PDA

Επιστροφή στο Forum : Μια Άγνωστη Ανάμεσά Τους! (2)


mika
13-11-06, 15:04
Τα χρόνια είχαν περάσει. Η Δανάη είχε φτάσει στα 30. Μετά από όλα αυτά είχε ορκιστεί πως δεν θέλει να κάνει παιδιά και πως αν κάποτε αποφάσιζε να αποκτήσει θα ήθελε να υιοθετήσει ένα και να του προσφέρει όλη της την αγάπη. Όλα αυτά τα χρόνια, η Δανάη δεν ησύχασε ποτέ. Δεν την άφηναν τα όνειρά της. Ένιωθε πως κάτι ακόμα υπήρχε, που οι δύο νέοι τότε δεν μπόρεσαν να βρουν. Ο φόβος της για αυτόν τον Θ. και το ότι δεν βρέθηκε κανένα στοιχείο για αυτόν, την έκαναν να ανησυχεί ακόμα περισσότερο. Και μαζί με όλα αυτά, στα όνειρά της, η μορφή του πατέρα της είχε αρχίσει να αγριεύει. Έπαψε να είναι εκείνος ο στοργικός και γεμάτος αγάπη άνθρωπος. Είχε μετατραπεί σε ένα κτήνος, που όπως οι άλλοι δύο, κοιτούσε τη Δανάη με μίσος. Πολλές φορές είχε σκεφτεί ότι ίσως την χρησιμοποίησε ο πατέρας της, απλά για να μάθει τότε η κοπέλα τι είχε γίνει. Μόνο αυτό. Γιατί όμως ποτέ δεν της είπε το «γιατί»; Γιατί ποτέ δεν θέλησε να κάνει την κόρη του να ηρεμήσει μαθαίνοντας όλη την αλήθεια; Μήπως έφταιγε και ο ίδιος; Μήπως και αυτός ήταν μπλεγμένος σε όλα αυτά, αλλά στα μάτια της κόρης του ήθελε να ενοχοποιήσει μόνο την μητέρα;


Πόσα είχε στο μυαλό της η Δανάη! Γιατί δεν μπορούσε να ηρεμήσει; Γιατί δεν την άφηναν όλα αυτά να ζήσει τη ζωή της χωρίς προβλήματα; Τι αμαρτίες πλήρωνε; Φοβόταν να μιλήσει στον Δημήτρη. Τον αγαπούσε πολύ για να συνεχίσει να τον φορτώνει με προβλήματα. Αλλά τον τελευταίο καιρό αισθανόταν και άσχημα κάθε φορά που τον κοιτούσε….ένιωθε ότι τον χρησιμοποίησε και ποτέ δεν τον ρώτησε αν εκείνος υπέφερε από κάτι, αν είναι καλά. Πάντα κοιτούσε τον εαυτό της. Δεν νοιάστηκε για εκείνον, δεν τον ρώτησε ποτέ πως είχε ζήσει εκείνος τα παιδικά του χρόνια, δεν τον αγκάλιασε ποτέ στοργικά δείχνοντάς του ότι νοιάζεται. Υπήρξε απλά φίλος της κάποτε και τώρα σύζυγός της. Τίποτε παρά πάνω. Τον αγαπούσε, αλλά ως εκεί. Πάντα έβλεπε τη θλίψη στα μάτια του και όμως ποτέ δεν τον ρώτησε γιατί. Τον είχε πετύχει να κλαίει κρυφά, μα δεν έτρεξε να τον αγκαλιάσει. Ήταν φανερό και στους δύο….τον είχε εκμεταλλευτεί, παρ’ όλο που ήξερε ότι ήταν ο άντρας της ζωής της. Και ο Δημήτρης το γνώριζε….το ήξερε από την αρχή….Ήξερε ότι τα βιώματα της Δανάης, έστω και αυτό τον λίγο καιρό που έμεινε μόνη της, χωρίς γονείς, σε ένα χώρο ξένο και σκληρό για εκείνη, αλλά και όλα αυτά που της συνέβησαν, θα τα κουβαλούσε όλα μέσα της. Θα γινόταν ίδια και θα φερόταν έτσι σε όποιον την πλησίαζε ακόμα και αν θα μπορούσε κατά βάθος να δώσει και τη ζωή της για εκείνον. Τα ήξερε! Και όμως, έμενε εκεί, πλάι της…ήταν η ζωή του και θα έδινε τα πάντα για εκείνη.

Έτσι ήταν και με τους γονείς της. Κρύα και απόμακρη. Τους λάτρευε, μα δεν το έδειχνε. Πάντα φοβόταν ότι, αν έδειχνε αυτά που νιώθει, θα έχανε όλους αυτούς που αγαπάει. Είχε αρχίσει να βιώνει και γεγονότα, που έδειχναν τι μπορεί να είχε ζήσει μες στην κοιλιά της μητέρας της. Ένιωθε παρείσακτη και πολλές φορές εκεί που καθόταν, αισθανόταν ένα χτύπημα δυνατό στο κορμί της. Πόσα να κρύβει μέσα της; Πόσα ακόμα; Φοβόταν πολύ, αλλά ήθελε και να μάθει…..Πότε επιτέλους θα τέλειωναν όλα αυτά;

mika
13-11-06, 15:10
Το πρωί εκείνο την ξύπνησε ένας δυνατός πόνος στο κεφάλι. Μες στον ύπνο της ένιωσε ένα χτύπημα. Σηκώθηκε προσεχτικά για να μην ξυπνήσει τον Δημήτρη και πήγε να φτιάξει έναν καφέ. Είχε πολλά στο μυαλό της που έπρεπε να σκεφτεί και να δώσει ένα τέλος, προτού σηκωθούν και οι άλλοι. Ήταν αποφασισμένη να μιλήσει σε όλους! Ακόμα και στους γονείς της! Η ώρα ήταν 5 και ως τις 7 το βλέμμα της ήταν καρφωμένο στον τοίχο. Χαμένη στις σκέψεις της…. Δάκρυζε κάθε φορά που θυμόταν το πληγωμένο βλέμμα του Δημήτρη. Όλες εκείνες τις στιγμές που τον είχε πετύχει να κοιτάει έξω από το παράθυρο με μάτια βουρκωμένα και εκείνη να στέκει για λίγο, να τον κοιτά και μετά να τον προσπερνά αδιάφορη. Πόσα λάθη είχε κάνει! Μα ήταν αδύνατο να γυρίσει τον χρόνο πίσω. Όσο και να το ήθελε δεν μπορούσε! Έπρεπε τώρα να κάνει κάτι…Τώρα να κάνει μια νέα αρχή, κυρίως για εκείνον. Πόσο την αγαπούσε! Πόσο την αγαπούσαν! Ναι, και οι γονείς της…τόσα χρόνια προσπαθούσαν να της ζητήσουν μια τρυφερή αγκαλιά, μια γλυκιά κουβέντα, ένα χάδι, ένα «σ’ αγαπώ»…αλλά εκείνη τίποτα…κρύα όπως πάντα. «Θεέ μου…γιατί να πληγώνω έτσι αυτούς που αγαπώ; Γιατί; Πρέπει να τους μιλήσω. Σήμερα κιόλας.»

Ο Δημήτρης την βρήκε αφηρημένη στην κουζίνα…

-Καλημέρα αγάπη μου!

Η Δανάη, χαμένη στις σκέψεις της, δεν αντιδρούσε.

-Δανάη; Είπε ο Δημήτρης και την αγκάλιασε.

-Συγνώμη αγάπη μου, ήμουν αφηρημένη.

-Το κατάλαβα. Δανάη τη συμβαίνει πάλι; Τι σε βασανίζει; Δεν αντέχω να σε βλέπω έτσι, δεν το καταλαβαίνεις; Πονάω! Και δεν μου μιλάς κιόλας. Από τότε που παντρευτήκαμε, με αντιμετωπίζεις σαν ξένο. Πρώτα, μου έλεγες τα πάντα. Τώρα γιατί όχι;

-Γιατί κατάλαβα ότι σε εκμεταλλεύτηκα. Γιατί ποτέ δεν σε αγκάλιασα όταν σε έβλεπα να κλαις. Γιατί ποτέ δεν σε ρώτησα κάτι για τη ζωή σου. Μα ξέρω πως σ’ αγαπάω. Αλλά πώς να το πιστέψεις, πώς να το πιστέψω εγώ, όταν δεν στο δείχνω;

-Δανάη τι λες; Τι είναι όλα αυτά;

-Η αλήθεια Δημήτρη.

-Καμία αλήθεια. Εγώ σ’ αγαπάω έτσι όπως είσαι. Απλά θέλω να μου λες όσα σκέφτεσαι…όπως τότε…

-Εγώ δεν με αγαπάω Δημήτρη. Κι αν δεν με αγαπάω, πώς μπορώ να είμαι τρυφερή μαζί σου;

-Δεν σε καταλαβαίνω, ειλικρινά. Πρώτη φορά μιλάς έτσι. Εγώ γνώρισα μια δυναμική κοπέλα. Που είναι αυτή η γυναίκα;

-Δεν υπάρχει. Και δεν ξέρω αν υπήρξε καν.

-Υπάρχει. Αυτήν αγάπησα και αυτήν αγαπώ.

Ο Δημήτρης πλησίασε ξανά κοντά της να την αγκαλιάσει και εκείνη ξέσπασε σε δάκρυα. Τον αγκάλιασε σφιχτά και του είπε πως θέλει να πάνε κάπου ήσυχα το μεσημέρι να μιλήσουν. Είχε αποφασίσει να μάθει τα πάντα για εκείνον…όλα όσα τόσο καιρό δεν τόλμησε να ρωτήσει και ίσως είχε δίκιο που ήταν τόσο απόμακρη. Ίσως όμως και όχι.

mika
15-11-06, 23:10
Μόλις ξύπνησαν οι δικοί της, τους περίμενε μια μεγάλη αγκαλιά. Η Δανάη έτρεξε κοντά τους, τους φίλησε και τους ζήτησε συγγνώμη για όλα όσα δεν έδειχνε τόσο καιρό. Τους είπε πως θέλει να μιλήσει και μαζί τους. Είχε μετανιώσει και ήταν έτοιμη να κάνει μια νέα αρχή. Τους έφτιαξε πρωινό και έκατσαν όλοι μαζί στο σαλόνι.

-Είναι πολλά αυτά που θέλω να σας πω. Πρέπει να αρχίσω από κάπου. Λοιπόν, μαμά, όταν ήμουν μικρή μου είχες πει εκείνο το παραμύθι για να καταλάβω ότι είμαι υιοθετημένη. Το θυμάσαι;

-Φυσικά και το θυμάμαι καρδιά μου, μα δεν καταλαβαίνω γιατί τα συζητάμε όλα αυτά.

-Καταρχήν, γιατί θέλω να έρθουμε πιο κοντά. Έχω κάνει λάθη όλα αυτά τα χρόνια και πρέπει να τα διορθώσω. Σας παρακαλώ, ακούστε με. Και επίσης, υπάρχει κάτι που με προβληματίζει μετά από όλη αυτή την ιστορία και θέλω να μάθω….

-Δανάη, (τη διέκοψε η μητέρα της) σταμάτα σε παρακαλώ να σκαλίζεις το παρελθόν και ζήσε ευτυχισμένη.

-Μαμά άκουσέ με, σε παρακαλώ. Από μικρή είχα εφιάλτες. Δεν σας το είπα ποτέ. Ήταν εκείνη! Οι εφιάλτες μού αποκάλυψαν όλα αυτά που έγιναν. Και εκείνο το κάδρο….πού το βρήκες μαμά εκείνο το κάδρο;

-Ποιο; Αυτό με εκείνη τη γυναίκα;

-Ναι. Με εκείνη!

-Δεν ξέρω. Κάποτε που έφτιαχνα την αποθήκη το βρήκα. Δεν ξέρω από πού είχε έρθει, μου έκανε εντύπωση. Μου άρεσε και στο έδειξα και παρ’ όλο που ήσουν μικρούλα σου άρεσε, το έσφιγγες δυνατά και ούτε να το κρεμάσω δεν με άφηνες. Έτσι, αποφάσισα να το κρεμάσω πάνω από το κρεβάτι σου.

Η Δανάη τρόμαξε! Δεν πίστευε ότι είχαν γίνει όλα αυτά. Ανησυχούσε ακόμα περισσότερο…

-Δεν ξέρω τι να πω! Μαμά, θέλω να μάθω τι ξέρεις για εκείνη τη γυναίκα. Όλα πες τα μου…σε ικετεύω…

-Δανάη, άφησέ τα έτσι όπως είναι τα πράγματα. Μην τα σκαλίζεις. Ξέρεις το όνομά της, από πού ήταν και τι δουλειά έκανε. Δεν σου αρκούν; Σε παρακαλώ…

-Όχι μαμά, δεν αρκούν. Ο άντρας της πρέπει να ήταν βίαιος. Τα όνειρά μου αυτό μου λένε τον τελευταίο καιρό. Πρώτα ήταν καλός και νόμιζα ότι τον αδίκησαν. Τώρα όμως, μου δείχνει ένα άλλο πρόσωπο. Πες μου, πρέπει να μάθω.

Ο Δημήτρης τις άκουγε κοκαλωμένος. Δεν ήξερε πώς να αντιδράσει…

-Η μητέρα σου ήταν φοιτήτρια στην Πάτρα. Ήθελε να γίνει καθηγήτρια. Αυτό ονειρευόταν! Εκεί, γνώρισε έναν Πατρινό που όμως σπούδαζε σε άλλη πόλη. Έκαναν σχέση παρ’ όλο που ήταν μακριά ο ένας από τον άλλο. Εκείνος της έταξε μια ζωή παραμυθένια μόλις θα τέλειωναν τις σπουδές τους. Τον πίστεψε. Έμεινε έγκυος όμως και εκείνος την παράτησε. Δείλιασε στον ερχομό ενός παιδιού και την άφησε. Οι γονείς της την έδιωξαν από το σπίτι. Μόνο ο αδερφός της την βοήθησε. Την κράτησε κοντά του μέχρι να γεννήσει και μετά ώσπου να τελειώσει τις σπουδές της. Η γέννα της ήταν δύσκολη, γιατί…

-Γιατί μαμά; Γιατί δεν μου λες;

-Γιατί ο μπαμπάς σου την χτυπούσε. Στους 2 πρώτους μήνες την κυνηγούσε σκοπίμως μόνο και μόνο για να τη χτυπήσει, θέλοντας να την κάνει να μετανιώσει που ήθελε να κρατήσει το παιδί. Έτσι, χρειάστηκε να μεταφερθεί στην Αθήνα. Εκεί θα ήταν πιο ασφαλής μέχρι τη γέννα, αλλά και κατά τη διάρκεια. Ήθελε από την αρχή να φέρει στον κόσμο αυτό το πλασματάκι και για να μην υποφέρει θα το έδινε για υιοθεσία. Βλέπεις, δεν είχε πολλά χρήματα και την είχαν διώξει και οι δικοί της, οπότε ο αδερφός της με αυτά που έβγαζε δεν θα μπορούσε να σε μεγαλώσει. Έγιναν όλες οι απαραίτητες διαδικασίες και σε πήραμε εμείς. Ήσουν 4 μήνες μόνη και μετά ήρθες σε εμάς και μας έκανες ευτυχισμένους. Αυτά ξέρω Δανάη, τίποτε άλλο. Δεν την είχα δει ποτέ αυτή τη γυναίκα. Το επεδίωξα μα δεν ήθελε εκείνη. Στο κάδρο δεν ήξερα ότι ήταν αυτή. Μοιάζατε μα δεν πήγε ποτέ το μυαλό μου στο τι συνέβαινε. Συγχώρεσέ με…

-Εσένα; Εσένα γιατί μαμά; Τι φταις εσύ; Εσύ με έκανες άνθρωπο, μου έδωσες ζωή και ό,τι είμαι στο χρωστάω. Σ’ αγαπάω και σε ευχαριστώ που ήσουν τόσο ειλικρινής μαζί μου από την αρχή! Συγγνώμη πρέπει να ζητήσω εγώ που ποτέ δεν σας έδειξα πόσο πολύ σας αγαπάω…

mika
19-11-06, 17:51
Το μεσημέρι έπρεπε να μιλήσει στον Δημήτρη. Εκείνος ήθελε τόσα πολλά να της πει, αλλά δεν τολμούσε. Είχε θυμώσει πολύ που η Δανάη δεν του είχε πει τίποτα από όλα αυτά που τη βασάνιζαν τόσο καιρό. Είχε γίνει ξένη. Είχε γίνει ξένος. Δεν ήξερε πώς να την πλησιάσει και έτσι περίμενε να κάνει εκείνη την αρχή. Πήγαν λοιπόν σε μια ήσυχη καφετέρια εκεί κοντά. Έτσι θα της δινόταν η ευκαιρία να του πει όσα ήθελε.

-Ξέρω ότι έχω αλλάξει. Δεν ξέρω τι φταίει Δημήτρη, όμως θέλω να κάνουμε μια νέα αρχή. Δεν θα μιλήσω εγώ τώρα. Τώρα θέλω να μου πεις εσύ…όλα όσα έχεις μέσα σου για τα οποία δεν σε ρώτησα ποτέ.

-Δεν έχω να πω κάτι Δανάη. Δεν υπάρχει λόγος. Ίσως κάποτε να υπήρχε, τώρα όμως όχι.

-Υπάρχει. Λυπάμαι που νιώθεις έτσι και ξέρω πως φταίω εγώ για αυτό. Όμως άφησέ με να σε μάθω, έστω και αργά.

Ο Δημήτρης, φανερά προβληματισμένος, ενώ ήθελε τόσα να της πει, δίσταζε. Δεν την ένιωθε πια τόσο κοντά του και ήταν σαν να έπρεπε να ανοιχτεί σε μια ξένη.
-Δεν θέλω να μιλήσω. Ίσως είναι πάρα πολλά όλα αυτά που έχω μέσα μου, που δεν υπάρχει λόγος να τα βγάλω.

Η Δανάη έβλεπε πόσο πόνο είχε προκαλέσει στον άνθρωπό της, που δεν έβγαιναν οι λέξεις. Απλά τον κοιτούσε μες στα μάτια και…τον πλησίασε και τον αγκάλιασε. Ένα δάκρυ έτρεξε από τα μάτια του και την έσφιξε στην αγκαλιά του.
-Μίλησέ μου Δημήτρη…

Στάθηκε ακίνητος για λίγα λεπτά. Χαμένος στον κόσμο του, στις σκέψεις του, σε όλα αυτά που είχε περάσει…
-Δεν ξέρω τι σημαίνει να έχεις γονείς. Δεν ήξερα τι σημαίνει αγάπη. Μαζί σου τη γνώρισα. Από τότε που γεννήθηκα, δεν είχα τίποτα για να ελπίζω σε αυτό. Έκανα όνειρα, μα πάντα γκρεμίζονταν. Ήθελα να έχω κάποιον να αγαπάω, μα δεν είχα κανένα. Γεννήθηκα χωρίς λόγο. Δεν με ήθελε καν η μητέρα μου. Έτσι με έκανε, απλά επειδή ήρθα και δεν μπορούσε να με ρίξει. Ποτέ δεν ένιωσα στοργή, δεν ένιωσα την αγκαλιά, δεν ένιωσα το τρυφερό φιλί των γονιών. Ο πατέρας μου μας σάπιζε στο ξύλο. Δύο αδέρφια ήμασταν, εγώ και η Ελένη. Συνέχεια ξύλο τρώγαμε για ό,τι κάναμε, για οποιαδήποτε κίνησή μας. Από μικρά βγήκαμε στα χωράφια και δουλεύαμε σκληρά. Έπρεπε να φέρνουμε λεφτά στο σπίτι. Σκληρή δουλειά! Αν κάναμε κάτι λάθος, πάλι τρώγαμε ξύλο. Δεν θυμάμαι τίποτα καλό από την παιδική μου ηλικία. Έτσι κυλούσε η ζωή μας. Πηγαίναμε σε νυχτερινό σχολείο για να μπορούμε να δουλεύουμε το πρωί. Ήμασταν καλοί μαθητές όμως. Καμιά φορά παίρναμε τα βιβλία μας στα χωράφια και όποτε δεν έβλεπε κάποιος τα ανοίγαμε και διαβάζαμε. Έπρεπε να προλάβουμε ως το βράδυ να κάνουμε τις εργασίες μας, γιατί από τη δουλειά πηγαίναμε αμέσως στο σχολείο. Εγώ ήθελα να γίνω δάσκαλος και η αδερφή μου μουσικός. Ονειρευόταν να διδάσκουμε και οι δύο μικρά παιδάκια σε δημοτικό σχολείο. Οι δικοί μας μας είχαν ξεκαθαρίσει ότι δεν πρόκειται να σπουδάσουμε. Ήθελαν να μείνουμε στο χωριό και να γίνουμε εργάτες. Σπουδαία όνειρα είχαν για τα παιδιά τους! Αλλά και τα δικά μας όνειρα έσβησαν γρήγορα, όταν μια μέρα βρήκα την αδερφή μου νεκρή στο χωράφι. Ανακοπή είπαν οι γιατροί. Κι όμως ήταν μόλις 16 χρονών. Δεν πρόλαβε να ζήσει τίποτα και φταίω εγώ. Εγώ την είχα αφήσει εκείνη την ημέρα μόνη της. Της είπα να ξεκινήσει για τη δουλειά και εγώ θα πήγαινα αργότερα, μετά από μια δουλειά που είχε η μητέρα μου και ήθελε να τη βοηθήσω. Την άφησα μόνη! Δεν ήξερα! Δεν ήξερα τι θα συνέβαινε. Από τότε δεν μπορώ να ηρεμήσω. Δεν ησυχάζει η ψυχή μου, γιατί δεν έχει ησυχάσει ούτε η δική της. Έρχεται στα όνειρά μου Δανάη…κάτι θέλει…τι όμως; Με βασανίζει. Προσπαθώ να ξεχάσω και δεν με αφήνει. Τι θέλει;….

Η Δανάη τον κοιτούσε αμίλητη. Ο Δημήτρης φανερά ταραγμένος είχε αρχίσει να τη φοβίζει. Όλα αυτά που θυμήθηκε και της είπε τον έκαναν να τρέμει ολόκληρος. Αγρίεψε…σαν να έφταιγε η Δανάη για όλα αυτά…

mika
22-11-06, 22:55
Και η ιστορία επαναλαμβανόταν με διαφορετικό πρωταγωνιστή όμως. Σαν κάποιος να είχε καταραστεί τη ζωή τους… Σαν κάποιος να τους κυνηγούσε διαρκώς. Η Δανάη δεν ήξερε ποιόν να βοηθήσει. Τον Δημήτρη ή τον εαυτό της;

Τα όνειρα του Δημήτρη ήταν χειρότερα, γιατί κάθε φορά που έβλεπε την αδερφή του ένιωθε και τύψεις. Ερχόταν τα βράδια στον ύπνο του, φορώντας ένα λευκό φόρεμα. Τα κατάξανθα σγουρά μαλλιά της ήταν λιτά στους ώμους της, μα το πρόσωπό της ήταν διαφορετικό…άγριο και άσχημο…κάποιες φορές και παραμορφωμένο…Απειλούσε τον Δημήτρη πως θα τον πάρει κοντά της. Δεν είχε δεχθεί ότι έφυγε από τη ζωή μόνη, χωρίς τον αγαπημένο της αδερφό και έτσι ήθελε να τον πάρει από την Δανάη. Τον φόβιζε, λέγοντάς του, πως αν δεν την ακολουθήσει, τότε εκείνη θα πάρει την Δανάη. Τη μισούσε τη Δανάη πολύ. Έλεγε πως δεν θα την αφήσει ποτέ να κάνει παιδιά ούτε να ζήσει ευτυχισμένη. Ο Δημήτρης δεν γνώριζε το λόγο, μα όσο κι αν είχε προσπαθήσει να καταλάβει τις προθέσεις της αδερφής του, δεν τα κατάφερνε. Πίστευε πως κάτι βαθύτερο υπήρχε που έκανε την αδερφή του να αντιδρά έτσι. Του φαινόταν απίστευτο πως μπορούσαν οι δυο τους να μιλήσουν έτσι. Ήταν νεκρή…κι όμως, η συζήτηση ήταν πιο ζωντανή ακόμα κι από τότε που την είχε κοντά του.





Ο Δημήτρης είχε αλλάξει πολύ. Γινόταν κρύος απέναντι στη Δανάη και εκείνη ήξερε πια πως ήταν μόνη. Ήταν αποφασισμένη να προχωρήσει μόνη της στη δικιά της ιστορία…να βρει ποιος ήταν ο πατέρας της. Ανακοίνωσε στον Δημήτρη και στους γονείς της, ότι σε 2 μέρες θα φύγει για Αθήνα. Η διαίσθησή της την οδηγούσε στον μέρος όπου γεννήθηκε, στο νοσοκομείο Μητέρα. Ένιωθε πως ο πατέρας της δεν ήταν νεκρός. Νεκρή ήταν η ψυχή του για όλα αυτά που έκανε στην μητέρα της. Ήταν έτοιμη να ψάξει για εκείνον, ακόμα και αν έπρεπε να αφήσει πίσω τη ζωή που είχε φτιάξει… ή μάλλον, που νόμιζε ότι είχε φτιάξει μιας και η πραγματικότητα δεν έδειχνε κάτι τέτοιο. Ίσως και γι’ αυτό να αποφάσισε να φύγει… ίσως να μην ένιωθε ότι αφήνει κάποιον πίσω να την περιμένει, εκτός βέβαια από τους δικούς της. Μόνο αυτούς είχε στο μυαλό της, για αυτούς μόνο φοβόταν, μα έπρεπε να φύγει. Έπρεπε να βρει απαντήσεις, γιατί μόνο έτσι θα σωζόταν η ψυχή της, αλλά και η ίδια της η ζωή!

Η απόφασή της, ωστόσο, τους βρήκε όλους αντίθετους. Οι δικοί της είχαν κακό προαίσθημα και ο Δημήτρης την απείλησε πως αν φύγει, θα φύγει και εκείνος. Η Δανάη έδειχνε να μην ενδιαφέρεται για τις απειλές του, παρά μόνο για το κακό προαίσθημα των γονιών της. Αλλά και πάλι δεν ήταν αρκετό να της αλλάξει γνώμη. Έτσι ο Δημήτρης πίστεψε, πως αν της αποκάλυπτε κι άλλα για τη ζωή του, θα την κρατούσε κοντά του. «Η αδερφή μου έρχεται κάθε βράδυ στα όνειρά μου. 12 χρόνια τώρα τα ίδια όνειρα, οι ίδιες απειλές, το ίδιο μίσος…Όχι τόσο για εμένα Δανάη, όσο για σένα! Σε μισεί! Το βλέπω στα μάτια της και ξέρω πως θα σε πονέσει κάποια στιγμή. Σε ξέρει. Πάντα σε ήξερε. Πριν σε γνωρίσω κιόλας.» Το πρόσωπό του κάθε άλλο παρά φόβο και θλίψη έδειχνε μετά από αυτή την αποκάλυψη. Η Δανάη δεν καταλάβαινε. Μα πώς τη γνώριζε η αδερφή του; Από πού; Και γιατί να θέλει να της κάνει κακό;

mika
16-12-06, 16:39
Η Δανάη δεν έδωσε σημασία σε όλα αυτά που έλεγε ο Δημήτρης. Τα θεώρησε ασυναρτησίες και επιπολαιότητες προκειμένου να μην την αφήσει να φύγει.

Πέρασαν 4 μέρες πριν φύγει για Αθήνα. Ήθελε να είναι απόλυτα σίγουρη και έτοιμη για την απόφασή της αυτή. Να ξέρει τα βήματα και τις κινήσεις της μόλις φθάσει εκεί, απροετοίμαστη ωστόσο για όσα την περίμεναν!

Κατά τη διάρκεια των ημερών αυτών ο Δημήτρης δεν της μιλούσε. Οι δικοί της έβλεπαν πώς ζούσε η κόρη τους και είχαν προβληματιστεί. Μα δεν ήθελαν και να επεμβαίνουν! Δεν ήξεραν τι να κάνουν για να την εμποδίσουν να πάει στην Αθήνα και ο Δημήτρης, η τελευταία τους ελπίδα, είχε αλλάξει τόσο που και οι ίδιοι φοβούνταν να τον πλησιάσουν. Η Δανάη βασανιζόταν από τα όνειρά της. Τόσο από τη γνωστή πλέον ιστορία που είχε προκύψει με τον πατέρα της, όσο και από την αδερφή του Δημήτρη. Ναι, τώρα επισκεπτόταν και τη Δανάη... χωρίς να λέει τίποτα, χωρίς να την προειδοποιεί για κάτι, χωρίς να την φοβίζει ή να της προκαλεί θετικά συναισθήματα. Απαθέστατη!

Σήμερα θα έφευγε για Αθήνα. Είχε κλείσει εισιτήριο με το μεσημεριανό λεωφορείο. Τα πράγματά της έτοιμα. Θα έπαιρνε και της φωτογραφίες μαζί της, καθώς και ό,τι μπορεί να της φαινόταν χρήσιμο. Ήταν αποφασισμένη να φθάσει ως το τέρμα αυτή τη φορά.

Ο Δημήτρης την πλησίασε δειλά και της είπε ότι μόλις ξύπνησε ετοίμασε και τα δικά του πράγματα. Θα πήγαινε μαζί της. Παρά την άσχημη συμπεριφορά του τις τελευταίες μέρες, ήθελε να την ακολουθήσει. Φοβόταν και ας μην το έδειχνε! Η Δανάη δεν ενθουσιάστηκε και τόσο με την απόφασή του αυτή, αλλά για να μην δημιουργήσει πρόβλημα πριν φύγει, δέχτηκε να πάει μαζί της. Άλλωστε, αν το ήθελε και ο ίδιος πραγματικά, θα μπορούσε να τη βοηθήσει όπως τότε και ίσως κατάφερναν να έρθουν και πάλι κοντά. Πάντα ήλπιζε η Δανάη... Τον αγαπούσε πολύ για να τον διώξει από κοντά της. «Μπόρα είναι και θα περάσει» συλλογιζόταν διαρκώς, ώστε να πείσει ακόμα και τον ίδιο της τον εαυτό, ότι όλα είναι και θα πάνε καλά. Οι γονείς της δεν ένιωθαν το ίδιο! Δεν ήξεραν αν έπρεπε να χαρούν που ο Δημήτρης θα την συνόδευε ή αν έπρεπε να τον εμποδίσουν. Αν ήξεραν... σίγουρα θα έκαναν τα πάντα για να ξεκινήσουν τον χρόνο ξανά, από εδώ που τον άφησαν... από την στιγμή αναχώρησης της κόρης τους!...

mika
16-12-06, 17:08
Το απόγευμα είχαν φθάσει στην Αθήνα. Η Δανάη -παρά τις προτροπές του Δημήτρη- προτίμησε να μην ξεκινήσει τις ενέργειές της την ίδια μέρα. Το πρωί θα πήγαινε στο Μητέρα να ψάξει για τους γιατρούς που δούλευαν τότε εκεί ή για ένα στοιχείο έστω, χρήσιμο, που θα την βοηθούσε να βρει τον πατέρα της.

Σε όλη τη διαδρομή δεν μίλησαν με τον Δημήτρη. Εκείνος την κοιτούσε χωρίς να μιλά. Άλλες φορές χαμένος στις σκέψεις του κοιτάζοντάς την επιθετικά και άλλες φορές να την περιεργάζεται προσπαθώντας να της πει κάτι χωρίς όμως να μπορεί. Το ίδιο και τώρα. Κάθονταν χωρίς να μιλούν...

-Πώς φθάσαμε εδώ Δημήτρη; ρώτησε η Δανάη θέλοντας να σπάσει αυτή τη σιωπή.

Μάταια όμως... ήξερε ότι η ερώτησή της ήταν ρητορική. Ο Δημήτρης την κοίταξε για λίγο και πήγε στο δωμάτιο. Δεν είπε τίποτα απολύτως! Πόσο είχε αλλάξει!



Το επόμενο πρωί, ο Δημήτρης βρήκε έτοιμη τη Δανάη να πίνει τον καφέ της.

-Ετοιμάστηκες κιόλας; Γιατί δεν με ξύπνησες;

-Δεν υπήρχε λόγος! Θα πάω μόνη μου στο Μητέρα. Δεν χρειάζεται να ταλαιπωρηθείς κι εσύ.

-Μα γι’αυτό ήρθα! Για να σε βοηθήσω...

-Δεν σου το ζήτησα! Άλλη βοήθεια θέλω Δημήτρη... ψυχολογική, όχι πρακτική. Είμαστε παντρεμένοι και φέρεσαι σαν ξένος. Είπαμε, αναγνωρίζω τα λάθη μου, αλλά ζήτησα συγγνώμη. Ξέρω πως δεν είναι αρκετό αυτό, μα προσπαθώ. Εσύ το μόνο που κάνεις είναι ή να μου επιτίθεσαι και να με απειλείς ή να μη μου μιλάς καθόλου. Έτσι δεν βοηθάς κανέναν από τους δύο!

Και πάλι δεν μιλούσε... Δεν ήξερε τι να της πει. Πόσα ψέματα έκρυβε μέσα του... πόση κοροϊδία... πόση εκδίκηση! Έγινε έρμαιο μιας διεστραμμένης επιθυμίας! Έγινε «εκτελεστής» μιας αρρωστημένης «εντολής»! Δεν αναγνώριζε ούτε εκείνος τον εαυτό του. Τι είχε κάνει;! Πώς μπόρεσε να φθάσει ως εκεί;! Τώρα έβλεπε τα λάθη του, μα ήταν αργά... δεν μπορούσε να αλλάξει την κατάσταση. Τώρα πια έπρεπε να φθάσει ως το τέρμα... έπρεπε γιατί το είχε υποσχεθεί στην αδερφή του!...

mika
19-12-06, 22:52
Η Δανάη προτίμησε να μην προκαλέσει το Δημήτρη, να σταματήσει εκεί την συζήτηση και να φύγει για το Μητέρα. Ο Δημήτρης δεν την ακολούθησε τελικώς.

Η κοπέλα ήταν ανήσυχη. Φοβόταν για το τι πρόκειται να ακούσει. Ένιωθε ότι ο πατέρας της ήταν ζωντανός, μα ίσως βαθιά μέσα της να ήθελε να μη ζει. Ήταν σίγουρη ότι πίσω από την ιστορία αυτή κρύβονταν πολλά. Τρόμαζε στην ιδέα να τα μάθει, μα το ήθελε πολύ. Ήταν η ζωή της... έπρεπε να ξέρει.

Έφθασε στο Μητέρα και ζήτησε στη ρεσεψιόν να της πουν πού θα μπορούσε να βρει τον κύριο Διονύση Ανδρέου. Στο άκουσμα και μόνο της ερώτησής της η Δανάη τρόμαξε! Πώς ήξερε αυτό το όνομα; Δεν γνώριζε τίποτα για το νοσοκομείο αυτό, ούτε κανένα γιατρό που να δούλευε εκεί! Ήθελε να ρωτήσει πώς θα μπορούσε απλά να μάθει ποιός εργαζόταν εκεί την περίοδο που γεννήθηκε και έμενε, μα άθελά της έκανε άλλη ερώτηση. Ο φόβος της μεγάλωνε όλο και περισσότερο. Θυμήθηκε ένα όνομα που ποτέ ξανά δεν είχε ακούσει, όπως τότε που αναζητούσαν τη μητέρα της και τα περισσότερα στοιχεία της έβγαιναν αυθόρμητα, χωρίς να τα γνωρίζει από κάπου!

Η κοπέλα απόρησε που κάποια ζητούσε έναν γιατρό, ο οποίος εργαζόταν πριν πολλά χρόνια εκεί. Της απάντησε ότι δούλευε μόνο για 5 χρόνια στο νοσοκομείο και πως μετά δεν ξέρει που πήγε. Η Δανάη απογοητεύτηκε. Ρώτησε την υπάλληλο μήπως γνωρίζει άλλα άτομα που δούλευαν την περίοδο εκείνη στο Μητέρα. Η υπάλληλος δεν ήξερε λεπτομέρειες. Και τον συγκεκριμένο γιατρό τον γνώριζε, γιατί ήταν από τους καλύτερους... ήταν γνωστός στο χώρο του και συγκινούσε με την ευαισθησία του. Δίσταζε να της δώσει περισσότερα στοιχεία...

-Σας παρακαλώ, βοηθήστε με. Πείτε μου πού μπορώ να τον βρω είναι ανάγκη, εκλιπαρούσε η Δανάη.

-Δεν μπορώ να σας πω κάτι παρά πάνω. Απ’ ότι ξέρω ο άνθρωπος αυτός δεν εργάζεται πια και δεν θα μπορούσα να σας δώσω περαιτέρω στοιχεία για τη ζωή του. Καταλάβετέ με.

Ένα δάκρυ απογοήτευσης έτρεξε από τα μάτια της Δανάης και αφού ευχαρίστησε την υπάλληλο έκανε να φύγει. Η κοπέλα φανερά στεναχωρημένη που δεν βοήθησε τη Δανάη, της φώναξε να την πλησιάσει και πάλι...

-Ξέρω πού μένει, μας σας παρακαλώ, να είστε διακριτική. Σας εμπιστεύομαι... διαφορετικά δεν θα σας έλεγα τίποτα. Είναι δύσκολη η θέση μου.

-Σας υπόσχομαι ότι δεν θα φέρω σε δύσκολη θέση ούτε εκείνον, ούτε εσάς. Πείτε μου σας παρακαλώ πού μπορώ να τον βρω, είναι μεγάλη ανάγκη!

Η υπάλληλος έδωσε στην Δανάη τη διεύθυνση και το τηλέφωνο του γιατρού.

Η Δανάη ξεκίνησε για το σπίτι του... έπρεπε να τον βρει το συντομότερο δυνατό. Προτίμησε να μην τον καλέσει στο τηλέφωνο που είχε στα χέρια της... Φοβόταν τυχόν άρνησή του...

mika
19-12-06, 22:54
Μετά από λίγο έφθασε στην Αγία Παρασκευή, όπου έμενε ο γιατρός. Το σπίτι ήταν υπέροχο...Σαν παλάτι! Χτύπησε δειλά το κουδούνι και μια ευγενική κυρία της άνοιξε...

-Καλημέρα! Ο κύριος Ανδρέου; ρώτησε η Δανάη.

-Δεν είναι εδώ αυτή τη στιγμή. Θα επιστρέψει σύντομα όμως. Είναι η κυρία Ανδρέου όμως μέσα. Ποιά την ζητάει να της πω;

-Πείτε της Δανάη Μιχαλοπούλου ότι είναι το όνομά μου. Δεν με ξέρουν. Απλώς θα ήθελα να ρωτήσω τον ίδιο τον κύριο Ανδρέου κάτι.

-Περιμένετε λίγο παρακαλώ...

Η Δανάη περίμενε στην είσοδο. Τα πόδια της έτρεμαν. Θα άρχιζε και τις ερωτήσεις η γυναίκα του και άντε να της απαντήσει τώρα! Τι να έλεγε; Σκεφτόταν πώς θα μπορούσε να αλλάξει τη συζήτηση αποφεύγοντας τις ερωτήσεις... φοβόταν μήπως δεν ήθελαν να την ακούσουν!... Μήπως την έδιωχνε και δεν προλάβαινε τον ίδιο το γιατρό. Η κοπέλα επέστρεψε και της είπε να περάσει... Η Δανάη έμεινε άναυδη κοιτάζοντας το σπίτι! «Αυτό θα πει να είσαι γιατρός πετυχημένος» σκεφτόταν τόσο αθώα...

-Καλησπέρα σας, είπε δειλά στην κυρία.

-Γεια σας, καλωσήρθατε. Είμαι η γυναίκα του κύριου Ανδρέου. Μαρίνα είναι το όνομά μου.

-Δανάη. Χάρηκα! Συγγνώμη που σας ενοχλώ πρωί πρωί και που δεν ενημέρωσα πριν έρθω. Απλά θα ήθελα να ρωτήσω κάτι σημαντικό τον ίδιο τον κύριο Ανδρέου.

-Καταρχήν μίλησέ μου στον ενικό. Δεν θα σε ρωτήσω τι τον θέλεις... προφανώς για να ήρθες ως εδώ, κάτι σημαντικό είναι, οπότε μην προβληματίζεσαι. Σε λίγο θα επιστρέψει. Να σου προσφέρουμε κάτι;

-Όχι ευχαριστώ. Μια χαρά είμαι.

Και η συζήτηση συνεχίστηκε κάπως έτσι. Η κυρία Ανδρέου διακριτικότατη και πάνω από όλα Κυρία! Δεν ρώτησε τίποτα τη Δανάη και δεν την έφερε και σε δύσκολη θέση. Μάλιστα έπιασαν κουβέντα για τη ζωή της Αθήνας, μιας και η Δανάη της είπε ότι δεν μένει στην πρωτεύουσα. Η ώρα πέρασε γρήγορα και σε λίγο κατεύθασε και ο γιατρός... Αμέσως καλωσόρισε και ο ίδιος τη Δανάη. Τη ρώτησε σε τι οφειλόταν η επίσκεψή της και εκείνη του απάντησε διστακτικά:

-Θα ήθελα να μου δώσετε κάποιες πληροφορίες για την περίοδο που εργαζόσασταν στο Μητέρα. Συγκεκριμένα για τον Ιούλιο του 1976.



-Πολύ ευχαρίστως -απάντησε ο γιατρός- μα δεν καταλαβαίνω πώς μπορώ να σε βοηθήσω.

-Στις 20 Ιουλίου του 1976 γεννήθηκα στο Μητέρα. Τότε ήσασταν εσείς γιατρός εκεί. Έμεινα τέσσερις μήνες στο νοσοκομείο, γιατί η μητέρα μου με άφησε. Ήμουν μεταξύ των παιδιών «προς υιοθεσία». Η γυναίκα που με γέννησε σίγουρα δεν πέρασε ούτε από εκεί απαρατήρητη!!! Εξωτερικά, όλοι την αποκαλούν «άγγελο»... εσωτερικά όμως βλέπουν ένα άλλο πρόσωπο. Στους τέσσερις μήνες ήρθε μια οικογένεια από το Νομό Ηλείας και με υιοθέτησε. Θυμάστε κάτι; Πείτε μου...

-Ναι... νομίζω πως θυμάμαι....

Ο γιατρός άλλαξε πρόσωπο! Αγριεύτηκε και άρχισε εμφανώς να αναρωτιέται τι στην ευχή ήθελε αυτή η κοπέλα σπίτι του....

Η Δανάη κατάλαβε αμέσως την ψυχολογική αυτή αλλαγή του γιατρού και έσπευσε να τον «κερδίσει» ξανά...

-Σας παρακαλώ.... βοηθήστε με! Δεν ήρθα για κακό σκοπό. Ήρθα μόνο να μάθω αν είδατε ποτέ εκεί τον πατέρα μου. Αν ήρθε ποτέ στο νοσοκομείο. Αν ξέρετε κάτι και για τους δύο. Δεν θα σας ρωτήσω για τη μητέρα μου... βλέπω ότι έχετε και εσείς την ίδια αντίδραση με τους υπόλοιπους, μα πείτε μου για εκείνον... τον είδατε ποτέ;

-Δεν θυμάμαι -απάντησε αυστηρά ο γιατρός. Αυτά πρέπει να τα ρωτήσεις στον δικηγόρο που μεσολάβησε για την υιοθεσία.

-Έχετε δίκιο. Μα πάνε 10 χρόνια που ο δικηγόρος πέθανε και δεν πρόλαβα να μάθω κάτι. Όταν σκέφτηκα ότι εκείνος μπορεί να με βοηθήσει ήταν αργά...

Ο γιατρός άρχισε να τρομάζει ακόμα περισσότερο...

-Σας παρακαλώ, πείτε μου... βοηθήστε με. Πρέπει να μάθω...

-Δεν καταλαβαίνω γιατί...

-Γιατί έχουν συμβεί πολλά -τον διέκοψε η Δανάη. Πάρα πολλά!...

...και άρχισε να του διηγείται όλη την ιστορία!

Τότε εκείνος κατάλαβε... τότε διαπίστωσε ότι η κοπέλα αυτή δεν έφταιγε σε τίποτα... έπρεπε να μάθει... όλη την αλήθεια! Είχε έρθει η στιγμή...

mika
29-12-06, 14:21
Η μητέρα σου ήταν μικρή στην ηλικία. Φαινόταν άπειρη και γλυκιά κοπέλα. Είχε έρθει από την Πάτρα μαζί με τον αδερφό της πολύ καιρό πριν γεννήσει, γιατί είχε επιπλοκές. Όταν την πρώτο είδα ήταν γεμάτη μελανιές στο κορμί της. Δεν μιλούσε σε κανένα και δύσκολα κατάφερα να την κάνω να μου ανοιχτεί. Ανησύχησα με την κατάστασή της και αμέσως έδωσα εντολή να φέρουν ψυχολόγους, ώστε να τη βοηθήσουν. Με τόσα τραύματα κινδύνευσε να σε χάσει. Ακόμα και μετά από ένα μήνα που σε γέννησε και ενώ τόσο καιρό ήταν υπό την φροντίδα μας, τα προβλήματα παρέμεναν και δώσαμε μεγάλο αγώνα ώστε να μη χαθεί κατά τη διαδικασία της γέννησης μία από τις δυο σας. Ο αδερφός της ήταν υπέροχος άνθρωπος, μα και αδύναμος να αντιμετωπίσει όσα είχαν συμβεί.

Η περίπτωση της μητέρας σου, αλλά και το γεγονός ότι οι γονείς της την έδιωξαν από το σπίτι ενώ ήταν εγκυμονούσα, με έκαναν να ερευνήσω το όλο θέμα. Ήθελα να μάθω τι είχε συμβεί, ώστε να είμαι και εγώ σε θέση και να τη βοηθήσω, αλλά και να ξέρω τι θα πω στο δικηγόρο όταν θα ερχόταν η στιγμή της υιοθεσίας. Βλέπεις, μου είχε δηλώσει από την αρχή ότι θα σε έδινε για υιοθεσία. Κλαίγοντας μου είχε πει ότι δεν μπορεί να σε μεγαλώσει για πάρα πολλούς λόγους, που ποτέ η ίδια δεν μου είπε, αλλά που κατάφερα ευτυχώς να μάθω από άλλους.

Ήταν φοιτήτρια στην Πάτρα όταν στα είκοσί της χρόνια γνώρισε τον Άγγελο. Η καταγωγή του Άγγελου ήταν από την Πάτρα, αλλά ήταν φαντάρος στην Τρίπολη, οπότε πηγαινοερχόταν συχνά για να βλέπει τη μητέρα σου. Όταν την άφησε έγγυο η μητέρα σου ήταν 21 χρόνων και εκείνος 26. Υπήρχε ένα πρόβλημα όμως. Ο πατέρας σου ήταν ήδη παντρεμένος με κάποια από την Τρίπολη και είχε ήδη δύο παιδιά – κάτι που προφανώς δεν γνώριζε η μητέρα σου. Όταν έμεινε έγγυος λοιπόν, εκείνος την απείλησε πώς αν δεν ρίξει το παιδί θα την σκοτώσει. Εκείνη δε γνώριζε το λόγο που έπρεπε να κάνει κάτι τέτοιο και έτσι είχε αποφασίσει να φέρει στη ζωή αυτό το παιδάκι. Ο Άγγελος έβλεπε τη ζωή του να απειλείται με τον ερχομό τον δικό σου και ήταν αποφασισμένος να κάνει τα πάντα για να μη γεννηθείς. Έτσι άρχισε να χτυπά ανελέητα τη μητέρα σου για να αποβάλλει. Συγγνώμη Δανάη αν όλα αυτά βαραίνουν την ψυχούλα σου, μα πρέπει κάποια στιγμή να τα μάθεις.

Η Δανάη δεν μιλούσε. Τον κοιτούσε απλά μες στα μάτια και δάκρυα έτρεχαν στο πρόσωπό της. Η σιωπή της έλεγε τα πάντα.

Η μητέρα σου δεν είπε ποτέ τίποτα σε κανένα. Όταν στον 8ο μήνα διαπίστωσε ότι κινδύνευε η ζωή η δική της αλλά και η δική σου, τότε μόνο αποφάσισε να μιλήσει στον αδερφό της, ο οποίος την έφερε αμέσως εδώ. Αυτό που μπόρεσα να μάθω ήταν ότι ο Άγγελος ήταν ένας παλιάνθρωπος. Όπως έδερνε τη μητέρα σου, έτσι έδερνε και τη γυναίκα του και τα παιδιά του. Η κόρη του στα 16 της χρόνια πέθανε από την καρδιά της – έτσι είπαν οι γιατροί. Ο γιος του, λίγο μεγαλύτερος, έφυγε από την Τρίπολη και ήρθε στην Αθήνα για σπουδές. Από κει και μετά δεν ξέρω τι απέγινε. Ο Άγγελος δεν ήθελε γενικώς να κάνει παιδιά. Δηλαδή και εκείνα, δεν τα αγάπησε ποτέ. Από μικρά τα βασάνιζε με σκληρές δουλειές και το ξύλο είχε γίνει συνήθεια μέσα στο σπίτι τους. Αλλά και η γυναίκα του δεν ήταν καλύτερη! Ψεύτικη και σκληρή, άνθρωποι χωρίς συναισθήματα.

Έμαθα και κάτι ακόμα το οποίο όμως δεν ξέρω αν αληθεύει. Ο πατέρας σου ήταν έμπορος και χρήστης ναρκωτικών. Συχνά έφερνε αλλοδαπές από άλλες χώρες και της χρησιμοποιούσε ως δόλωμα για να μην εντοπίσουν τον ίδιο. Είχε μπλέξει και τη μητέρα σου σε αυτό και από ότι έμαθα, κάποτε του είπε επάνω σε τσακωμό τους ότι θα μιλούσε στην αστυνομία και τότε εκείνος πέρα από ότι την χτύπησε ξανά, την απείλησε ότι θα σκότωνε την οικογένειά της και την ίδια.

Δανάη, δεν ξέρω τι γίνεται εδώ πέρα, είναι μια κατάσταση μπερδεμένη. Έχω μάθει και άλλα πολλά ακόμα, που δεν ξέρω αν έχουν βάση. Ότι η μαμά σου γνώρισε κάποιον μετά και μαζί αποφάσισαν να σκοτώσουν τον πατέρα σου. Κάποιοι πάλι, λένε ότι η μητέρα σου έμπλεξε με σατανιστή. Άλλοι πάλι, λένε ότι κανένας από τους δύο δεν ζει. Δεν ξέρω. Αυτή η ιστορία βασανίζει χρόνια και εμένα... δέχομαι απειλές από αγνώστους και αυτή τη στιγμή που σου μιλάω, φοβάμαι για τη ζωή μου, μιας και όποιος γνώριζε και μίλησε έμαθα ότι μετά πέθανε. Το κάνω όμως, κι ας κινδυνεύω, γιατί είσαι πολύ γλυκιά και ταλαιπωρημένη κοπέλα και δεν θέλω να υποφέρεις άλλο. Για τον πατέρα σου, το τελευταίο που έμαθα ήταν ότι ζούσε εδώ στην Αθήνα, κάπου κοντά στο κέντρο. Το ίδιο και για τη μητέρα σου Δανάη! Ζει, είμαι σίγουρος! Είχα ακούσει ότι τώρα πια είναι πλούσια και έχει δικό της σπίτι στο Χολαργό, κοντά σε εμένα δηλαδή. Διευθύνσεις δεν ξέρω, αλλά πιστεύω πως μπορούμε εύκολα να τις μάθουμε.

Η Δανάη δεν είχε βγάλει άχνα. Το κορμί της είχε παγώσει. Το μυαλό της έπαψε να λειτουργεί από όταν άκουσε για τα παιδιά που είχε ο πατέρας της. Κάτι της θύμιζε αυτό! Δεν ήθελε να το σκέφτεται, μα αν ήταν αλήθεια; Αν αυτό που της είπε ο γιατρός ήταν αλήθεια; Θεέ μου! Με τι δύναμη να αντιμετώπιζε το γεγονός ότι ο Δημήτρης ήταν αδερφός της; Άραγε το γνώριζε ο ίδιος;

Ο γιατρός της μιλούσε, μα εκείνη ατάραχη. Κατάχλωμη άρχισε να γέρνει στον καναπέ. Ο γιατρός φοβήθηκε... την σήκωσε αμέσως στα χέρια του και την οδήγησε στο νοσοκομείο.

mika
19-01-07, 03:23
Στο νοσοκομείο ήρθε και ο Δημήτρης. Όταν ξύπνησε τον βρήκε να την έχει αγκαλιά. Αμέσως της ζήτησε συγγνώμη που την άφησε μόνη. Η Δανάη δεν του απάντησε... γύρισε το κεφάλι της από την άλλη μεριά και τον ρώτησε αν ο γιατρός ήταν εκεί.

-Ποιός γιατρός Δανάη;

-Ο κύριος Ανδρέου.

-Δεν υπάρχει κύριος Ανδρέου εδώ. Ίσως εννοείς τον γιατρό που σε προσέχει. Πάω να τον φωνάξω...

-Όχι, άσ’το. Είμαι ακόμα θολωμένη. Κάποιο λάθος κάνω μάλλον, απάντησε η Δανάη ανήσυχη.

Φοβόταν για τον κύριο Ανδρέου έπειτα από όλα αυτά που της αποκάλυψε. Ήθελε τόσο πολύ να σηκωθεί από το κρεβάτι και να πάει να τον βρει ξανά...

-Δημήτρη, πήγαινε σπίτι εσύ. Αύριο το πρωί θα έρθω και εγώ.

-Όχι, δεν σε αφήνω μόνη σου. Θα φύγουμε αύριο μαζί.

-Δεν υπάρχει λόγος. Πήγαινε σπίτι και αν θες έλα το πρωί να με πάρεις. Ούτως ή άλλως θα κοιμηθώ ξανά.

Η Δανάη προσπαθούσε να διώξει με κάθε τρόπο τον Δημήτρη. Έπρεπε να πάει στο σπίτι του γιατρού ξανά.



Σε δυο ώρες είχε ήδη φύγει από το νοσοκομείο. Αμέσως πήγε στο σπίτι του γιατρού. Δυστυχώς δεν τον βρήκε εκεί. Η γυναίκα του ήταν ανήσυχη, γιατί ποτέ δεν έλειπε ο άντρας της τόσες ώρες χωρίς να την πάρει ένα τηλέφωνο. Ρώτησε τη Δανάη αν θέλει να περάσει μέσα και εκείνη δέχτηκε μιας και ανησυχούσε και εκείνη για τον γιατρό. Η κυρία Ανδρέου είχε και το άγχος μην πάθει τίποτα η Δανάη μιας και το έσκασε από το νοσοκομείο. Την ρώτησε γιατί το έκανε αυτό, μα η Δανάη δεν της απάντησε. Η αλήθεια ήταν πως περισσότερο την οδήγησε σε αυτή την πράξη η διαίσθησή της για το ότι κάτι έπαθε ο κύριος Ανδρέου, παρά η επιθυμία της να μάθει και άλλα πράγματα για όσα έγιναν τότε.



Η νέα μέρα βρήκε τις δύο γυναίκες να μιλούν στο τηλέφωνο με την αστυνομία. Η Δανάη δεν πίστευε ότι ήρθε ξαφνικά στη ζωή αυτών των δύο ανθρώπων και έφερε τόση αναστάτωση. Τώρα φοβόταν ακόμα περισσότερο για τον κύριο Ανδρέου. Σε λίγη ώρα θα περνούσε και ο Δημήτρης από το νοσοκομείο να την πάρει. Σκεφτόταν την αντίδρασή του. Πόσο πολύ θα θύμωνε! Αν ήξερε ότι ο γιατρός γνώριζε όλα αυτά; Αν κατάλαβε ότι η Δανάη τα έμαθε; Τότε ακριβώς της ήρθε η ιδέα να πάνε -όσο ήταν ακόμα νωρίς- από το νοσοκομείο, ώστε να ακολουθήσουν τον Δημήτρη. Αν είχε υποψιαστεί κάτι, σίγουρα θα έκανε τη λάθος κίνηση... Η Δανάη ήταν σίγουρη πως εκείνος είχε βάλει το χέρι του στην εξαφάνιση του γιατρού.



Σε λίγη ώρα ήταν εκεί. Τον είδαν να μπαίνει στο νοσοκομείο με μια ανθοδέσμη. Δεν πέρασαν 5 λεπτά και τον βλέπουν ξανά να βγαίνει νευριασμένος, και παραμιλώντας να παίρνει το ταξί που τον περίμενε από πριν. Η κυρία Ανδρέου και η Δανάη μπαίνουν στο επόμενο ταξί και ζητούν από τον οδηγό να ακολουθήσει το πρώτο ταξί. Ο Δημήτρης όλως περιέργως πήγε στο σπίτι... η Δανάη απόρησε και αμέσως τον ακολούθησε. Έβαλε σιγά τα κλειδιά στην πόρτα και μπαίνοντας άκουσε τον Δημήτρη να φωνάζει. Πήγε προς το δωμάτιο από όπου έρχονταν οι φωνές και εκεί είδε τον γιατρό χτυπημένο και αναίσθητο στο πάτωμα. Ο Δημήτρης του έκανε ερωτήσεις φωνάζοντας, μην μπορώντας η Δανάη να διακρίνει τις λέξεις. Άλλες φορές κοιτούσε ψηλά στο ταβάνι και μιλούσε σε κάποιους άλλους. Η Δανάη δεν ήξερε τη συνέβαινε... Φοβήθηκε πολύ. Κατέβηκε γρήγορα στο ταξί και μίλησε στην κυρία Ανδρέου και στον οδηγό να ανέβουν και εκείνοι στο σπίτι ώστε να ηρεμήσουν τον Δημήτρη. Μπαίνοντας μέσα, ο Δημήτρης είχε εξαφανιστεί. Η Δανάη έψαξε σε όλο το σπίτι, μα τίποτα. Η κυρία Ανδρέου προσπάθησε να συνεφέρει τον άνδρα της. Ευτυχώς ήταν ζωντανός και ελαφρώς χτυπημένος. Έμοιαζε όμως πολύ φοβισμένος και αμέσως αγκάλιασε τη γυναίκα του κλαίγοντας...

-Πρέπει να μιλήσω στην Δανάη, της ψιθύρισε αργά και αδύναμα στο αυτί.

-Εδώ είναι η Δανάη. Σίγουρα μπορείς να της μιλήσεις τώρα; τον ρώτησε τρυφερά η γυναίκα του.

-Μπορώ δεν μπορώ, πρέπει να το κάνω... κινδυνεύει...



Ο γιατρός όσο πιο γρήγορα μπορούσε της είπε τι άκουγε όσες ώρες βρισκόταν εκεί με τον Δημήτρη. «Δανάη κινδυνεύεις. Όταν είδα τον Δημήτρη στο νοσοκομείο ήταν ίδιος ο πατέρας σου. Είναι αυτός Δανάη, είναι ο αδερφός σου. Συγχώρεσέ με που δεν μπόρεσα να σε βοηθήσω νωρίτερα μα δεν ήξερα. Πρόσεχε σε παρακαλώ. Συνέχεια κοιτούσε γύρω γύρω και μιλούσε με μια Ελένη. Έλεγε παράξενα πράγματα... δεν κατάλαβα και πάρα πολλά. Το μόνο που άκουσα ήταν ότι έπρεπε να βρει τους δικούς σου. Θα πήγαινε στο χωριό σου αν κατάλαβα καλά. Τρέξε Δανάη, πήγαινε στους γονείς σου. Νομίζω πως κινδυνεύουν».



Άρχισαν να τρέμουν τα πόδια της. Πόσο πολύ ευχόταν να ήταν όνειρο όλα αυτά! Φοβόταν πολύ. Όλα όσα υποψιαζόταν βγήκαν αληθινά. Μα τι ήταν αυτό που ήθελε ο Δημήτρης όμως; Πώς και γιατί γνώρισε τη Δανάη; Γιατί στην αρχή ήταν καλός και μετά άλλαξε; Να ήξερε άραγε την αλήθεια μόλις την γνώρισε ή να το έμαθε μετά; Τι γινόταν;! Η Δανάη πονούσε μέσα της τόσο πολύ, που σκεφτόταν να δώσει τέλος στη ζωή της. Πόσο κόσμο είχε αναστατώσει; Ο ερχομός της... κατάρα και ευχή για κάποιους. Πόσο πολύ μισούσε τον ίδιο της τον εαυτό. Θα έδινε τέλος, αν ήξερε πως οι δικοί της είναι ασφαλείς... έπρεπε να τρέξει κοντά τους όμως... την χρειάζονταν όσο ποτέ άλλοτε...

mika
25-01-07, 04:52
Η ζωή της Δανάης έμελλε να αλλάξει προς το χειρότερο... ίσως το πιο κακό! Παιδάκι ακόμα έκανε όνειρα, χωρίς να μπορεί να φανταστεί αυτά που θα συνέβαιναν. Φανταζόταν τη ζωή της μέσα στην ευτυχία, έχοντας πλάι της όσους αγαπά και κοιτάζοντας μόνο το μέλλον της. Και όμως... αυτό το μέλλον ήταν τόσο δαιφορετικό από εκείνο που φανταζόταν!...

Όταν πέρασε στη σχολή της και μετακόμισε στην Αθήνα, δεν σκέφτηκε ποτέ ότι μια γνωριμία θα οδηγούσε σε αδιέξοδο. Η συνάντησή της με τον Δημήτρη ήταν κάτι παρά πάνω από μη αναμενόμενη και μη φυσιολογική. Είχε έρθει για κάποιο λόγο στη ζωή της, μα η Δανάη τότε δεν το γνώριζε. Στην πορεία ανακάλυψε πόσο πολύ της στάθηκε ένας άνθρωπος, για τον οποίο όμως ποτέ δεν είχε μάθει τίποτα! Τον παντρεύτηκε, χωρίς να ξέρει κάτι για εκείνον, γιατί απλά... δεν τον ρώτησε ποτέ. Ίσως βαθιά μέσα της, να μην ήταν η Δανάη που φανταζόμαστε όλοι... Ίσως να ήταν μια σκληρή και κρύα κοπέλα, κάποια που την ένοιαζε μόνο ο ευατός της και η ευτυχία της. Ίσως όμως, μια δύναμη, έξω από αυτήν, να την καθοδηγούσε και να την «διέταζε». Δεν ξέρω τι εντύπωση έχετε σχηματίσει για την κοπέλα αυτή, αλλά εγώ πιστεύω ότι έπεσε θύμα του ίδιου της του εαυτού!

Η δύναμη που την καθοδηγούσε λεγόταν «παρελθόν». Ένα παρελθόν που ξεκινούσε πριν τον ερχομό της Δανάης για να τελειώσει με τον «θάνατό» της! Μια δύναμη που κατέστρεψε ζωές, οικογένειες, ανθρώπους, όνειρα, ελπίδες... Μια δύναμη που άλλαξε «χέρια» όσο η Δανάη μεγάλωνε. Και όσο σκάλιζε το παρελθόν, τόσο μεγάλωνε η δύναμη αυτή.

Ο πατέρας της κατάφερε να καταστρέψει όσους πέρασαν από τη ζωή του. Αρχικά την μητέρα της Δανάης, έπειτα την οικογένειά του... και στις δύο περιπτώσεις ο πόνος κυριαρχούσε στην ψυχή των θυμάτων. Έπειτα, ήρθε η Δανάη για να ολοκληρώσει τον κύκλο αυτό της ελεγχόμενης -από την Ελένη αυτή τη φορά- δύναμης. Η Ελένη δεν πέθανε τότε από καρδιά, όπως είπαν οι γιατροί, αλλά από ένα βαρύ χτύπημα που δέχτηκε από τον πατέρα της στο κεφάλι. Της φώναξε, γιατί είχε αργήσει εκείνη την ημέρα να πάει στο χωράφι. Όταν η Ελένη αντέδρασε, της είπε ότι ήταν στριμμένη σαν τη γκόμενά του και το μπάσταρδο που έφερε στον κόσμο. Ακολούθησε το χτύπημα και ο θάνατος της Ελένης. Πληγωμένη από αυτό, αποφάσισε να εκδικηθεί τον πατέρα της, τη μητέρα της Δανάης και την ίδια τη Δανάη και τα κατάφερε, όπως βλέπουμε! Έκανε τα πάντα για να οδηγήσει τον αδερφό της σε εκείνη. Ο Δημήτρης δεν ήξερε αρχικά ότι η κοπέλα που είχε πλησιάσει ήταν αδερφή του... Αλλά και στην πορεία που το έμαθε, μάλλον τίποτα δεν φαίνεται να άλλαξε! Καθοδηγούμενος από τις «εντολές» της αδερφής του, κατάφερε να εκδικηθεί τη Δανάη. Μια εκδίκηση που ακόμα δεν έχει τελειώσει.

Οι γονείς της Δανάης αποφάσισαν κάποτε να συναντηθούν. Την συνάντηση αυτή τη ζήτησε ο ίδιος ο πατέρας της, θέλοντας να ζητήσει μια μεγάλη συγγνώμη από τη μητέρα της για όσα της έκανε. Τον τελευταίο καιρό είχε γίνει πολύ θρήσκος και συμβουλευόταν τον πνευματικό του για ό,τι τον προβλημάτιζε. Αυτή η σχέση με την εκκλησία, τον έκανε να αλλάξει, να γαληνέψει και να μετανοήσει για όσα δεινά είχε προκαλέσει... για όλο τον πόνο που σκόρπισε στην ψυχή της γυναίκας αυτής, αλλά και της κόρης του. Μάλιστα είχε ψάξει να βρει και τον Δημήτρη για να του εξηγήσει και να τον συχωρέσει και εκείνος, μα δεν τα κατάφερε. Είχε αλλάξει όνομα και δεν γνώριζε τίποτα για αυτόν!

Την ημέρα της συνάντησης εκείνης, αποφάσισαν να πάνε μια βόλτα με το αυτοκίνητο στην παραλία, ώστε να μπορέσουν να μιλήσουν ήσυχα. Σίγουρα είχαν τόσα πολλά να πουν... και το έκαναν! Ο πατέρας της έμαθε με κάθε λεπτομέρεια τι είχε συμβεί όλο αυτό τον καιρό και είχε αποφασίσει μετά τη συνάντηση αυτή, να επιδιώξει να δει και την ίδια τη Δανάη. Το όνειρό του όμως δεν έγινε πραγματικότητα, διότι στην επιστροφή τους, έπαθαν τροχαίο δυστύχημα, από το οποίο βγήκαν νεκροί και οι δύο. Είμαι σίγουρη πως ήταν «δουλειά» της Ελένης... το ίδιο και εσείς μάλλον!

Έτσι, η ιστορία αυτή τελειώνει κάπου εδώ... με τη φωνή της Ελένης να διηγείται στη Δανάη, καθόλη τη διάρκεια του ταξιδιού της προς το χωριό, όσα συνέβησαν τότε... όλα τα «γιατί» και τα «πώς». Το τελικό χτύπημα όμως δεν είχε γίνει ακόμα... Η Ελένη θα έβαζε ακόμα πιο βαθιά το μαχαίρι και φρόντισε να προειδοποιήσει τη Δανάη, λέγοντά της ότι δεν θα προλάβαινε το μεγάλο κακό... Η Δανάη, πιο δυνατή από ποτέ, έμοιαζε έτοιμη να αντικρίσει αυτό που δεν φανταζόταν ποτέ. Το τέλος ενός κύκλου... ενός μεγάλου κύκλου γεμάτο πόνο και δάκρυα... το τέλος μιας ολόκληρης ζωής, χτισμένης επάνω σε συντρίμμια που κάποιοι άφησαν για εκείνη.......

mika
23-02-07, 23:50
Η Δανάη άργησε πολύ! Χρόνια ολόκληρα πέρασαν χωρίς να αλλάξει η ίδια κάτι... χωρίς να μπορεί... χωρίς να ξέρει! Ήταν πλέον αργά και όχι μόνο για εκείνη! Ήταν αργά για όλους...

Όταν κάποια μέρα έφθασε στο χωριό της, οι δικοί της δεν ήταν εκεί. Καθόταν και περιεργαζόταν το σπίτι όπου μεγάλωσε, το χώρο που είδε για τελευταία φορά τους δικούς της, ο οποίος έμοιαζε πια βομβαρδισμένος. Τα πάντα ήταν άνω κάτω... πεταμένα πράγματα στο πάτωμα, σπασμένα μπουκάλια, οι τοίχοι κίτρινοι και βρώμικοι... Δεν ήξερε τι συνέβαινε, μα η παγωνιά που αγκάλιαζε το κορμί της καθώς στεκόταν στην πόρτα, ήταν αρκετή για να την κάνει να καταλάβει πόσα χρόνια άργησε... Χαμένη στις σκέψεις της ξαφνικά άκουσε από το βάθος τη φωνή του Δημήτρη. Τρόμαξε και προσπάθησε να τρέξει μακριά μα ήταν αδύνατο. Κάτι είχε παγώσει το κορμί της και δεν μπορούσε να κινηθεί. Ο Δημήτρης την πλησίασε, την αγκάλιασε δυνατά και άρχισε να της ψιθυρίζει διαρκώς «Συγγνώμη, Συγγνώμη,...». Η Δανάη προσπαθούσε να μιλήσει μα δεν μπορούσε. Άρχισε να χλωμιάζει και να χάνει τις αισθήσεις της, μα ο Δημήτρης ατάραχος συνέχιζε να την κρατά σφιχτά στην αγκαλιά του.

Πόσες εικόνες περνούσαν από το μυαλό της Δανάης εκείνη τη στιγμή. Όλη η ζωή της μια μικρή ταινία... Μα εκείνο που της έλειπε περισσότερο από όλα ήταν οι γονείς της. Μόνο εκείνους αγάπησε τόσο! Σε εκείνους χρωστούσε τα πάντα και όμως, όταν την χρειάστηκαν εκείνη δεν ήταν πλάι τους. Δεν ήταν εκεί να τους κρατήσει στη ζωή, κοντά της, αρχίζοντας και οι τρεις μαζί μια νέα ζωή!

Ο Δημήτρης την πήρε κοντά του! Όλοι οι στόχοι της αδερφής του πέτυχαν, όλα έγιναν όπως τα ήθελε εκείνη! Σίγουρα ο Δημήτρης αγάπησε τη Δανάη περισσότερο κι από τη ζωή του. Δεν έφταιγε εκείνος αν άλλοι τον καθοδηγούσαν, αν άλλοι αποφάσιζαν για αυτόν. Την αγάπησε και την πήρε κοντά του με μια τελευταία λέξη που πρόλαβε να της ψιθυρίσει... «Σ’αγαπώ!»... και χάθηκαν και οι δύο μαζί, αγκαλιασμένοι και ενωμένοι για μια «ζωή»...

Δανάη, άργησες πολύ... Είμαι σίγουρη όμως πως αν ήξερες, αν είχες καταλάβει τι γινόταν, θα είχες αλλάξει όλη σου τη ζωή, όλη σου την πορεία και τώρα θα ήσουν εδώ. Ήταν άδικο να εγκαταλείψεις με ένα «γιατί» στην ψυχή σου! Ήταν άδικο να φύγεις χωρίς να μάθεις ποιός ο σκοπός όλων όσων έζησες. Μα την απάντηση θα την βρεις εκεί που πας... είμαι σίγουρη! Και εσύ και ο Δημήτρης... και οι δύο θα μάθετε την αλήθεια, θα καταφέρετε να εκδικηθείτε για ό,τι σας κατέστρεψε τα όνειρα και θα μπορέσετε να ζήσετε όσα εδώ ήταν αδύνατο να κάνετε. Έπρεπε να γίνει έτσι...

Φοβάμαι όμως... Για ένα πράγμα μόνο φοβάμαι... Για το παιδί που άφησες πίσω σου Δανάη, χωρίς να σκεφτείς τις συνέπειες! Γιατί το έκανες; Γιατί να θες τόσο να συνεχιστεί η δική σου ιστορία; Γιατί;



ΤΕΛΟΣ