Επιστροφή στο Forum : Η άνοδος και η πτώση της Μαριάννας
Ήξερετιέκανε.Ποτέ, ούτε για μια στιγμή δεν δίστασε. Οι περισσότεροι θα έλεγαν ότι ενεργούσε ψυχρά αλλά αυτό δεν θα ήταν ένα σωστό συμπέρασμα. Ήταν και φοβισμένος και λυπημένος αλλά δεν δίστασε, απλά ευχόταν όλα να ήταν διαφορετικά. Όμωςδενήταν.
Κάθισε δίπλα από το άψυχο κορμί της και έβαλε ένα τσιγάρο στο στόμα του. Την κοίταξε, προσπαθώντας να θυμηθεί πότε ήταν η τελευταία φορά που την κοίταξε το ίδιο ήρεμος, όσο ήταν και τώρα αλλά δεν μπορούσε να θυμηθεί ακριβώς. Τα τελευταία δύο τους χρόνια τους ήταν γεμάτα θλίψη, τρόμο και μια επίπονη αβεβαιότητα που έριξαν μια για πάντα βαριά μαύρα σύννεφα στον έως τότε γαλανό ουρανό τους. Ήταν ένα σκοτάδι που είχε απλωθεί, προερχόμενο από σφαίρες εξωανθρώπινες. Ένα σκοτάδι που κουβαλούσε μαζί του ένα κακό αρχαιότερο από την ιστορία και από τον ίδιο το Χρόνο.
Μάταια είχε προσπαθήσει να φωτίσει τα σκοτάδια της και το είχε προσπαθήσει πολύ, επιχειρώντας πολλούς ετερόκλιτους μεταξύ τους τρόπους. Συμβατικούς και παράδοξους θα μπορούσε να τους ονομάσει κανείς και δεν θα είχε εντελώς άδικο. Όμως, κανείς δεν μπορεί να τα βάλει με τη μοίρα και η Μοίρα της Μαριάννας ήταν σκληρή, αδυσώπητη. Μέσα σε ένα χρόνο άλλαξε τη ζωή της, τη μετέτρεψε σε ένα τέρας που μόνο αποστροφή θα μπορούσε να προκαλεί στον κόσμο, εκείνη που όταν την κοιτούσες νόμιζες πως ένας Άγγελος βρισκόταν ανάμεσα στους ανθρώπους.
Ήταν ψηλή για γυναίκα η Μαριάννα, με ξανθό μαλλί και πρόσωπο τόσο γλυκό που δύσκολα μπορούσες να την αντιπαθήσεις. Λυγερόκορμη, με κινήσεις αέρινες σαν ξωτικού, με φωνή χαμηλή και με μια αγάπη μέσα της για ολόκληρο τον κόσμο, που πολλές φορές έμοιαζε τόσο χτυπητά αταίριαστη με τη σκληρή εποχή του ωμού ρεαλισμού, καθώς την έδειχνε να είναι αφελής μέσα στην καλοσύνη της. Τη λάτρευε όλος ο κόσμος, οι συνάδελφοι και οι πελάτες της στο κομμωτήριο μόνο καλά λόγια είχαν να πουν για εκείνη και ας μην γνώριζαν το μεγάλο καημό που έκρυβε μέσα της. Γιατί, από διάφορες ατυχίες της ζωής, η Μαριάννα δεν είχε κατορθώσει να εκπληρώσει το όνειρο της ζωής της, να αποκτήσει δηλαδή μόρφωση και να μάθει να παίζει βιολί. Τα οικονομικά της οικογένειάς της ποτέ δεν ήταν σε καλή κατάσταση και τα μαθήματα μουσικής ήταν μια πολυτέλεια που η Μαριάννα δεν μπορούσε να έχει. Την πλήγωσε τότε η άρνηση του πατέρα της αλλά συμβιβάστηκε με τις ανάγκες της οικογένειας και δεν είπε τίποτα. Μέσα της, όμως, την έτρωγε ο πόθος. Και ήταν από αυτόν τον πόθο που το Σκοτάδι πιάστηκε για να της καλύψει την ψυχή.
Η Μαριάννα χωρίς να το γνωρίζει, προερχόταν πράγματι από γενιά ξωτικών. Και σαν έκανε την δεύτερη περιστροφή του ο Κρόνος πάνω απ' τον γενέθλιο χάρτη της, ήρθε η ώρα να ξυπνήσουν μέσα της όλες οι μνήμες. Οσα η μορφή υποδήλωνε ήταν ελάχιστα σε σύγκριση με αυτά που άρχισε να θυμάται πως ήταν. Στην αρχή δεν έδινε σημασία στα σημάδια. Οταν όμως άρχισε να βλέπει επίμονα όνειρα, και ακόμα χειρότερα, όταν άρχισε να βλέπει εικόνες ξύπνια και να ακούει φωνές κόντεψε να τρελλαθεί.
Ενας ολόκληρος, αόρατος, κόσμος εισέβαλε στην πραγματικότητα της βίαια και αυτή δεν μπορούσε να προσαρμοστεί σ' αυτό. Πίστευε πως πάσχει από κάτι, κάποια περίεργη πάθηση του εγκεφάλου που σίγουρα θα κατέληγε θανατηφόρα. Τιναζόταν όταν άκουγε αυτές τις νέες φωνές και έψαχνε, μάταια, να δει ποιος από τους φίλους ή τους συναδέλφους της μιλούσε. Και άλλαζε σιγά σιγά και η εμφάνιση της, τα μάτια και τα μαλλιά της άρχισαν να σκουραίνουν, το βλέμμα της έγινε απόμακρο, το δέρμα της άρχισε να φέγγει ..
Σιγά σιγά, άρχισαν και οι χρονικές διαστρεβλώσεις, αυτό που νόμιζε για παρόν, ξαφνικά σταματούσε, ζούσε μια άλλη σκηνή κάπου στο μέλλον ή στο παρελθόν, και μετά εξίσου απότομα βρισκόταν πίσω στην χρονική στιγμή που ξεκίνησε. Ηταν τόσο ταραγμένη απ' αυτά τα γεγονότα που δεν συνειδητοποιούσε καν πως με αυτό τον τρόπο μπορούσε, επιστρέφοντας στο παρόν, να προλέγει το μέλλον.
Τα πάντα άλλαξαν προς το χειρότερο όταν εντελώς συμπτωματικά,
ψάχνοντας για κάποιο παλιό βιβλίο στο πατάρι, ανακάλυψε ένα
σκονισμένο φωτογραφικό άλμπουμ. Η τελευταία φωτογραφία έπρεπε
να είχε τοποθετηθεί τουλάχιστον 40 χρόνια πριν όμως. . .
ξαφνικά αισθάνθηκε μια ανατριχίλα. Κάτι το πραγματικά ανεξήγητο.
Σε πολλές φωτογραφίες διέκρινε τον εαυτό της σε ευτυχισμένες
και ήρεμες οικογενειακές στιγμές. Η ηλικία της όμως στις
φωτογραφίες του άλμπουμ ήταν περίπου στα 30.
Η Μαριάννα ήταν μόλις 28 ετών, ή τουλάχιστον έτσι νόμιζε,
και όχι 70.
Τα υπόλοιπα πρόσωπα στο άλμπουμ, είτε είχαν πεθάνει προ πολλού
είτε βρίσκονταν ήδη στα βαθιά τους γεράματα. Αυτή όμως ήταν περίπου
η ίδια ηλικιακά.
Ήταν αυτό μια ακόμη ανακατεμένη αντανάκλαση μέσα στο μυαλό της ή . . .
Τα πάντα θα μπορούσαν να ήταν πολύ απλά.
Το άτομο στις φωτογραφίες να μην είναι αυτή αλλά κάποιο
άλλο συγγενικό πρόσωπο που της έμοιαζε καταπληκτικά
και που ποτέ δεν γνώρισε . . . δεν ήταν όμως έτσι.
Στο άλμπουμ υπήρχε και ένας φάκελος με μερικά έγγραφα.
Το ένα από αυτά ήταν ένα πιστοποιητικό γέννησης με τα
δικά της στοιχεία, Μαριάννα Ζορμπάλου του Αποστόλου.
Από την κοινότητα Τορώνης Χαλκιδική, έτος γεννήσεως 1939.
Θεέ μου . . .
Την έκοψε κρύος ιδρώτας !
Δεν ήξερε τι να πιστέψει , την ίδια της την υπόσταση η το χαρτί ;
Το πιστοποιητικό από τα πολλά χρόνια είχε κιτρινίσει , το έφερε κοντά στη μύτη της και οσμίστηκε ...τα δάκτυλα της έτρεμαν καθώς η μυρωδιά από ενα παλιό ξεχασμένο και μουχλιασμένο δημαρχείο γαργάλαγε τα ρουθούνια της .
Τα μάτια της εστίασαν στη στρογγυλή σφραγίδα , το μπλε μελάνι είχε αρχίσει να γίνεται πράσινο εδώ και πολλά χρόνια ...
Ίσως είναι πλαστό σκέφτηκε .
Ίσως κάποιος το κατασκεύασε ...
Αλλά ποιός ;
Ένιωσε την ανάγκη να μπει κάτω απ το ντούζ , άφησε το έγγραφο στο τραπέζι της κουζίνας , Δίπλα από το φλιτζάνι του καφέ .
Αισθανόταν το νερό να κυλάει
η μάλλον να γλιστράει πάνω στο κορμί της ...
Μαριάννα Ζορμπάλου του Αποστόλου σκέφτηκε...
Βγήκε βιαστικά από το μπάνιο και έτρεξε να βρει τη ταυτότητας της αφήνοντας πίσω της υγρά σημάδια από λεπτές και μικροκαμωμένες πατούσες .
Άνοιξε βιαστικά το συρτάρι και έψαξε εκεί όπου την έβαζε πάντα .
Τίποτα ! Η ταυτότητα έλειπε ...!
Παραξενεύτηκε .
Γύρισε στη κουζίνα έχυσε τον καφέ και έβαλε ένα διπλό μπέρπον με λεμονάδα .
Καθώς το καυτό υγρό κατρακύλαγε στο λαιμό της άφησε ένα λεπτό μουρμουρητό να ξεφύγει από τα σαρκώδη της χείλια , σκέφτηκε κάτι πολύ περίεργο και δεν ήθελε να το μοιραστεί με κανέναν ......
Δ.
Μια σταγόνα μπέρμπον έτρεξε σαν δάκρυ από τα χείλη της, έκλεισε τα μάτια της και
σκέφτηκε. Ξαφνικά αισθάνθηκε έντονα την παρουσία κάποιου τρίτου να την παρακολουθεί. . .
Κι όμως ήταν μόνη στο σπίτι. Αυτή , το μπέρμπον, το πιστοποιητικό, οι τοίχοι, η μπαλκονόπορτα.
Χτύπησε το κουδούνι, η Μαριάννα έτρεξε να ντυθεί πριν ανοίξει, δεν περίμενε όμως κανέναν
Ήταν ο Θανάσης
Ο μόνος που δε περίμενε να δει τέτοια ώρα .
Αφήνοντας μια κραυγή αγωνιάς, άνοιξε τα χέρια της και έπεσε στη αγκαλιά του .
Ο Θανάσης ήταν ο δίδυμος αδερφός της, γεννήθηκαν μαζί και ήταν σα να επικοινωνούσαν έστω και από απόσταση .
Ήξερε πως το πιστοποιητικό είχε κάνει το θαύμα του.
Έφερε στην αγκαλιά της το κατάλληλο πρόσωπο τη κατάλληλη ώρα.
Θα πιεις ένα μπέρμπον τον ρώτησε ;
Ναι καρδούλα μου της απάντησε και έβγαλε απότομα τη μαύρη δερμάτινη καμπαρτίνα του .
Πήγε στο μπάρ να ετοιμάσει το ποτό ενώ εκείνος κινήθηκε βιαστικά στο υπνοδωμάτιο για να κρεμάσει τη καμπαρτίνα στον καλόγερο ....
Ο ήχος ενός συρταριού όμως την έκανε να ανατριχιάσει ....
Έκανε πως δε κατάλαβε και κινήθηκε νωχελικά προς το σαλόνι .
Ακούμπησε το ποτήρι στο τραπέζι και ο Θανάσης το άρπαξε σχεδόν νευρικά , παραλίγο να του έπεφτε απ το χέρι .
Εκείνη κατάλαβε ....
Ήξερε πως η ταυτότητα ήταν και πάλι στη θέση της ....και ήταν τόσο σίγουρη ....!
Σαν να τον είδε να τη βάζει και πάλι πίσω ....
Δεν έβγαλε τσιμουδιά .
Άνοιξε τη τηλεόραση και έκανε πως παρακολουθεί μαζί του τις ειδήσεις
Το μυαλό της ήταν αλλού όμως.....
Δ.
Γιατί ο Θανάσης, αν και δίδυμος αδελφός της δεν ήταν σε καμία από τις παλιές φωτογραφίες; Γιατί είχε πάρει την ταυτότητα της;
Η αλήθεια είναι ότι αν και δίδυμα αδέλφια δεν είχαν μεγαλώσει στο ίδιο σπίτι. Οι γονείς τους χώρισαν όταν τα παιδιά τους ήταν μικρά και η μόνη τους επαφή τα πρώτα χρόνια τουλάχιστον ήταν μόνο όταν ο ένας σκεφτόταν τον άλλο και τηλεπαθητικά το καταλάβαιναν. Μόνο αφού πέθαναν οι γονείς τους συναντήθηκαν κάποιες φορές. Γιατί, όμως, πήρε κρυφά την ταυτότητα της;
Τις σκέψεις της διέκοψε η φωνή του αδελφού της. "Μαριάννα" της είπε, "Πρέπει να μιλήσουμε". Άρχισε, λοιπόν, να της λέει τον λόγο για τον οποίο χώρισαν οι δικοί της. Ο λόγος ήταν η ίδια η Μαριάννα. Όταν γεννήθηκαν τα δύο παιδιά η Μαριάννα παρουσίασε δύσπνοια σαν και ο αέρας αυτού του κόσμου να την αρρώσταινε. Τους πρώτους μήνες της ζωής της τoυς πέρασε στο νοσοκομείο όπου έκανε αμέτρητες εξετάσεις. Οι γιατροί έλεγαν συνεχώς τα ίδια: "Δεν μπορούμε να καταλάβουμε...........". Ήρθε η ώρα να δοθούν απαντήσεις στους γονείς. "Λυπάμαι κύριοι αλλά η κόρη σας δεν είναι φυσιολογική. Της λείπουν κάποια βασικά ανθρώπινα όργανα. Είναι κάτι σαν....Κάτι σαν.....Σαν να μην είναι από αυτόν τον κόσμο. Ο πατέρας της τρόμαξε. Είπε στη γυναίκα του να αφήσουν το κοριτσάκι στο νοσοκομείο και να το υιοθετήσει κάποιος άλλος. Δεν ήθελαν να επηρεάσει και το άλλο τους παιδί. Η μητέρα δεν δέχτηκε και έτσι αποφάσισαν να μεγαλώσουν τα παιδιά τους χωριστά.
"Πως τα ξέρεις όλα αυτά;"΄, ρώτησε η Μαριάννα τον αδελφό της. "Μου τα είπε ο πατέρας μας πριν πεθάνει" της απάντησε. Η Μαριάννα θέλησε να μάθει γιατί όλα αυτά τα χρόνια δεν πήγε να την δει. "Σε φοβόταν", της είπε ο Θανάσης. "Όταν σε κοιτούσε ήταν σαν κάτι να τον τραβούσε στο σκοτάδι". Συνεχίζοντας, της είπε ότι πήρε την ταυτότητα της γιατί είδε κάτι παλιές φωτογραφίες στο πατάρι στις οποίες βρισκόταν η Μαριάννα με πρόσωπα ξένα ή πολύ ηλικιωμένα. «Δεν ήθελα να τρομάξεις και γι’ αυτό πήρα την ταυτότητα σου», της είπε, «Ήθελα να δω την ημερομηνία γεννήσεως σου». Η Μαριάννα ήταν ανήσυχη, παρόλα αυτά χάρηκε που ο αδελφός της ήταν εκεί μαζί της, κοντά της.
Στην συνέχεια και αφού πλέον ήταν σίγουρη ότι μπορούσε να του μιλήσει ανοικτά άρχισε να λέει στον αδελφό της για τα όνειρα που βλέπει. «Βλέπω κάτι πανέμορφα τοπία, υπέροχα λιβάδια μέσα στα οποία υπάρχουν λίμνες με καταγάλανα νερά. Συνεχώς ακούω την ίδια μουσική. Μια υπέροχη γαλήνια μελωδία βιολιού και συχνά ακούω τραγούδια, τραγούδια με στίχους σε μια παράξενη γλώσσα που σιγοψιθυρίζουν κάποιοι με υπέροχες μαγευτικές φωνές». «Θανάση, τα έχω ξαναδεί αυτά τα τοπία, έχω ξαναδεί αυτές τις λίμνες».
Ίσως γι’ αυτό να ήθελε να μάθει βιολί. Κάτι, κάποιος την ήθελε κοντά του και μόνο με τον κατάλληλο ήχο, την κατάλληλη μουσική μπορούσαν να επικοινωνήσουν. «Δεν μπορώ να σε βοηθήσω» της λέει ο Θανάσης. «Όταν είμαι κοντά σου νιώθω μαγεμένος. Σ’ αγαπάω άλλα και σε φοβάμαι. Από σήμερα είσαι μόνη σου. Δεν μπορώ να καταλάβω τι συμβαίνει. Ίσως να είχαν δίκιο οι γιατροί και ο πατέρας μας. Δεν είσαι από αυτόν τον κόσμο………………»
Η Μαριάνα ήταν σίγουρη πλέον .
Σκέφτηκε πως τα δύο εξογκώματα που είχε στη πλάτη δεν ήταν παραμόρφωση των κοκάλων αλλά ίσως κρυφές υποδοχές για να μαζεύει τα φτερά της .
Το μόνο που έπρεπε να μάθει πλέον ήταν ο τρόπος για να τα ξεδιπλώνει ...
Ίσως κάποια μυστική κίνηση ....
Ίσως κάποιες μαγικές λέξεις ....
Είχε άγνοια αλλά έπρεπε να προσπαθήσει ....
Αποφάσισε να αποτραβηχτεί στη φύση, στο παλιό πέτρινο εξοχικό στη Πελοπόννησο κοντά στο Βιδιάκι που είχε κληρονομήσει απ τους γονείς της , έπρεπε να ψάξει και χρειαζόταν ησυχία και αυτοσυγκέντρωση .
Ήταν Μάιος μήνας και αυτό τη βόλευε , όλα έπρεπε να γίνουν πριν μπει ο Ιούνης .
Ετοίμασε βιαστικά τη βαλίτσα της πήρε τα κλειδιά του αυτοκινήτου , ασφάλισε το διαμέρισμα και ξεκίνησε να μάθει περισσότερα για εκείνη και τις παράξενες αισθήσεις και πληροφορίες που τελευταία αναστάτωσαν τη ζωή της ....
Έσπρωξε τη πρώτη καρφωτά προκαλώντας δυσλειτουργία στο κιβώτιο ταχυτήτων , άφησε τον συμπλέκτη απότομα κάνοντας τα λάστιχα να ζωγραφίσουν παράλληλες γραμμές στην άσφαλτο.
Έβγαλε μια κραυγή ελευθερίας και αισθάνθηκε λίγο πιο σέξυ μυρίζοντας τα καμένα λάστιχα ενώ στο δίπλανό κάθισμα έχασκε μισάνοικτο ένα βιβλίο που μίλαγε για την μελαγχολία και τις καουμπόισσες .
Δ.
Στην διαδρομή είχε όλο το χρόνο και την απαραίτητη μοναξιά για να σκεφτεί. Στο παλιό σπιτάκι είχε πάει ελάχιστες φορές. Για πρώτη φορά πήγε όταν ήταν παιδάκι στην ηλικία των 7 ετών. Από αυτήν ακόμα την ηλικία είχε δείξει το ενδιαφέρον της για μάθηση και για τον αλλόκοσμο. Όταν ξεκίνησαν τα σχολεία τα παιδιά την πείραζαν γιατί αυτά που έλεγε ακούγονταν παράξενα. Έτσι η μητέρα της αποφάσισε να την πάει σε εκείνο το σπιτάκι μακριά από τον κόσμο και την κατακραυγή του.
Τώρα ναι!! Τώρα αρχίζει και θυμάται. Πόσο όμορφα είναι εκεί. Έχει όλη την φύση δική της. Εκεί μπορεί να μιλήσει με τα ζώα του δάσους, με τα δέντρα, τον ήλιο, τον αέρα, το νερό. Εκεί είναι κυρίαρχη του κόσμου και των αισθήσεων της. Μακριά από αδιάκριτα βλέμματα μπορεί να γίνει ένα με έναν άλλο κόσμο πολύ μακριά από τον δικό μας κι όμως τόσο κοντά σε εκείνη.
Η διαδρομή είναι ένα υπέροχο ταξίδι στα βάθη του μυαλού της. Βλέπει τα δέντρα και ανασαίνει, βλέπει τα πουλιά και πετά, βλέπει τις λίμνες και ξαναγεννιέται. Η απόφαση να φύγει από το οικείο της περιβάλλον, από τη δουλειά στο κομμωτήριο και από τους φίλους της φαίνεται τώρα η πιο σωστή γιατί αν και γελούσε, αν και ένιωθε ευτυχισμένη στην πραγματικότητα ένιωθε παγιδευμένη. Τώρα όμως όλα τελείωσαν. Τώρα θα ζούσε με τον τρόπο που εκείνη ήθελε. Τώρα μπορούσε να καταλάβει ποια ήταν πραγματικά και από πού είχε έρθει.
Ένα σήμα στην άκρη του δρόμου της έδειξε την διαδρομή που έπρεπε να ακολουθήσει. Μετά από λίγο μέσα στα δέντρα ξεπρόβαλλε ένα μικρό σπιτάκι τυλιγμένο με μεγάλα χόρτα, περικυκλωμένο από δέντρα, άγριο μα τόσο όμορφο. Πάρκαρε το αυτοκίνητο της στην αυλή, κατέβηκε αργά και κράταγε σφιχτά στα χέρια της το μεγάλο σκουριασμένο κλειδί. Το κλειδί της ευτυχίας ή της δυστυχίας; Κανείς δεν ξέρει, ούτε η ίδια. Μόνο ο χρόνος θα της δώσει την σωστά απάντηση.
Βάζει το κλειδί στην πόρτα. Το γυρνάει αργά και ο ίδιο αργά σπρώχνει την πόρτα. Κάνει ένα βήμα προς τα μέσα. Ένα βήμα αργό, διστακτικό.
Μπαίνει μέσα, κάθεται σε μια παλιά καρέκλα.
Η μυρωδιά της μούχλας από το κλειστό σπίτι ήταν έντονη.
Αρχίζει να ανοίγει τα παράθυρα ένα ένα για να ανανεώσει τον αέρα.
Η μυρωδιά του πεύκου με αυτή την έντονη μυρωδιά του έλατου και των
αγριολούλουδων έχουν αντικατασταθεί σιγά σιγά με αυτή του κάρβουνου.
Πυκνός καπνός κατεβαίνει απ την πλαγιά και μέχρι να καταλάβει τι γίνεται
ακούει τους έλικες ενός πυροσβεστικού αεροπλάνου που πετέςι πολύ χαμηλά
και μετά ακούει ένα πολύ δυνατό σπλάαατσσσσςςς . . . . το αεροπλάνο
είχε ανοίξει τους κρουνούς. Το νερό έπεσε η φωτιά όμως συνέχιζε να σιγοκαίει,
οι καπνοί ανακατεμένοι με υγρασία έγιναν πιο αποπνιχτικοί.
Χωρίς να χάσει χρόνο έβαλε το λάστιχο στη βρύση και άρχισε να καταβρέχει γύρω απ το σπίτι .
Ήταν πολύ νευρική και μάλλον φοβισμένη , για να της φύγει το άγχος άρχισε να τραγουδάει ....
ΚΑΙ ΞΑΦΝΙΚΑ ...
Έγινε αυτό που δε περίμενε....!
Το νερό σε συνδυασμό με το αηδόνισμα που έβγαινε απ τα χείλι της συντέλεσαν στο θαύμα ...!
Ήταν όντως μια νεράιδα και τα φτερά της άρχισαν να ξεδιπλώνονται από τη πλάτη της ....!
Σάστισε....
Δ.
Άφησε το λάστιχο να πέσει με δύναμη στο χώμα. Άρχισε να χαζεύει τα φτερά της. Είχαν τόσο ωραία χρώματα. Ήταν διάφανα με όλες τις αποχρώσεις του ουράνιου τόξου. Δειλά δειλά προσπάθησε να τα ανοίξει. 'Έκαναν έναν μικρό θόρυβο γεγονός που την έκανε να χαμογελάσει. Σε λίγα λεπτά κατάφερε να σηκωθεί λίγο από το έδαφος και να πετάξει. Θύμιζε τόσο έντονα τα μικρά πουλιά που μόλις φεύγουν από την φωλιά και την γλυκιά αγκαλιά της μητέρας τους.
Όσο περνούσε η ώρα τα συνήθιζε ακόμα πιο πολύ. Τώρα μπορούσε να μένει στον αέρα για πολύ ώρα. Πετούσε από δέντρο σε δέντρο και ένιωθε ελεύθερη, τόσο ελεύθερη. Δεν είχε ξανανιώσει ποτέ έτσι. Πάντα ένιωθε εγκλωβισμένη σε μια άλλη ζωή που δεν την ένιωσε ποτέ δική της.
Η φωτιά είχε φουντώσει και απειλούσε το μικρό πέτρινο σπιτάκι της Μαριάννας. Η ίδια δεν είχε καταλάβει τίποτα ή πιο σωστά δεν έδινε σημασία. Έμοιαζε με ένα μικρό παιδάκι που γεύεται πρώτη φορά σοκολάτα, σαν μια έφηβη που γνωρίζει πρώτη φορά τον έρωτα και τα σκιρτήματα της καρδιάς της.
Το ξημέρωμα την βρήκε λιπόθυμη δίπλα στο ποτάμι που βρισκόταν λίγα μέτρα παρακάτω από το σπίτι της. Δεν το καταλάβαινε αλλά ο καπνός τις έκαιγε τα σωθικά. "Είσαι καλά;", της είπε μια άγνωστη φωνή. Ταραγμένη σηκώθηκε και κοίταξε την πλάτη της. Προσπάθησε να δει τα φτερά της μα δεν υπήρχε τίποτα. "Καλά είμαι", απάντησε στον όμορφο ξένο προσπαθώντας να μην δείξει την σύγχυση που επικρατούσε στο μυαλό της για το αν ήταν αλήθεια όλα όσα είχε ζήσει λίγες ώρες πριν.
"Με λένε Αλέξανδρο", της είπε. Σήκωσε το βλέμμα της να τον κοιτάξει. Ήταν ένας όμορφος μελαχρινός άνδρας με βαθύ μαύρο μελαγχολικό βλέμμα. Ένα βλέμμα που σε σοκάριζε, μια ματιά που όταν σε κοιτούσε νόμιζες ότι κοιτάει την καρδιά και το μυαλό σου. Μα πως μπορούσε ένας άγνωστος άνδρας να την επηρεάζει τόσο; Μήπως ήξερε ποια ήταν; Μήπως τελικά ήξερε η ίδια ποια ήταν; Όσο κι αν προσπαθούσε δεν μπορούσε να βρει απαντήσεις.
"Από που είσαι;", τον ρώτησε δειλά. "Η καταγωγή μου είναι από τη Ρουμανία, αλλά μένω εδώ από πολύ μικρός. Δεν θυμάμαι πότε ήρθα πάντως ήμουν μικρός. Εσύ ποια είσαι; "Με λένε Μαριάννα και μόλις ήρθα εδώ". Την κοιτούσε με ένα έντονο διαπεραστικό βλέμμα. "Γιατί με κοιτάς έτσι;", τον ρώτησε. "Μου φαίνεσαι πολύ ιδιαίτερη", της είπε, "Σαν ξωτικό, σαν νεραϊδα, σαν κάτι υπέροχο βγαλμένο από παραμύθι".
- Ευχαριστώ τα μάλα για το κοπλιμάν
- "Τα μάλα" ? Δεν την έχω ξανακούσει αυτή τη βρισιά , πρώτη φορά μου την λένε, γιατί ;
- Αχ, σορυ βρε Αλέξανδρε, δεν είναι βρισιά, σημαίνει "πάρα πολύ" στην δορική διάλεκτο.
- Α, είπα και γω. Νόμιζα πως ενοχλήθηκες. Είσαι πάντως ένας πραγματικός άγγελος.
Φυσικά όταν οι άντρες λένε σε μια γυναίκα ότι είναι "άγγελος" την βλέπουν με
φτερά και πούπουλα και αυτό που σκέπτονται είναι πως πρέπει να την μαδήσουν.
Εδώ που τα λέμε και οι γυναίκες, όταν λένε σε ένα άντρα πως είναι άγγελος,
το "μάδημα" έχουν κατά νου, ειδικά αν πρόκειται για άντρα με γερό πορτοφόλι.
Αυτό που δεν κατάλαβε η Μαριάννα ήταν πως εκείνη την στιγμή πραγματικά κινδύνευε,
και από την φωτιά αλλά και από τον αθώο Αλέξανδρο . . .
Γκκρααανννν .... σπλλαααααατσσσσσσσ . . . ακούστηκε μια δεύτερη βολή από ένα canadair
και μερικές ψυχάλες δροσιάς άγγιξαν τα πρόσωπα της Μαριάνας και του Αλέξανδρου.
vBulletin® v3.8.4, Copyright ©2000-2025, Jelsoft Enterprises Ltd.