την δουλειά, τον χρόνο που έκανε η μάνα του για να σβήσει, για να σβήσει... και έσβησε. Για 74 ημέρες 13 ώρες και 15 λεπτά η μητέρα του έσβηνε κάθε μέρα όλο και πιο πολύ, αλλά δεν την παράτησε σε καμία περίπτωση. Και όταν πια δεν υπήρχε, την θέση της πήρε μια άλλη μάνα, το ίδιο στοργική… η μοναξιά.
Ως φυσικό επακόλουθο ήταν η ενασχόληση του με κάθε λογής ρολόγια.
Μετά ήρθε η σχολή και μετά εκείνη, εκείνη, ήταν τόσο όμορφη, μετρούσε την ώρα για να την δει, να την αγγίξει, να την φιλήσει, εκείνη όμως, προτίμησε να μετράει τα λεφτά κάποιου πλούσιου μεσήλικα με τον οποίο έμαθε αργότερα ότι είχε κάνει και παιδί. Αυτό ήταν. Ο Τηλέμαχος έφυγε από την Αθήνα πήγε στην Ελβετία στο Wostep όπου έγινε ένας από τους καλύτερους ωρολογοποιούς. Όταν γύρισε εγκαταστάθηκε στην Πάτρα. Και όλα πήγαιναν καλά αυτά τα τελευταία 30 χρόνια της ζωής του στην Πάτρα. Είχε γίνει πολύ γνωστός για την καλοσύνη του, για την πίστη του στα θεία (πήγαινε κάθε Κυριακή στην εκκλησία) και την επαγγελματικότητα του. Και τώρα ενώ δεν είχε πειράξει ποτέ κανέναν και δεν τον είχε πειράξει ποτέ κανείς ξαφνικά ένας νέος, αυτός... τον ενοχλούσε, τον ενοχλούσε η παρουσία του. Μέσα στις σκέψεις του τον πήρε ο ύπνος...
Ένας τρομερός θόρυβος ακούστηκε και ο Τηλέμαχος πετάχτηκε στον αέρα. Μα τι ήταν αυτό, είδε μια λάμψη έξω από το παράθυρο του, μα τι γίνεται;
Άρχισε να βρέχει και οι βροντές ήταν τόσο δυνατές και εξωπραγματικές που δεν μπορούσε να συνειδητοποιήσει ότι ήταν μόνο οι βροντές. Άνοιξε το παράθυρο του, μαύρα σύννεφα είχαν καλύψει τον ουρανό. Κάθισε να απολαύσει την βροχή που ένιωθε ότι θα ξέπλενε τον κάθε φόβο του, ένιωθε καθαρά πιο χαλαρός. Ώσπου μια σκιά πρόβαλε στην άκρη του δρόμου. Δεν έκατσε να την περιεργαστεί, έκλεισε το παράθυρο και σήκωσε το τηλέφωνο.
Σχημάτισε γρήγορα έναν αριθμό τηλεφώνου.
- Έλα Μάριε με ακούς; Αν ακούς χτύπα το ακουστικό.
Ακούστηκε ένας χτύπος.
- Αύριο θα ανοίξεις μόνος σου το μαγαζί. Το πρωί θα φύγω για Μάνη. Όλες οι παραγγελίες θα παραδοθούν σε μια εβδομάδα. Ένταξη; Χτύπα το ακουστικό για επιβεβαίωση.
Άλλος ένας χτύπος ακούστηκε.
- Άντε καληνύχτα και συγνώμη που σε ξύπνησα τέτοια ώρα.
Καθώς έκλεινε το τηλέφωνο άκουσε κάποια φωνή από την άλλη μεριά του ακουστικού. Το σήκωσε ξανά, αλλά μάταια ο Μάριος είχε κλείσει.
- Τον άτιμο πάλι έχει γυναίκα στο μαγαζί και του έχω πει τόσες φορές να μην τις πηγαίνει εκεί αλλά σε ξενοδοχείο. Ένας θεός ξέρει πάλι τι είναι αυτή. Καμιά αλλοδαπή θα ήταν και τι ήταν αυτή η γλώσσα; τι πάει να πει Κεμ Αναχ;
- Λοιπόν πως σας φαίνεται;
- Είναι υπέροχος. Είναι πραγματικά υπέροχος. Αλλά εξακολουθώ ακόμη να μην καταλαβαίνω για πιο λόγο δεν μου λέτε ποια ήταν η κυρία Δημητρακοπούλου αλλά και γιατί άφησε ως κληρονόμο αυτού του εκπληκτικού πύργου εμένα; Που με ήξερε;
- Η κυρία Δημητρακοπούλου ήταν μια πολύ καθώς πρέπει κυρία από πολύ πλούσια οικογένεια. Είχε πολλά κτίρια στην κατοχή της και πολλές καταθέσεις στην Ελλάδα αλλά και στο εξωτερικό. Αυτός ο πύργος όμως ήταν η αδυναμία της. Εδώ περνούσε τα πιο πολλά χρόνια της ζωής της, ειδικά μετά τον θάνατο του δεύτερου συζύγου της πριν 5 χρόνια. Ο λόγος που άφησε σε σας τον πύργο, είναι γιατί ένιωθε ένοχη για τον θάνατο της μητέρας σας.
- Ένοχη; Τι εννοείται; Πως μπορεί να νιώθει ενοχή για τον Θάνατο της μητέρας μου; Η μητέρα μου πέθανε από φυσικά αίτια.
- Ο δεύτερος άντρας της κυρίας Δημητρακοπούλου ήταν ο κύριος Αμπατζόγλου... ο πατέρας σας.
- Τι;
ο κόσμος σαν να χάθηκε στιγμιαία κάτω από τα πόδια του Τηλέμαχου.
Μα τι λες;
- Η κυρία Δημητρακοπούλου ένιωθε ενοχές για το ότι πήρε τον άντρα κάποιας άλλης γυναικάς και άφησε το παιδί της χωρίς πατέρα. Το γεγονός ότι η μητέρα σας έπεσε σε βαθιά κατάθλιψη μετά την εξαφάνιση του πατέρα σας την έκανε να νιώθει ότι είναι αποκλειστικά υπεύθυνη. Μετά τον θάνατο του κυρίου Αμπατζόγλου προσπάθησε να σας εντοπίσει και προσέλαβε ιδιωτικό ντέντεκτιβ για να βρει τα ίχνη σας. Από αυτόν έμαθε ότι η μητέρα σας πέθανε και ότι εσείς είχατε εξαφανιστεί. Χάθηκε πολύτιμος χρόνος και όταν τελικά ο Ντέντεκτιβ σας ανακάλυψε ήταν πολύ αργά. Η κυρία Δημητρακοπούλου ήταν σε πολύ άσχημη κατάσταση με την υγεία της. Δεν άντεξε και πέθανε. Το μόνο που πρόλαβε να κάνει πριν πεθάνει ήταν να καλέσει τον ίδιο τον Κύριο Σωτηρόπουλο και με μένα μάρτυρα να αλλάξει την διαθήκη της για να βρισκόμαστε τώρα εδώ.
Όλος ο κόσμος του Τηλέμαχου ταράχτηκε. Ποτέ δεν αναρωτήθηκε, ποτέ δεν άφησε τον εαυτό του να αναρωτηθεί καν το τι είχε γίνει ο πατέρας του. Ώστε είχε ξαναπαντρευτεί...
- Ξέρω ότι είναι μεγάλο σοκ για σας και ότι έχετε πάρα πολλά ερωτήματα. Νομίζω όμως ότι θα λυθούν όλες οι απορίες σας μέσα στο πύργο. Η κυρία Δημητρακοπούλου εκτός από τον πύργος της έχει αφήσει και όλο το προσωπικό της αρχείο. Εκεί θα βρείτε τα ημερολόγια της, των τελευταίων 5ετών, έτσι νομίζω ότι θα λυθούν όλες σας οι απορίες.
Ο Τηλέμαχος πλησίασε προς την βαριά ξύλινη πόρτα. Ήταν η πιο περίεργη πόρτα που είχε δει ποτε του. Ήταν σχεδόν τετράγωνη και η τεράστια ξύλινη κάσα ήταν σαν να προεκτεινόταν αριστερά και δεξιά προς τα πάνω. Στην μέση εκεί που τα δύο φύλλα της πόρτας έκαναν ένωση, υπήρχε μια γραμμή χαραγμένη πάνω στην πόρτα που όχι μόνο χώριζε την πόρτα αλλά συνεχίζονταν και στον πύργο, σαν να χώριζε το κτίριο στα δύο.
Στο ένα φύλλο της πόρτας υπήρχε ένα μονόγραμμα με το Δ προφανώς από το Δημητρακόπουλος και στο άλλο ένα περίεργο αλλόκοτο σχέδιο που έμοιαζε με γράμμα αλλά δεν ήταν.
Η πόρτα άνοιξε και ένας τεράστιος προθάλαμος εμφανίστηκε μπρος τα μάτια του Τηλέμαχου. Ο Τηλέμαχος ένιωθε πολύ άβολα. Στα 50 του χρόνια δεν είχε ζήσει τόσες πολλές συγκινήσεις όσες μέσα σε λίγες μέρες και ειδικά μέσα σε λίγες ώρες. Όλος ο πύργος ήταν χωρισμένος σε τετράγωνα δωμάτια τεραστίων διαστάσεων. Φαινόταν σαν να ήταν πιο μεγάλος από ότι εξωτερικά. Όλα τα έπιπλα ήταν καλυμμένα προσεκτικά με σεντόνια που έμοιαζαν σαν φαντάσματα. Οι κουρτίνες ήταν βελούδινες σε βαθύ κόκκινο χρώμα που έκλειναν το φως του ήλιου έξω.
- Όλα όσα βλέπετε κύριε Αμπατζόγλου είναι δικά σας.
Ο Τηλέμαχος ήταν σαν μαγεμένος. Ο χρόνος ήταν σαν να είχε σταματήσει σε μια άλλη εποχή μέσα στο πύργο. Όλα ήταν αντίκες και πρέπει να ήταν απίστευτης αξίας.
- Συγνώμη αλλά πρέπει να σας αφήσω μόνο. Πρέπει να φύγω, γιατί έχω δικαστήριο. Θα σας δω το απόγευμα. Αν θέλετε το γραφείο της Κυρίας Δημητρακοπούλου είναι στον τρίτο όροφο. Εκεί θα βρείτε όλα τα αρχεία της και όλα όσα θέλετε πιθανόν να μάθετε, για εκείνη, τον πατέρα σας αλλά και για τον πύργο.
- Συγνώμη αλλά δεν μου είπατε το όνομα σας. Είμαστε από το πρωί μαζί και ακόμα δεν σας ρώτησα. Είμαι πολύ αγενής.
- Μα σας το έχω πει ήδη... Παύλο με λένε.
Ο Τηλέμαχος σάστισε. θυμήθηκε τον νέο που λίγες μέρες πριν είχε φανεί για να αγοράσει το δαχτυλίδι. Μα αυτός είναι ένας άλλος. Μέχρι να πάρει στο κατόπιν τον Παύλο και να βγει έξω από την πόρτα. Ο Παύλος είχε εξαφανιστεί.
- Μα... είμαι σίγουρος δεν άκουσα το αυτοκίνητο να φεύγει.
Γύρισε πάλι μέσα στον πύργο. Σαν να ανατρίχιασε λίγο. Έκανε μια μηχανική κίνηση και έβγαλε το μικρό σταυρό που φορούσε πάντα στο λαιμό του. Τον χάιδεψε και άρχισε να ανεβαίνει στους πάνω ορόφους.
Στον δεύτερο όροφο, βρήκε τις κρεβατοκάμαρες. Αναρωτήθηκε γιατί ήταν τόσες πολλές. Δεν είχε ρωτήσει εάν ο πατέρας του είχε αποκτήσει άλλα παιδιά.
Οι απορίες όλο και πλήθαιναν μέσα στο μυαλό του.
- Καλύτερα να πάω στον τρίτο όροφο κατευθείαν στο γραφεί μήπως και βγάλω κάποια άκρη.
Ο τρίτος όροφος ήταν διαφορετικός... ήταν άδειος. Είχε κρύο εκεί πάνω, είχε τόσο κρύο που νόμιζε ότι κάποιος είχε ξεχάσει κάποιο κλιματιστικό ανοικτό για μέρες, αν και η ύπαρξη ενός θα ήταν τελείως παράταιρη με όλο τον υπόλοιπο πύργο. Κοίταξε όλα τα δωμάτια. Όλα κενά. Έμενε ένα. Ή εκεί ήταν το γραφείο ή ο Παύλος του έλεγε ψέματα για τα αρχεία. Άνοιξε την πόρτα. Απόλυτο σκοτάδι και το κρύο σαν να έμοιαζε να έβγαινε ακριβώς από αυτό το δωμάτιο. τράβηξε μια κουρτίνα, οι σκιές διαλυθήκαν αλλά με έναν περίεργο τρόπο σαν να κρύφτηκαν. Το δωμάτιο ήταν γεμάτο βιβλία. Γεμάτο με τόμους που λες και είχαν βγει από σπίτι γίγαντα. Τεράστιοι τόμοι σκονισμένοι, αμέτρητοι...
- Θα μπορούσα να περάσω μια ολόκληρη μέρα μετρώντας τους… σκέφτηκε.
Στην μέση ένα μαύρο γραφείο άδειο, το μόνο άδειο σημείο όλου του δωματίου. Και απάνω στο γραφείο ένας τόμος. Ένας μαύρος τόμος. Πλησίασε με αργά βήματα λες και φοβόταν ότι το βιβλίο θα του επιτεθόταν. Ήταν ένα μαύρο βιβλίο χωρίς τίτλο. Το μόνο που έγραφε ήταν έκδοση, εξακοσιοστή εξηκοστή έκτη.
- Περίεργο αυτό, τι νούμερο... Μα καλά τι βιβλίο ήταν που είχε τόσες εκδώσεις;
το άνοιξε μέσα είχε ένα σύμβολο και από κάτω έγραφε
«Ω Κεμ Αναχ, ανακτα και νικητα των Αρχαιων, δος μοι το σκοτος ,ο η οψις σου φερει. Ω Κεμ Αναχ, δος μοι την δυναμιν ινα αισθανθω την απογνωσιν, οια η οψις σου περεχει…»
- Τι να σημαίνει άραγε αυτό?
-Η επόμενη σελίδα μπορεί να μου λύσει κάποιες απορίες. Μέσα σε απόλυτα μαύρο φόντο ,ένας επιβλητικός τίτλος με χρυσά γράμματα σε μέγεθος που κάλυπτε το μισό σχεδόν της σελίδας.. «ΠΡΟΦΗΤΕΙΑΙ».
Χάρηκε προς στιγμήν.
- Ένα χριστιανικό βιβλίο Προφητειών, έτσι εξηγείται ότι έχει τόσες εκδόσεις.
Στην επόμενη σελίδα "Μη μονον τους αμαρτανοντας κολαζε αλλα και τους μελλοντας"
- Τι σημαίνει πάλι αυτό, δεν καταλαβαίνω τίποτα. Μπορεί να μην καταλάβαινε τίποτα, αλλά ολόκληρο το νευρικό του σύστημα βρισκόταν σε επιφυλακή. Η αδρεναλίνη κατάκλυζε το αίμα του, έσφιγγε τους μύες του σαν να προετοιμαζόταν για επίθεση και όλες οι αισθήσεις του είχαν οξυνθεί τόσο που νόμιζε πως άκουγε το λεπτό, ανεπαίσθητο θρόισμα που έκαναν οι τρίχες στο κεφάλι του. Τα αυτιά του ακουγόταν η ροή του αίματος που κυλούσε μέσα στα αγγεία του και, μακριά, σαν μουρμουρητό ή όπως κάνει θόρυβο ένα σμάρι από έντομα, η ίδια εκνευριστικά μονότονη και ανησυχητική φράση επαναλαμβανόταν- Κεμ Άναχ. Ο τόνος του «Κεμ» ήταν μακρύς, σχεδόν ξεψυχισμένος, ώσπου το «Άναχ» ακουγόταν πολύ πιο καθαρά και έντονα, συνοδευόμενο από ένα εξωφρενικό βόμβο, ένα βόμβο που παρέλυε τις αρθρώσεις του. «Κεμ Άναχ», μια φράση που δεν είχε καμία σημασία, κανένα νόημα αλλά ο αρχαιοεγκέφαλός του την αντιλαμβανόταν, ως ένα κατάλοιπο από έναν παμπάλαιο τρόμο, το ίδιο παράλογο όσο και ο παγκόσμιος φόβος για το σκοτάδι. Συνέχισε να διαβάζει παρακάτω αχόρταγα να γεμίζει το μυαλό του με τα αποφθέγματα εκείνου του βιβλίου, που δεν το ήξερε, αλλά ήταν το Βιβλίο των Βλάσφημων Προφητειών, που γράφτηκε από παλιά στην Ικαμπέργκ, όταν ο Κεμ Άναχ ήταν νέος στον κόσμο και έδειξε τη δύναμή του πάνω στο λόφο της Ανάρ, μόνο και μόνο για να ηττηθεί από τον Ιμπν Ανατάρ. Παράτησε το βιβλίο πάνω στο γραφείο. Το μάτι του είχε πέσει πάνω σε ένα μοναδικό ρολόι. Βρισκόταν εκεί πάνω στο τζάκι, ένα υπέροχο ρολόι, ένα υπέροχο επιτραπέζιο επίχρυσο ρολόι. Ο Τηλέμαχος σαν μαγεμένος το πλησίασε. Ήταν το πιο ασυνήθιστο πράγμα που έβλεπε. Έχει τρεις μεγάλους και τέσσερις μικρότερους δείκτες και γύρω, γύρω δεν είχε ώρες, αλλά πλανήτες.
- Μα τι πράγμα είναι αυτό; Αναρωτήθηκε.
Προσπάθησε να το σηκώσει αλλά μάταια, σαν κάποιος να το είχε κολλήσει πάνω στο τζάκι. Άρχισε να το τραβάει με μανία. Τα ακροδάχτυλα του άρχισαν να τον πονούν. Προσπάθησε να κοιτάξει πίσω από το ρολόι αλλά το λίγο κενό που έμενε ανάμεσα στο ρολόι και στην καμινάδα δεν του επέτρεπε. Προσπάθησε να βγάλει το τζάμι από μπροστά για να κοιτάξει τους δείκτες, μα μάταια. Το ρολόι λες και του αρνιόταν να υπακούσει σε οτιδήποτε έκανε. Απογοητεύτηκε. Έκατσε μπροστά του και το παρατηρούσε, έβαλε το αφτί του πάνω του να ακούσει εάν ακούγεται ο παραμικρός θόρυβος που θα πρόδιδε ότι αυτός ο περίεργος μηχανισμός δουλεύει. Απόλυτη σιωπή. Ήταν ολόχρυσο, «ίσως για αυτό το είχαν κολλήσει, για να μην κλαπεί» σκέφτηκε.
Τα σκαλίσματα του ήταν περίτεχνα, έμοιαζαν με μορφές ξωτικές αλλά ταυτόχρονα και παραμόρφωνες. Και στο κέντρο του κύκλου έγραφε «ο χρόνος ρέει από μέσα μου». Τι να σήμαινε αυτό; Οι δείκτες του ήταν σαν από κάποιο σπάνιο υλικό που ποτέ του δεν είχε ξανασυναντήσει. Ήταν μαύροι και γυάλιζαν τόσο που σχεδόν καθρεπτίζονταν το πρόσωπο του πάνω τους. Και οι πλανήτες που είχε γύρω αντί για ώρες, έμοιαζαν να ήταν από άλλο υλικό, ένα περίεργο κόκκινο, με μαύρες κηλίδες.
Ο Τηλέμαχος πετάχτηκε πάνω. Το δυνατό κουδούνισμα του κινητού του, τον τάραξε.
Σήκωσε κάπως εκνευρισμένος το τηλέφωνο ρωτώντας δυνατά
- Ναι! Ποιος είναι;
- Ο κύριος Αμπατζόγλου;
- Ναι ο ίδιος!
- Κύριε Αμπατζόγλου είμαι ο Αστυνόμος Χριστίδης από το αστυνομικό τμήμα Πατρών. Που βρίσκεστε παρακαλώ;
- Είμαι στην Μάνη, ο Τηλέμαχος πάγωσε για λίγο, τι συμβαίνει;
- Κύριε Αμπατζόγλου θα σας παρακαλούσαμε να παρουσιαστείτε το συντομότερο στο αστυνομικό τμήμα Πατρών.
- Μα γιατί τι συμβαίνει;
- Ο εργαζόμενος σας, ο Μάριος Γεωργακόπουλος βρέθηκε νεκρός σήμερα το πρωί στο μαγαζί σας.
- Τι;! Ο Τηλέμαχος πάγωσε. Δεν ήταν δυνατόν…
- Κύριε Αμπατζόγλου πρέπει να παρουσιαστείτε στο αστυνομικό Τμήμα. Πείτε μου ακριβώς που βρίσκεστε; Θα επικοινωνήσω με το πιο κοντινό τμήμα σε σας και θα ειδοποιήσω να σας παραλάβουν.
- Να με παραλάβουν; Τι εννοείται; Τι έγινε; Ποιος το έκανε;
- Δεν ξέρετε κύριε Αμπατζόγλου;
- Εγώ; Ο Τηλέμαχος θυμήθηκε την σκηνή χθες το μεσημέρι.
- Μερικές ερωτήσεις θα σας κάνουμε μόνο.
Ο Τηλέμαχος έκλεισε το τηλέφωνο και αμέσως άρχισε να κοιτάει στον κατάλογο του. Βρήκε το τηλέφωνο του Παντοπωλείου απέναντι από το μαγαζί του.
- Ναι; Ναι; Ο Τηλέμαχος είμαι τι συμβαίνει;
- Τηλέμαχε μου, ο Μάριος είναι νεκρός. Το βρήκαν σήμερα το πρωί. Ήταν… ήταν...
- Τι ήταν μίλα Αντωνία! Μίλα!
- Ήταν μέσα στα αίματα, κάποιος τον σκότωσε με ένα μαχαίρι και κατόπι έκοψε τα χέρια και τα πόδια του. Παντού μέσα στο μαγαζί υπάρχουν κόπρανα ενώ η γλώσσα του, δεν έχει βρεθεί ακόμα.
- Μα… Ο Τηλέμαχος απέκτησε μια τρομερή απάθεια στο πρόσωπο. Νόμιζε ότι είχε ξεφύγει από τον νεαρό που τον καταδίωκε της τελευταίες μέρες, αλλά φαίνεται ότι πήγε στο μαγαζί του. Τρόμος, μαζί με μίσος άρχισε να τον κυριεύει…
- Αυτός! Αυτός! Αυτός σκότωσε τον φίλο μου, αυτός…
- Είναι και κάτι άλλο που πρέπει να σου πω…
- Πες μου τι άλλο χειρότερο μπορείς να μου πεις…
- Αυτή η τρελή που έχεις δίπλα σου, αυτή με τα εσώρουχα, είπε στους αστυνομικούς ότι χθες, τσακωθήκατε με τον Μάριο και ότι αυτός προσπάθησε να σε σκοτώσει. Νομίζω ότι σε υποπτεύονται. Μήπως λογομαχήσατε;
Ξαφνικά η συμπεριφορά και τα λόγια του αστυνόμου ξεκαθάρισαν μέσα στο μυαλό του.
- Αυτό είναι εξοργιστικό, γιατί να το κάνω εγώ, εγώ τον αγαπούσα, τον αγαπούσα…
- Τηλέμαχε, νομίζω ότι…
Ο Τηλέμαχος έκλεισε το τηλέφωνο και κλαίγοντας έπεσε πάνω στο γραφείο. Έπιασε το βαρύ βιβλίο και το πέταξε μακριά, άρχισε να χτυπάει ότι έβρισκε, μανιασμένα γεμάτος θυμό. Έπρεπε να πάει στην Πάτρα και να ξεκαθαρίσει τα πράγματα. Έπρεπε να τους πει για αυτόν… Άρχισε να ηρεμεί, ακούμπησε λαχανιασμένος πάνω στο τζάκι και με τα ματωμένα χέρια του έπιασε το ρολόι. Το αίμα που πασαλείψε το ρολόι άρχισε να εξαφανίζεται. Το ρολόι ξαφνικά άρχισε να κάνει σαν παλαβό. Οι δείκτες του άρχισαν να γυρίζουν άλλοι αριστερόστροφα και άλλοι δεξιόστροφα, ο θόρυβος που έκανε ήταν σαν μια μηχανή που είχε ακούσει ποτέ του, απομακρύνθηκε με αργά βήματα φοβισμένος. Το ρολόι σταμάτησε. Τώρα όλοι οι δείκτες έδειχναν σε ένα και μόνο αστέρι. Ο Τηλέμαχος σαν να ξύπνησε από λήθαργο γύρισε και άνοιξε την πόρτα του γραφείου αρχίζοντας να τρέχει προς την σκάλα που θα τον οδηγούσε στους κάτω ορόφους και μετά στην έξοδο. Σταμάτησε και άρχισε να κοιτάει σαστισμένος. Ο τρίτος όροφος ήταν γεμάτος… Ήταν γεμάτος από κόσμο… Άρχισε να τρέχει πιο γρήγορα προς τις σκάλες, κανείς δεν φαινόταν να τον βλέπει, άρχισε να τους προσπερνάει γρήγορα, σε μερικούς μάλιστα θα έπρεπε να είχε πέσει πάνω τους, αλλά ήταν σαν να περνούσε από μέσα τους. Άρχισε να κατεβαίνει με μανία την σκάλα. Φτάνει στο δεύτερο όροφο γλιστράει και πέφτει, προσπαθεί αγωνιώντας να σηκωθεί και βλέπει ότι είχε γλιστρήσει πάνω σε ένα παχύρευστο υγρό, ήταν αίμα. Κατευθύνεται προς την σκάλα που τον οδηγεί στην έξοδο, στα σκαλιά φαίνεται μια φιγούρα. Είναι ο αυτός ο άντρας, τον είχε βρει. Είχε σκοτώσει τον Μάριο και τώρα ερχόταν σε αυτόν. Ο άντρας τον κοίταξε με μάτια που ήταν παγωμένα και ήρεμα, ήθελε να τον σκοτώσει και ήξερε ακριβώς πως θα το έκανε.
- Τι θέλεις; Τι θέλεις από εμένα;
Είπε ο Τηλέμαχος με οργισμένο αλλά και φοβισμένο ύφος.
Καμία απάντηση, ο άντρας συνέχισε να ανεβαίνει τα σκαλιά προς το μέρος του, με αργά αλλά σταθερά βήματα. Μην μπορώντας να του ξεφύγει άρχισε να ανεβαίνει και πάλι προς τα πάνω, φτάνει στον τρίτο όροφο δεν ήταν κανείς, ανοίγει την πόρτα του γραφείου και μπαίνει μέσα. Κλειδώνει την πόρτα και ψάχνει αγωνιωδώς ένα τρόπο για να ξεφύγει. Ανοίγει τα παράθυρα για προσπαθήσει να βγει έξω, μάταια…
- Είναι πολύ ψηλά, πολύ ψηλά…
Έψαξε να βρει ένα μέρος που θα τον βοηθούσε να καταρριχηθεί από τον πύργο, ήταν άσκοπο. Ακούγονται βαριά βήματα έξω από την πόρτα. Ο Τηλέμαχος κατάλαβε ότι δεν μπορεί να κάνει τίποτα. Κρύφτηκε πίσω από το γραφείο. Ένας δυνατός χτύπος ακούστηκε στην πόρτα και εκείνη άνοιξε στα δύο από ένα πλήγμα που έγινε λες και ήταν από χαρτόνι. Τα βήματα ακουστήκαν και πάλι μαζί με ένα σύρσιμο κάποιου μεταλλικού αντικειμένου. Σιωπή.
Ο Τηλέμαχος ανοιγόκλεισε μερικές φορές τα μάτια. Μια βαριά ανάσα ακουγόταν πίσω από το γραφείο αλλά όχι ανθρώπινη, περισσότερο έμοιαζε με ανάσα λιονταριού στα αφτιά του. Η καρδιά του χτυπούσε ασταμάτητα, κρύος ιδρώτας τον είχε λούσει, η ανάσα του άρχισε να δυσκολεύει και σε όλο του το κορμί ένιωθε ρίγη. Στάθηκε στα γόνατα του και τρομοκρατημένος κοίταξε πάνω από το γραφείο. Η καρδιά του σαν να σταμάτησε, τρόμος, μονάχα τρόμος και ένα φως, ένα σιχαμερό φως και ξαφνικά μια λόγχη διαπέρασε το γραφείο και έφτασε λίγο πριν σκίσει τον ώμο του.
Ο Τηλέμαχος έκανε προς τα πίσω. Αυτός ο άντρας τον κοιτούσε ανέκφραστος και ήρεμος κρατώντας μια λόγχη στο δεξί του χέρι και μια αλυσίδα στο αριστερό του. Ο άντρας έκανε μια κίνηση και έσκισε το γραφείο στα δύο κάνοντας ένα βήμα προς το μέρος του Τηλέμαχου. Ήταν μες στο φως και όσο τον πλησίαζε ο Τηλέμαχος ένιωθε να πονάει. Ο πύργος άρχισε να σείεται, σκόνη και σοφάδες είχαν κατακλίσει τα πάντα. Τότε σαν μια τελευταία κίνηση απελπισίας άρχισε να του πετάει βιβλία. Τα βιβλία έπεφταν πάνω στον νέο λες και έπεφταν σε τοίχο, άρπαξε το πιο μεγάλο βιβλίο που βρήκε πεταμένο κάτω, αυτό το μαύρο βιβλίο που έλεγε τις προφητείες και το πέταξε με όση δύναμη διέθετε σημαδεύοντας το κεφάλι του επίδοξου δολοφόνου του. Το βιβλίο βρήκε στόχο και το κεφάλι του δολοφόνου τινάχτηκε προς τα πίσω. Έκανε δύο βήματα προς τα πίσω καλύπτοντας το πρόσωπο του με το μπράτσο του. Γύρισε το πρόσωπο του ήταν καμένο και μες τα αίματα ταυτόχρονα. Κοίταξε τον Τηλέμαχο με ένα βλέμμα στην αρχή απορίας και μετά ηρεμίας που ο Τηλέμαχος ένιωθε να διαπερνάει το κορμί του. Ένιωσε να τον καίει…
Ο νέος άρχισε να γίνεται διαφανής. Το πρόσωπο του έγινε και πάλι ανέκφραστο και με μια φωνή που λες και βγήκε από το βάθος των αιώνων του είπε.
- Θα σε ξαναβρώ… Ο νέος εξαφανίστηκε κάνοντας την λόγχη και την αλυσίδα να πέσουν με πάταγο πάνω στο ξύλινο δάπεδο.
- Χάθηκε, χάθηκε… ο Τηλέμαχος έκατσε για λίγο σαστισμένος.
Σηκώθηκε. Ηρεμία είχε απλωθεί σε όλο τον πύργο. Πλησίασε προς το βιβλίο. Η λόγχη και η αλυσίδα έγιναν στάχτη. Σήκωσε το βιβλίο και σκούπισε την σκόνη από πάνω του. Χαμογέλασε.
Πλησίασε προς το ρολόι. Οι δείκτες ήταν τοποθετημένοι έτσι ώστε σχημάτιζαν ένα 7κτινο αστέρι.
Θυμήθηκε το πρόσωπο του Μάριου καθώς τον τεμάχιζε, είχε ακριβώς το ίδιο βλέμμα με την μάνα του, το ίδιο χαζό βλέμμα, με αυτή την πουτάνα που τον παράτησε για ένα πλούσιο κάθαρμα. Και το μουγγό μούλικο της, ήταν στα χέρια του για να το κάνει ότι θέλει και τώρα του έκανε αυτό που έπρεπε, αυτό που του άξιζε, αυτό που περίμενε καιρό. Χαμογέλασε ακόμα μια φορά και έβαλε το βιβλίο πάνω σε μια βιβλιοθήκη.
Το γραφείο γέμισε με κόκκινο φως, τόσο φως που δάκρυσε από χαρά.
Θα τα ξαναπούμε… είπε με φωνή γεμάτη μίσος. Θα τα ξαναπούμε…
Τέλος.
vBulletin® v3.8.4, Copyright ©2000-2025, Jelsoft Enterprises Ltd.