beetlejuice
21-11-06, 05:59
Γιατί σας αρέσει να ταξιδεύετε; Ποιοι τοποι σας συγκινουν περισσοτερο, τραβουν το ενδιαφερον σας; Δεχτηκατε καποιου ειδους ελξη για να επισκεφτειτε καποιον τοπο εστω και μια φορα στη ζωη σας; Και πως νοιωσατε οταν καταφτασατε εκει; Ποσες φορες αυτοι οι ιδιες τοποθεσιες δεν σας καλουν πισω, ακομη και εαν εχετε μοχθησει για να τις "κατακτησετε";
Ειναι αληθεια οτι υπαρχουν ορισμενοι τοποι που ασκουν τη σαγηνη τους πανω στους ανθρωπους. Τους καλουν σαν Σειρηνες να τους επισκεπτουν. Μεσα απο τις ιστοριες που τους ακολουθουν, τους μυθους και τους θρυλους που τους συνοδευουν, την παραξενη ενεργεια που αυτοι εκλυουν.
Δεν εχω παρα να σας παραθεσω εδω ενα συγκλονιστικο κομματι απο το 9ο κεφαλαιο του βιβλιου "Αναζητωντας Χαμενους Κοσμους (http://www.metafysiko.gr/forum/showthread.php?t=1462)" (Exploration Fawcett) του Περσυ Χαρρισον Φωσεττ (εκδ. Locus 7). O Fawcett ηταν ενας απο τους μεγαλυτερους εξερευνητες του αγνωστου στον 20ο αιωνα. Σταλμενος απο την αγγλικη κυβερνηση, προσπαθησε να χαρτογραφησει και να οριοθετησει τα συνορα μεταξυ της Βολιβιας και της Βραζιλιας στις πυκνες ζουγκλες της Ν. Αμερικης. Παρ'οτι μετα απο την ολοκληρωση της επιπονης αποστολης του γυρισε πισω στην πατριδα του, στη θαλπωρη της οικογενειας του, εν τουτοις κατι τον καλουσε πισω στα τροπικα δαση της Λατινικης Αμερικης...Η αναζητηση μιας χαμενης πολης που κατοικειται απο μια υψηλα πολιτισμενη φυλη λευκων ανθρωπων, εχει ηδη γινει ενα απο τα μεγαλυτερα μυστηρια της συγχρονης εξερευνησης.
Ο Φωσεττ εχει μολις ολοκληρωσει τη δουλεια του και βρισκεται στη πρωτευουσα της Βολιβιας:
Μπροστα μου υπηρχε η υπεροχη προοπτικη του να ξαναδω την πατριδα. Για την ωρα ειχα χορτασει με τους αγριοτοπους και το μυαλο μου ηταν γεματο με το προσεχες ταξιδι για την ακτη. Το νωχελικο θαλασσιο ταξιδι και τη θεα της Αγγλιας, με τα αστεια δεντρακια της, τους συμμετρικους αγρους της και τα παραμυθενια της χωρια . Της γυναικας μου και του τετραχρονου γιου μου Τζακ και του νεοφερμενου Μπραϊαν. Ηθελα να ξεχασω τις θηριωδιες, ν' αφησω πισω μου το δουλεμποριο, τις φρικτες αρρωστιες και να δω και παλι τις αξιοσεβαστες ηλικιωμενες κυριες που οι ιδεες τους περι ακολασιας τελειωναν με τις αδιακρισιες της ταδε υπηρετριας. Ηθελα να ακουσω τις καθημερινες ψιλοκουβεντουλες του εφημεριου του χωριου, να συζητησω τις αβεβαιοτητες του καιρου με τους χωρικους και να διαβασω την καθημερινη εφημεριδα μου στο τραπεζι του μπρεκφαστ. Με λιγα λογια, ηθελα να γινω απλως "συνηθισμενος ανθρωπος". Να σκαψω στον κηπο, να τακτοποιησω τα παιδια στο κρεβατι τους μετα το βραδινο παραμυθι, να βολευτω διπλα στο τζακι με τη γυναικα μου στο πλαι απασχολημενη με το μανταρισμα - αυτα ηταν τα πραγματα που λαχταρουσα περισσοτερο. Θα μου ηταν ευχαριστο να γυρισω και να κανω αλλη μια χαρτογραφηση συνορων, αλλα αν η κυβερνηση μου αρνιοταν να χορηγησει μια παραταση των υπηρεσιων μου- ε, λοιπον δε θα 'ταν και τοσο ασχημα τελικα.
Περασα τα Χριστουγεννα σπιτι. Ο πολιτισμενος αγγλικος χειμωνας περασε γρηγορα και ηρεμα λες και δεν ειχε υπαρξει ποτε η Νοτια Αμερικη. Ομως βαθια μεσα μου μια σιγανη φωνη με καλουσε. Μολις κι ακουστη στην αρχη, επεμενε εως οτου δεν μπορουσα πια να την αγνοησω. Ηταν η φωνη των αγριοτοπων και ηξερα οτι τωρα αποτελουσαν ενα μερος του εαυτου μου για παντα.
Στεκομαστε στον κηπο στο Ντωρις Ουωρρεν ενα γλυκο απογευμα του Γεναρη, σχεδον ανοιξιατικο αν δεν ηταν τα γυμνα δεντρα και οι μαυροι διαχωριστικοι φραχτες. Περα απο τους αμμολοφους μουρμουριζε νυσταγμενα η ταραγμενη θαλασσα -ο μονος ηχος εκτος απο το σποραδικο μπουμπουνητο καποιου περαστικου τρενου. Τοτε ακουστηκε ενας αλλος ηχος. Καποιος επαιζε ενα γραμμοφωνο σ' ενα γειτονικο σπιτι και ειχε ανοιξει το παραθυρο για να χαρει τη γλυκια ατμοσφαιρα. Ο δισκος που παιζοταν ηταν η Εστουδιαντινα.
Ενιωσα να παρασυρομαι πισω, μεσα στα δαση του Ακρε. Μπροστα μου ερεε ξανα το αργοκινητο ποταμι σαν αναλυτο χρυσαφι στο φεγγος του δειλινου. Τα απειλητικα πρασινα τειχη του δασους εκλειναν για να με αιχμαλωτισουν και ηξερα οτι 1000 χιλιομετρα απο σκληρους αγριοτοπους υπηρχαν αναμεσα σε μενα και τον πολιτισμο. Ημουν εκει οπου ο μονος νομος που αναγνωριζοταν ηταν εκεινος του μαστιγιου και του οπλου και η μονη φυγη ηταν η ληθη του μεθυσιου. Ενας νοσταλγικος πονος με διαπερασε. Ανεξηγητα -καταπληκτικα- καταλαβα οτι αγαπουσα εκεινη την κολαση. Η δαιμονικη αρπαγη της με ειχε αιχμαλωτισει και ηθελα να τη δω ξανα.
Στις 6 Μαρτιου του 1908 επιβιβαστηκα στο Εηβον στο Σαουθαμπτον με προορισμο το Μπουενος Αϊρες και στο πλοιο συναντηθηκα με τον κυριο Φισερ το νεο μου βοηθο. Η γυναικα μου και ο Τζακ ειχαν ερθει να με αποχαιρετησουν και οταν χτυπησε η σειρηνα ενα μερος της καρδιας μου εφυγε μαζι τους απο τη σανιδοσκαλα κατω στην αποβαθρα. Ο πονος ενος ακομη χωρισμου ηταν δυνατος - αλλα κατι με τραβουσε- με τραβουσε επιμονα, ακατανικητα, περα μακρια προς τα δυτικα.
http://www.rickrichards.com/ac/Fawcett_p2.jpg
Ειναι αληθεια οτι υπαρχουν ορισμενοι τοποι που ασκουν τη σαγηνη τους πανω στους ανθρωπους. Τους καλουν σαν Σειρηνες να τους επισκεπτουν. Μεσα απο τις ιστοριες που τους ακολουθουν, τους μυθους και τους θρυλους που τους συνοδευουν, την παραξενη ενεργεια που αυτοι εκλυουν.
Δεν εχω παρα να σας παραθεσω εδω ενα συγκλονιστικο κομματι απο το 9ο κεφαλαιο του βιβλιου "Αναζητωντας Χαμενους Κοσμους (http://www.metafysiko.gr/forum/showthread.php?t=1462)" (Exploration Fawcett) του Περσυ Χαρρισον Φωσεττ (εκδ. Locus 7). O Fawcett ηταν ενας απο τους μεγαλυτερους εξερευνητες του αγνωστου στον 20ο αιωνα. Σταλμενος απο την αγγλικη κυβερνηση, προσπαθησε να χαρτογραφησει και να οριοθετησει τα συνορα μεταξυ της Βολιβιας και της Βραζιλιας στις πυκνες ζουγκλες της Ν. Αμερικης. Παρ'οτι μετα απο την ολοκληρωση της επιπονης αποστολης του γυρισε πισω στην πατριδα του, στη θαλπωρη της οικογενειας του, εν τουτοις κατι τον καλουσε πισω στα τροπικα δαση της Λατινικης Αμερικης...Η αναζητηση μιας χαμενης πολης που κατοικειται απο μια υψηλα πολιτισμενη φυλη λευκων ανθρωπων, εχει ηδη γινει ενα απο τα μεγαλυτερα μυστηρια της συγχρονης εξερευνησης.
Ο Φωσεττ εχει μολις ολοκληρωσει τη δουλεια του και βρισκεται στη πρωτευουσα της Βολιβιας:
Μπροστα μου υπηρχε η υπεροχη προοπτικη του να ξαναδω την πατριδα. Για την ωρα ειχα χορτασει με τους αγριοτοπους και το μυαλο μου ηταν γεματο με το προσεχες ταξιδι για την ακτη. Το νωχελικο θαλασσιο ταξιδι και τη θεα της Αγγλιας, με τα αστεια δεντρακια της, τους συμμετρικους αγρους της και τα παραμυθενια της χωρια . Της γυναικας μου και του τετραχρονου γιου μου Τζακ και του νεοφερμενου Μπραϊαν. Ηθελα να ξεχασω τις θηριωδιες, ν' αφησω πισω μου το δουλεμποριο, τις φρικτες αρρωστιες και να δω και παλι τις αξιοσεβαστες ηλικιωμενες κυριες που οι ιδεες τους περι ακολασιας τελειωναν με τις αδιακρισιες της ταδε υπηρετριας. Ηθελα να ακουσω τις καθημερινες ψιλοκουβεντουλες του εφημεριου του χωριου, να συζητησω τις αβεβαιοτητες του καιρου με τους χωρικους και να διαβασω την καθημερινη εφημεριδα μου στο τραπεζι του μπρεκφαστ. Με λιγα λογια, ηθελα να γινω απλως "συνηθισμενος ανθρωπος". Να σκαψω στον κηπο, να τακτοποιησω τα παιδια στο κρεβατι τους μετα το βραδινο παραμυθι, να βολευτω διπλα στο τζακι με τη γυναικα μου στο πλαι απασχολημενη με το μανταρισμα - αυτα ηταν τα πραγματα που λαχταρουσα περισσοτερο. Θα μου ηταν ευχαριστο να γυρισω και να κανω αλλη μια χαρτογραφηση συνορων, αλλα αν η κυβερνηση μου αρνιοταν να χορηγησει μια παραταση των υπηρεσιων μου- ε, λοιπον δε θα 'ταν και τοσο ασχημα τελικα.
Περασα τα Χριστουγεννα σπιτι. Ο πολιτισμενος αγγλικος χειμωνας περασε γρηγορα και ηρεμα λες και δεν ειχε υπαρξει ποτε η Νοτια Αμερικη. Ομως βαθια μεσα μου μια σιγανη φωνη με καλουσε. Μολις κι ακουστη στην αρχη, επεμενε εως οτου δεν μπορουσα πια να την αγνοησω. Ηταν η φωνη των αγριοτοπων και ηξερα οτι τωρα αποτελουσαν ενα μερος του εαυτου μου για παντα.
Στεκομαστε στον κηπο στο Ντωρις Ουωρρεν ενα γλυκο απογευμα του Γεναρη, σχεδον ανοιξιατικο αν δεν ηταν τα γυμνα δεντρα και οι μαυροι διαχωριστικοι φραχτες. Περα απο τους αμμολοφους μουρμουριζε νυσταγμενα η ταραγμενη θαλασσα -ο μονος ηχος εκτος απο το σποραδικο μπουμπουνητο καποιου περαστικου τρενου. Τοτε ακουστηκε ενας αλλος ηχος. Καποιος επαιζε ενα γραμμοφωνο σ' ενα γειτονικο σπιτι και ειχε ανοιξει το παραθυρο για να χαρει τη γλυκια ατμοσφαιρα. Ο δισκος που παιζοταν ηταν η Εστουδιαντινα.
Ενιωσα να παρασυρομαι πισω, μεσα στα δαση του Ακρε. Μπροστα μου ερεε ξανα το αργοκινητο ποταμι σαν αναλυτο χρυσαφι στο φεγγος του δειλινου. Τα απειλητικα πρασινα τειχη του δασους εκλειναν για να με αιχμαλωτισουν και ηξερα οτι 1000 χιλιομετρα απο σκληρους αγριοτοπους υπηρχαν αναμεσα σε μενα και τον πολιτισμο. Ημουν εκει οπου ο μονος νομος που αναγνωριζοταν ηταν εκεινος του μαστιγιου και του οπλου και η μονη φυγη ηταν η ληθη του μεθυσιου. Ενας νοσταλγικος πονος με διαπερασε. Ανεξηγητα -καταπληκτικα- καταλαβα οτι αγαπουσα εκεινη την κολαση. Η δαιμονικη αρπαγη της με ειχε αιχμαλωτισει και ηθελα να τη δω ξανα.
Στις 6 Μαρτιου του 1908 επιβιβαστηκα στο Εηβον στο Σαουθαμπτον με προορισμο το Μπουενος Αϊρες και στο πλοιο συναντηθηκα με τον κυριο Φισερ το νεο μου βοηθο. Η γυναικα μου και ο Τζακ ειχαν ερθει να με αποχαιρετησουν και οταν χτυπησε η σειρηνα ενα μερος της καρδιας μου εφυγε μαζι τους απο τη σανιδοσκαλα κατω στην αποβαθρα. Ο πονος ενος ακομη χωρισμου ηταν δυνατος - αλλα κατι με τραβουσε- με τραβουσε επιμονα, ακατανικητα, περα μακρια προς τα δυτικα.
http://www.rickrichards.com/ac/Fawcett_p2.jpg