PDA

Επιστροφή στο Forum : Εκδίκηση


Μιχάλης
24-09-05, 15:25
Κανείς δεν πίστευε ότι ο Χαράλαμπος, εκείνος ο μικροκαμωμένος, δειλός υπάλληλος στην καθαριότητα του Δήμου, θα ήταν ικανός για όλα όσα η αστυνομία τον κατηγορούσε. Και πράγματι, θα χρειαζόταν να επιστρατεύσει κανείς όλη του τη φαντασία και μάλιστα τις πιο νοσηρές της απόψεις, για να δεχτεί αυτά που από την εποχή του Διαφωτισμού ακόμα καταρρίφτηκαν από τους φιλοσόφους και τους επιστήμονες. Όχι, η επιστήμη ποτέ δεν θα δεχτεί τους ισχυρισμούς μου και η φήμη μου ως άνθρωπος της επιστήμης θα δεχτεί ανεπανόρθωτο ίσως πλήγμα αλλά, αν η άποψή μου έχει κάποια βαρύτητα ακόμη, τότε θα διαβεβαιώσω με τον πλέον κατηγορηματικό τρόπο ότι όσα κατέθεσαν οι μάρτυρες είναι πέρα για πέρα αληθινά. Και, παρά τις εύλογες αντιρρήσεις των συναδέλφων μου, εξακολουθώ να πιστεύω ότι άνθρωπος δεν είναι το ον που επιπόλαια και χωρίς ουσιαστικές αποδείξεις διακηρύσσουν οι θιασώτες της θεωρίας της Εξέλιξης. Στην πραγματικότητα φέρει μέσα του πολλές σκοτεινές καταβολές, από μια εποχή που το δέρμα του δεν ήταν όπως το ξέρουμε, ούτε και η εσωτερική του δομή. Σκοτάδι υπάρχει στα βαθύτερα μέρη της ψυχής μας αλλά η διαφορά είναι ότι σε κάποιους από εμάς εκδηλώνεται με περισσότερο προφανείς τρόπους και ο Χαράλαμπος είναι ένα τρανταχτό παράδειγμα.
Πόση σημασία μπορεί κανείς να δώσει σε έναν οδοκαθαριστή, άσχημο και κοντό, που η φύση δεν τον προίκισε και με τον λειτουργικότερο εγκέφαλο; Όλοι τον προσπερνούν και κανείς δεν ενδιαφέρεται για εκείνον. Τόσο άσχημος που δεν μπορεί να ελπίζει σε ένα φλερτ με μια κοπέλα, τόσο χαμηλής νοημοσύνης που δεν μπορεί να τελειώσει ούτε ένα σχολείο για άτομα με ειδικές ανάγκες, τόσο σωματικά δυσαρμονικό που ακόμα και οι κοπέλες στους οίκους ανοχής αδιαφορούν για το μεροκάματο που θα τους προσέφερε. Ένας άνθρωπος μόνος, χωρίς ελπίδα, χωρίς χρήματα, χωρίς κανείς να ενδιαφέρεται για εκείνον, ξεχασμένος από θεούς και ανθρώπους, περνάει χρόνια μέσα στη θλίψη και στην απόγνωση. Αλλά έρχεται μια στιγμή κάποτε που η μεμψιμοιρία δίνει τη θέση της σε μια απέραντη οργή και μίσος για όλα εκείνα που απλόχερα χαρίστηκαν σε όλους τους άλλους ανθρώπους και τόσο άδικα στερήθηκαν από εκείνον. Ο Χαράλαμπος άρχισε από μέσα του να μισεί και να ζηλεύει όλους εκείνους που έβλεπε να γεμίζουν τους κάδους με τα απορρίμματά τους και ήθελε με όλη του την παγωμένη καρδιά να πάθουν κακό. Θα τους το προξενούσε εκείνος αλλά ήταν πολύ δειλός για αυτό άρχισε να προσεύχεται σε θεούς που δεν ήξερε και σαν το ναυαγό που απελπισμένος πετάει σημειώματα σε μπουκάλια, ελπίζοντας πως η θάλασσα θα τα κατευθύνει σωστά προς τη σωτηρία του. Ποιους ευαίσθητους δέκτες ερέθισαν οι προσευχές του, ποιες κοιμισμένες δυνάμεις ξύπνησαν, κανείς δεν μπορεί να το πει με σιγουριά, όμως ο Χαράλαμπος άρχισε να αλλάζει. Ξέρω πως οι ψυχίατροι θα πουν ότι αυτό είναι μια λογική συνέπεια βάση των βιωμάτων του αλλά κανείς γιατρός στον κόσμο δεν μπορεί να ισχυριστεί πως εκείνο το σημάδι στο μέσα μέρος του πήχυ του ήταν αποτέλεσμα ψυχοσωματικό. Ένα κόκκινο σημάδι, σαν νόμισμα των 2 ευρώ, που κάθε μέρα άλλαζε θέση και κινούνταν σαν να είχε τη δική του βούληση, απέχει πολύ από οποιαδήποτε ψυχοσωματική αιτιολογία γνωρίζω στα παγκόσμια χρονικά. Στην αρχή ο Χαράλαμπος τρόμαξε νομίζοντας πως είχε μολυνθεί από τα σκουπίδια, οι γιατροί τον διαβεβαίωσαν όμως ότι ήταν μια απλή δερματική αντίδραση, για αυτό του έδωσαν αλοιφές που δεν έκαναν τίποτα. Ο ύπνος του έγινε ταραχώδης, γεμάτος εφιάλτες και ολόκληρη τη μέρα υπέφερε από ακουστικές παραισθήσεις. Ένιωθε σαν να έβγαινε φωνή από εκείνη την κόκκινη κηλίδα, την τόσο αυτόνομη, που τα βράδια γινόταν ψίθυρος σε μια άγνωστη γλώσσα που όσο κι αν νόμιζε πως δεν την αντιλαμβανόταν, τα μηνύματά της του ήταν κατά κάποιον τρόπο ξεκάθαρα.
Όταν πέρασε ο πρώτος φόβος, ένιωσε καλύτερα. Πιο δυνατός, πιο υγιής, ακόμα και πιο όμορφος. Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη και για πρώτη φορά το είδωλό του δεν του φάνηκε τόσο αποκρουστικό. Ήταν λες και οι δυσμορφίες του είχαν κάπως «εξομαλυνθεί», σαν να μην ήταν τόσο έντονες, ακόμα και τα δόντια του που προεξείχαν είχαν αρχίσει να καλύπτονται από τα χείλη του που μεγάλωναν συμμετρικά Χαμογέλασε, γιατί τώρα ήταν απλώς ένας άσχημος άντρας και όχι τέρας και αυτό οπωσδήποτε ήταν μια βελτίωση. Το χρώμα του δέρματός του από κίτρινο είχε αρχίσει να ροδίζει, εκτός από την κηλίδα που γινόταν όλο και πιο κόκκινη και τώρα είχε διπλασιάσει τη διάμετρό της. Αλλά δεν τον πείραζε. Τη θεωρούσε υπεύθυνη για αυτές τις αλλαγές που συνέπεσαν με την εμφάνισή της και έτσι σταμάτησε να της βάζει αλοιφές και πολλές φορές τη χάιδευε με αγάπη. Και κρυφά τα βράδια της μιλούσε σαν να ήταν ζωντανή, της μίλαγε για τη ζωή του και πόσο ήθελε να εκδικηθεί όλους τους ανθρώπους που τον είχαν απομονώσει. Θα έπαιρνε όρκο πως όταν της έλεγε τα σχέδια του το σχήμα της άλλαζε και ήταν σαν να του χαμογελούσε επικροτώντας τον…
Σίγουρα θα σκέφτεστε όλοι ότι ο τύπος είναι κλασική περίπτωση σχιζοφρένειας και από όσα σας έχω ως τώρα διηγηθεί θα συμφωνούσα κι εγώ μαζί σας, όμως τα όσα ακολούθησαν κλόνισαν την πίστη μου στην επιστήμη μου και σε πολλά άλλα, τόσο που αναρωτιέμαι αν είμαι κι εγώ ψυχικά ισορροπημένος ή μήπως βαδίζω κι εγώ αργά αργά στη σχιζοφρένεια, επηρεασμένος από τα όσα μου διηγήθηκε ο Χαράλαμπος και όλοι όσοι μου έστειλε ο Εισαγγελέας για ψυχιατρική εκτίμηση. Θα πάρω μια βαθιά ανάσα και με πολύ ψυχικό κόπο θα σας συνεχίσω την ιστορία, γνωρίζοντας πως στο τέλος της είτε θα έχετε αποδεχτεί τα όσα λέω είτε θα κουνήσετε περιφρονητικά το κεφάλι

Μιχάλης
18-10-05, 22:10
Ο καιρός περνούσε και ο Χαράλαμπος μεταμορφωνόταν όλο και περισσότερο σε ένα πολύ γοητευτικό νεαρό άντρα και η ευφυία του αυξανόταν με ανάλογους ρυθμούς για να καταλήξει να ξεπεράσει το μέσο όρο του πληθυσμού, έξι μήνες μετά την εμφάνιση της μυστηριώδους κόκκινης κηλίδας στο χέρι του. Και ενώ η χαρά και η ικανοποίηση ήταν πλέον ζωγραφισμένες στο πρόσωπό του, άρχισε να έχει και τις πρώτες του επιτυχίες με το άλλο φύλο. Βρήκε και εκείνος, επιτέλους μια κοπέλα και ο χρόνος κυλούσε ήρεμος και ευτυχισμένος ενώ η κηλίδα δεν είχε μεγαλώσει ούτε μικρίνει.
Ένα βράδυ και ενώ κοιμόταν με την καινούρια του κοπέλα, ο Χαράλαμπος ξύπνησε ακούγοντας φωνές. Κανείς δεν ήταν ούτε στο δωμάτιο ούτε στο σπίτι και πεποισμένος ότι είχε δει εφιάλτη προσπάθησε να ξανακοιμηθεί. Αμέσως μόλις έκλεισε τα μάτια του όμως, η φωνή ξανακούστηκε, ψιθυρίζοντας μια ακατάλυπτη φράση ή πρόταση, που θα μπορούσε να αποδοθεί κάπως έτσι: « ουνγκα λα, μεν χανουκιμ, αφες, αφες, κινγκο στατ» και επαναλαμβανόταν πάντα με τον ίδιο τόνο, σχεδόν τελετουργικά. Ο Χαράλαμπος άφησε να του βγει μια μικρή κραυγή πόνου καθώς η κηλίδα στο χέρι του μεγάλωσε απότομα και μετακινήθηκε στο πίσω μέρος του λαιμού του αργά αργά, φωσφορίζοντας με ένα απαίσιο κόκκινο χρώμα στο σκοτάδι. Έπεσε καταϊδρωμένος στο μαξιλάρι του με τη μονότονη φωνή να του τριβελίζει τον εγκέφαλο και κάλυψε τα αυτιά του με τις παλάμες του αλλά η φωνή δεν σταμάτησε το μουρμουρητό της. Είδε το δωμάτιο να στριφογυρίζει, ζαλιζόταν και όλες του οι φλέβες πρήστηκαν καθώς πίεζε το κεφάλι του όλο και περισσότερο ώσπου οι φωνές χάθηκαν το ίδιο απότομα και ξαφνικά όσο είχαν έρθει.
Την άλλη μέρα το πρωί έψαξε ολόκληρο το σώμα του να βρει την κόκκινη κηλίδα αλλά μάταια. Είχε εξαφανιστεί ή είχε μπει μέσα στο κεφάλι του, μέσα στο μυαλό του, όπως είχε νιώσει το προηγούμενο βράδυ; Έδιωξε την κοπέλα άρον άρον και βάλθηκε να ξυρίζει το κεφάλι του, ώσπου απογοητευμένος διαπίστωσε ότι η κηλίδα δεν υπήρχε στο δέρμα της κεφαλής και το είδωλό του στον καθρέφτη έδειχνε έναν άνθρωπο φοβισμένο. Εκείνη τη στιγμή ένιωσε ένα δυνατό πονοκέφαλο, σαν χτύπημα από κάτι ιδιαίτερα δυνατό και σωριάστηκε στο πάτωμα μισολιπόθυμος. Και τότε άκουσε ξανά τη φωνή, πιο καθαρά από ποτέ να βροντοφωνάζει μέσα στα αυτιά του « Εγώ είμαι ο Κύριος και ο Θεός σου, δεν υπάρχει για σένα κανένας άλλος εκτός από μένα. Ουνγκα λα, μεν χανουκιμ, αφες, αφες, κινγκο στατ! Κεμ’ αναχ, κεμ’ ινγκο σλιβονεχ!». Την καταλάβαινε αυτή την ακατανόμαστη γλώσσα, ήταν σαν να την ήξερε από πάντα, ήταν μια γλώσσα που τον γέμιζε δύναμη και οράματα τόσο ζωντανά που ήταν λες και τα ζούσε, οράματα δύναμης πέρα από τα ανθρώπινα μέτρα και ελπίδας μεγαλύτερης από όση ένας άνθρωπος θα άντεχε. Ήταν η φωνή που του υποσχέθηκε ότι θα έχει όλα αυτά που του είχαν στερηθεί τόσο άδικα, γιατί δεν ήταν κάποιος τυχαίος. Οι προσευχές του χρόνια τώρα είχαν εισακουστεί και η αλλαγή της εμφάνισής του δεν ήταν παρά μόνο η αρχή. Τον περίμεναν πολύ καλύτερα πράγματα από δω και πέρα και το μοναδικό αντάλλαγμα που του ζητούνταν ήταν να αποδειχτεί ευγνώμων για αυτή την τόσο μεγάλη ευλογία. Σήκωσε την παλάμη του μπροστά στο πρόσωπό του και με θαυμασμό την είδε να παίρνει ένα κόκκινο χρώμα ώσπου ένα υπέροχο, ζωντανό κόκκινο φως βγήκε λες και ένα μικρό αστέρι είχε ανάψει μέσα της.

Μιχάλης
25-10-05, 11:45
Από εδώ και πέρα θεωρώ τώρα που κρίνω τα γεγονότα πιο ψύχραιμα ότι ξεκίνησε η μεγαλύτερη αλλαγή στο Χαράλαμπο. Γιατί, η αλλαγή της εξωτερικής του εμφάνισης δεν είναι το πιο αξιοπερίεργο που του συνέβη αλλά κυρίως η μεταστροφή του εσωτερικού του κόσμου προς τις σκοτεινότερες πτυχές της ανθρώπινης ψυχής. Όταν ήρθε σε εμένα για βοήθεια, ήταν ακόμα στο στάδιο του τρόμου απέναντι σε όλες αυτές τις αλλαγές και όταν πέρασε το κατώφλι του ιατρείου μου διέκρινα έναν άνθρωπο ψεύτικης σχεδόν ομορφιάς που τα φοβισμένα του και μελαγχολικά μάτια πρόδιδαν τις συγκρούσεις που συνέβαιναν μέσα του. Μου έδειξε μια μοναδική φωτογραφία του πριν από τις αλλαγές και δεν πίστευα ότι ήταν εκείνος. Ήταν σαν να έβλεπες έναν εκπεσόντα άγγελο, ένα δαίμονα, να έχει κερδίσει ξανά τα φτερά του και να έχει μεταμορφωθεί σε άγγελο φωτός, σε ολόκληρη τη δόξα του. Μπροστά μου όμως δεν υπήρχε τίποτε που να θυμίζει εκείνο το παραμορφωμένο πλάσμα της φωτογραφίας, εκτός ίσως από τη μελαγχολική έκφραση των ματιών του που δεν είχε αλλάξει.
Πόσο λάθος έκανα τότε θεωρώντας ότι είχα μπροστά μου ένα ναρκισσιστή που μην αντέχοντας και ο ίδιος την πανέμορφη εμφάνισή του προσπαθούσε με ψεύτικη φωτογραφία να αντιστρέψει αυτή την εικόνα της τελειότητας. Φαντάστηκα ότι αυτό συνέβαινε και προσπάθησα να του εξηγήσω πως το ότι ήταν τόσο υπερβολικά όμορφος σίγουρα μπορεί να του δημιουργούσε προβλήματα στις σχέσεις του με τους άλλους, γιατί η ομορφιά δυστυχώς κάνει τους ανθρώπους απλησίαστους όταν οι σύντροφοί τους νιώθουν απέναντί τους μειονεκτικά, αλλά ήταν ένα θείο δώρο. Ένα δώρο που θα τελειοποιούσε εάν ήταν όμορφος και στην ψυχή του αλλά εκείνος γέλασε απογοητευμένος. Δεν τον καταλάβαινα. Τότε άρχισε να μου διηγείται το πως ακριβώς έγιναν εκείνες οι αλλαγές. Για τις φωνές που άκουγε σε μια άγνωστη γλώσσα, για το κόκκινο φως που έβγαινε από την παλάμη του και για τα οράματα που είχε. Κι εγώ, εν μέρει δικαιολογημένα, στάθηκα μόνο στη φράση "εγώ είμαι ο κύριος και ο θεός σου", λέγοντας ότι ήταν η ίδια φράση που αναφέρεται στην Παλαιά Διαθήκη ότι είπε ο Θεός στο Μωϋσή, η πρώτη φράση του Δεκάλογου στο Όρος Σινά. Εκεί αντέδρασε με το να παραμείνει αμίλητος και να ανοίξει διάπλατα τα μελαγχολικά του μάτια, σαν να του είχα λύσει, άθελά μου μια μεγάλη απορία. Είμαι σίγουρος πως την υπόλοιπη ώρα δεν με άκουγε καθόλου, παρά πήρε το χαρτί της συνταγής των φαρμάκων που τον συμβούλεψα να ξεκινήσει και έφυγε, χαμένος στο δικό του κόσμο. Δεν περίμενα πως θα ξαναρχόταν αλλά με διέψευσε. Ήταν απόλυτα τακτικός στα ραντεβού και για αρκετό καιρό θεωρούσα ότι η θεραπεία προχωρούσε καλά γιατί δεν μου ανέφερε πάλι φωνές και οράματα, μόνο μου μιλούσε για τη δύσκολη ζωή του και για την οργή που τόσα χρόνια μάζευε μέσα του. Μια οργή που ήθελε πάρα πολύ να εξωτερικεύσει με μια εκδίκηση που θα ξεσπούσε σε ολόκληρο τον κόσμο που χρόνια τον πλήγωνε αλλά και πάλι δεν ανησύχησα, γιατί κάτι τέτοιο είναι συχνό φαινόμενο στους καταθλιπτικούς. Και, όσο κι αν πρέπει ο γιατρός να παραμένει αμέτοχος και κατά το δυνατόν ασυγκίνητος απέναντι στους ασθενείς του, ομολογώ ότι τον συμπάθησα υπέρ του δέοντος και ανυπομονούσα να έρθει να συζητήσουμε για τόσα ενδιαφέροντα ζητήματα που διαπραγματευόμασταν. Δε συνέβη το ίδιο όμως και με τη Μάγδα, τη νεαρή ειδικευόμενη γραμματέα μου, που κάθε φορά που τον έβλεπε σιωπούσε αλλά άφηνε να φανεί η αντιπάθεια και ο φόβος της απέναντί του. " Κόκκινο φως από τα χέρια του..." μουρμούριζε και στις επίμονες ερωτήσεις μου απαντούσε αόριστα ότι αυτό δεν της άρεσε καθόλου, όχι από ψυχιατρικής πλευράς αλλά από πιο μεταφυσικής και όταν άκουγα αυτή τη λέξη άλλοτε γελούσα και άλλοτε εκνευριζόμουν που ασχολούνταν έστω και ερασιτεχνικά με αυτές τις ανοησίες του μεταφυσικού και του αποκρυφισμού. Και όταν αργότερα η Μάγδα αποδείχτηκε ότι ήξερε μερικά πράγματα καλύτερα από εμένα δεν θύμωσα αλλά στενοχωρήθηκα γιατί εάν την είχα ακούσει τότε ίσως τα πάγματα να ήταν διαφορετικά τώρα.

Μιχάλης
02-11-05, 11:14
Μα, από ότι εκ των υστέρων και με πολύ φόβο έμαθα, ύστερα από έρευνες σε κύκλους που δεν θα έπρεπε να αποκαλύψω, αυτό το φως είναι η οριστικοποίηση ενός καλέσματος πιο αρχαίου από την ανθρωπότητα, και – το χειρότερο – ο Χαράλαμπος δεν ήταν ο μόνος στον κόσμο μας που το είχε. Απλά ήταν ένας από τους πολλούς ή λίγους «εκλεκτούς» που σε κάποια στιγμή της ζωής τους ακούν μέσα τους τη φωνή του ανεκπλήρωτου και, ότι για χρόνια δεν μπορούσαν ή φοβούνταν να πραγματοποιήσουν, έκανε με μεγαλειώδη τρόπο την εμφάνισή του στα μάτια τους.
Ομολογώ πως εάν δεν είχα τη Μάγδα, τη νεαρή ειδικευόμενη στο ιατρείο μου, θα τον είχα απλώς κατατάξει σε μια περίπτωση ψυχοπάθειας και η συνείδηση του επιστήμονα μέσα μου θα ήταν ήσυχη. Όμως εκείνη, με προφανώς πιο «ανοιχτό» μυαλό από εμένα, πίστευε ότι δεν αρκούσαν μόνο τα μαθήματα της ιατρικής μας ειδικότητας για να τον βοηθήσουν. Χρόνια ασχολούνταν με τον αποκρυφισμό και με άλλα παράξενα θέματα και από την πρώτη στιγμή που ο Χαράλαμπος πάτησε το πόδι του στο ιατρείο μου, εκείνη έδειξε τη δυσαρέσκειά της. Μάλιστα στις συνεδρίες μας φρόντιζε πάντα να τον εκνευρίζει με τις ερωτήσεις της και όταν το πετύχαινε τον παρατηρούσε προσεκτικά και σχεδίαζε σκίτσα του, που καταχωρούσε σε ένα φάκελο με ημερομηνίες. Αργότερα μου τα έδειξε και διαπίστωσα τις ήπιες αλλαγές στο πρόσωπό του, που δεν δικαιολογούνταν με βάση τα διαφορετικά συναισθήματα που ένιωθε κάθε στιγμή, αλλά περισσότερα δεν μπορώ να σας πω, γιατί και ο ίδιος δεν μπορώ να το καταλάβω.
Ο Χαράλαμπος, πάντως, ήταν τυπικός στα ραντεβού μας και μου έλεγε ότι έπαιρνε κανονικά τα φάρμακά του ενώ παράλληλα έβλεπα ότι είχε ηρεμήσει. Μάλιστα πολλές φορές χαμογελούσε, πράγμα σπάνιο για αυτόν και μερικές φορές έκανε και αστεία. Ώσπου ένα βροχερό πρωί η Μάγδα είχε μια παράξενη ιδέα. Πήρε το χέρι του και ζωγράφισε μια μεγάλη λευκή κηλίδα και κρατώντας το σφικτά στο δικό της ώστε να τον εμποδίσει να το απομακρύνει απάγγειλε σιγανά, με νόημα : «κεμ’ άναχ, κεμ’ ίνγκο σλίβονεχ». Ο Χαράλαμπος τρομοκρατήθηκε και με ένα βίαιο τίναγμα έπεσε πίσω μαζί με την καρέκλα, ξύνοντας το χέρι του σε μια απέλπιδα προσπάθεια να σβήσει τη λευκή κηλίδα. Εγώ, κατάπληκτος, προσπάθησα να τον βοηθήσω αλλά είδα ότι στο σημείο που η Μάγδα είχε ζωγραφίσει τη λευκή κηλίδα, το δέρμα του είχε γίνει μια πληγή που αιμορραγούσε. Τότε τον άφησα τρομαγμένος κι εκείνος έφυγε τρέχοντας. Δεν είχα δει ποτέ μια τόσο εντυπωσιακή περίπτωση σωματοποίησης του ψυχικού πόνου, αν και πάντα πίστευα ότι τα Στίγματα ήταν μια θεαματική απόδειξη ψυχοσωματικών καταστάσεων. Εκείνη όμως η πληγή που έτρεχε αίμα είχε μια απαίσια εικόνα σαπίσματος και κάτι τέτοιο δεν είχε ποτέ αναφερθεί στα ιατρικά χρονικά. Όσο για τη Μάγδα, είχε μια αυστηρή έκφραση στο πρόσωπό της που με απέτρεψε από το να την κατσαδιάσω.
Το επόμενο πρωί μου έφερε την εφημερίδα μου, όπου με κεφαλαία γράμματα έγραφε για ένα αποτρόπαιο φόνο που είχε συμβεί σε μια χωματερή. Μια νεαρή γυναίκα είχε βρεθεί κατακρεουργημένη. Το σώμα της ήταν γεμάτο μαχαιριές ενώ οι ιατροδικαστές ανέφεραν ότι της είχαν αφαιρέσει το συκώτι με μια τομή χειρουργικής ακρίβειας και αυτό είχε συμβεί πριν η κοπέλα πεθάνει.
« Μάλλον έχουμε να κάνουμε με εμπόρους οργάνων» είπα κι εκείνη κούνησε αρνητικά το κεφάλι.
« Οι έμποροι ανθρώπινων οργάνων δεν κατακρεουργούν τα θύματά τους, ίσα ίσα πολλές φορές τα ναρκώνουν» απάντησε με σιγουριά.
« Μπορεί να το έκαναν για να δείξουν ότι ήταν απλός φόνος, γιατρέ. Εξάλλου οι χαρακιές στο στήθος της δεν είναι τυχαίες»
« Μα δεν φαίνονται καν στην εφημερίδα, Μάγδα» είπα και τότε μου έδωσε φωτογραφίες που είχαν τραβηχτεί στον τόπο του εγκλήματος. Το που τις βρήκε δεν μου απάντησε. Αυτή η κοπέλα είχε προσβάσεις εκεί που δεν περίμενε κανείς. Έριξα μια προσεκτική ματιά στις φωτογραφίες και τις πέταξα αδιάφορα στο τραπέζι.
« Φαίνονται σαν σχήματα, γραμμές που κάνει ένα παιδί που δεν ξέρει ακόμα να γράφει και τίποτε άλλο»
« Και αν σας έλεγα ότι αυτά είναι γράμματα?» ρώτησε με σιγανή φωνή.
« Γράμματα? Και τι είδους αλφάβητο είναι αυτό δηλαδή?»
« Δεν θα το βρείτε καταχωρημένο πουθενά, λίγοι το γνωρίζουν κι εγώ έχω αυτή την ατυχία»
Την κοίταξα χωρίς να ξέρω εάν έπρεπε να την πιστέψω. «Και τι γράφει?» ρώτησα αμήχανα.
« Κεμ’ άναχ, κεμ’ ίνγκο» απάντησε κοιτώντας με κατευθείαν μέσα στα μάτια. Η ίδια φράση που άκουγε ο Χαράλαμπος στα απαίσια όνειρά του, η ίδια φράση που τον τρόμαξε τόσο πολύ την προηγούμενη ημέρα. Αν και δεν ήμουν φανατικός καπνιστής, άναψα ένα τσιγάρο.
« Ζήτησα από τους ιατροδικαστές να πάρουν δείγμα αίματος από το σώμα της κοπέλας, αν και θα το έκαναν έτσι κι αλλιώς. Όμως, αυτό που θα βρουν δεν το περιμένουν. Γιατί επάνω στις πληγές της θα βρουν και το αίμα του δολοφόνου, το οποίο θα είναι μια δυσάρεστη έκπληξη για όλους. Δεν ήταν έμπορος οργάνων, οι δολοφονίες θα συνεχιστούν, γιατί αυτό το συκώτι δεν ήταν αρκετό» είπε και τη στιγμή εκείνη χτύπησε το τηλέφωνο στο μικρό της γραφείο. Πήγε να το απαντήσει και εγώ, με γρήγορες κινήσεις μιας και δεν με έβλεπε, άνοιξα μια κάψουλα κι έριξα το περιεχόμενο στον καφέ της. Ήταν ένα ηρεμιστικό που δίνουμε σε εξαιρετικές περιπτώσεις και κατέφυγα σε αυτή μου την πράξη γιατί τα όσα μου έλεγε με τρόμαζαν περισσότερο από αυτά που είχα ακούσει και δει την προηγούμενη ημέρα. Ούτε λίγο ούτε πολύ κατηγορούσε το Χαράλαμπο για τη δολοφονία, ενάντια σε κάθε επιστημονικότητα.
Όταν έπειτα από λίγα λεπτά γύρισε πίσω για να μου πει ότι ο Μιχάλης είχε ακυρώσει το ραντεβού μας επειδή ήταν άρρωστος με κοίταξε με καλοσύνη και συμπάθεια λέγοντας « Γιατρέ, θα τον πιω τον καφέ μου αλλά μην ελπίζετε πως αυτό που ρίξατε μέσα θα με πιάσει». Εάν δεν είχε μάτια που να της επιτρέπουν να διαπερνά κλειστές πόρτες, δεν καταλαβαίνω πως διαπίστωσε τι είχα κάνει αφού ο καφές δεν πρόδιδε ότι είχε μέσα του ένα ισχυρότατο φάρμακο. Ήπιε δυο μεγάλες γουλιές σχεδόν επιδεικτικά και κοίταξε έξω από το παράθυρο εμφανώς προβληματισμένη.

Μιχάλης
04-11-05, 10:55
Οι ημέρες περνούσαν και κάθε Κυριακή οι εφημερίδες παρουσίαζαν άλλο ένα αποτρόπαιο έγκλημα που είχε συμβεί το Σάββατο με τον ίδιο κάθε φορά τρόπο. Θύματα ήταν πάντα νεαρές γυναίκες που κάποιος ή κάποιοι τις κατακρεουργούσαν και αφαιρούσαν το συκώτι. Η υπόθεση είχε προβληματίσει την αστυνομία που παρά τις συντονισμένες προσπάθειες που κατέβαλε, δεν είχε σταθεί δυνατό να εντοπίσει τους δράστες και το θέμα είχε ενοχλήσει τους ανώτερους αξιωματικούς, επειδή ο ίδιος ο υπουργός είχε δώσει αυστηρές οδηγίες να κλείσει το συντομότερο δυνατό αυτό το ζήτημα.
Το περισσότερο περίεργο ήταν πως τα θύματα βρίσκονταν πάντα στη χωματερή, ενώ υπήρχαν άφθονα μπλόκα αστυνομικών στην περιοχή, που δεν ήταν καθόλου δύσβατη και όσο κι αν ήταν μεγάλη σε έκταση, μπορούσε εύκολα να ελεγχθεί. Υπήρχαν αστυνομικοί που έλεγχαν κάθε όχημα, άλλοι ντυμένοι με πολιτικά που κρύβονταν στα πιο απίθανα σημεία, ενώ κάθε νύχτα το ελικόπτερο της αστυνομίας πετούσε πάνω από τη χωματερή μέχρι τις πρωινές ώρες. Τίποτε, όμως, κανένα ίχνος και καμία υποψία. Οι έμποροι οργάνων μάλλον ήξεραν να κρύβονται καλά, όσο κι αν κάτι τέτοιο έμοιαζε απίθανο αφού η ικανότητά τους να διαπράττουν το έγκλημα και να μη γίνονται αντιληπτοί από κανέναν έμοιαζε σχεδόν υπερφυσική.
Η Μάγδα έμοιαζε πολύ στενοχωρημένη κάθε φορά που διάβαζε στην εφημερίδα για ένα νέο θύμα και πολλές φορές προσπαθούσε να κρύψει ένα δάκρυ που έτρεχε. Φυσικά και όλοι είχαμε στενοχωρηθεί στην πόλη μας με αυτή την ιστορία αλλά στη Μάγδα φαινόταν σαν να είχε στοιχίσει κάπως περισσότερο. Την παρατηρούσα σιωπηλός να θρηνεί αθόρυβα για τα θύματα και διαπίστωσα ότι είχε αρχίσει να ασχολείται με τη θρησκεία, γιατί τα ράφια της βιβλιοθήκης της γέμιζαν σιγά σιγά με ιερά βιβλία διαφόρων θρησκειών. Και, παρακινούμενος από την περιέργειά μου άνοιξα μια μέρα τις σημειώσεις της, για να διαπιστώσω ότι κρατούσε αποκόμματα από τις εφημερίδες και ζωγράφιζε τα σχέδια που είχαν βρεθεί πάνω στα θύματα, εκείνα τα περίεργα «ιερογλυφικά» που λίγες ημέρες πριν μου είχε μεταφράσει. Ήταν σαν να έφτιαχνε μια λίστα από εκείνο το παράδοξο αλφάβητο και δίπλα από κάθε γράμμα σημείωνε ένα άλλο, τόσο όμοιο αλλά και τόσο διαφορετικό ταυτόχρονα.
Συνέχισα να ξεφυλλίζω και στις επόμενες σελίδες είχε γράψει αποσπάσματα από προφητείες που σχετίζονταν με το τέλος του κόσμου. Περισσότερη εντύπωση μου έκανε ένα απόσπασμα από τον Ησαϊα: « Και εθυμώθη οργή Κύριος Σαβαώθ επί τον λαόν αυτού και επέβαλεν την χείραν αυτού επί τας κεφαλάς αυτών και επάταξεν αυτούς και παροξύνθη τα όρη. Και εγένετο τα θνησιμαία αυτών ως κοπρία εν μέσω οδού...» Δεν ήταν τόσο η αποτρόπαια εικόνα που σχηματίστηκε μέσα μου που μου έκανε εντύπωση, όσο ο γραφικός της χαρακτήρας. Ενώ στις άλλες προφητείες το χέρι της όταν τις σημείωνε φαινόταν πως έτρεμε, προφανώς από το άγχος που της δημιουργούσε η ανάγνωση των ζοφερών κειμένων, στο απόσπασμα του Ησαϊα ήταν περίεργα ήρεμο και ο γραφικός χαρακτήρας σταθερός.
Προσπάθησα πολλές φορές να επικοινωνήσω με το Χαράλαμπο αλλά δεν στάθηκε δυνατό. Μόνο μια φορά απάντησε στο τηλέφωνο και με διαβεβαίωσε ότι είχε σταματήσει τις συνεδρίες μας επειδή ένιωθε εντελώς καλά. Μου είπε μάλιστα πως η σχέση του με μια κοπέλα πήγαινε πολύ καλά και πως για πρώτη φορά στη ζωή του ένιωθε τόση γαλήνη και ολοκλήρωση. Δεν τον πίστεψα. Η φωνή του είχε κάτι το ψεύτικο, ακουγόταν μηχανική και σαν να επαναλάμβανε κάποιες φράσεις που είχε από πριν μάθει απέξω. Δεν μπορούσα, φυσικά να τον πιέσω περισσότερο, οπότε του ευχήθηκα να είναι πάντα υγιής και ευτυχισμένος και έκλεισα το τηλέφωνο.
Όταν ανέφερα στη Μάγδα την επικοινωνία μου με τον πρώην ασθενή μας, το πρόσωπό της πήρε μια κουρασμένη έκφραση. « Του είπατε να την προσέχει; Τόσοι δολοφόνοι κυκλοφορούν ανάμεσά μας, όπως διαβάζουμε στις εφημερίδες... αλλά πλησιάζει ο καιρός που όλα θα τελειώσουν.»
« Αλήθεια; είπε η αστυνομία ότι βρίσκονται κοντά στα ίχνη των δραστών;» ρώτησα επειδή προφανώς δεν είχα αντιληφθεί το ύφος της.
« Αυτή η υπόθεση δεν ενδιαφέρει μόνο την αστυνομία αλλά και πολλούς άλλους, περισσότερο αποτελεσματικούς φύλακες» είπε αινιγματικά.

Μιχάλης
21-11-05, 23:06
Όλη αυτή η ιστορία με επηρέασε ως άνθρωπο. Από τη μια ο αινιγματικός ασθενής μου, που υπήρχε πιθανότητα να ήταν ο δράστης τέτοιων εγκλημάτων και από την άλλη η βοηθός μου που ήταν σαν να είχε αλλάξει εντελώς χαρακτήρα τον τελευταίο καιρό. Το κλίμα στο ιατρείο ήταν βαρύ και ομολογώ ότι πήγαινα στη δουλειά μου βαρύθυμος. Δεν μπορούσα τότε να εξηγήσω το γιατί αλλά ένιωθα σαν να ετοιμαζόταν να γίνει κάτι, σαν ένα μεγάλο κακό να είχε απλώσει τις φτερούγες του πάνω από την μικρή μας πόλη που ήδη θρηνούσε οκτώ θύματα, όλα δολοφονημένα με τον ίδιο φρικιαστικό τρόπο. Που θα πήγαινε αυτή η κατάσταση; Ήδη οι πρώτες οικογένειες θυμάτων είχαν καταφτάσει στο ιατρείο μου προσπαθώντας να βρουν μια ψυχολογική υποστήριξη για τις σοβαρές απώλειές τους και ο χώρος γέμιζε καθημερινά από τα κλάματα και τη θλίψη τους, που ένιωθα ότι είχε ποτίσει ακόμα και τους τοίχους. Οι αντοχές μου φαίνεται πως είχαν εξαντληθεί – εξάλλου είμαι και μιας κάποιας ηλικίας – αλλά η Μάγδα έδειχνε ακούραστη. Είχε αναλάβει τις περισσότερες οικογένειες και πρέπει να τα κατάφερνε αρκετά καλά, γιατί έβλεπα τα πρόσωπά τους να είναι πιο ήρεμα μόλις έβγαιναν από το μικρό της γραφείο, λες και μια ελπίδα να είχε φυτρώσει στην ψυχή τους, πιασμένη κυριολεκτικά στο πουθενά.
Αυτή η ηρεμία τους θα μπορούσε να οφείλεται σε φάρμακα που τους έδινε η νεαρή βοηθός μου αλλά εκείνη αρνήθηκε ότι τους χορηγούσε κι εγώ, σπρωγμένος ίσως από τη γεροντική μου περιέργεια, κρυφάκουγα έξω από την πόρτα της, για να ακούσω λόγια που μεγάλωσαν την ανησυχία μου: « Ένα κακό, μεγαλύτερο από όσο φαντάζεστε έχει εισβάλει στην πόλη μας και σαν λαίλαπα έπεσε πάνω σας, τσακίζοντας την ψυχή σας και εξαφανίζοντας τη χαρά από τα πρόσωπά σας. Ένα κακό που κανείς δεν ξέρει από πόσο παλιά ξεκινάει και που οι δολοφονίες είναι μια μόνο από τις πολλές του εκφάνσεις. Δεν θα σας πω να μην κλαίτε ούτε θα σας συμβουλέψω να μη θλίβεστε γιατί κάτι τέτοιο θα ήταν άτοπο. Θα σας πω δυο πράγματα μόνο. Ότι το κακό, άθελά του μπορεί να κάνει καλό. Κι ενώ για εσάς οι απώλειες είναι οδυνηρές και αβάστακτες, για τα παιδιά σας που χάσατε έχει ήδη μετατραπεί σε απέραντη καλοσύνη. Γιατί, τώρα πια ζουν μέσα σε ένα φως που ποτέ δεν σβήνει, μέσα σε ένα Λευκό Φως και τίποτα πια δεν μπορεί να τα βλάψει. Και θέλω να σας υποσχεθώ κάτι, για αυτό προσέξτε τα λόγια μου. Έχουμε οκτώ θύματα, ένατο όμως δεν θα υπάρξει και σε αυτό θα χρειαστώ τη συνεργασία σας...»
Τα υπόλοιπα δεν μπόρεσα να τα ακούσω γιατί η Μάγδα χαμήλωσε υπερβολικά τη φωνή της. Μόλις οι συγγενείς βγήκαν από το γραφείο της, τα πρόσωπά τους φώτιζε μια ελπίδα, μια ανακούφιση και όλοι μαζί, σαν ιεροτελεστία, αμίλητοι έφυγαν. Λίγες ώρες αργότερα ο Διοικητής του αστυνομικού τμήματος μου τηλεφώνησε.
« Γιατρέ, νομίζω ότι η κατάσταση με τις δολοφονίες έχει ξεφύγει από τον έλεγχο. Έφτασαν πριν λίγο εδώ οι συγγενείς των θυμάτων και υπέβαλαν μήνυση σε ένα νεαρό οδοκαθαριστή, που μου είπαν ότι υπήρξε ασθενής σας, κατηγορώντας τον για τους φόνους. Γνωρίζω ότι οι οικογένειες δέχονται θεραπεία από εσάς και ειλικρινά δνε ξέρω τι στο καλό γίνεται. Φαίνεται πως ορισμένοι υφιστάμενοί μου μιλάνε με τη νεαρή βοηθό σας και συνέχεια με πιέζουν να συλλάβουμε το νεαρό».
Αναστατώθηκα. « Κύριε Διοικητά, σε καμία περίπτωση δεν υποδεικνύουμε εμείς δολοφόνους. Δική μας δουλειά είναι να υποστηρίζουμε ψυχολογικά ανθρώπους που έχουν ανάγκη.»
« Φαίνεται όμως ότι η βοηθός σας παριστάνει και τον ντετέκτιβ, γιατρέ και κάτι τέτοιο σε καμία περίπτωση δεν προτίθεμαι να το επιτρέψω. Πείτε μου, όμως, πιστεύετε ότι ο συγκεκριμένος ασθενής σας θα μπορούσε πραγματικά να διαπράξει όλα αυτά τα εγκλήματα;»
« Φοβάμαι πως σε αυτή την περίπτωση είναι περισσότερα αυτά που δεν καταλαβαίνω από αυτά που μπορώ να σας εξηγήσω. Εξάλλου με δεσμεύει το απόρρητο... όμως αν ήξερα κάτι που θα μπορούσε να τον ενοχοποιήσει, σας διαβεβαιώνω ότι θα είχα επιδιώξει να μιλήσω μαζί σας.»
« Αυτό μου αρκεί» απάντησε κοφτά και χαιρετώντας με μου έκλεισε το τηλέφωνο. Φεύγοντας από το ιατρείο μου, σπρωγμένος από μια προαίσθηση που δεν μπορώ να εξηγήσω, πέρασα από το σπίτι που έμενε ο ασθενής μου. Απέξω, στο απέναντι πεζοδρόμιο, οι συγγενείς των θυμάτων στέκονταν παρατεταγμένοι παρατηρώντας το σπίτι αμίλητοι, ενώ στα χέρια τους κρατούσαν ένα αναμμένο λευκό κερί. Κάτι μέσα μου έλεγε ότι αυτή η συνάθροιση δεν ήταν για καλό και αλαφιασμένος προσπαθήσα να τους πάρω μια κουβέντα, μια εξήγηση για το θέατρο που παιζόταν εκεί. Μάταιος κόπος. Φοβούμενος επεισόδια, κάλεσα την αστυνομία από το κινητό μου τηλέφωνο και βάδισα γοργά προς το σπίτι. Βρήκα την πόρτα κλειστή αλλά όχι κλειδωμένη κι έπειτα από μερικές άσκοπες εκκλήσεις μου να μου ανοίξουν, πήρα το θάρρος και την άνοιξα μόνος μου.
Το εσωτερικό του σπιτιού έδειχνε σημάδια εγκατάλειψης. Παντού βρωμιά και ακαταστασία, ενώ με τη ματιά που έριξα στους τοίχους, η καρδιά μου πάγωσε. Σε όλα τα δωμάτια, τα απαίσια ιερογλυφικά που υπήρχαν χαραγμένα στα σώματα των δολοφονηθέντων ήταν ζωγραφισμένα με ένα κόκκινο υλικό που θύμιζε τόσο μα τόσο πολύ ξεραμένο αίμα. Πλησίασα και έξυσα ένα από αυτά με το δάχτυλό μου, τρέμοντας στην ιδέα πως αυτό το αίμα μπορεί να άνηκε σε μια από τις κοπέλες που βρήκαν φρικτό θάνατο στα χέρια του άγνωστου δολοφόνου. Υπήρχε μια κακία μέσα σε εκείνα τα σύμβολα, που δεν την αντιλαμβανόταν η λογική αλλά τα μύχια του ψυχισμού μου. Ξυπνούσαν μέσα μου αρχετυπικούς φόβους, που καθένας μας κουβαλάει μέσα του από την εποχή των σπηλαίων, που τα φώτα του πολιτισμού δεν κατάφεραν αιώνες τώρα να διαλύσουν.
Έξαφνα, άκουσα ένα πνιχτό κλάμα και επανήλθα στην πραγματικότητα. Κάποιος βρισκόταν σε ένα δωμάτιο και, σπρωγμένος από την ανθρώπινη ανάγκη να βοηθήσω έναν άνθρωπο, προχώρησα παρακάτω, παίρνοντας κάθε δυνατή προφύλαξη ώστε να μην γίνω αντιληπτός. Και τότε είδα μια νεαρή κοπέλα στο πάτωμα, φιμωμένη και δεμένη σε πασάλους. Τα χέρια και τα πόδια της ήταν ορθάνοιχτα, σε μια αισχρή απομίμηση του Βιτρούβιου ανθρώπου του Ντα Βίντσι. Ήταν γυμνή και το σώμα της ήταν γεμάτο χαρακιές που αιμορραγούσαν ενώ στο στήθος η μεγαλύτερη μαχαιριά σχημάτιζε ένα απαίσιο ιερογλυφικό, του οποίου τη βλάσφημη και απαίσια μορφή δεν θα παραθέσω, για να μη δελεάσω κανέναν. Γιατί , εκτός από τη φρίκη που εξέπεμπε, έκρυβε μέσα του και μια ισχυρή έλξη, δυνατότερη από την αποστροφή τόσο που αντί να προσπαθήσω αμέσως να βοηθήσω την κοπέλα, άγγιξα με τρεμάμενα χέρια το ιερογλυφικό.
Αν δεν πρόσεχα τα μάτια της νεαρής γυναίκας που άνοιξαν διάπλατα από τρόμο, δεν θα είχα αντιληφθεί το Χαράλαμπο που μπήκε στο δωμάτιο αθόρυβα. Ήταν πανέμορφος, πέρα από τα ανθρώπινα μέτρα και έμοιαζε παντοδύναμος στα μάτια μου. Με κοίταξε με μια ύποπτη αίσθηση καλοσύνης στο βλέμμα του, γονάτισε δίπλα μου και με το νύχι του χάραξε το κορμί της κοπέλας για άλλη μια φορά και ήταν σαν να διαπέρασε νυστέρι το δέρμα της. Τότε ένα χαμόγελο σκοτείνιασε το πρόσωπό του και η κόκκινη κηλίδα στο μπράτσο του έλαμψε θριαμβευτικά. Εντελώς μηχανικά έβγαλα ένα μαντήλι από την τσέπη μου και σκούπισα την πληγή στο κορίτσι που το χαραγμένο του κορμί το συντάρασσαν λυγμοί. Δεν το κατάλαβα τότε, αλλά αυτή ήταν η επιλογή μου απέναντι στο τρομερό δίλλημα που μου έθεσε το ιερογλυφικό ή ότι αυτό αντιπροσώπευε τέλοσπάντων. Από έξω, χαρμόσυνες ψαλμωδίες άρχισαν να ακούγονται.

Μιχάλης
25-11-05, 01:35
Τότε ένα φως έλαμψε πίσω από την πλάτη μου και το χαμόγελο στο πρόσωπο του Χαράλαμπου έσβησε ενώ η κηλίδα του μίκρυνε σε μέγεθος και το χρώμα της ξεθώριασε. Ο Χαράλαμπος, με μια ευκινησία που δεν χαρακτηρίζει το ανθρώπινο είδος, πετάχτηκε στον απέναντι τοίχο και σαν ζώο βρισκόταν σε επιφυλακή ενώ εγώ ήμουν ήδη πολύ τρομαγμένος για κοιτάξω τι βρισκόταν πίσω μου. Ένα κατάλευκο χέρι, όμως, με ακούμπησε φιλικά στον ώμο και με παραμέρησε απαλά. Και η Μάγδα, πιο όμορφη από όσο είχα προσέξει, γονάτισε δίπλα στην καϋμένη την κοπέλα, πέρασε το χέρι επάνω της σαν να προσπαθούσε να την χαϊδέψει και αμέσως οι πληγές στο κορμί της έσβησαν. Ο φόβος είχε χαθεί από μέσα της και γεμάτη ευγνωμοσύνη αγκάλιασε τη βοηθό μου ενώ ο Χαράλαμπος γρύλιζε.
Οι ψαλμωδίες απ’ έξω ανακατεύτηκαν με τις σειρήνες των περιπολικών και τις άγριες φωνές από τα μεγάφωνα που απομάκρυναν τους συγκεντρωμένους κι εγω, αποσβωλομένος από το θέαμα που εξελισσόταν μπροστά στα γέρικα μάτια μου, ένιωσα πολλούς ανθρώπους να κινούνται περιμετρικά του σπιτιού. Η Μάγδα έβαλε την κοπέλα στην αγκαλιά μου και με αργό, αγέροχο βήμα πλησίασε το Χαράλαμπο που είχε ζαρώσει φοβισμένος δίπλα σε μια πολυθρόνα. Η λευκή κηλίδα στο μέτωπό της τη στεφάνωνε με ένα λευκό φως, που έμοιαζε σαν να ήταν ζωντανό, λες και είχε τη δική του βούληση. Ο Χαράλαμπος έδειξε τα δόντια του και άπλωσε το χέρι του σε μια απεγνωσμένη κίνηση κάνει κακό στη Μάγδα. Όμως, δεν τον ωφέλησε σε τίποτα. Η βοηθός μου άπλωσε την παλάμη της και ένας μικρός ήλιος άστραψε μέσα της και σαν τη σκόνη που σηκώνεται όταν φυσάει ο άνεμος, μια απαίσια κόκκινη σκόνη έφυγε πάνω από το σώμα του Χαράλαμπου. Μια σκόνη που στροβιλίστηκε για λίγο στον αέρα σχηματίζοντας ένα διαβολικό προσωπείο που χάθηκε όπως ο καπνός.
Βοήθησα την κοπέλα να σηκωθεί μαζί μου και τότε μόνο παρατήρησα ότι το σπίτι είχε γεμίσει με αστυνομικούς που με φρίκη περιεργάζονταν το χώρο. Η Μάγδα δεν βρισκόταν πουθενά και από τότε δεν την ξαναείδα. Οι ημέρες μου ήταν γεμάτες γιατί οι περισσότεροι που βρίσκονταν σε εκείνο το μικρό σπιτάκι ζήτησαν τη βοήθειά μου, για να αποδεχτούν όσα είχαν δει με τα μάτια τους και οι νύχτες μου περνούσαν μέσα στη σκέψη και στην έρευνα, μόνο και μόνο για να διαπιστώσω ότι περιγραφές για τους ανθρώπους με τις κόκκινες και λευκές κηλίδες στο σώμα τους βρίσκονταν μέσα σε ιστορίες που συνήθως περνούσαν απαρατήρητες από μια απλή ανάγνωση. Και έτσι είναι καλύτερα, γιατί αυτά που έζησα εγώ και οι άλλοι δεν είναι παρά ένας μικρός υπαινιγμός μιας ιστορίας πανάρχαιης που θα την ανακαλύψετε όσοι από εσάς κάνετε μια σοβαρή έρευνα πάνω στα παραμύθια των λαών, αν και θα πρέπει να είστε έτοιμοι να δεχτείτε ότι μετά από αυτή τη μελέτη η ζωή σας θα αλλάξει με μη αναστρέψιμο τρόπο. Το άψυχο κορμί του Χαράλαμπου ήρθε και το μάζεψε το Πανεπιστήμιο. Ποτέ δεν έμαθα τι απέγινε...