Επιστροφή στο Forum : Xρονοπύλες
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Είμαι βαθιά θλιμμένη πολλές φορές από τον τρόπο που συμπεριφέρονται οι άνθρωποι ο ένας στον άλλον, ειδικά τελευταία νιώθω μοναξιά από την οικογενειά μου, αλλά και από τους φίλους, τον άνθρωπο που αγαπάω κανείς δεν με καταλαβαίνει... σε παιδιά της ηλικίας μου αρέσει να βγαίνουν σε κλάμπ και καφετέριες εμένα μ αρέσει να κάθομαι να παρατηρώ τα άστρα, πιάνω τον εαυτό μου να σκέφτεται την ζωή στους άλλους πλανήτες, τα ΑΤΙΑ,τα φαντάσματα, την μαγεία, νιώθω πιο άνετα μεταξύ ζώον παρά ανθρώπον έχω την αίσθηση ότι ήρθα εδώ στη γη για να επιτελέσω κάτι σημαντικό. ξέρω ναι ανήκω στο μεγάλο πληθυσμό που νομίζουν το ίδιο που ψάχνουν να βρούν το νόημα της ζωής , αλλά εμένα πλέον μου έχει γίνει εμμονή... έτσι άρχισα το ταξίδι της αναζήτησης μόνη μου...
Πρώτα απ΄ όλα μπήκα στον κόσμο των φαντασμάτων, δεν θα μπορούσα κιόλας να μην ξεκινήσω από το μεγαλύτερο μυστήριο... φάντασμά είναι η ψυχή ή το πνεύμα ενός νεκρού σώματος τι ενώνει τελικά μια ψυχή και ένα σώμα ?! εγώ μικρή είχα δημιουργήσει μια θεωρεία στο μυαλό μου, την ψυχή και το σώμα τους συνδέει μια αλυσίδα, όταν κόβεται η αλυσίδα χωρίζονται...οι "καλές ψυχές" πάνε στον ουρανό και ησχυχάζουν που το παρομοίαζα με τον παράδεισο και οι "κακές ψυχές" , μένουν κολλημένες με το σώμα τους μη μπορώντας να ησυχάσουν θαμμένες μέσα στο χώμα... μεγαλώνοντας η θεωρία μου άλλαξε λιγάκι... έμαθα τις διαστάσεις έμαθα για τις ψυχές που εγκλωβίζονται εδώ... και έτσι κατάλαβα ότι καμιά ψυχή δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί "κακή ", νομίζω ότι μετατρεπόμαστε σε κακές ψυχές.
Έτσι το ταξίδι μου από το ένα πήγαινε στο άλλο, στοιχειωμένα σπίτια, δαίμονες, μαγεία, χρονοπύλες, αστρικό ταξίδι, μετενσάρκωση κ.λ.π, βρήκα έτσι και ένα σίτε στο ίντερνετ και έγινε ακόμα πιο ενδιαφέρον...αρχικά στο σίτε γνώρισα μια γυναίκα περίπου 40 χρονόν από την Ρόδο, σκέφτηκα αρχικά καλά τι κάνει αυτή εδώ δεν έχει να ασχοληθεί με πράγματα της ηλικίας της και αμέσως μίσησα τον εαυτό μου πως μπόρεσα να σκεφτώ με αυτόν τον τρόπο, ήταν απλώς ένας άνθρωπος που συνέχιζε ακόμα το ταξίδι για το νόημα της ζωής το μυστήριο...ένας άνθρωπος που αναζητάει τα ίδια με μένα, την συμπάθησα πολύ και έμαθα πολλά απ αυτήν , και κυρίως μου θύμησε ένα κομμάτι μου, που μου άρεσε να γράφω, ίσως να την ευχαριστούσα κάποτε γι αυτό., η συνέχεια ήταν να δημιουργήσω ένα blog το ghost hunters, και αργότερα να αναρτήσω στο σίτε ζητώντας την δημιουργία μιας ομάδας κυνηγών φαντασμάτων. Ανταποκρίθηκαν αρκετοί, αλλά το πιο σημαντικό ήταν ότι γνώρισα τον Δημήτρη, ένα παιδί δεκαοχτώ χρονόν από τα Ιωάννινα, μου εξέφρασε το πάθος του για το μεταφυσικό αλλά και ότι θα ήθελε να συμμετέχει στην ομάδα αλλά δυστυχώς βρισκόταν Ιωάννινα και εγώ Αθήνα. Διέκρινα ένα πάθος σ αυτό το αγόρι ήταν ψαγμένος και του άρεσε πολύ. κάπως θα μπορούσαμε να συνεργαστούμε και έτσι ανταλλάξαμε email και από κείνη την μέρα κατάλαβα ότι βρήκα την αδερφή ψυχή μου, ένα υπέροχο παιδί, ειλικρινής και αστείος με μια μικρή ανωριμότητα λόγο ηλικίας που την δικαιολογώ και με μια καλοσύνη από την πρώτη κιόλας στιγμή μου ζήτησε να με φιλοξενήσει Ιωάννια και ίσως έτσι να πηγαίναμε και για κυνήγι. δέχτηκα. ήταν μια πρόκληση δεν θα μπορούσα να αρνηθώ. περνούσαμε ατέλειωτες ώρες μιλώντας για το άγνωτο...
Με λένε Λιάνα λοιπόν και είμαι 20 χρονόν είμαι φοιτήτρια λογιστικής και θα σας διηγηθώ την ιστορία μου και του Δημήτρη σε ένα μαγικό ταξίδι γεμάτο μυστήριο και περιπέτεια....
KΕΦΑΛΑΙΟ 1ο - Το ταξίδι μου μέχρι τα ιωάννινα
Οι μέρες πέρασαν και η εξετάστική τελέιωσε και άρχισε επίσημα το καλοκαίρι. Ο Γιώργος ο φίλος μου έφυγε από νωρίς για το χωριό στους δικούς του μιας και είχε ξεμείνει από λεφτά και εγώ ήμουν έτοιμη για να πάω Ιωάννινα αλλά πως θα ανακοίνωνα κάτι τέτοιο στους δικούς μου, ήξερα ήδη ότι θα άρχιζαν τν γκρίνια, που θα πάω, τα λεφτά αλλά έπρεπε να πάω ακόμα και αν έπρεπε να πω ψέματα!
Δειλά δειλά πλησίασα στο σαλόνι, όπου πάντα καθόταν ο μπαμπάς μου με το τηλεκοντρόλ στο χέρι αραγμένος στο καναπέ και η μάνα μου καθισμένη στο άλλο να ξεφυσάει κάθε δυο λεπτά που δεν μπορούσε να δει την αγαπημένη της εκπομπή.
-θα πάω Ιωάννινα τους είπα με την σχολή
-Ιωάννινα ? ρώτησε η μαμά μου μες στο καλοκαίρι ?κάτι καλύτερο δεν βρήκαν να σας πάνε?
-είναι κάτι σεμινάρια λογιστικής και το προτίμησαν, χρειάζομαι λεφτά
-πότε φεύγετε ?
-την παρασκευή έχω πληρώσει ήδη το εισητήριο μόνο τα λεφτά για την διαμονή μου θέλω...
-καλά είπε η μάνα μου, ο πατέρας μου συνέχισε να κοιτάει την τηλεόραση χωρίς καθόλου να κουνήσει το κεφάλι του, αλλά τώρα άρχισε να ξεφυσάει εκείνος...
έφυγα γρήγορα πριν το μετανιώσουν. πήρα αμέσως τον Δημήτρη τηλέφωνο να του πώ τα καλά νέα. Ξετρελάθηκε. εγώ ξεκίνησα τις προετοιμασίες πήγα για ψώνια, πήρα τις μπλούζες που του χα πει με την επιγραφή ghost Hunters και ένα δώρο... την επόμενη μέρα έφτιαξα τις βαλίτσες μου και το βράδυ κοιμήθηκα ευτυχισμένη που αύριο ήταν επιτέλους η μέρα της αναχώρησης μου.
Έφτά το πρωί βρισκόμουν στο σταθμό Κηφισού το πούλμαν έφευγε στις οχτώ είχα λίγη ώρα ακόμα έβάλα μέσα την βαλίτσα και μπήκα μέσα μετά, ήταν γεμάτο αλλά δεν ενοχλήθηκα, έβαλα τα ακουστικά και ξεκινήσαμε. δίπλα καθόταν ένα αγόρι σχετικά ωραίος, κοίταξε αλλά δεν έδωσα σημασία πως είχα γίνει τόσο ξενέρωτη, δεν μπορούσα να κοιτάξω άλλον άντρα εκτός από τον Γιώργο... παρόλα αυτά και εκείνου του έλεγα ψέματα,το αγόρι δίπλα μου ξαφνιάστηκε μάλλον θα είχε πολύ πέρασει και ενοχλήθηκε που ακόμα μια δεν έπεσε στα δίχτυα του, ίσως να μην με έβρισκε ιδιαίτερα όμορφη αλλά ήθελε να επιβεβαιωθεί, μου μίλησε λιγάκι, σε λίγο με πήρε ο ύπνος ούτε που το κατάλαβα, όταν ξύπνησα δεν είχαμε απομακρυνθεί και πολύ ήμασταν στο ρίο.
σταματήσαμε δυο φορές για φαγητό. περάσαμε την Λειβαδιά και Ιωάννινα, κατεβήκαμε μου έδωσε ο οδηγός την βαλίτσα, κοίταξα. υπήρξε πράγματι μια λίμνη όπως μου είχε περιγράψει ο Δημήτρης, αλλά εκείνος πουθενά, τον πήρα τηλέφωνο ήταν κλειστό.το στομάχι μου σφίχτηκε πανικοβλήθηκα
"δεν θα έρθει" σκέφτηκα,
αμέσως διαψεύτηκα μόλις είδα τον Δημήτρη να έρχεται τρέχοντας προς την μεριά μου, τακτοποιήσα γρήγορα τα μαλλιά μου, να κάνω καλή εντύπωση. Με πλησίασε και μου χαμογέλασε, τον αγκάλιασα.
-νόμιζες δεν θα έρθω ρε Λιάκο * ? τρόμαξες?
-η αλήθεια είναι πως ναι.. που ήσουν?
-απλώς άργησα λιγάκι
προσφέρθηκε να πάρει την βαλίτσα μου και περπατήσαμε μέχρι το σπίτι του φίλου του, αφήσαμε τα πράγματα έκανα ένα μπάνιο ντύθηκα και πήγαμε να φάμε και μετά σε μια καφετέρεια που λεγόταν Γαριβάλντι ή κάπως έτσι και μετά βόλτα ... ήταν πολύ όμορφα και ο Δημήτρης ακόμα πιο αστείος και καλός από κοντά ένιωθα πολύ οικεία μαζί του σαν να τον ήξερα χρόνια. πήγαμε σπίτι και μετά την επόμενη μέρα θα ήταν η πρώτη μέρα μας για κυνήγι.
Αναμφίβολα, η πρώτη μας επίσκεψη αφορούσε τη λίμνη Παμβώτιδα που κλέβει πάντα την παράσταση με το καταπράσινο τοπίο της και τον πλούτο της σε ιχθυοπανίδα και ορνιθοπανίδα, αλλά κυρίως για τον πασίγνωστο θρύλο σύμφωνα με τον οποίο ο Αλή Πασάς έπνιξε στη λίμνη τυφλωμένος από πάθος, την κυρά Φρωσύνη που μου διηγήθηκε ο Δημήτρης βάζοντας και το αλατοπίπερο στην ιστορία. Σε δέκα λεπτά με ένα από τα καραβάκια που περίμεναν πήγαμε στον Μώλο των Ιωαννίνων. Πάνω στο νησάκι διατηρείται, άλλωστε, ως μουσείο ένα από τα σπίτια του Αλή Πασά, αυτό στο οποίο σκοτώθηκε, όπου έχει προσωπικά αντικείμενα αυτού και της κυρά Φρωσύνης, βγάλαμε αρκετές φωτογραφίες και πήραμε κάποια αναμνηστικά, αργά το βράδυ πήγαμε στο σπίτι πήραμε τα πράγματα και πήγαμε για κυνήγι δεν μπρορώ να ξεχάσω ακόμα τις φωνές που έβαλα εκείνο το βράδυ, και το πόσο γελάσαμε μετά...φτάσαμε στο σπίτι από το οποίο μου είχε στείλει φωτογραφίες στο email μου, δεν το αδικούσαν καθόλου οι φωτογραφίες ήταν ιδιαίτερα όμορφο και τεράστιο αλλά και πολύ τρομακτικό, κοιτάξαμε λιγάκι γύρω μας δεν ήταν κανείς μπήκαμε μέσα ήταν άδειο εντελώς, υπήρχαν παντού επιγραφές σατανιστών και σκουπίδια, αφού μαγνητοσκοπήσαμε λιγακί τραβήξαμε μερικές φωτογραφίες και βίντεο αποχωρήσαμε απογοητευμένοι... εκείνη την στιγμή που βγαίναμε ο Δημήτρης ήταν από πίσω μου εγώ νόμιζα ότι είχε βγεί έξω και με σκούντησε να μου πει κάτι και εγώ τρομαγμένη άρχισα να φωνάζω και να τον χτυπάω, πεσμένοι κάτω και οι δυο γελούσαμε σαν χαζά για ώρα.
Την επόμενη μέρα επισκεφτήκαμε ο τεράστιο Κάστρο των Ιωαννίνων, που χρονολογείται από το 528 μ.Χ., έργο του αυτοκράτορα Ιουστινιανού με σκοπό να οχυρώσει το Βυζαντινό κράτος και διοικητικό κέντρο μετέπειτα κατά την τουρκοκρατία. Μέσα στα 200 του στρέμματα, το Κάστρο περιβάλει το τζαμί του Ασλάν Πασά, όπου σήμερα στεγάζεται το Δημοτικό Εθνογραφικό Μουσείο, το Ιτς Καλέ νοτιοανατολικά, όπου βρίσκονταν τα ανάκτορα του Αλή Πασά, καθώς και την παλιά πόλη των Ιωαννίνων., αυτά τα μάθαμε καθώς ακολουθούσαμε μια ομάδα ξεναγών και το παίζαμε τουρίστες με τα χάλια αγγλικά μας. πήγαμε για καφέ αργότερα και για ένα περίπατο αργά το βράδυ στους δρόμους και ξαναπιάσαμε και πάλι δουλειά και πήγαμε σε ένα δάσος κοντά ψάχνωντας για χρονοπύλες. άδικα. άλλη μια μέρα γυρίσαμε χωρίς ίχνος φαντασμάτων στην κάμερα μας...δεν ενοχληθήκαμε ιδιαίτερα περνούσαμε καλά η δυό μας άξιζε το ταξίδι μου.
πήγαμε σπίτι παραγγείλαμε πίτσα και βλέπαμε ταινία όταν ξαφνικά ακούσαμε θόρυβο από το υπόγειο...μιας και το σπίτι ήταν μονοκατοικία δεν υπήρχε άλλος εκεί παρά μόνο εμείς...κατεβήκαμε τα σκαλια και πήγαμε κάτω. ήταν μια αποθήκη ή ένα μυστήριο που έκρυβε η γιαγιά του φίλου του Δημήτρη , η πόρτα ήταν κλειδωμένη, ψαξαμε παντού στο σπίτι για κλειδιά αλλά τίποτα. γεννιόταν μπροστά μας ένα μυστήριο και έπειτα από τόσες μέρες χαμένου κυνηγιού. μπορούσε να είναι τόσο κοντά μας το μυστήριο και εμείς να μην το είχαμε αντιληφθεί?!
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2ο- Η ΧΡΟΝΟΠΥΛΗ
-θα την ανοίξω εγώ είπε ο Δημήτρης, έχουμε επιτέλους το μυστήριο μπροστά μας
-Δημήτρη δεν πρέπει, θα βάλεις σε μπελάδες τον φίλο σου αν δεν υπάρχει κάτι εκεί, και εκείνος μας άφησε το σπίτι του
-είμαι σίγουρος ότι κάτι υπάρχει , είσαι μαζί μου?
Μή μπορώντας να τον αποτρέψω, συμφώνησα μαζί του και τον άφησα να ανοίξει την πόρτα,πήγα τρέχοντας πρώτα μέσα πήρα την τσάντα με κάποια πράγματα και την κάμερα και μπήκαμε... για καλή μας τύχη η παραβίαση άξιζε, εκείνο δεν ήταν ένα απλό δωμάτιο, άλλα ένα τούνελ, πέταξα στην αρχή της πόρτας ένα γράμμα που χα γράψει σε περίπτωση που χανόμασταν και προχωρήσαμε. Ήταν θεοσκότεινα, ο φακός ίσα που μας έδειχνε το δρόμο.είχαμε προχωρήσει αρκετά, δεν θυμάμαι για πόση ώρα περπατούσαμε.Ξαφνικά ακούστηκε μια μουσική σαν νανούρισμα, αν και ήταν γλυκό, ανατρίχιασα!, άρπαξα τον Δημήτρη από το χέρι.Εκείνος γέλασε, βλέποντας με φοβισμένη.Δεν θα τσίριζα, να τον ευχαριστούσα. σκέφτηκα ίσως φτάναμε σε κάποια έξοδο και ακουγόταν ο ήχος από κάποιο σπίτι...σε λίγη ώρα ο φακός δεν μας χρειαζόταν πια, ένα φώς μας τύφλωνε και ερχόταν όλο και πιο κοντά μας, δεν βλέπαμε σχεδόν τίποτα, έπιασα το χέρι του πιο σφιχτά και τρέξαμε προς το φώς αυθόρμητα. Η ταχύτητα που τρέχαμε αυξήθηκε,πως γινόταν να τρέχουμε τόσο γρήγορα σκέφτηκα ή μήπως ο χρόνος κυλούσε γρήγορα και μας παρέσερνε. δεν μπορούσα ούτε να μιλήσουμε , ούτε να δούμε κάτι απλώς ένιωθα το χέρι του και δεν ένιωθα μόνη, ένιωθα ασφαλής...
-μην μ αφήσεις φώναξα εκείνος με κοίταξε
Το επόμενο που θυμάμαι είναι να ανοίγω τα μάτια μου, και να βλέπω τον Δημήτρη να προσπαθεί να με συνεφέρει ντυμένος σαν ιππότης φορώντας ένα καπέλο και μου ερχόταν να γελάσω αν και ζαλισμένη.
-γιατί είσαι ντυμένος σαν τζιγκιτζιγκιρλάκιας?*1 τον ρώτησα εκείνος γέλασε
-τα καταφέραμε Λιάνα τα καταφέραμε μπήκαμε σε χρονοπύλη.!!!
πράγματι κοίταξα γύρω μου βρισκόμασταν σε σπίτι κατασκευασμένο από ξύλο, περιλάμβανε μόνο με ένα δωμάτιο και με φτωχό εξοπλισμό...
-πάρε αυτό και φόρα το μου είπε
ήταν ένα πανέμορφο ρόζ φόρεμα πριγκιπικό με ωραία γάντια και μια στέκα για τα μαλλιά
-γύρνα από την άλλη Μήτσο να αλλάξω
-ποοο σαν να μην έχω ξαναδεί γυναίκα και γύρισε
Ντύθηκα γρήγορα, μάζεψα νευρικά τα μαλλιά μου έβαλα την στέκα...ένιωθα σαν πριγκίπισσα...ο Δημήτρης μου είχε διαλέξει το πιο όμορφο φόρεμα.. είχε γούστο αναμφισβήτητα.
-πώς σου φαίνομαι? τον ρώτησα και υποκλίθηκα
-ρε Λιάκο*2 δείχνεις σαν πριγκίπισσα .Είσαι πολύ ωραία! χαμογέλασε του το ανταπέδωσα.
-που τα βρήκες τα ρούχα ?
-όσο κοιμόσουν πήγα και τα βρήκα έξω! και γέλασε
-τα έκλεψες ? δεν μίλησε
-τι θα κάνουμε τώρα ?τον ρώτησα δεν έχουμε κανέναν να μας βοηθήσει
-έχουμε ο ένας τον άλλον Λιάκο, δεν θα αφήσω να πάθεις κακό
ήμουν σίγουρη γι αυτό, αν και τον ήξερα πολύ λίγο είχαμε μόνο ο ένας τον άλλον και έπρεπε να μείνουμε ενωμένοι.
Βγήκαμε έξω παντού σπίτια ξύλινα, περπατήσαμε λιγάκι, βρισκόμασταν σίγουρα σε κάποια άλλη εποχή οι δρόμοι δεν ήταν καλόφτιαγμένοι υπήρχαν μαγαζιά που γράφανε ράφτες και τα κοσμούσαν ενδύματα, αλλά το μάτι μου έπεσε σε ένα κάστρο ήταν πανέμορφο μαγεύτηκα δεν είχα ξαναδεί πιο όμορφο πράγμα ήθελα να ζήσω εκεί
-είναι όντως πανέμορφο είπε ο Δημήτρης
-που ξέρεις ότι σκεφτόμουν αυτό?
-το βλέπω ρε χαζούλα από το πως το κοιτάς
όσο προχωρούσαμε ο κόσμος μας κοίταζε περίεργα μερικοί υποκλίνοντα κιόλας, σκέφτηκα θα μας πέρασαν για αριστοκράτες έτσι όπως είμασταν ντυμένοι. μα που ήμασταν έπρεπε να ρωτήσουμε ένας χωρικός ήταν μπροστά μας και δούλευε
-με συγχωρείτε κύριε για την ενόχληση μπορούμε να σας κάνουμε κάποιες ερωτήσεις, αφού με κοίταξε για λίγο υποκλίθηκε και κίνησε το κεφάλι του καταφατικά.
-ποιανού είναι το κάστρο? σε ποιά εποχή είμαστε και ποιά χρονιά έχουμε ? είμαστε ταξιδιώτες από την αγγλία έχουμε χάσει το μέτρημα είπα χαμογελώντας όσο πιο γλυκά μπορούσα. εκέινος με κοίταξε ήταν σαν να έλεγε είναι παλαβή αλλά από σεβασμό βλέποντας με τόσο κομψή απάντησε
-είστε στην Αγγλία, lady το 1066 αυτό είναι το κάστρο του Γουλιέλμου του Νορμανδού, εισέβαλε στη Βρετανία και πέτυχε τη διάσημη ήττα του Βασιλιά Χάρολντ της Αγγλίας που θρυλείται ότι πέθανε χτυπημένος από βέλος στο μάτι κατά τη διάρκεια της Μάχης του Χάστινγκς. Ο Γουλιέλμος της Νορμανδίας ανέλαβε τη διακυβέρνηση της Αγγλίας και της Σκωτίας...
ήμασταν δηλαδή στο μεσαίωνα και για όποιον δεν ξέρει τι είναι μεσαίωνας θα τον διαφωτίσω έμεινε γνωστός ως η περίοδος των Σκοτεινών Αιώνων.περίοδο θρησκευτικού φανατισμού Κατά το Μεσαίωνα με μεγάλη επιρροή της εκκλησίας στην κοινωνική και προσωπική ζωή των ανθρώπων, πριγκίπισσες ιππότες, σταυροφορίες, χάσμα δυτικής και ανατολικής εκκλησίας.
-σας ευχαριστώ πολύ του είπα και του υποκλίθηκα είχε αρχίσει να μ αρέσει αυτό, ο Δημήτρης γελούσε κάθε φορά που έβλεπε να το κάνω . πεινούσαμε και ο Δημήτρης παραπονιόταν συνέχεια και εγώ γινόμουν ακόμα πιο πολύ γκρινιάρα.
-βρισκόμαστε δηλαδή στον μεσαίωνα Μήτσο το όνειρο σου πραγματοποιήθηκε, αλλά πεινάμε
-σκάσε χαζούλα θα βρούμε βγάλε και εσύ λίγο μπούτι έξω
-Μήτσο!!! είπα ενοχλημένη εκείνος με κοίταξε απορημένος
-δεν με βολεύει το φόρεμα να το κάνω αυτό είπα γελώντας
μπροστά μας βρισκόταν μια εκκλησία και μέσα γινόταν γλέντι, ξαφνιαστήκαμε αλλά μπήκαμε μέσα βρίσκονταν κληρικοί και ιππότες και γλεντούσαν στην θέα μιας γυναίκας γύρισαν και με κοίταξαν όλοι. νομίζω εκείνη την στιγμή κοκκίνησα.
-ασεβεία πετάχτηκε ένας κληρικός πάνω με γεμάτο το στόμα του από κρασί ο Δημήτρης μπήκε μπροστά
-πως μπορείτε και μιλάτε έτσι στην πριγκίπισσα Ζοζεφίνα είπε δυνατά χωρίς α φοβάται. τον θαύμασα και από πότε με λέγανε ζοζεφίνα?!. ο κληρικός κατέβασε τους τόνους του. είναι η ανιψιά του Γουλιέλμου ήρθε να δειπνήσει απόψε μαζί μας είπε όλοι υποκλίθηκαν και το πίστεψαν. ο Δημήτρης με εξέπληξε.. έκατσα εκεί μου κάνανε χώρο και μας βάλανε να φάμε και μας πλουσιοπάροχα.μιλούσανε δυνατά και ήταν τόσο γελιοί,φανατικά θρησκευόμενοι, άπληστοι μου ερχόταν να τους σπάσω το κεφάλι αλλά τους χρειαζόμασταν. βάλανε μουσική και άρχισαν να χορεύουν μέσα σ αυτούς διέκρινα κάποιους πραγματικά εκλεπτισμένους
-γυναίκες γιατί δεν υπάρχουν στην γιορτή? ρώτησα
όλοι με κοίταξαν ο ίδιος πάλι σηκώθηκε και είπε
-μα η Εκκλησία δεσποινίς τις θεωρεί σύμβολα της αμαρτίας και του κακού!
-ντροπή σας είπα γεμάτη αγκανάκτηση οι γυναίκες είναι ιερές φέρνουν ζωές στον κόσμο, εκείνη την στιγμή σώπασα όταν είδα μπροστά μου έναν άντρα να φοράει κορόνα και να τον ακολουθούν, ο Δημήτρης με κοίταξε. Κοκκάλωσα
-ποιά είναι αυτή η γυναίκα? ρώτησε ο βασιλιάς
-η πριγκίπισσα ζοζεφίνα, βασιλιά μου μας είπε ότι είναι η ανιψιά σας είπε ένας από τους ιππότες
με εξέτασε με μια γρήγορη ματιά και ύστερα φώναξε
-φέρτε την μπροστά μου, ο Δημήτρης σηκώθηκε να με βοηθήσει και δύο ιππότες τον κράτησαν δυνατά και ο κληρικός με άρπαξε και με πέταξε στα πόδια του.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3ο-Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΓΟΥΛΙΕΛΜΟ
Η καρδιά μου χτυπούσε πολύ δυνατά είχα την εντύπωση κιόλας ότι ακουγόταν.. Ήμουν σίγουρη ότι ήρθε το τέλος μας, θα σκότωνε εμένα πρώτα ή ίσως με έκαιγε σαν μάγισσα και ψεύτρα και ύστερα τον Δημήτρη, μου ήρθε η μαμά μου στο μυαλό μου δεν την είχα σκεφτεί καθόλου , και κανέναν από κείνη την στιγμή που μπήκα στην χρονοπύλη, δεν την σκέφτηκα καθόλου τώρα θα έκλαιγε που είχε χάσει την κόρη της, αλλά τώρα θα την έχανε στ΄αλήθεια. Προσπαθούσα να σκεφτώ τι να πώ τι ήξερα για τον συγκεκριμένο βασιλιά. το μυαλό μου είχε αδιάσει δεν μπορούσα να σκεφτώ τίποτα...πεσμένη στα γόντα με το βλέμμα ενός γεροδεμένου αλλά χοντρού άντρα πάνω μου και με όλα τα κοράκια γύρω μου, νόμιζα θα με πιάσουν τα κλάμματα. Ήμουν έτοιμη να αρχίσω να τον ικετέψω να μας λυπηθεί, αλλά ξαφνικά μου ήρθαν στο μυαλό όσα είχε πει ο Δημήτρης "πριγκίπισσα Ζοζεφίνα " και η ιστορία δημιουργήθηκε στο μυαλό μου.Σηκώθηκα όρθια, έφτιαξα το φόρεμα μου το τίναξα λιγάκι που είχα λερωθεί, υποκλίθηκα στον βασιλιά όπως άρμοζε πήρα μια ανάσα και είπα
-είμαι πράγματι η πριγίπισσα Ζοζεφίνα! γεμάτη αυτοπεποιήθηση κι ας τα πόδια μου έτρεμαν και είστε ο θείος μου! ο Δημήτρης έμεινε, τι πήγαινα και έκανα αναρωτιόταν έβλεπα τα μάτια του να με ικετεύουν να σταματήσω.
-ποιοι είναι οι γονείς σου ? με ρώτησε και η φωνή του ακουγόταν στο μυαλό μου ξανά και ξανά σαν αντίλαλος
-η Ρομπέρτα και ο Εντουάρντος δούκας στην Ελλάδα, το κάστρο μας έπεσε από εισβολές από Άβαρους και Σλάβους και έσφαξαν όσους ήταν μέσα, ευτυχώς υπήρχε ο Αρθούρος και έδειξα τον Δημήτρη, θα ήμουν και εγώ νεκρή, η μητέρα μου με έβαλε σε μια άμαξα με λίγους ιππότες μερικά πράγματα και ένα γράμμα γιας σας και μου είπε να σας βρώ και να με βοηθήσετε.
-δεν έχω αδερφή Ρομπέρτα είπε
-ο πατέρας σας έδωσε την μητέρα μου όταν γεννήθηκε στον φίλο του Κωνσταντίνο ώς ένδειξη φιλίας επειδή δεν μπορούσε να κάνει παιδιά η γυναίκα του... έτσι δεν γνώρισατε την αδερφή σας. ο πατέρας σας ζήτησε μόνο απο τον φίλο του να την ονόμασουν όπως εκείνον
-πράγματι τον πατέρα μου τον λένε Ρομπέρτο!είπε ο βασιλιάς το γράμμα το έχεις?
ο Δημήτρης παρατηρούσε τρομοκρατημένος αλλά και παραξενεμένος που γνώριζα τόσα πολλά, αλλά αμέσως κατάλαβα τι θα σκεφτόταν "το φυτό διάβαζε πολύ", θύμωσα λίγο σ αυτήν την σκέψη
-δυστυχώς είπα και πήρα ένα στενάχωρο βλέμμα όταν πλησιάσαμε κοντά στο κάστρο μας επιτέθηκαν ληστές μας πήραν τα πάντα εκτός απ αυτό, και έβγαλα το φυλαχτό που είχα φτιάξει για τον Δημήτρη, που μου το έδωσε η μητέρα μου για σας και τον πλησίασα και του το έδωσα και απομακρύνθηκα πάλι. φαινόταν συγκινημένος.
-μου είπε ότι μπορώ να στηριχτώ σε σας και ότι δεν θα σας είμαι βάρος... είχε δίκιο? ρώτησα με ένα στενάχωρο βλέμμα, παίζωντας με τα συναισθήματα του.
-ελπίζω να λες την αλήθεια είπε πάμε για το κάστρο
-θα σας διηγηθώ πολλά για την Ελλάδα είπα και χαμογέλασα γλυκά, θέλω να έρθει και ο Αρθούρος μαζί μας στάθηκε πραγματικά πιστός στο καθήκον του και με έφερε ζωντανή μέχρι εδώ
-να έρθει είπε και προχωρήσαμε προς την άμαξα. Ήμασταν ακόμα ζωντανοί σκέφτηκα και κάτι παραπάνω. όταν ξεκίνησε η άμαξα ο κόσμος έκανε άκρη να περάσουμε, οι άνθρωποί ήταν φτωχοί με κουρέλια σχεδόν ντυμένοι και φαίνονταν πολλοί κουρασμένοι. μακάρι να μπορούσα να βοηθήσω σκέφτηκα, αλλά εδώ δεν ξέρω αν θα ζήσω η ίδια. ο Δημήτρης καθόταν δίπλα μου και ο βασιλιάς απέναντι με ένα σύμβουλο που μιλούσαν.
-είσαι πανέξυπνη είπε ο Δημήτρης σιγά
-εσύ είσαι πανέξυπνος είπα χαμογελαστά που το σκέφτηκες αυτό Αρθούρε και μου ήρθε να σκάσω στα γέλια , αλλά σταμάτησα όταν είδα τον βασιλιά να μας κοιτάει. Σωπάσαμε. η δρόμοι όσο ανεβαίναμε για το κάστρο ήταν καλοφτιαγμένοι και υπήρχε παντού πράσινο... πόσο όμορφα, ήταν! φτάσαμε. ο βασιλιάς είπε να πάνε το Δημήτρη σε κάποιο δωμάτιο που έμεναν οι ιππότες του παλατιού και εμένα μου έκανε νόημα να τον ακολουθήσω. Μπήκαμε μέσα ήταν εκθαμβωτικά όλα... είπε σε μια υπηρέτρια να με πάει σε ένα δωμάτιο μου έδωσε καθαρά ρούχα έκανα μπάνιο, και κατέβηκα κάτω, μου είπε να του διηγηθώ για την οικογενειά μου, άρχισα να λέω λίγα και πειστικα΄ώστε να μην βγώ ψεύτρα... του είπα ότι είχα μάθει αστρονομία, μαθηματικά, ιστορία, γράμματα, ενθουσιαζόταν με αυτά που έλεγα γιατί εκείνη την εποχή υπήρχαν ελάχιστα μορφωμένες, αλλά είχα σχέδιο μπροστά μου.
-ο Αρθούρος που είναι βασιλιά μου? τον ρώτησα
Δεν πρόλαβε να μου απάντησει καθώς μέσα μπήκαν έξι νεαρά κορίτσια και τέσσερις άντρες
-απο δώ μου είπε τα ξαδέρφια σου,
είχε δέκα παιδιά! έμεινα, χαιρέτησα.. και έδειξα αγάπη η μικρότερη κόρη ήταν η πιο όμορφη είχε ξανθά μαλλιά μπούκλες και ωραίο δέρμα , άρχισαν να ακουμπάνε τα μαλλιά μου βλέποντας τα ίσια και έψαχναν για μπούκλες τους εξήγησα πως στην χώρα μου έτσι τα έκαναν,οι γιοι του φαινόντουσαν πραγματικά πρίγκιπες και ένας από αυτούς μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση, ήταν ξανθός όπως η μικρή του αδερφή και γαλαζοπράσινα μάτια του έλαμπαν όταν μου συστήθηκε, τον έλεγαν Μάρκους, ένιωσα αμέσως οικεία μόλις τους γνώρισα και μου ζήτησαν να τους διηγηθώ ιστορίες από το "ταξίδι" μου από την ελλάδα μέχρι την αγγλία.Αργότερα πήγαμε να δειπνήσουμε και γνώρισα και την γυναίκα του βασιλιά μια πολύ κακιά γυναίκα και ήξερα ότι θα μου δημιουργήσει πολλά προβλήματα από τον τρόπο που με κοίταζε.
Ο Δημήτρης από την άλλη φαινόταν ενθουσιασμένος, στον όροφο τον ιπποτών υπήρχαν δωμάτια για τον καθένα και χώροι διασκέδασης και υπηρέτριες να τους σερβίρουν, του δώσανε καθαρή στολή και έκανε αρκετούς φίλους, τους διηγόταν ιστορίες ηρωισμού και πόσο γενναίος είχε σταθεί σε πολλές καταστάσεις και πόσες κατακτήσεις από πριγκίπισσες είχε.. όλη τον άκουγαν με το στόμα ανοιχτό και είχαν βρεί τον καινούργιο τους είδωλο.
-και πώς τον σκότωσες το λιοντάρι ? ρώτησε ένας απ' αυτούς όταν τους διηγόταν μια ιστορία του.
-πήρα το σπαθί μου και όρμησα πάνω του, και του έκοψα το κεφάλι... όλοι τον άκουγαν ενθουσιασμένοι. μια από τις υπηρέτριες όμως διέκοψε τον συνηρμό του, ήταν αρκετά όμορφη, όλοι την κοίταξαν ήταν σίγουρα από τις δύσκολες
-μπορείς να τα καταφέρεις? τον ρώτησε ένας ιππότης
-άνετα εώς και χαλαρά είπε ο Δημήτρης όλοι γέλασαν , τον συμπάθησαν πολύ και τους άρεσε ο τρόπος που μίλαγε αν και παράξενος γι αυτούς.
Αργά το βράδυ η μουσική σταμάτησε μερικοί ιππότες πήγαν στο πόστο τους και μερικοί αποσύρθηκαν για τα δωμάτια τους. ο Δημήτρης έμεινε και κοίταζε γύρω το κάστρο μόνος του.
-τι να κάνει ο Λιάκος? σκέφτηκε και ξεφύσηξε
μια υπηρέτρια τον πλησίασε και του έδωσε ήταν ένα γράμμα το οποίο ήταν από μένα... Το διάβασε βιαστηκά και έτρεξε στην στον πάνω όροφο και περίμενε στο μπαλκόνι. Όταν κοιμήθηκαν όλοι έβαλα τα παπούτσια μου και πήγα να τον βρώ... τον είδα να με περιμένει...έτρεξα και τον αγκάλιασα.με φίλησε στο μάγουλο και με κράτησε σφιχτά.
-ανησύχησα για σένα μου είπε, είσαι καλά? κούνησα το κεφάλι μου καταφατικά και άρχισα να κλαίω μου βγήκε όλη η ένταση της ημέρας, με ξανα αγκάλιασε και ηρέμησα άρχισα να του διηγούμε για το κάστρο, για την οικογένεια, μου είπε για τους ιππότες και πήγα να φύγω όταν είδα μια σκιά να έρχεται προς το μέρος μας,δεν προλάβαινα να φύγω. δεν μπορούσαμε να δούμε ποιός είναι αλλά ξέραμε ότι είχαμε μπλέξει άσχημα.
*Λιάκο με φώναζε ο Δημήτρης για να μιλάμε άντρας προς άντρα :p
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4ο-ΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΜΟΥ
Δεν επιτρεπόταν εκείνη την εποχή να μιλάει μια πριγκίπισσα με έναν ιππότη και κυρίως να συναντιέται κρυφά τα βράδια, θα λέγανε ότι είμαστε εραστές ή ότι είχαμε συνωμόσία εναντίον του βασιλιά και ήδη ήταν παράξενα αυτά που του είχαμε πει... τώρα τι θα γινόταν αν ήταν ο ίδιος ο βασιλιάς εκείνος που κατευθυνόταν προς την μεριά μας?!, όταν είδα το ξανθό κεφάλι του Μάρκους εξαγριωμένο βέβαια ησύχασα λιγάκι, ήμουν νευρική και έπρεπε να ηρεμήσω, δεν γινόταν να καταλάβει κάτι έπρεπε να τον πάρω με το μέρος μου σκεπτόμενη και το ενδιαφέρον που είχε δείξει προηγουμένως.
-τι κάνετε εδώ δεσποινίς Ζοζεφίνα? με ρώτησε με όση ευγένεια αλλά και όσο πιο συγκρατημένα μπορούσε για να μην δείξει πόσο είχε θυμώσει. ήταν ώρα ξανά για παράσταση πότε θα τελείωνε αυτή η μέρα επιτέλους είχα εξαντληθεί
-ξάδερφε Μάρκους είπα σιγά, να σου γνωρίσω από δω τον σωτήρα μου,τον Αρθούρο, με έφερε από την Ελλάδα ασφαλή και ήθελα να τον ευχαριστήσω προσωπικός, ο βασιλιάς δεν μου έδωσε την ευκαιρία να δω έστω τι θα κάνει και πως είναι, συγχώραμε που έφυγα έτσι βράδυ, αλλά νιώθω βαθιά ευγνωμοσύνη γι αυτόν τον άντρα και του χαμογέλασα, μπορεί να είναι το μικρό μας μυστικό αυτό σε παρακαλώ?
κατά περίεργο τρόπο, πήγε έδωσε το χέρι στον Δημήτρη και του είπε
-σε ευχαριστώ πολύ, γι αυτό που έκανες, θα πω στον πατέρα μου να ανεβάσει και την θέση σας.
-ήταν το καθήκον μου είπε ο Δημήτρης, εμένα επιτρέψτε μου να αποσυρθώ, καλό σας βράδυ! καθώς παρατηρούσα τον Δημήτρη να μιλάει και να φεύγει αργότερα συνειδητοποιήσα ότι είχαμε μπει στο πετσί του ρόλου και σε λίγο θα το πιστεύαμε και εμείς. Λένε γενικά ότι για να είναι ένα ψέμα πιστευτώ πρέπει εσύ ο ίδιος πρώτα να πείσεις τον εαυτό σου οτί ισχύει. Αυτό κάναμε και οι δυό μας.
-σ ευχαριστώ πολύ Μάρκους είσαι πολύ ευγενεικός και να ξέρεις σου χρωστάω χάρη
-μου χρωστάς ένα περίπατο αύριο με τα άλογα.
-πολύ ευχαρίστως είπα χαμογελαστή αλλά δεν ξέρω να ιππεύω, μικρή είχα ένα ατύχημα και από τότε δεν ξανά ανέβηκα. και περίμενα να μου πει να πάμε περπατώντας , έλα όμως που δεν άλλαξε γνώμη δυστυχώς για μένα.
-θα σου μάθω εγώ είπε ενθουσιασμένος και εσύ θα μου διηγηθείς όσα ξέρεις, συμφώνησα μη μπορώντας να αρνηθώ ήδη ήμουν πολύ κουρασμένη.με πήγε ως το δωμάτιο μου , και μου υπενθίμησε αύριο 11 η ώρα για ιππασία.
Ο Δημήτρης πήγε να ξαπλώσει ήταν πολύ κουρασμένος, και αύριο το πρωί είχε μεγάλη μέρα μπροστά του, τοξοβολία, να πάρι σπαθί στο χέρι του, δουλειά, και να γνωρίσει κι άλλα πολλά για τον κόσμο που βρισκόταν... όμως κατά περίεργο τρόπο δεν μπορούσε να κοιμηθεί ήταν όλη η ένταση και ήταν και αυτός ο Μάρκους που του καθόταν στο στομάχι.
"γιατί ήταν τόσο καλός με την Λιάνα ο μπαντάλος?" σκέφτηκε και γύρισε από την άλλη
"μα καλά τι με πειράζει, θα του άρεσε λογικά, είναι απλά φίλη μου!", για να πείσει τον εαυτό του
To επόμενο πρωί σηκώθηκε πολύ πιο νωρίς από ότι υπολόγιζε, δεν μπορούσε να σκεφτεί αν είχε κοιμηθεί κιόλας ένας από τους φίλους του του υπέδειξε το δωμάτιο που πέρνανε πρωινό, ήταν ένα τεράστιο τραπέζι καθόντουσαν πολλοί ιππότες και όλοι τον χαιρετούσαν, μιλούσαν δυνατά και γέλια ακουγόντουσαν, ξανά η ίδια υπηρέτρια εμφανίστηκε στο τραπέζι "η αμαζόνα" όπως την φωνάζανε και έβαζε τα πιάτα στο τραπέζι με μια περηφάνεια και μια αυτοπεποιήθηση σαν να έλεγε "είμαι η μια και η μοναδική", άρεσε αυτό στους άντρες και όλοι την κοιτούσαν, ο Δημήτρης από την άλλη σκεφτόταν ότι έπρεπε να σηκώσει σπαθί και δεν ήξερε καν να το κρατάει, ούτε τόξο πως θα τα δικαιολογούσε αυτά μπροστά στους φίλους του, θα έχανε την φήμη του.
Μπορεί να μην αντιμετωπίζαμε τα ίδια προβλήματα, αλλά ήμουν εξίσου αγχωμένη, ντυμένη με ρούχα ιππασίας, πήγα να βρώ τον Μάρκους με κοίταξε θαυμάζοντας με, το ευχαριστήθηκα, μου άρεσε να σκέφτομαι ότι είμαι γι αυτόν κάτι όμορφο, να μ αγαπήσει, αλλά δεν σκέφτηκα τι ήταν αυτός για μένα κάποτε θα έφευγα δεν μπορούσαμε να μείνουμε εκεί για πάντα. από μέσα μου προσευχόμουν να πάνε όλα καλά να τον ενθουσιάσω πιο πολύ, μα τι σημασια είχε αν δεν μπορούσε να μαι ο εαυτός μου, το άγχος μου με πρόδιδε είχα γίνει νευρική και τα πόδια μου τρέμανε. αντίκρυσα τα δύο άλογα. νομίζω ήμουν έτοιμη να πέσω κάτω
-φοβάσαι πριγκίπισσα Ζοζεφίνα?
-λιγάκι
-είναι ήρεμα άλογα δεν θα σου συμβει τίποτα και μου χαμογέλασε, με ανέβασε πάνω κουνιόμουν , δεν μπορούσα να ισσοροπήσω και με λίγη εξάσκηση αργότερα κατάφερα έστω να σταθώ αξιοπρεπώς...
" που είναι ο Δημήτρης να με δει σαν χωριάτα", σκέφτηκα και χαμογέλασα
-μια χαρά τα πας μου φώναξε ο Μάρκους
-δεν πάμε περπατώντας καλύτερα τώρα το περίπατο μας? πρότεινα
-όπως επιθυμείτε και φώναξε δύο ιππότες που βρίσκονταν κοντά να έρθουν να πάρουν τ άλογα, ούτε που τους είχα προσέξει. ο ένας ήταν και ο Δημήτρης κιόλας.
-Αρθούρε είπα και τον χαιρέτησα εκείνος με προσπέρασε
"μα τι του έκανα?" σκεφτόμουν, έπρεπε να του μιλήσω αλλά ο Μάρκους βρισκόταν συνέχεια δίπλα μου δεν με άφηνε. προσπαθούσα έστω να τον κοιτάξω με νόημα, αλλά ούτε καν γύριζε το βλέμμα του να με δει,αδιαφορούσε παντελώς. δεν μου άρεσε αυτό.
-έχω να σου δείξω κάτι είπα στον Μάρκους αλλά το έχω στην τσάντα μου στο δωμάτιο μου, μπορείς να πας να μου την πάρεις είναι μια καφέ στο πάνω συρτάρι στο καθρέφτη μπροστά.
-είναι τόσο σημαντικό? κούνησα καταφατικά το κεφάλι μου
εκείνος ξεκίνησε να πάει
-μην την ανοίξεις του φώναξα
πλησίασα τον Δημήτρη, ήθελα να μάθω γιατί δεν μου μιλούσε
-τι έχεις ρε χαζό? τον ρώτησα γιατί δεν μου μιλάς?
-με συγχωρείτε δεσποινίς αλλά εγώ δουλεύω όσο εσείς φλερτάρετε με τον Πρίγκιπα, γι αυτό αφήστε με να συνεχίσω το καθήκον μου.μου είπε ειρωνικά και με άφησει σύξιλη. μα τι είχε ?! δεν μπορούσα να σκεφτώ άλλο έφτασε ο Μάρκους λαχανιασμένος με την τσάντα μου, περπατήσαμε λιγάκι και ύστερα κάτσαμε έβγαλα ένα χάρτη από την τσάντα μου και τον άπλωσα κάτω.
-αυτός είναι ο κόσμος του είπα, με κοίταξε πατραξενεμένος εκεί υπήρχε μια αμερική που δεν είχε ακόμα ανακαλυφθεί όπως και πολλά άλλα.
-που τον βρήκες ?
-είναι δώρο... αυτός είναι αλήθεια ο κόσμος και ας μην έχουν ακόμα ανακαλυφθεί πολλά, η γη είναι σφαιρική, και αυτή είναι η Αμερική θα κυβερνήση τον κόσμο στο μέλλον αν και θα περάσει πολλά για να φτάσει εκεί, τώρα κατοικείται από ιθαγενείς, θα σας πω πώς να πάτε αν μου υποσχεθείτε ότι δεν θα πειράξετε κανέναν από τους κατοίκους της χώρας.ήθελα να αλλάξω την ιστορία, είναι όμως δυνατόν κάτι τέτοιο?! να ανακαλυφθεί η Αμερική από άγγλους να μην γινόταν σφαγή? το σχέδιο είχε ήδη αρχίσει ο Μάρκους έδειχνε ενθουσιασμένος, αλλά πως να εμπιστευόταν ένα χάρτη και τα λεγόμενα μιας γυναίκας μήπως ήταν αρκετά ριψοκίνδυνο αυτό που έκανα,γινόταν να αλλάξει το μέλλον?? που ήταν ο Δημήτρης σε όλο αυτό?γιατί μου είχε θυμώσει? και πως τα είχαμε κάνει έτσι ενώ υποτίθεται ότι θα ζούσαμε το μαγικό αυτό ταξίδι μαζ?!
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5ο-ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ
Είχε περάσει σχεδόν δύο βδομάδα από τότε που είχα δει τον Δημήτρη και δεν μου μίλαγε ο πεισματάρης τι θα μπορούσε να έχει και δεν μπορούσα να τον πλησιάσω κιόλας. είχα αρχίσει να μελαγχολώ θυσίασα τα πάντα την οικογένεια μου, τον Γιώργο, τους φίλους μου, την σχολή μου για να βρίσκομαι στον μεσαίωνα? άξιζε?. Είχα γίνει όμως πριγκίπισσα, αυτό δεν ήθελα τελικά?! ο καιρός μου περνούσε διαβάζοντας τις μικρές πριγκίπισσες τους μάθαινα ζωγραφική, τους έδινα βιβλία να διαβάζουν και τους έλεγα όλες τις παιδικές ιστορίες που ακόμα δεν είχαν βγεί, την χιονάτη , την σταχοπούτα, την ωραία κοιμωμένη και αλλές πολλές... εκείνες δείχνανε ενθουσιασμένες και ήταν όλες άκρως ρομαντικές. Με είχαν αγαπήσει πολύ. μερικές φορές βγαίναμε για περίπατο με τον Μάρκους και ο βασιλιάς συνέχεια έδειχνε να του αρέσει αυτό. ήθελε να μας δει μαζί, μα ο Μάρκους ήταν αρκετά ντροπαλός και τζέντλεμαν κάτι το οποίο με είχε κουράσει πλεόν, παρόλα αυτά απολάμβανα την παρέα του. ο Δημήτρης όμως μου έλειπε πάρα πολύ και ας του κράταγα κακία που δεν κράτησε την υπόσχεση του. Μου είχε πει θα με προσέχει και θα είναι πάντα δίπλα μου. μάθαινα νέα του από την μικρή υπηρέτρια που είχα στην διάθεση μου την Σελίν.
Αυτός περνούσε αρκετά καλύτερα από μένα είχε μπει γρήγορα στους ρυθμούς της χώρας, τα είχε καταφέρει καλά σε όλα και κυρίως στις γυναίκες επαληθεύοντας αυτά που τους είχε πει... πόσο με νευριάζε που με είχε ξεχάσει. ένιωθα τόσο μόνη. Είχε φύγει και ο Μάρκους και τώρα δεν είχα κάποιον προστάτη και τώρα συνέχώς η βασίλισσα έκανε προσβλητικά σχόλια αρχικά δεν έδινα σημασία, μετά από λίγο όμως μου ερχόταν να την πιάσω από τα μαλλία. Συγκρατιόμουν.εκείνο τον καιρό γνώρισα τον Μαξιμιλιάνο, τον δεκαοχτάχρονο γιο της οικογένειας ήταν πολύ καλός και αρκετά διασκεδαστικός , τον αγαπούσα πολύ ήταν για μένα ένας αδερφός αρχίσαμε να περνάμε αρκετό καιρό μαζί και είχαμε γίνει οι καλύτεροι φίλοι. του μιλούσα για πολλά πράγματα πολλές φορές μου ήρθε να του πω κιόλας όλη την αλήθεια, αλλά δεν θα με πίστευε και ίσως με πέρναγε και για τρελή και έτσι ίσως έχανα και τον μοναδικό μου φίλο και ίσως πέθαινα από θλίψη μόνη μου. Η μοναξιά τελικά είναι η χειρότερη αρρώστεια. Βλέποντας με να κατρακυλάω καθημέρινα στην μελαγχολία, μου είχε μια έκπληξη, μου ζήτησε να ντυθώ το βράδυ καλά και να γίνω πανέμορφη γιατί θα πηγαίναμε κρυφά σε ένα πάρτυ. δέχτηκα.περίμενα ανυπόμονα το βράδυ...
Είχα γίνει πολύ όμορφη είχα βάλει το πιο ωραίο μου φόρεμα, είχα χτενίσει ωραία τα μαλλιά μου και ήμουν έτοιμη να περάσω καλά. χτύπησε σιγά την πόρτα μου, μπήκε μέσα και με πήρε από το χέρι και ξεκινήσαμε για το πάρτυ. μα που ήταν το πάρτυ?! είχα ξεχάσει να τον ρωτήσω από τον ενθουσιασμό μου και την επιθυμία να διασκεδάσω. κατεβήκαμε απλώς ένα όροφο.πηγαίναμε στα πάρτυ τον ιπποτών, χάρηκα. θα συναντούσα επιτέλους τον Δημήτρη ίσως και να λύναμε την παρεξήγηση, ο Μαξιμιλιάνος δεν θα είχε πρόβλημα να πάω να του μιλήσω.όταν μπήκαμε μέσα είχε γεμίσει η αίθουσα ήταν σαν τα σημερινά κλάμπ αλλά έλειπε ο φωτισμός... όλοι μας κοίταξαν όταν μπήκαμε όσο να ναι τους κάναμε τιμή που παρευρισκόμασταν εκεί. μας άνοιξαν χώρο και κάτσαμε σε ένα από τα τραπέζια, δεν έδιναν πλέον σημασία στις υπηρέτριες που ήταν δίπλα τους , όλοι απευθύνονταν σε μένα μου λέγανε ιστορίες ηρωικές, και με θύμαζαν όχι επειδή ήμουν πιο όμορφη από κείνες τις κοπέλες , γιατί κάποιες με περνούσαν με διαφορά, αλλά επειδή ήμουν μια πριγκίπισσα, παρόλα αυτά απολάμβανα το ενδιαφέρον τους, αλλά όσο αυτή μου μιλούσαν για ήρωες εγώ έψαχνα τον δικό μου ήρωα, και τον εντόπισα μεθυσμένος να πίνει και να φιλάει μια από τις υπηρέτριες δεν μ είχε δει ακόμα. μου ήρθε να πάω από κει και να τον χτυπάω ανελέητα αυτόν και αυτήν. δεν συγκρατήθηκα η αλήθεια είναι. πήγα, την σήκωσα αυτήν από τα πόδια του και τον άρπαξα από το μπράτσο να σηκωθεί. με κοίταζε σαν χαζός.
-σήκω!!! φώναξα , συνέχιζε να με κοιτάει ειλικρινά δεν μπορούσα να μαντέψω τι σκεφτόταν. καθόταν ακόμη. μας κοίταξαν όλοι. χαμογέλασα να τους καθησυχάσω ότι δεν συνέβαινε τίποτα.
-η σηκώνεσαι ή τα λέω όλα στον βασιλιά του είπα
σηκώθηκε βαριεστημένα και με ακολούθησε στο μπαλκόνι έξω, καθόμασταν αμίλητοι για πέντε λεπτά.
-γιατί δεν μου μιλάς ? τον ρώτησα μισοκλαίγοντας
-γιατί είσαι μια σουρλουλού! μου είπε μήπως θες και μετάφραση?
-τι εννοείς Δημήτρη? μίλα καθαρά
-εννοώ ότι είσαι μια ξενδιάνθρωπη δεν βλέπεις γύρω σου, μόνο να περνάς καλά βλέπεις , να διασκεδάσεις με τον τζιγκιτζιρλάκια και να το παίζεις θεά...εμένα με ξέχασες!!! δεν μπορούσα να καταλάβω αν μιλοούσε το ποτό ή εκείνος.
-τι σου έκανα? δεν ριψοκινδύνεψα από την πρώτη κιόλας μέρα και σε συνάντησα, νόμιζα ότι θα ήμασταν μαζί σε αυτό το ταξίδι... γιατί κάνεις έτσι, δεν έχω σχέση με τον Μάρκους, δεν θα έκανα σχέση μαζί του, αλλά και να είχα τι σε πειράζει?! εσύ δεν φιλιόσουν με αυτήν μέσα δεν διασκεδάζεις και καθε μέρα και με καινούργια εγώ πώς να σε πώ δηλαδή πόρνο? πρέπει να φύγουμε από δω...!!!
-εγώ είμαι άντρας!!! ενώ εσύ είσαι μια φτηνή πριγκίπισσα, ναι αρέσεις σε πολλούς νιώθεις καλά τώρα?
του έδωσα ένα χαστούκι και του είπα
-είσαι μόνος σ αυτό από δω και πέρα...ααα και είσαι μεγάλος μαλάκας!!! και έφυγα πανηγυρικά με βαθιά θλίψη...
ο Δημήτρης έτρεξε και με έπιασε απο τ χέρι...
-μήπως ζούμε και μεις μια ιστορία αγάπης μιας πριγκίπισσας και ενός ιππότη? με ρώτησε και συνέχισε συγχώραμε για όλα αυτά που σου είπα πριν είσαι η πιο ξεχωριστή και καλή κοπέλα που γνώρισα!, τον αγκάλιασα μόνο αυτό ήθελα, μου πήρε το χέρι και μου το φίλησε η καρδιά μου σφίχτηκε... μα τι έκανε, η καρδιά μου δεν έπρεπε να ξανά αγαπήσει της το είχα υποσχεθεί...
-δεν μπορώ είπα και έφυγα τρέχοντας και να ξεφύγω απ αυτόν και από τα ίδια μου τα συναισθήματα.
-Μαχιμιλιάνε μπορούμε να φύγουμε έχει πάει πολύ αργά...
-ναι , πάμε έχεις δίκιο...
Ο Δημήτρης πρωί πρωί δέχτηκε μια επίσκεψη στο δωμάτιο του ήταν ένας από τους στρατηγούς και του ζητούσε να συνοδέψει τον βασιλιά μαζί με κάποιους άλλους στην διπλανή πόλη που ήταν ταξίδι πέντε ημερών για μια μάχη... και δεν ξέρανε πότε θα γυρίσουν δέχτηκε δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς... έγραψε ένα γράμμα το έδωσε στην υπηρέτρια ετοίμασε τα πράγματά του και έφυγαν...
Άνοιξα τα μάτια μου με την σκέψη ότι δεν πονούσα πια. Βρέθηκα να κοιτάζω έναν τοίχο καλυμμένο με μια αριστοτεχνικά κεντημένη ταπετσαρία. Γύρισα ανάσκελα και τεντώθηκα. Συνειδητοποίησα ότι ένιωθε πολύ καλά, σαν να μην είχε γίνει τίποτα. Ταυτόχρονα συνειδητοποίσα πως δεν αναγνώριζα το δωμάτιο. δεν αναγνώριζα εμένα...γιατί είχα αυτό το χαμόγελο στο πρόσωπο μου. Ανασηκώθηκα στο κρεβάτι και τότε διαπίστωσα πως δεν ήμουν μόνη . Σε μια πολυθρόνα κοντά καθόταν η Σελίν η υπηρέτρια, χαμογέλασα
-Χαίρομαι που ξυπνήσατε , είπε. έχω γράμμα από τον Αρθούρο. πετάχτηκα και άρχισα να το διαβάζω γρήγορα, ξέσπασα σε κλάμματα.... τι θα έκανε εκεί, θα σκοτωνόταν στα σίγουρα έτρεξα με το νυχτικό μου, αλλά είχαν ήδη φύγει.... είχα χάσει τον Δημήτρη και ήμουν μόνη μου πια.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6ο- ΜΙΑ ΜΑΧΗ ΔΙΧΩΣ ΤΕΛΟΣ
Είχαν περάσει δύο μέρες από το ταξίδι τους, μια διαδρομή χωρίς όρια , ένας πόλεμος χωρίς νόημα και ένας ιππότης δίχως κάτι να πολεμήσει
"μα τι κάνω γιατί παλεύω?", αναρωτιόταν.. στο μυαλό του ερχόταν συνεχώς ο χορός που είχε γίνει, εγώ... δεν πρόλαβε καν να με χαιρετήσει ήθελε τόσο πολύ να με δεί
-πολεμάω για την Λιάνα!!! είπε ο Δημηήτρης στον φίλο του δίπλα
-ποια είναι αυτή?
-είναι πιο όμορφη γυναίκα, είναι ο πιο καλός άνθρωπος, είναι τα πάντα για μένα και δεν πρόλαβα να της το πω και θα πεθάνουμε εδώ σε μια μάχη...
-εσύ είσαι ήρωας του είπε ο φίλος του δεν πεθαίνεις... θα γυρίσεις να της το πεις!
Είχαν φτάσει... oι μάχες είχαν αρχίσει... ο Δημήτρης είχε αποδειχτεί ένας από τους καλύτερους ιππότες. ο βασιλιάς πλέον τον είχε σε μεγάλη εκτίμηση.
Δυο λεπίδες άστραψαν στο φως του κρύου πρωινού και ένας στρατιώτης από την ισπανόα ούρλιαζε καθώς τα χέρια ενός και ο λαιμός ενός άλλου είχαν κοπεί από τα σπαθιά. Ο άνδρας που τα κρατούσε ήταν ένας γεροδεμένος καστανομάλλης με μαύρα μάτια. Είχε μια ουλή στο αριστερό μάγουλο και δεν φαινόταν να ανησυχεί με το γεγονός ότι στεκόταν μόνος απέναντι σε μια ντουζίνα σταρτιώτες. Αντίθετα ρίχθηκε επάνω τους με τα δυο σπαθιά να θερίζουν άκρα και να αφαιρούν ζωές.Δίπλα του ένας μεγαλόσωμος άνδρας με μια μεγάλη σπάθα στα χέρια κοίταζε ικανοποιημένος το αποτέλεσμα που είχε επιφέρει με ένα και μόνο χτύπημα. Δυο ακόμη άνδρες έτρεχαν προς τον Δημήτρη με σπαθιά τραβηγμένα και εκείνος οπισθοχώρησε. Δεν του άρεσε η εξέλιξη που είχαν τα πράγματα. Παρότι δεν φορούσαν στολές αναγνώριζε πολύ καλά τους άνδρες για αυτό που ήταν, Ιππότες της πορτογαλίας , είχαν συμμαχήσει με τους ισπανούς.
Έπρεπε να φύγει τώρα που μπορούσε. για να ενημερώσει τον βασιλιά. Οι δυο Ιππότες που έτρεχαν προς το μέρος τους την προσπέρασαν ενώ ένας ακόμη κατέφτανε. ένας τράβηξε την λόγχη και την πέταξε πέρα.
Όχι! Δεν ήταν δυνατό, σκέφθηκε ο Μερίν, ο φίλος του , τον πέτυχε θα πέθαινε ο Αρθούρος. Τίποτα δεν μπορούσε να τον σώσει. Αυτόν τον πόνο δεν θα τον γλίτωνε. Και όμως μπροστά στα μάτια του ο νεοφερμένος ακούμπησε το ένα χέρι του στο σπαθί και με το ένα σηκώθηκε και πολεμούσε. προσπαθούσε να διαφύγει αλλά αντιμετώπιζε δυο Ιππότες με μεγάλες σωματικές δυνάμεις.Τελικά τον έναν εκ των δύο τον διαπέρασε με το σπαθί του και πέθανε σήκωσε και τ έκοψε και το κεφάλι του άλλου πόσο κτήνοι θα μπορούσαν να γίνουν οι άνθρωποι προκειμένου να ζήσουν σκέφτηκε μέσα σε τρείς μήνες είχε μετατραπεί σε έναν θεριστή.
-Αρθούρε είσαι καλά??? τον ρώτησε ο Μερίν
Ο Δημήτρης δεν αντιλαμβανόταν τίποτα από όλα αυτά, πονούσε αλλά ο πόνος ελαττωνόταν, απομακρυνόταν από το παγωμένο κατώφλι του θανάτου. Άρχισε να έχει συναίσθηση του ότι ήταν ξαπλωμένος στο έδαφος, ότι ένας άνδρας είχε σκύψει από πάνω του και το ένα χέρι του ήταν ακουμπισμένο στο μέτωπό του ενώ το άλλο στο τραύμα του.
-Μην ανησυχείς, θα γίνεις καλά του έλεγε
-Ποιος...... είσαι;
-Με λένε Γκίντεον, είπε ο άνδρας και με χαρά μου σε καλωσορίζω πίσω στη γη των ζωντανών.
Καθώς άρχιζε να χάνει τις αισθήσεις του, ένιωσε ένα απαλό χέρι να πιάνει το δικό του και δυο χείλη να ψιθυρίζουν:
-Πρέπει να γίνεις καλά, μην πεθάνεις.
-Λιάνα εσύ είσαι?
-ναι εγώ είμαι σε παρακαλώ γίνε καλά και τα χείλη της άγγιξαν τα δικά του
-θα ζήσω για σένα Λιάνα
-Γιατί; ρώτησε αν και ήξερε την απάντηση.
-Αρθούρε ξύπνα ξύπνα του φώναζε ο φίλος του πρέπει να παραμείνει ξύπνιος!
άνοιξε τα μάτια του βρισκόταν ακόμα στο πεδίο μάχης γεμάτος αίματα και κάποιους να τον μεταφέρουν...
-πρέπει να τον γυρίσουμε πίσω είπε ο Μέριν έτσι κι αλλιώς ο βασιλιάς ήρθε σε συμφωνία μαζί με τους εχθρούς οπότε εμείς μπορούμε να γυρίσουμε πιο νωρίς, ο στρατηγός συμφώνησε, ο Αρθούρος είχε πολεμήσει γενναία!!! του άξιζε να γυρίσει και έτσι ξεκίνησαν για την Αγγλία.... εκεί τον περίμεναν πολλές εκπλήξεις!!!
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7ο- θΑΝΑΤΟΣ ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ?
Από την στιγμή που είχε φύγει ο Δημήτρης με είχε πιάσει μια μελαγχολία, έτρωγα ελάχιστα, διάβαζα τα κορίτσια χωρίς κέφι και ήταν πλέον φανερό σε όλους ότι υπέφερα από θλίψη... νομίζοντας ότι υπέφερα για την απουσία του Μάρκους του στείλανε τηλεγράφημα να γυρίσει επειγόντος, την επόμενη κιόλας μέρα επέστρεψε γεμίζοντας με, με δώρα... αλλά οι μέρες μου συνέχιζαν το ίδιο προσπαθούσα να προσποιηθώ ότι περνάω καλά ότι διασκεδάζω, αλλά από μέσα μου ούρλιαζα, πόσο μόνη ένιωθα, πόσο μου έλειπε...εγκλωβίστηκα σε έναν κόσμο που δεν μου ανήκει, σε ένα κάστρο που δεν μου ανήκει με μια οικογένεια που δεν είναι δικιά μου, και όλα αυτά τα περνούσα μόνη μου... είχα αρχίσει να πιστεύω πολύ στον θεό καθημερινά έκανα επίσκεψη στην εκκλησία, γονάτιζα και προσευχόμουν ο ιππότης μου να είναι καλά...
Καθώς περνούσαν οι μέρες οι ελπίδες μου δεν χάνονταν ήξερα ότι είναι ζωντανός καμιά φορά άκουγα να μου φωνάζει, να μου γελάει να με λέει μπαντάλο και γελούσα μόνη μου... ο Μάρκους και τα αδέρφια του ήταν δίπλα μου , ωστόσο δεν μπορούσα να τους πω όσα ήθελα... όλα ήταν παράλογα.είχε βραδιάσει εγώ καθόμουν στο κρεβάτι, διαβάζοντας με πήρε ο ύπνος. Ξύπνησα μέσα στη νύχτα χωρίς να ξέρω το γιατί. Έχει απόλυτη ησυχία, είναι πολύ αργά. Ανακάθησα και σκέφτομουν τη μέρα που έφυγε, τη μέρα που έρχεται. Τι έχω να κάνω. Και μετά σκεφτόμουν τον Δημήτρη. και του έγραφα ένα γράμμα ίσως κάποτε να το λάμβανε "Κοιμάσαι αυτήν την ώρα, αυτό ελπίζω και εύχομαι, να ξεκουραστείς και να δεις όμορφα γλυκά όνειρα. Σε σκέφτομαι και οι έννοιες της ημέρας φεύγουν μακριά, ένας κόσμος όπου ακτινοβολεί ο ήλιος της παρουσίας σου είναι ένας κόσμος καλά καμωμένος. Η σκέψη ότι είσαι εδώ, ότι είσαι μαζί μου με γαληνεύει, με γεμίζει με ένα τρυφερό, ζεστό συναίσθημα. Ναι, είναι όλα καλά αφού είσαι στη ζωή μου και είσαι μαζί μου. Ξαπλώνω και πάλι, αποκοιμιέμαι με το όνομά σου στα χείλη μου." Η Εποχή μάλλον με είχε επηρεάσει πολύ και είχα γίνει άκρως ρομαντική.
-Ζοζεφίνα, πριγκίπισσα ζοζεφίνα!!!
Άνοιξα τα μάτια μου και βρέθηκα να αντικρίζω την πολυαγαπημένη μου συνοδό και καμαριέρα, την Σελίν . Όπως πάντα όταν ήταν χωμένη μέσα στην μπανιέρα να ετοιμάζει το ζεστό νερό και τα αρωματικά σαπούνια.μπήκα να κάνω το μπάνιο μου χαμένη στις σκέψεις μου. Η φωνή της Σελίν όμως με επανέφερε στην πραγματικότητα, η κοπέλα με βοήθησε να σηκωθώ όρθια και να πλύθώ από πάνω της τη σαπουνάδα. Ύστερα με τύλιξε με μια τεράστια λευκή πετσέτα και με απαλές κινήσεις άρχισε να με στεγνώνει.
-Τι σκεφτόσουν; ρώτησε η Σελίν. καθώς είχε γίνει η καλύερη μου φίλη στο παλάτι
-Διάφορα, είπα η όπως ότι θα έρθει ο δάσκαλός μου σήμερα. που μου είχε πει ο Μάρκους
-Τι χρειάζονται τα μαθήματα αφού δεν θα ανέβεις στο θρόνο εσύ;
-Σελίμ! έκανα γελώντας , επειδή δεν θα βασιλέψω πρέπει να μείνω αμόρφωτη;
-Δεν ήθελα να πω αυτό, αλλά τόσο σχολαστική μόρφωση;
-Ο Μάρκους ξέρει ότι μου αρέσει. Άφησε το λουτρό και πέρασε στο κυρίως μέρος των διαμερισμάτων μου. Έριξα την πετσέτα αποκαλύπτοντας το γυμνό μου σώμα.
Η Σελίν με βοήθησε να ντυθώ με ένα επίσημο φόρεμα κόκκινο.Τα επίσημα φορέματα ήταν πάντα βαριά και δεν τα συμπαθούσα, προτιμούσα άνετα και αέρινα φορέματα. Αλλά δεν απέφευγα ποτέ τα καθήκοντά μου και έτσι ντύθηκα για να πάω στην αίθουσα του θρόνου.
Πριν αφήσω το δωμάτιό μου κοίταξε έξω από το παράθυρο, καθώς το δωμάτιό μου ήταν σε ένα από τα ψηλότερα σημεία του παλατιού είχε θέα σε όλη την κοιλάδα.Ήταν ένας ιππότης με το άλογο του. έτρεξα κάτω να τον προλάβω θα είχε νέα του Δημήτρη. τον πρόλαβα. έτρεξα κοντά του...μου έκανε μια υπόκλιση
-έχεις νέα από τον Αρθούρο τον ρώτησα ? λαχανιασμένη
-πριγκίπισσα ο βασιλιάς μου είπε να έρθω να σας πώ ότι ο Αρθούρος πολέμησε γενναία, αλλά πέθανε στην μάχη...λυπάμαι.
ξαφνικά όλα άρχισαν να σκοτεινιάζουν και δεν μπορούσα να αναπνεύσω άκουγα φωνές γύρω μου αλλά δεν έβλεπα κανέναν, μετά από λίγο έχασα τις αισθήσεις μου και σοριάστηκα κάτω...ο Μάρκους ήρθε τρέχοντας και με πήγε στο δωμάτιο μου και φώναξαν γιατρό να έρθει να με δει.
-Απλώς ο οργανισμός της ήταν αδύναμος να τρέφεται σωστά και να μην την στεναχωρείτε είπε ο γιατρός και έφυγε.
άρχισα να συνέρχομαι
-είσαι καλά πριγκιπισσά μου ? με ρώτησε ο Μάρκους, άρχισα να κλαίω
-τι έπαθες είναι για τον Αρθούρο? με αγκάλιασε
-μπορείς να μ αφήσεις μόνη μου σε παρακαλώ του είπα ευγενεικά
-είναι απλά ένας ιππότης δεν μπορείς να είσαι ερωτευμένη μαζί του!!! γιατί δεν βλέπεις γύρω σου??? μου είπε φωνάζοντας και έκλεισε την πόρτα δυνατά πίσω του.
Οι μέρες που πέρασαν ήταν περίεργες, ήμουν απομονωμένη και ένιωθα τον Μάρκους να με κοιτάζει νευριασμένα. την όρεξη του είχα ας μην μου μίλαγε δεν με ένοιαζε είχα τον πόνο μου... τις επόμενες μέρες άλλαξα λίγο διάθεση άρχισα να διδάσκω ξανά στα κορίτσια και έκανα διάφορες δουλειές για να μην σκέφτομαι... σε έναν από τους χορούς που γίνονταν στο παλάτι ύστερα από πολλά παρακάλια δέχτηκα να πάω με τον Μαχιμιλιανό και τις αδερφές του, ήταν σαν να το είχαν κανονίσει όλο αυτό. Εκεί βρισκόταν και ο Μάρκους, ο οποίος δεν είχε πάρει τα μάτια του από πάνω μου, τι αλλαγή συμπεριφοράς ήταν αυτή ?!άρχισα να μην καταλαβαίνω πλέον τους άντρες. επίτηδες τα αδέρφια του με άφησαν μόνη μου και εκείνος πλησίασε...
-συγγνώμη για την προηγούμενη φορά, παραφέρθηκα, ο Αρθούρος ήταν φίλος σου ήταν λογικό να θρηνήσεις! και μου φίλησε το χέρι
-δεν πειράζει του είπα, έτσι κι αλλιώς ήξερα καταβάθως μέσα μου ότι είχε δίκιο
-έλα να χορέψουμε πριγκίπισσα! δέχτηκα παρότι δεν είχα όρεξη, έπρεπε να σταθώ στα πόδια μου ξανά. Η μουσίκή σταμάτησε, ο Μάρκους πήγε στην μέση και κάλεσε τον κόσμο να τον ακούσει, γονάτισε στα πόδια μου και έβγαλε ένα δαχτυλίδι...
-δέχεσαι πριγκίπισσα Ζοζεφίνα να γίνεις γυναίκα μου?
ξαφνιάστηκα, όχι ήθελα να πω αλλά τι θα έκανα σ αυτό τον κόσμο μόνη μου, κάποτε έπρεπε κάποιον να παντρευτώ και να έχω κάποια εξουσία σε περίπτωση που κάποτε ανακάλυπταν την απάτη μου.όλοι περίμεναν μια απάντηση και ο Μάρκος ακόμα πιο πολύ!
-ναι, θέλω!!! είπα
είδα μπροστά μου να τον κάνω τον πιο ευτυχισμένο άντρα!
Μετά από δύο μήνες από την ανακοίνωση που είχα λάβει για τον θάνατο του Δημήτρη είδαμε ιππείς να φτάνουν... η Σελίν έφτασε τρέχοντας να μου το ανακοινώσει
-είναι ο Αρθούρος πριγκίπισσα!!! η χτένα έπεσε από τα χέρια μου πως ήταν δυνατόν, μου είχαν πει ότι είναι νεκρός... κοίταξα από το παράθυρο ήταν πράγματι εκείνος! ο Μάρκος τους υποδεχόταν, έτρεξα και εγώ να τον αγκαλιάσω. κατέβηκα ήμουν τόσο ευτυχισμένή. ο Δημήτρης μιλούσε με τον Μάρκο, πήγα να τον αγκαλιάσω του χαμογέλασα, ο Μάρκος με άρπαξε από το μπράτσο και ύστερα μου έπιασε το χέρι και μου είπε σιγα
-τι πάς να κάνεις έκει πριγκιπισσά μου, είσαι αρραβωνιαστικιά μου πλέον είναι ασέβεια κάτι τέτοιο, ο Δημήτρης το άκουσε το χαμόγελο του έσβησε από το πρόσωπο του... με κοίταξε με απέχθεια, υποκλίθηκε και αποσύρθηκε στο δωμάτιο του.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8ο- Η ΑΣΦΑΛΕΙΑ ΤΗΣ ΠΡΙΓΚΙΠΙΣΣΑΣ
Ξεκίνησα να πάω στο μάθημά συνοδευόμενη από την Σελίν. Περπατώντας για την βιβλιοθήκη συζητούσαμε για μια καινούρια φήμη περί των πολλών εραστών της βασίλισσας.
-Αυτή η γυναίκα με κάνει να νιώθω άρρωστη, είπα. Θα φροντίσω να την βάλω στην θέση της
-Καλημέρα εξοχωτάτη, τι κάνεις? Ήταν ο Μαχιμιλιανός. του γέλασα.Είχαμε φτάσει στη βιβλιοθήκη και μόλις πλησίασαμε στην πόρτα συνάντησαμε τον Δημήτρη που διάβαζε όρθιος έναν πάπυρο.
-Ναι, κάποια πρόσωπα πρέπει να αλλάξουν. είπε η Σελίν κοίτα πως σε κοιτάει σε μισεί
-Ω δεν αμφιβάλλω καθόλου! είπα
Μπήκαμε στη βιβλιοθήκη. Ο Αλφόνσο ο δάσκαλος μου βρισκόταν εκεί και μελετούσε ένα μεγάλο και ολοφάνερα παμπάλαιο τόμο. Σηκώθηκε και με καλωσόρισε . Η Σελίν έκανε να φύγει αλλά στάθηκε στην πόρτα καθώς την περνούσαν πέντε άντρες μαυροντυμένοι και με σπαθιά στα χέρια. Τα πρόσωπά τους ήταν καλυμμένα εκτός από τα μάτια αποκρύβοντας την ταυτότητά τους.
Ο Δημήτρης με κοιτούσε , βλέποντας τον τρόμο στα μάτια μου στράφηκε να δει τι τον είχε προκαλέσει. Βλέποντας τους ενόπλους κινήθηκε προς το μεγάλο τραπέζι όπου μελετούσα. στάθηκε αναποφάσιστος. Όφειλε πίστη στο βασιλιά του αλλά δεν μπορούσε να αφήσει να μου συμβεί κακό και αυτή τη στιγμή αυτά τα δυο ήταν αντίθετα αλλά κατάλαβε ότι θεωρούσε σημαντικότερη την προστασία της πριγκίπισσας και πήρε την απόφασή του. με άρπαξε από το χέρι και με παρέσυρε σε ένα γρήγορο τρέξιμο στους διαδρόμους του παλατιού. είχαν μπεί μέσα στο παλάτι εχθροί κάποιος είχε προδώσει το βασίλειο.Στην κεντρική σκάλα του παλατιού ο Δημήτρης βρήκε μια απόδειξη ότι κάτι ήταν σοβαρά λάθος. Υπηρέτες και φρουροί ήταν σωριασμένοι κάτω και εκεί βυθισμένοι σε έναν τελείως αφύσικο ύπνο.
Κάποιος είχε βυθίσει σε ύπνο όλους μέσα στο παλάτι για να μπορέσει με την ησυχία του να δολοφονήσει την πριγκίπισσα. Γιατί όμως το υπνωτικό δεν είχε επεκταθεί και σε αυτόν στον δάσκαλό ή ακόμα και σε μένα κάνοντας τα πράγματα πολύ πιο απλά και εύκολα δεν το ξέραμε.
-Σταματείστε τους! ακούστηκε μια φωνή και γύρισαν για να δουν μια ομάδα μαυροντυμένων ανδρών να τρέχει προς το μέρος μας
Ο Δημήτρης ξεχύθηκε και πάλι σε τρέξιμο παρασέρνοντας και μένα που κρατούσε σφιχτά το χέρι μου. σκαρφάλωσε στη ράχη του αλόγου του εύκολα παρότι ήταν ασέλωτο και βοήθησε και μένα να καθίσω πίσω του.
-Τρέξε Άνεμε! παρότρυνε το άλογό του ο Δημήτρης και εκείνο ξεχύθηκε σε έναν άγριο καλπασμό.μπροστά μας είδαμε τον Μάρκους και τον βασιλιά να έρχονται με μεγάλο στρατό.
-Πηγαίνετε στο καταφύγιο φώναξε στον Δημήτρη, σώσε την!!! εκεί βρίσκονται και οι υπόλοιποι.
Ψηλά στα κτίσματα του παλατιού η βασίλισσα κοίταζε με δυσφορία το άλογο που κάλπαζε με τις δυο φιγούρες μας πάνω του.Τα πράγματα δεν είχαν πάει όπως τα είχε σχεδιάσει. Πίστευε ότι με όλους μέσα στο παλάτι κοιμισμένους οτι οι άνδρες που είχε στρατολογήσει θα με σκότωναν .Ύστερα οι δικοί της είχαν σφάξει κάμποσα ανυπεράσπιστα άτομα, εχθρούς δικούς του ή δικούς της, ώστε να φαίνεται ότι μια εχθρική επιδρομή ήταν αυτό που είχε συμβεί.
Εμείς δεν άργησαν να φτάσουμε κοντά στο χωριό αλλά ένιωθα κουρασμένη μιας και τρέχαμε για ώρες και σταματήσαμε για λίγο.ο Δημήτρης δεν ήθελε να σταματήσει. Σκόπευε να φτάσει όσο πιο γρήγορα μπορούσε στην Αβέρν, την πιο κοντινή πόλη όπου θα ήμουν ασφαλής. κάτσαμε να ξεκουραστούμε κάτω από ένα δέντρο και επιτέλους μπορούσα να πάρω μια ανάσα, μου έδωσε νερό να πιω. τον αγκάλιασα σφιχτά
-νόμιζα ότι ήσουν νεκρός γι αυτό τον αρραβωνιάστικα, μου το είπε ο βασιλιάς και ήμουν μόνη μου, έπρεπε κάπου να στηριχτώ το ξέρεις ότι δεν ήρθα εδώ για έρωτες... χαίρομαι πάρα πολύ που είσαι ζωντανός δεν έπρεπε να έρθουμε τελικά εδώ είπα κλαίγοντας.
Μου σκούπισε τα δάκρυα και με έσφιξε στην αγκαλιά του. δεν μου είπε κουβέντα... σηκώθηκε όρθιος... άκουσε κάτι. κάποιος μας είχε ακολουθήσει δεν έπρεπε να σταματήσουμε, με ανέβασε γρήγορα στο άλογο και έστρειψε το άλογο βιαστικά για να φύγουν από τον κίνδυνο που μας απειλούσε αλλά δεν μπορούσε να ξεφύγει..Σωριάστηκανμε στο έδαφος αποφεύγοντας ίσα ίσα το να μας πλακώσει το σώμα του αλόγου και μείναμε εκεί για μια στιγμή σαστισμένοι από την απότομη πτώση, χτύπησε το πόδι του και μας πλησίαζαν , προσπαθούσε να σηκώσει το άλογο να βγάλει το πόδι του, και εκείνοι πλησίαζαν πιο πολύ..
-Τρέξε Λιάνα, είπε. Τώρα!!! Θα προσπαθήσω να τον καθυστερήσω .
Δεν ήμουν πρόθυμη να τον αφήσω αλλά εκείνος μου ξαναφώναξε να τρέξω.Μια ομάδα από τους εχθρούς εμφανίστηκε στην άκρη...δεν θα μπορούσα να τους ξεφύγω και αν έπεφτα στα χέρια τους θα είχα κάθε λόγο να ζηλεύω την τύχη των νεκρών
.-Τρέξε, είπε ο Δημήτρης πασχίζοντας να σηκωθεί όρθιος.
Την επόμενη στιγμή βρέθηκε στο έδαφος και πάλι και ένα πόδι πατούσε στο στέρνο του. Εκείνος βόγγηξε, το σώμα του τραντάκτηκε και έμεινε μετά ακίνητος.
Έτρεξα να ξεφύγω αλλά δεν υπήρχε πουθενά να πάω. Οι πόρτες των γύρω σπιτιών ήταν κλειστές και δεν ήξερα καν αν κάποιος ήταν μέσα. Σκόνταψα και έπεσα. με έφτασαν, με έπιασαν ένιωσα τα χέρια του ενός να σκίζουν τα ρούχα μου και να πασπατεύουν τα στήθη μου.
-Δημήτρηηηη ούρλιαξα
χάνοντας κάθε ελπίδα μου άρχισα να προσεύχομαι, ξαφνικά ένιωσα να απομακρύνεται από μένα και να είναι δίπλα μου νεκρός... σήκωσα τα μάτια μου είδα τον Δημήτρη, με βοήθησε να σηκωθώ και με κοίταξε
-σε πείραξε ? με ρώτησε τρομαγμένος
-όχι όχι μόνο το φόρεμα μου έσκισε λιγάκι, ευτυχώς ήρθες... σ ευχαριστώ τι θα έκανα χωρίς εσένα?!
- τι θα έκανες όντως!!! είπε χαμογελώντας με έπιασε από την μέση.
-γιατί δεν έσωσες τον εαυτό σου? και γύρισες για μένα ήσουν ήδη πληγωμένος...Και ήταν μια απάντηση που ο Δημήτρης δεν θα μπορούσε να προφέρει.αποφάσισα να μετακινήσω το εμπόδιο για εκείνον.
-Ξέρω, είπα. Απλά θέλω να το ακούσω από' σενα.
-Δεν είναι απαγορευμένο;
-Όχι, είπα με ένα γλυκό χαμόγελο, πες το.
-Σε αγαπώ, είπε ο Δημήτρης και την επόμενη στιγμή βρέθηκα στην αγκαλιά του και τα χείλη μας ενώθηκαν με ένα γλυκό φιλί.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9ο- ΣΤΟ ΚΑΤΑΦΥΓΙΟ
-Και τώρα τι θα γίνει ? τον ρώτησα, χωρίς να μου απαντήσει ξανά με άρπαξε από το χέρι και αρχίσαμε να τρέχουμε και πάλι... μας κυνηγούσαν! δεν μπορώ να θυμηθώ για πόση ώρα τρέχαμε, ως που φτάσαμε στο καταφύγιο. μας άνοιξαν τις πύλες και μπήκαμε μέσα. Ο Μαξιμιλιανός έτρεξε να με αγκαλιάσει. πόσο χάρηκα πού ήταν ζωντανός!
-οι αδερφές σου? η Σελίν? ο Μάρκος γύρισε?
-είναι όλοι καλά, δεν έχει γυρίσει ακόμα. πήγαινε να ξεκουραστείς μου είπε βλέποντας με ταλαιπωρημένη.
Ο Δημήτρης με συνόδεψε μέχρι το δωμάτιο διακριτικά, δεν είχα την δύναμε ούτε τη πόρτα να ανοίξω.
-να περάσω? με ρώτησε ανοίγοντας μου και την πόρτα, χωρίς να προλάβω να απαντήσω, η Σελίν ήρθε τρέχοντας με δάκρυα στα μάτια.
-δόξα το θεό πριγκίπισσα Ζοζεφίνα, είσαι ζωντανή πόσο χαίρομαι!!! , ανησύχησα τόσο πολύ για σας..
Tης διηγήθηκα όλα όσα συνέβησαν, τρομοκρατήθηκε, μου είπε και τις υποψίες που είχε ακούσει για την βασίλισσα και ότι άκουσε δύο από τους εχθρούς να μιλούν γι αυτήν. Μου ετοίμασε το μπάνιο και με βοήθησε να ντυθώ, φόρεσα το νυχτικό μου, και ξάπλωσα. Μόλις έβαλα το κεφάλι μου στο μαξιλάρι με πήρε ο ύπνος...
το πρωί όταν ξύπνησα,ένιωσα κάποιον να με φιλάει στο λαιμό και στο κομοδίνο μου είδα ένα τριαντάφυλλο,πετάχτηκα όρθια και τον κοίταζα τρομαγμένη.
-εγώ είμαι είπε ο Δημήτρης, έτοιμος να σκάσει στα γέλια από τον τρόπο που αντέδρασα. άρχισα να γελάω. τον πλησίασα και του έδωσα ένα φιλί...
-καλημέρα!!! με τρόμαξες γιατί έβλεπα εφιάλτη πρίν ξυπνήσω, χαίρομαι που είσαι εδώ του είπα γλυκά αν και δεν θα έπρεπε.φαντάσου να έμπαινε κάποιος και να σε έβλεπε ξαπλωμένο δίπλα μου?!
-δεν με νοιάζει, ήθελα να είμαι εγώ το πρώτο άτομο που θα έβλεπες ύστερα από την εφιαλτική αυτή νύχτα που έζησες χθές!!!
πήγα ανέβηκα πάνω του, όπως ήταν ξαπλωμένος, έσκυψα και του ψιθύρισα στο αυτί
-για μένα ήταν μια μαγευτική νύχτα, ήταν το πρώτο μας φιλί, στον μεσαίωνα, εγώ πριγκίπισσα και εσύ ιππότης, τι άλλο να ζητούσα?!
Ακούστηκαν βήματα, τρόμαξα, ποιός να ήταν , η Σελίν , ή χειρότερα ο Μάρκος? έτρεξα και έσπρωξα την πόρτα την στιγμή που πήγαινε να ανοίξει...
-εγώ είμαι ο Μάρκος πριγκίπισσα, είσαι καλά??
-ένα λεπτό ντύνομαι, θα καρέβω σε λιγάκι είπα νευρικά
-είσαι σίγουρα καλά?
-ναι αγαπημένε μου, απλώς ετοιμάζομαι περίμενε με κάτω
-εντάξει , μην αργήσεις όμως!!! είπε και έφυγε
-πως τον είπες?
-έλα ρε Δημήτρη, αφού δεν έφευγε τι να κάνω? έλα πήγαινε και εσύ να ετοιμαστώ!
-μα γιατί είχαμε μείνει σε ωραίο σημείο και στάση , μου είπε χαμογελώντας
-Δημήτρηηη... φύγε! θες να μας πιάσουν ?
κοίταξα λίγο έξω και ύστερα τον έβγαλα έξω. Ξαναγύρισε
-τι έγινε πάλι? τον ρώτησα νευριασμένη
-ήθελα να σου δώσω ένα φιλί! , τον φίλησα και μπήκα γρήγορα μέσα να ετοιμαστώ,η πόρτα ξανά άνοιξε
-φύγε σου είπα μην κάνεις σαν μωρό!
-εγώ είμαι πριγκίπισσα η Σελίν
-συγγνώμη νόμιζα ήσουν
-ο Ιππότης Αρθούρος το κατάλαβα τον είδα τώρα, τι έκανε εδώ ?
-τίποτα Σελίν κάτι είχε να μου δώσει
-έλα μην κρυβόμαστε μεταξύ μας, σας είδα να φιλιέσται..
-ήταν κανένας άλλος έξω?
-όχι όχι μόνο εγώ μην ανησυχείτε, τυχερή που είσαι πριγκίπισσα έχεις δύο άντρες να πεθαίνουν για σένα
"τρεις για την ακρίβεια, και έναν στην Αθήνα , άραγε τι να κάνει ,ελπίζω να υποφέρει όπως έκανε και μένα πολλές φορές "σκέφτηκα
κατέβηκα κάτω γρήγορα. ο Μάρκος με περίμενε μαζί με τα αδέρφια του. ήρθε κοντά μου και με φίλησε στο μάγουλο.
-φαίνεσαι καλά μου είπε
-ναι ξεκουράστηκα λιγάκι...εσύ πώς είσαι ?
-καλά είμαι τώρα που σε βλέπω! έχει κάτι ξεχωριστό το βλέμμα σου σήμερα τα μάτια σου λάμπουν! γιατί τόσο χαρούμενη ?
-απλώς χαίρομαι που είσαι καλά και είμαι ζωντανή πέρασα δύσκολα μέχρι να φτάσω εδώ. ευτυχώς με έσωσε ο Αρθούρος!
-ολο αυτός ο Αρθούρος ! είπε
-εντάξει Μάρκους να με άφηνε να με βιάσουν και ύστερα να με σκοτώσουν σε ευχαριστώ πολύ είπα ενοχλημένη.
-πριγκίπισσα μου , ηρέμησε δεν εννοούσα αυτό, απλώς νομίζω σου αρέσει και του αρέσεις.
-Μάρκους απλώς του χρωστάω πολλά είμαι δικιά σου το ξέρεις του είπα για να τον καθησυχάσω. εκείνη την στιγμή έφτασε η βασίλισσα με πήρε από το χέρι και πήγαμε κοντά της
-χαίρομαι που είστε καλά της είπα και υποκλίθηκα, ο Μάρκους μας άφησε μόνες μαζί με την Σελίν κιόλας.
-δεν νομίζω και τόσο είπε νεκρή θα με προτιμούσες μου είπε μες στα μούτρα μου
-ναι όντως της είπα δεν θα μου έκανε και μεγάλη διαφορά αλλά και εσείς αυτό
θα θέλατε για μένα είπα και το μετάνιωσα, η Σελίν γέλασε
-εσύ δουλικό σκάσε της είπε της Σελίν
-μην την ξαναπείτε έτσι, οι δούλοι έχουν σταματήσει εδώ και αιώνες να υφίστανται.. η Σελίν είναι φίλη μου και δεν σας επιτρέπω να της μιλάτε έτσι ακόμα και αν είστε η βασίλισσα, μπορεί να νομίζετε ότι τους κοροιδέψατε όλους για την επίθεση αλλά όχι εμένα! είπα και έφυγα περιφρονώντας την και πήρα την Σελίν... η βασίλισσα σάστισε... είχα κάνει ένα τραγικό λάθος να της μιλήσω έτσι ή μια αποφασιστική κίνηση....?
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10- Ο ΔΑΣΚΑΛΟΣ ΑΛΦΟΝΣΟ ΚΑΙ Η ΑΓΑΠΗ
Σε λίγες μέρες επιστρέψαμε και πάλι στο κάστρο, επιτέλους είχα ξανά το χώρο μου και ένιωθα πιο ασφαλής επειδή είχα μάθει την περιοχή.
Ο Μάρκος καθόταν στην βιβλιοθήκη παρά την ευγνωμοσύνη στον Δημήτρη για τη διάσωση Μου ήταν αδύνατο να τον συμπαθήσει...σκεφτόταν για ώρες πόσα είχαν αλλάξει μέσα του και μέσα στο μυαλό του από την στιγμή που με γνώρισε.
-τι σκέφτεσαι γιε μου?, τον ρώτησε η βασίλισσα βλέποντας τον σκεπτικό
-τίποτα μητέρα σκέφτομαι να οργανώσω ένα ταξίδι για την ανακάλυψη μιας νέας χώρας...
-πώς σου ήρθε τώρα αυτό?
-απλώς η Ζοζεφίνα έχει μαζί της ένα χάρτι που της το έδωσαν οι γονείς της μου το έδειξε μόνο εμένα και έχει και άλλα μέρη πέρα απ΄αυτά που ξέρουμε
-πάλι αυτή? δεν μ΄αρέσει αυτή η κοπέλα για σένα γιέ μου εσύ είσαι όμορφος , καλός και γενναίος εκείνη είναι κινική δεν έχει σεβασμό είδες πως μου μίλησε μπροστά στο κόσμο?!
-την προκάλεσες μητέρα, γιατί δεν την συμπαθείς? είναι πολύ ξεχωριστή μια άξια πριγκίπισσα να σταθεί δίπλα μου!
-νιώθω να μας λέει ψέματα και είναι σαν να τους μαγεύει όλους να την συμπαθήσουν ίσως είναι μάγισσα!!!
-χαχαχαχα υπερβάλεις!
Εκείνη την στιγμή μπήκα μέσα με την Σελίν, υποκλίθηκα στην βασίλισσα χαμογέλασα στον Μάρκους και κάτσαμε σε ένα τραπεζάκι και της έδειχνα κάποια πράγματα. εκείνη γελούσε δεν με πίστευε. που να ήξερε πόσο θα αλλάξει ο κόσμος μακάρι να μπορούσα να την πάρω μαζί μου, ίσως αν μου έδειχνε απόλυτη εμπιστοσύνη να της έδειχνα και εγώ και κάποτε να της τα έλεγα όλα, αλλά προς το παρόν δεν εμπιστευόμουν κανέναν....
-μπορείς να φύγεις Σελίν είπε ο Μάρκους θα κάτσω εγώ με την Ζοζεφίνα
-μάλιστα είπε ντροπαλά και μας άφησε μόνους
εγώ συνέχισα να κοιτάω κάτι εικόνες, και τα ξεφύλλιζα
-μου έχεις θυμώσει και δεν μου μιλάς?
-όχι απάντησα απλώς ξέρω ακριβώς τι σου έλεγε μητέρα σου τώρα...και δεν μ αρέσει αυτό..δεν της έχω κάνει τίποτα!
-αγάπη μου γλυκιά που μου στεναχωριέσαι έτσι είναι η μητέρες
-ναι συγγνώμη έχεις δίκιο δεν μου φταίς εσύ!
-σε μια εβδομάδα θα πάω στην χώρα μου Νορμανδία θέλω να έρθεις μαζί μου... θα κάνουμε ένα ταξίδι θα είναι πολύ ωραία.
-δεν ξέρω Μάρκους δεν νιώθω καλά τελευταία και με όλα αυτά θα είναι κουραστικό ταξίδι.
-θα είναι κουραστικό ένα ταξίδι με τον αρραβωνιαστικό σου ??? δεν σε καταλαβαίνω είπε και σηκώθηκε και έφυγε, ο δάσκαλος μου, ήταν ένας γέρος γύρω στα 74 αλλά κρατιόταν καλά ήρθε και με πλησίασε
-κύριε Αλφόνσο του είπα χαμογελαστά
-τι κάνεις πριγκίπισσα Ζοζεφίνα ?
-η αλήθεια είναι οτι ήθελα να σας ρωτήσω κάτι, αλλά δεν θέλω να γελάσετε και να μείνει μεταξύ μας
-βέβαια αγαπητή μου, πείτε μου
-έχω ακούσει κάτι για χρονοπύλες και ήθελα να ρωτήσω τι γνωρίζετε γι αυτά.? με κοίταξε με μάτια γουρλωμένα
-από κει έρχεσαι ?
-τι εννοείτε ?
-μικρή μου εσύ δεν είσαι από αυτήν την εποχή! το ξέρω καλά... δεν με ξεγελάνε τα μάτια μου... εσύ ξέρεις και πιο πολλά και από μένα, γνωρίζεις τέλεια μαθηματικά, αστρονομία, μιλάς με άλλο τόνο, και ζωγραφίζεις παράξενα
-είμαι μια παράξενη πριγκίπισσα είπα νευρικά
-κάθε γυναίκα κρύβει μέσα της μια πριγκίπισσα μου είπε, από ποια χρονιά έρχεσαι? δεν ήξερα αν έπρεπε να του μιλήσω... μπορείτε να περιμένετε λίγο και φώναξα την Σελίν που βρισκόταν απ΄έξω.
-πήγαινε βρες τον Αρθούρο και πες του να έρθει αμέσως εδώ..!!
-μα
-τώρα είπα Σελίν
πήγα και έκατσα δίπλα στον δάσκαλο
-εσείς από ποια εποχή έχετε έρθει? τον ρώτησα
-πανέξυπνο πλάσμα!!! μου είπε, ο Δημήτρης μπήκε μέσα ανήσυχος, για να τον καλέσω πρέπει να ήταν σοβαρό.
-κάτσε του είπα από δώ ο δάσκαλος μου ο Αλφόνσο έχει έρθει εδώ από κάποια χρονοπύλη.
-πανέξυπνο πλάσμα!!! ξαναείπε όλα τα καταλαβαίνεις
-αλήθεια??? ρώτησε ο Δημήτρης
-ναι, νεαρέ αλλά και εσείς...!!!
-ναι είπε ο Δημήτρης χωρίς να το σκεφτεί. πείτε μου από που έχετε έρθει?
-έχω έρθει μικρέ από το 1984 μπήκα μέσα σε μια πύλη στα ιωάννινα και έχω εγκλωβιστεί εδώ δεν έχω βρεί ακόμα έξοδο.
-είστε έλληνας δηλαδή δάσκαλέ!! πόσο χαίρομαι και εμείς από τα Ιωάννινα ερχόμαστε βρήκαμε μια πύλη σε ένα σπιτί, σε ένα υπόγειο!
-στο σπίτι μου!!! στο τούνελ μπήκατε ?
-ναι ναι είπε ο Δημήτρης!!
-η γυναίκα μου ζει ?
-ναι,κύριε Αλφόνσο είπε ο Δημήτρης είναι καλά , μια χαρά θα έλεγα!!
-τι καλά νέα!! αναφώνησε
-τι θα κάνουμε δηλαδή εμείς τώρα ? θα μείνουμε για πάντα εδώ? ρώτησα
-κοριτσάκι μου, έχω βρει κάποιες πύλες αλλά είναι μακριά... δεν μπορώ να πάω εγώ πια,είμαι ένας γέρος άνθρωπος δεν μπορώ τα ταξίδια, αλλά θα σας φτιάξω ένα χάρτι να φύγετε!
Ύστερα από μια ώρα συζήτησης σηκώθηκα να πάω στο δωμάτιο μου, όταν μπήκα μέσα βρήκα την Σελίν να ετοιμάζει τα πράγματα μου..
- μα τι κάνεις εκεί ? την ρώτησα
- ο Πρίγκιπας Μάρκους μου είπε να ετοιμάσω τα πράγματα σας το βράδυ φεύγετε...
-μην ετοιμάζεις τίποτα της είπα , πρέπει κάποιος να του μάθει τρόπους του κυρίου. και κατευθήνθηκα νευριασμένα στο δωμάτιο του.άνοιξα την πόρτα
-καλά ποιος νομίζεις ότι είσαι ... του είπα και έμεινα όταν τον είδα γυμνό, βάλε κάτι πάνω σου είπα και κοίταξα από την άλλη. εκείνος γέλασε τύλιξε την πετσέτα γύρω του.
-συγγνώμη για την εμφάνιση μου είπε γελώντας, αλλά έκανα μπάνιο και κάποια ξέχασε τους τρόπους της και μπήκε στο δωμάτιο μου έτσι...
-σιγά, σαν δεν έχω ξαναδεί γυμνό άντρα !!! του είπα αλλά στο θέμα μας τώρα
-τι έχεις πάει με κάποιον? με ρώτησε και με άρπαξε από το μπράτσο
-με πονάς του είπα, είχα έναν αδερφό στην Ελλάδα μικροί κάναμε και μπάνιο μαζί ελεινέ του είπα και ξέσπασα σε κλάμματα. το έχεις παρακάνει μα την παναγιά!!! είσαι ένας βάρβαρος!!!
-συγγνώμη !!!, απλώς με κάνεις να ζηλεύω... μου τρώει τα σωθικά η ζήλεια μου
-δεν μιλάω μόνο γι αυτό του είπα δεν με πολύ νοιάζει κιόλας, αλλά με πειράζει που πέρνεις αποφάσεις χωρίς να με ρωτήσεις, γιατί η Σελίν μαζέυει τα ρούχα μου?
-θα πάμε ταξίδι στο είπα δεν καταλαβαίνω γιατί δεν θες να έρθεις ?
-γιατί σου είπα δεν μ αρέσουν τα ταξίδια
-εσύ τα λατρεύεις και μόνη σου μου είχες πει, αμά έρθεις θα πάω να κάνω το ταξίδι για να ανακλύψουμε την Αμερική. στο υπόσχομαι!!!
-δεν μου κάνουν τίποτα οι υποσχέσεις, θέλω πράξεις!!! , με φίλησε , άνοιξε η πόρτα του δωματίου
-ξενδιάνθρωπη άκουσα μια γυναίκα να μου λέει , όταν γύρισα είδα την βασίλισσα
-δεν είστε ακόμα παντρεμένη για να κάνετε έρωτα είπε βλέποντας εμένα καθισμένη στο κρεβάτι και τον Μάρκους με την πετσέτα τυλιγμένη...
-δεν είναι αυτό που νομίζετε είπα
-σιωπή βρωμοθύληκο
-μητέρα την αλήθεια σου λέει μην της μιλάς έτσι, έφυγα κλαίγοντας και βγήκα έξω να πάρω αέρα οι φωνές τους ακουγόντουσαν μέχρι κάτω.είδα τον Δημήτρη παρόλο που ήταν με τους υπόλοιπους ιππότες έτρεξα και τον αγκάλιασα.
- τι έχεις κοριτσάκι μου? με ρώτησε πάμε κάπου να είμαστε μόνοι μας,όλοι μας κοίταζαν , είχαμε εκτεθεί άσχημα
άρχισα να του εξηγώ όσα έγιναν εκτός από το φιλί, νευρίασε παρόλα αυτά
-δεν μπορείς να φύγεις
-είναι μόνο για μια εβδομάδα τι μπορώ να κάνω έχει ετοιμάσει ήδη τα πράγματα μου...
πήγαινε πέρα δώθε με ζάλισε...
-Δημήτρη
-σκάσε θες και πας! σκάσε να κλαις δεν μπορώ να σκέφτομαι ότι θα είσαι μια εβδομάδα μ αυτόν
-δεν θα μου κάνει και τίποτα είπα... στο μάγουλο με φιλάει ακόμα και τώρα του είπα
-αλλού αυτά μου είπε ειρωνικά, τον κοίταξα σηκώθηκα και έφυγα δεν έκανε κίνηση να με σταματήσει... πήγα στο δωμάτιο μου, και είπα στην Σελίν να ετοιμάσει τα πράγματα και είπα να πάει να το ανακοινώση μετά στον Μάρκους ότι φεύγουμε το πρωί... εκείνος χάρηκε πολύ και μου έστειλε ένα γράμμα μαζί της
"χαίρομαι πολύ που θα πάμε τελικά! ήθελα να σου ζητήσω συγγνώμη εκ μέρους της μητέρας μου, της τα εξήγησα όλα!!! η παρεξήγηση λύθηκε... ανυπομονώ για αύριο πριγκίπισσα μου, σου στέλνω την αγάπη μου",το πέταξα στο κρεβάτι, λούστηκα και μετά ξάπλωσα να κοιμηθώ, σηκώνομαι και πάω στο μπαλκόνι...κοιτάζω τα αστέρια. κάνει κρύο και η νύχτα έχει πέσει για τα κάλα...
Πόσο μπορεί να αντέξει κανείς στο κρύο και το σκοτάδι; Δεν ξέρω. Εγώ κάθομαι ώρες με τη συνοδεία και των δυο. Το σκοτάδι είναι πιο φιλικό, σε τυλίγει στερώντας σου τη δυνατότητα να δεις οτιδήποτε, σαν να είσαι η μόνη ύπαρξη στον κόσμο. Το κρύο σε πονάει κιόλας. Αλλά εγώ δεν κρυώνω. Όσο για το σκοτάδι, είναι παλιός φίλος. Το έχω συνηθίσει. Κάθομαι στο σκοτάδι και αγνοώ το κρύο που προσπαθεί σαν το σκοτάδι να εισχωρήσει μέσα μου. Σκέφτομαι τον ιππότη μου. Σκέφτομαι το γλυκό του πρόσωπο, ξέρω κάθε του γωνιά, κάθε έκφραση, κάθε του χαμόγελο, Αρκεί να κλείσω τα μάτια μου για να το δω ολοζώντανο μπροστά μου. Το ξέρω τόσο καλά, πως το φωτίζει το χαμόγελό του, πως τρέμουν λίγο τα χειλάκια του στο παράπονο, πως είναι οι γραμμές του κάτω από τα ακροδάκτυλά μου.Το σκέφτομαι στο σκοτάδι, σε κάθε σκοτάδι που συναντώ και παίρνω δύναμη, γιατί όταν χαμογελάει είναι σαν να μου χαμογελάει το σύμπαν.
Ξαφνικά ένιωσα ένα χέρι στο μπαλκόνι έκανα άκρη, αλλά καθώς διέκρινα τον Δημήτρη πλησίασα. ανέβηκε.
-τι κάνεις εδώ? ρώτησα και μπήκα μέσα είσαι τρελός?
-ήθελα να σε αποχαιρετίσω έτσι θα έφευγες?
-όσους αγαπώ τους χαιρέτησα ! είπα θυμωμένα
-εμένα δεν μ αγαπάς ?
- είσαι πολύ ανώριμος για μένα..
-εσύ αν και είσαι μπανταλό εγώ πάλι σ αγαπώ... χαμογέλασα ήξερε ότι αυτές λέξεις πάντα με κάνανε να γελάω. πήγα και κλειδωσα την πόρτα καλού κακού, και έκατσα στο κρεβάτι, έκατσε δίπλα μου
- είσαι ακόμα θυμωμένη? , ενώ εγώ θα έπρεπε να είμαι
-όχι απλώς απόρώ γιατί δεν με φιλάς, γιατί δεν κάνουμε έρωτα,έχουμε όλο το βράδυ δικό μας , είχα γίνει πολύ τολμηρή σκεφτόμουν σ αυτή την εποχή, είχα ξαφνιαστεί από μένα ήταν σαν να έβλεπα μια διαφορετική Λιάνα..ήρθε και με φίλησε κατά κάποιο παράξενο λόγο έτρεμα, ήρθε και με φίλησε, μου φίλαγε το λαιμό μου και άρχισα ν ανατριχιάζω έκλεισα τα μάτια μου, αφέθηκα
-πόσο σε θέλω, μου είπε προσπαθώντας να μου ξεκουμπώσει το νυχτικό.
Άνοιξε το νυχτικό και χούφτωσε τα μικρά μου στήθη. κατέβαζε το νυχτικό και το άφησε να πέσει στο πάτωμα. με φίλησε ξανά στο σβέρκο και κατέβασε τα χεριά του στην κοιλία μου. αποθυμούσα το άγγιγμα του πιο πολύ και από άλλοτε. Δεν τον χόρταινα. Τα δάχτυλα βρήκαν το απόκρυφο σημείο μου και το χάιδεψαν. μου κόπηκε η ανάσα. Έκλεισα τα μάτια κι έγειρα πίσω το κεφάλι... δεν είχα ξανανιώσει έτσι ποτέ μου δεν ήθελα να σταματήσει ένιωθα να είχαμε γίνει ένα.. άραγε να υπήρχε πράγματι τόση αγάπη?!και να την βρήκα σε μια άλλη εποχή... είχα γίνει δικιά του ολοκληρωτικά.
Έξω η νύχτα έχει προχωρήσει, ο κόσμος κοιμάται ή ετοιμάζεται να το κάνει. Αλλά δεν μας ενδιαφέρει ο κόσμος, είμαστε οι δυο μας και αυτή τη στιγμή αυτό αποτελεί όλον τον κόσμο για μας.
Με κοιτάζει, ποτέ δεν χορταίνει να με κοιτάζει. Με κοιτάζει καθώς είμαι ξαπλωμένη δίπλα. Με αγκαλιάζει και χώνομαι στην αγκαλιά του.
-Σε αγαπώ πολύ, μου λέει.
-Αλήθεια;
-Σε αγαπώ πάρα πολύ πριγκίπισσά μου, με βεβαιώνει και μου χαϊδεύει τα μαλλιά μου.. Με χαϊδεύει απαλά και καθησυχαστικά.
-Με θέλεις ακόμα;
-Πάντα.
-Και δεν μου κρατάς κακία; ρωτάω που θα φύγω
-Όχι, ποτέ, δεν σου θυμώνω
Χαλαρώνω μέσα στα χέρια του.Με τραβάει πιο κοντά του και εγώ πηγαίνω σαν μικρό παιδάκι που θέλει να νιώσει σιγουριά. Γίνομαι ένα μικρό ζεστό κουβαράκι στην αγκαλιά του. Νιώθει την ανάσα μου στο λαιμό του. Γίνεται πιο αργή καθώς αποκοιμιέμαι ενώ με χαϊδεύει. Τώρα θα κοιμάται και εκείνος, δεν θα με αφήσει από την αγκαλιά του όλη νύχτα.
-Σε αγαπώ πολύ γλυκιά μου πριγκίπισσα, μου ψιθυρίζει και εγώ μέσα στον ύπνο μου χαμογελάω.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11-Ο ΠΥΡΕΤΟΣ
Ξύπνησα από το πρωινό φως που με έλουζε. Ένιωθα γαληνεμένη, μια αίσθηση πληρότητας που είχα πολύ σπάνια στο παρελθόν αισθανθεί. Άφησα για λίγο το φως του ήλιου να με λούσει με τη θαλπωρή του ενώ ένιωθα στο πλάι μου το ζεστό σώμα του Δημήτρη. Τον κοίταξα, είχε ήδη ξυπνήσει και απλά έμενε στο πλευρό μου
-Πες μου πως δεν ονειρεύομαι, είπε με τα μάτια κλειστά.
-Όχι, δεν ονειρεύεσαι. του είπα
Χάιδεψε τα μαλλιά μου, ενώ κοίταζε το πρόσωπό μου.
-Όταν σε είδα για πρώτη φορά ξέρεις τι σκέφτηκα;
-τι ? ρώτησα
-ότι είσαι ξεχωριστή, και το διαπυστώνω κάθε μέρα
Μετακίνησε το κεφάλι του κοντά στο δικό μου. Άφησε έναν αναστεναγμό.
-Είσαι τόσο ζεστός, όσο ζεστή είναι και η καρδιά σου. Ευχαριστώ που έμεινες μαζί μου.
-και σήμερα φεύγεις...!!! σηκώθηκα και φόρεσα το νυχτικό μου
-πρέπει να πηγαίνεις είπα στενάχωρα
-να φύγουμε από δω!! πάμε τώρα
-δεν γίνεται αυτό πρέπει πρώτα να μας δώσει ο δάσκαλος τους χάρτες... ντύθηκε με φίλησε το μέτωπο σαν να μου έδινε την ευχή και έφυγε πόσο νευρίασα... τι να έκανα ήθελε να μας πιάσουν να μας σκοτώσουν ?!
ένιωθα πολύ αδύναμη, πήγα ετοίμασα το μπάνιο μου μιας και η Σελίν είχε αργήσει, ντύθηκα χτένισα τα μαλλιά μου και τα έκανα μπούκλες όπως ήταν η μόδα της εποχής, μπήκε μέσα η Σελίν
-μπορείς να με βάψεις σε παρακαλώ δεν νιώθω πολύ καλά σήμερα, κούνησε καταφατικά το κεφάλι της... Ήμουν έτοιμη κατέβηκα... κατέβασαν και τις βαλίτσες μου και μπήκα στην άμαξα όπου με περίμενε ο Μάρκος. Ο Δημήτρης ήταν λίγο πιο πέρα προσπάθησα να μην τον κοιτάξω δεν μου άρεσαν οι αποχαιρετισμοί, φίλησα την Σελίν και φύγαμε..
Μια από τις υπηρέτριες πλησίασε τον Δημήτρη,
-θα τα πούμε μετά τώρα που έφυγε και η πριγκίπισσα? τον ρώτησε
εκείνος την προσπέρασε, δεν είχε όρεξη μόλις είχα φύγει δεν θα έκανε καμιά ανοησία, αν το μάθαινα το ήξερε πια θα ήταν η κατάληξη... πλησίασε την Σελίν
-σου άφησε κάτι για μένα ? την ρώτησε
-όχι είπε εκείνη ντροπαλά, ήταν χλωμή η πριγκίπισσα όμως τι να είχε ?! πόσο θα μου λείψει και άρχισε να κλαίει, την άφησε να κλαίει και προχώρησε να βρεί τον δάσκαλο... διάβαζε κάτι βιβλία
-δάσκαλε μήπως μπορείς να μου δώσεις τους χάρτες?
-παλικάρι μου τους φτιάχνω ακόμα όταν γυρίσει η Ζοζεφίνα θα σας τα δώσω σκέφτεσαι να την αφήσεις εδώ? μόνη της ? ντροπή σου!!!
-όχι, δάσκαλε!
Το πρωινό ήταν αρκετά κρύο μιας και ήταν μόλις 14 Δεκεμβρίου και η θάλασσα δεν ήταν μακριά. Οι ιππότες που βρίσκονταν γύρω από μας ήταν μουδιασμένοι. Είχαν μόλις φτάσει στο νησί ερχόμενοι από τα στρατόπεδα εκπαίδευσης νεοσυλλέκτων και τόσο το κρύο όσο και το νέο περιβάλλον δεν βοηθούσαν καθώς περίμεναν για την μεταφορά τους στις μονάδες που θα υπηρετούσαν.
Είχε μόλις ξημερώσει και μέσα στο γκρίζο πρωινό οι περισσότεροι ήταν βυθισμένοι σε σκέψεις, κάποιοι συζητούσαν μαζεμένοι σε μικρές ή μεγαλύτερες ομάδες. Κάποιοι έχουν πάρει και πίνουν καφέ σε κύπελλα, είναι ένας τρόπος να ζεσταθούν. έπειτα από δυο μέρες φτάσαμε... ήταν νύχτα αλλά το κάστρο φώτιζε ήταν ακόμα πιο όμορφο από κείνη της Αγγλίας... κάθησα κοντά στο τζάκι. Αρχές Δεκεμβρίου και το κρύο ήταν πια τσουχτερό. Άπλωσα τα χέρια μου στην φωτιά να ζεσταθούν. Έξω το χιόνι έπεφτε συνεχώς και μέχρι το πρωί θα ήταν όλα καλυμμένα από ένα αφράτο άσπρο πέπλο. Δεν παραπονιόμουν , μου άρεσε το χιόνι. Ήταν για μένα ο συμβολισμός της αγνότητας και της ελπίδας... ο Μάρκος ήρθε και έκατσε και αυτός δίπλα μου να ζεσταθεί... επικρατούσε μια ησυχία δεν μιλούσε, έβαλε το κεφάλι του στα πόδια μου σαν ένα μικρό παιδάκι που ζητούσε τρυφερότητα. πόσο τον λυπήθηκα μακάρι να μπορούσα να του προσφέρω, αλλά δεν γινόταν... τον λυπόμουν, τον φίλησα στο κεφάλι και κράτησα σφιχτά τα χέρια του σκεπτόμενη τον πόνο που θα του προκαλούσα όταν έφευγα.
-σ αρέσει εδώ ? με ρώτησε τα δάκρυα είχαν πνίξει το πρόσωπο μου
-ναι του είπα σήκωσε το κεφάλι του, με είδε να κλαίω
-γιατί κλαίς πριγκίπισσα μου?
-είναι που φοβάμαι μην σε χάσω! σε παρακαλώ υποσχέσου μου ότι αν φύγω κάποτε ή πάθω κάτι να προσέχεις τον εαυτό σου και προχωρήσεις.
-μα γιατί μου το λες συνέχεια αυτό, με τρομάζεις, θα μαι πάντα δίπλα σου
-σε παρακαλώ υποσχέσου το!
-στο υπόσχομαι μου είπε και μου φίλησε τα χέρια
-σ αγαπώ τόσο πολύ! , απλώς του χαμογέλασα δεν μπορούσα να του πω και εγώ θα ήταν λάθος.
Ο αέρας φυσάει μανιασμένα, τα παραθυρόφυλλα τρίζουν κάτω από το σφυροκόπημά του σαν καστρόπορτες κάτω από τον πολιορκητικό κριό. Ξαπλώνω κάτω από τα βαριά σκεπάσματα και μαζεύμαι σε ένα ζεστό κουβαράκι, ακούω τον άνεμο και χαμογελάει. ανοίγω την τσάντα μου να πάρω μια φωτογραφία που έχουμε βγάλει με τον Δημήτρη στο κάστρο στα Ιωάννινα είναι η απόδειξη ότι κάποτε ζούσαμε στο 2012... γύρισα την φωτογραφία κάτι ήταν γραμμένο πάνω, αναγνώριζα τα γράμματα του Δημήτρη...
"Το ένιωσα από την πρώτη σχεδόν στιγμή που σε γνώρισα, πολύ ακόμα πριν μάθω πόσο ξεχωριστό άτομο είσαι, πριν σε αγαπήσω. Ήταν μια έντονη αίσθηση να σε προστατέψω να προσέχω να είσαι καλά, να σε προσέχω. Μου έβγαλες μια πρωτοφανή τρυφερότητα που ποτέ δεν είχα αισθανθεί ως τότε. Που δεν ήξερα καν ότι την είχα, ότι ήμουν ικανός να την αισθανθώ.
Τώρα ένα και κάτι χρόνια μετά, και ενώ όχι μόνο σε γνωρίζω μα και σε αγαπώ όσο είμαι ανίκανος να εκφράσω, εξακολουθώ να το νιώθω. Μια ακαταμάχητη ανάγκη να σε προσέχω και να φροντίζω ώστε να είσαι καλά. Τόσο πολύ όσο δεν προσέχω καν τον εαυτό μου. Και ακόμα και όταν είσαι μακριά όπως τώρα, πάντα το σκέφτομαι, πάντα ανησυχώ και θέλω να είσαι καλά. Γιατί όταν εσύ είσαι καλά είναι όλα σωστά και όπως πρέπει στον κόσμο αυτό πριγκίπισσά μου."
έμεινα πρώτη φορά που λάμβανα ένα τόσο υπέροχο γράμμα το κράτησα σφιχτά στην καρδιά μου και αποκοιμήθηκα μ αυτό. οι επόμενες μέρες ήταν άσχημες με είχε πιάσει γρίπη και δεν ήμουν καθόλου καλά.. αποφασίσαμε να γυρίσουμε πιο νωρίς...
πλεόν στο κρεβάτι μου στην Αγγλία με την Σελίν να με φροντίζει ένιωιθα καλύτερα,από ψυχολογική άποψη, αλλά όλο και χειροτόρευα...
Έτσι όπως ήμουν καθηλωμένη στο κρεβάτι δεν μπορώ να κάνω και πολλά άλλα πράγματα από το να σκέφτομαι και όπως πάντα οι σκέψεις μου γυρίζουν στο Δημήτρη, στην οικογένεια μου.Ο πυρετός ρημάζει το σώμα μου, τα αντιπυρετικά δυστυχώς δεν με πιάνουν και έτσι δεν λιγοστεύει. Με έχει στεγνώσει σαν να ήμουν κάτω από τον ήλιο στην έρημο. Οι σκέψεις αρχίζουν και αυτές να μπερδεύονται. Είναι τόσα αυτά που μου λείπουν όταν είναι μακριά. Αλλά αυτή τη στιγμή θα έδινα πολλά να ήταν εδώ, να κρατάει το χέρι μου το δικά του. Το δροσερό του άγγιγμα θα ήταν καλύτερο από κάθε φάρμακο. Αλλά δυστυχώς αυτό δεν πρόκειται να συμβεί. δεν με επισκέφτηκε ούτε μια μέρα, δεν μπορούσε, όλο γιατροί έμπαιναν και ο Μάρκος φαινόταν απελπισμένος. Ο πυρετός κατακτάει νέα ύψη. Βυθίζομαι σε ένα πηκτό σκοτάδι, το λήθαργο του υψηλού πυρετού. Οι τελευταίες μου συνειδητές σκέψεις είναι για αυτόν. Ελπίζω ότι όταν θα συνέλθω, όποτε γίνει αυτό θα είσαι εδώ ο πριγκιπάς μου...
-γιατρέ πως είναι ? τον ρώτησε ο Μάρκος, ο Δημήτρης καθόταν πιο πέρα ανήσυχος και προσπαθούσε να ακούσει τίποτα
-σηκώνω τα χέρια ψηλά είπε η πριγκίπισσα δεν έχει σωτηρία... λυπάμαι
έχασε την γη κάτω από τα πόδια του...
KEΦΑΛΑΙΟ 12-Η ΚΑΤΑΡΑ
Ο Μάρκος συνόδεψε τον γιατρό ήταν απαρηγόρητος, ο Δημήτρης έτρεξε στο δωμάτιο μου, ευτυχώς εκείνη την στιγμή ήμουν εγώ και η Σελίν μόνο... κοιμόμουν δεν είχα μάθει τίποτα για την κατάσταση μου..η Σελίν έκλεισε βιαστηκά την πόρτα
-πριγκίπισσα μου !! είπε και μου φίλησε το χέρι ήταν έτοιμος να δακρύσει,
άνοιξα τα μάτια μου
-ήρθες επιτέλους...
-ήρθα να σε πάρω φεύγουμε, πάμε να πάρουμε τους χάρτες και πάμε Αθήνα στην δικιά μας εποχή εκεί όλα γιατρεύονται...
-Δημήτρη δεν νιώθω καλά είναι σαν να καίγομαι από μέσα μου, δεν θα αντέξω να βγούμε ούτε καν απ΄αυτό το δωμάτιο, εσύ όμως πρέπει να φύγεις εμένα ο χρόνος μου είναι πολύ λίγος εδώ...
-τι λές δεν φεύγω χωρίς εσένα μην είσαι ανόητη... δεν θα πεθάνεις στο υπόσχομαι...
-Δημήτρηηη φώναξα άκουσες τι είπα θέλω να φύγεις! υποσχέσου το!
-δεν μπορώ να το κάνω αυτό είπε με δακρυσμένα τα μάτια... γαμώ το γιατί ήρθαμε εδώ... δεν έπρεπε!
-ήρθαμε για να αγαπηθούμε του είπα χαμογελαστά...
-δεν θα το κάνω κατάλαβε με , ακόμα κι αν χρειαστει να μείνω για πάντα εδώ
-εγώ ξέρω τι έχει η πριγκίπισσα Δημήτρη, Αρθούρε ή όπως σας λένε είπε η Σελίν σιγά
-τι ξέρεις εσύ είπε ο Δημήτρης και μου φίλαγε το χέρι
-η βασίλισσα την έχει καταραστεί , ανήκει στις μάγισσες της σάλεμ... το άκουσα να το λέει έτσι ακριβώς..
-έχω ακούσει γι αυτές είπα
-τι έχεις ακουστά?
η πόρτα χτύπησε, ήταν ο Μάρκος, έκανα νόημα στον Δημήτρη να πάει στο μπαλκόνι, η Σελίν άνοιξε... έκανα πως τότε ξύπνησα
-πώς είσαι ? με ρώτησε
-η μαμά σου κατάγεται από την οικογένεια Σάλεμ? τον ρώτησα αμέσως η Σελίν με κοίταξε τρομαγμένη μήπως αποκάλυπτα ότι εκείνη μου το είπε
-ναι, που το ξέρεις ?
-η μαμά σου είναι μάγισσα του είπα
-αγάπη μου, ο πύρετος σε πείραξε άσχημα... ξεκουράσου!
-σε λίγα χρόνια θα σημειώθει η διασημότερη περίπτωση μαζικών δαιμονικών καταλήψεων που έμεινε στην ιστορία και σ αυτό θα ευθύνεται η μητέρα σου και οι οικογένεια της! εμπιστέψου με...
-είναι μητριά μου και όχι μητέρα μου, αλλά πάλι δεν μπορώ να φανταστώ κάτι τόσο κακό γι αυτήν...
-αυτή φταίει για την κατάσταση μου... με έχει καταραστεί... θα πεθάνω αν δεν με βοηθήσεις! είπα σαν να τον εκλιπαρούσα ήθελα να ζήσω πάρα πολύ είχα έρωτα με την ζωή!!!
-είναι ανοησίες αυτές που λες!
-έστειλες να ανακαλύψουν την Αμερική?
-ναι, έστειλα καρδιά μου αφού στο είχα υποσχεθεί αν έρθεις μαζί μου στο ταξίδι .... ο Δημήτρης δεν μπορούσε να ακούσει, άλλα κατέβηκε από το μπαλκόνι
-ωραία.. του είπα αν είχα δίκιο θα με πιστέψεις ? φαινόταν αναποφάσιστος
-που τα ξέρεις όλα αυτά?
-θα στα πώ όλα στο ορκίζομαι μόλις γίνω καλά!!!
μου υποσχέθηκε να το ερευνήσει και με φίλησε το μέτωπο και έφυγε...
Μια εβδομάδα αργότερα, και η κατάσταση μου είχε αρχίσει να γίνετε όλο και χειρότερο νόμιζα δεν θα άντεχα άλλο, δεν είχα αρρωστήσει ποτέ άλλοτε στην ζωή μου έτσι...
-ψάξε όλο το δωμάτιο για κάτι παράξενο είπα στην Σελίν, άρχισε να ψάχνει μανιωδώς...δεν υπήρχε ίχνος. σκεφτόμουν... κάτι θα έπρεπε να μου είχε ξεφύγει...
-το βρήκα!!! φώναξα Σελίν ξερω πως θα με βοηθήσεις... αλλά είναι πολύ ριψοκίνδυνο, αυτό που θα σου ζητήσω γι αυτό θα πας να βρεις τον Αρθούρο! και της είπα τι πρέπει να κάνουν, η Σελίν βρήκε τον Αρθούρο και του τα είπε όλα το σχέδιο ήταν καλό... το παλάτι σήμανε κίνδυνο, όλοι έτρεξαν έξω... Ο Μάρκος ήρθε τρέχοντας και με πήρε στο χέρι, αυτά δεν ήταν στο σχέδιο εκτός αν το είχαν αλλάξει...φρίκαρα!
Ο Δημήτρης με την Σελίν έτρεξαν για το δωμάτιο της βασίλισσας άνοιξαν σιγά την πόρτα και μπήκαν μέσα, δεν ήταν κανείς, άρχισαν να ψάχνουν...όλα εκεί μέσα ήταν ύποπτα "τι να προτοκάψω?!" σκεφτόταν ο Δημήτρης..
-τρέχα και φέρε μου πετράλαιο είπε στην Σελίν, υπάκουα πήγε τρέχοντας και γύρισε ο Δημήτρης το έχυσε πάνω σε όλα τα αντικείμενα...εγώ προσευχόμουν στο θεό, δεν ήξερα τι γινόταν ξαφνικά είδα να βγαίνει καπνός από ένα δωμάτιο...συνέχισα να προσεύχομαι...έσφιξα το χέρι του Μάρκου, διέκρινα μετά από λίγα λεπτά την Σελίν και τον Δημήτρη μέσα στο πλήθος...
-Μάρκους...είπα η κατάρα φεύγει...και έπεσα κάτω...
όταν συνήλθα βρισκόμουν στο δωμάτιο μου ήταν όλα λευκά, νόμιζα ότι είχα πεθάνει, όχι όμως το δωμάτιο είχε γεμίσει από λουλούδια...λευκά..ένιωθα καλά σηκώθηκα και κοιτάχτηκα στο καθρέφτη το χρώμα μου είχε επανέλθει και δεν ένιωθα πόνο...λούστηκα, χτενίστηκα και κατέβηκα κάτω η ώρα ήταν εννιά λογικά όλοι θα δειπνούσαν... κατέβηκα τα σκαλιά, αλλά δεν έτρωγαν αλλά καθόντουσαν όλοι θλιμμένοι, οι πριγκίπισσες κλαίγανε όταν με είδαν όλοι έμειναν άφωνοι. δεν κουνήθηκε κανείς από την θέση του... πήγα και τους πλησίασα...η βασίλισσα δεν ξαφνιαστηκε καθόλου...
-πως είναι δυνατόν είπε ο Μάρκος αγγίζοντας με, και φιλώντας με και κλαίγοντας μόλις μας ανακοίνωσε ο γιατρός ότι ήσουν νεκρή!!!
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13ο - Η ΣΥΛΛΗΨΗ
-Έγινε θαύμα!!! αναφώνησε ο Βασιλιάς
-δόξα το θεό είπε μια από τις πριγκίπισσες και ήρθε και με αγκάλιασε, η Σελίν μόλις άκουσε την φωνή μου έτρεξε κοντά μου...έπεσε στα πόδια μου και με αγκάλιασε σφιχτα και προσευχόταν... την σήκωσα όρθια και την αγκάλιασα σφιχτά...είχε γίνει όντως ένα θαύμα? σκεφτόμουν ή απλώς ένα λάθος του γιατρού...αλλά τελικά τι σημασία είχε.. ήμουν ζωντανή!
Βγήκα στον κήπο να πάρω αέρα να νιώσω ζωντανή, η Σελίν περπάτησε μαζί μου,η ευτυχία μου δεν περιγραφόταν... επίτηδες κατευθήνθηκα προς την μεριά τον ιπποτών... εκεί βρισκόταν ο Δημήτρης... ήθελα να δω πως θα αντιδράσει...
του χαμογέλασα μόλις με είδε είχε μείνει άναυδος... με κοίταζε με μάτια γουρλωμένα
-πώς είναι τελικά να βλέπεις φαντάσματα ? τον ρώτησα σχεδόν γελώντας
-είσαι ζωντανή!!! είπε δυνατά και ήρθε και με σήκωσε πάνω άτιμη με τρόμαξες!
-κατέβασε με του είπα σιγά μας βλέπουν όλοι, είσαι χαζό...! παρόλα αυτά δεν με κατέβασε με φίλησε. απομακρύνθηκα τον χαιρέτησα πήρα την Σελίν και έφυγα. πλέον ήταν θέμα να το μάθουν και οι υπόλοιποι... Ύστερα από ένα μήνα αναμονής για τους χάρτες είχαμε συμπληρώσει 2 χρόνια σχεδόν στον μεσαίωνα... ήρθε γράμμα... ο Μάρκος έτρεξε και με βρήκε στον κήπο μου καθόμουν με τις αδερφές του, με σήκωσε με φίλησε με αγκάλιασε, φαινόταν ευτυχισμένος
-είχες δίκιο!!! υπάρχει!
-τι Μάρκους??? οι αδερφές του κοίταζαν απορημένες
-υπάρχει και άλλος κόσμος...
-ααα άρχισα να ουρλιάζω από την χαρά μου και τον αγκάλιασα τα κατάφερες, εκείνες παρακολουθούσαν χωρίς να καταλαβαίνουν αλλά χαίρονταν...
-μου έκανες το καλύτερο δώρο είπε χαμογελαστά
-εγώ απλά... ήθελα να του πω ότι αυτό ήταν ένα αποχαιρετηστήριο δώρο
-εσύ απλά είσαι ότι καλύτερο και θα δώ και το άλλο θέμα με την μητριά μου, στο υπόσχομαι
-ίσως να ναι επικίνδυνο για σένα μην το κάνεις, είδες τι συνέβ σε μένα
-η μητέρα ευθυνόταν γι αυτό? ρώτησε η Λίζα μία από τις πριγκίπισσες
-μην ανακατευτείς σ αυτό σε παρακαλώ της είπα και την φίλησα. πόσο είχα αγαπήσει αυτή την οικογένεια πρώτη φορά που ένιωθα τόση ζεστασιά, αλλά έπρεπε να φύγουμε..
Τις επόμενες μέρες το βασίλειο γιόρταζε για μια εβδομάδα, ήταν πολύ ευχαριστημένοι όλοι τους και είχα ανεβεί λίγο στα μάτια τους... είχα καταφέρει αυτό που ήθελα... αλλά ήθελα να δω κατά πόσο αυτό είχε αλλάξει στο μέλλον..
επιτέλους οι χάρτες ήταν έτοιμοι, το μόνο που μας είχε μείνει να σκεφτούμε ήταν ένα σχέδιο... στεναχωριόμουν από την μια θα ξαναγύρναγα στην εποχή μου τέρμα το πρωινό στο κρεβάτι τα φορέματα να μου φέρονται σαν πριγκίπισσα, αλλά τουλάχιστον θα είχα τον Δημήτρη...θα τον είχα?! πως θα τα δικαιολογούσα όλα αυτά στους δικούς μου ή αν πηγαίναμε αλλού...
Καθόμουν στην βιβλιοθήκη με τον Δημήτρη και συζητούσαμε για το σχέδιο, είχαμε πολλές διαφωνίες...δεν μπορούσαμε να φύγουμε έτσι, εγώ ήθελα να πάρω και την Σελίν μαζί μου της το είχα υποσχεθεί, όταν της τα είχα αποκαλύψει όλα, δεν φαινόταν να καταλαβαίνει πολλά, αλλά θα με ακολουθούσε παντού αν χρειαζόταν.
-τι την θες την μπανταλό? θα μας είναι βάρος!
-θα την σκοτώσον αμά την αφήσω πίσω ήταν σχεδόν παντού μαζί μου...με έχει βοηθήσει της το οφείλω...
-καλά απλά να ξέρεις ότι θα μας δημιουργήσει πολλά προβήματα
Ξαφνικά ακούστηκαν βήματα μπήκαν μέσα πολλοί στρατιώτες και ήρθαν προς την μεριά μας, εντάξει λέω μας κατάλαβαν... μας έπιασαν ούτε που θα φύγουμε ποτέ από δω αντιθέτως θα γίνει ο τάφος μας.
-συλλάβετε τον είπε ο Μάρκος και έδειξε τον Δημήτρη
-Μάρκους τι κάνεις? ρώτησα τρομαγμένη , δεν μου μίλησε
-σε παρακαλώ μην τον συλλάβεις τον κοίταζα στα μάτια και σχεδόν τον παρακαλούσαν...
-ποια είσαι ? με ρώτησε αηδιασμένος
-είμαι αυτή που αγάπησες του απάντησα
-είσαι αυτή που αγαπάς αυτόν...
-Μάρκους μην κάνεις βλακείες απλός μελετούσαμε δεν έχω κάτι μαζί του μην τον πειράξεις...
-εσύ έλα μαζί μου, μου είπε και με άρπαξε από το μπράτσο
-Δημήτρηηη φώναζα
-άσε την φώναζε εκείνος
με πήγε στο δωμάτιο μου και κλειδωσε την πόρτα και με πέταξε στο κρεβάτι
-τι πάς να κάνεις ? τον ρώτησα
-πες τα μου όλα!
- τι να σου πώ? τον ρωτούσα κλαίγοντας
έκανα πως δεν είχα καταλάβει τίποτα δεν γνώριζα κιόλας αν κι αυτός ήξερε κάτι γιατί μας είχε συλλάβει άραγε αναρωτιόμουν?! να τα είχε πει όλα η Σελίν?!, αλλά αυτό ήταν αδύνατο... δεν μιλούσα... με κοιτούσε
-γιατί δεν μου απαντάς ? με ρωτούσε ήρεμα πια ... απάντα μου γιατί αλλιώς θα αναγκαστώ να σε σκοτώσω βρήκαμε κάτι πράγματα στην τσάντα σου
-τι είσαι ? τον έφτυσα,
-σ αγαπώ γαμώ το απάντα μου!!!
-δεν μ αγαπάς του είπα δακρυσμένη αλλιώς δεν θα με είχες εδώ κλεισμένη δεν θα είχες συλλάβει τον Αρθούρο, αχάρηστε του φώναξα, εγώ σε έκανα ένα σπουδαίο αλλιώς θα έμενες απλώς ο γιός του Γουλιέλμου!!!
με χαστούκισε, αλλά αμέσως το μετάνιωσε , με κοίταξε ξανά... και μου είπε
-όταν γυρίσω θα μου τα πεις όλα αλλιώς θα σκοτώσω τον φίλο σου μπροστά σου...και με κλείδωσε μέσα...ξέσπασα σε κλάμματα...
παγιδευμένη σ αυτό το δωμάτιο... Ώρες ώρες δυσκολευόμουν να ανασάνω. ήΘελα να ουρλιάξω , να βγάλω από μέσα μου όλη αυτήν τη μαυρίλα που με έπνίγε. Αλλά δεν τολμούσα. Δεν ήθελα να νομίζουν πως είμαι αδύναμη. Όλοι γνωρίζουν τη μοίρα των αδύναμων...Ύστερα από ώρες μέσα στο δωμάτιο κλειδωμένη, είχα χάσει την αίσθηση της ώρας... νομίζω είχε βραδιάσει ... η πόρτα άνοιξε... τι θα έλεγα...πως θα μπορούσα να τον σώσω δεν είχα κανένα σχέδιο πέρα από την αλήθεια ... μερικές φορές όμως ούτε αυτή δεν σε σώζει!
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14ο - Η ΑΛΗΘΕΙΑ
Μπήκε μέσα ,δεν τον είχα μισήσει ποτέ τόσο πολύ καθώς με κοίταζε μ αυτό το βλέμμα.. νοιαζόμουν γι αυτόν...
-είσαι καλά ? με ρώτησε
-γιατί σε νοιάζει?
-κοίτα Ζοζεφίνα μην ξεπερνάς τα όρια έκανα πολλά για σένα
-ναι βέβαια σήκωσες χέρι πάνω μου... τέλος πάντων ήρθες εδώ για να μάθεις την αλήθεια... άκουμε λοιπόν... μπορείς να μου φέρεις και την τσάντα μου για να στα εξηγώ καλύτερα
Μου την έφερε και έκατσε δίπλα μου κοιτάζοντας να απλώνω τα πράγματα στο κρεβάτι και να του εξηγώ όλη την ιστορία δείχνωντας του φωτογραφίες, βίντεο... δείχνοντας του το κινητό μου... όλα του φαίνονταν περίεργα αλλά όλα τα δικαιολογούσαν όσα είχαν συμβεί
-έχω ακούσει για χρονοπύλες μου είπε
ξαφνιάστηκα...
- τι κάνεις στην άλλη σου ζωή? είσαι ευτυχισμένη? μου είχε θέσει ερωτήματα που δεν τα είχα σκεφτεί ποτέ να τα απαντήσω ούτε εγώ στον εαυτό μου..
-ζω με την οικογένεια μου στην Ελλάδα, συγκεκριμένα στην Αθήνα, σπουδάζω λογιστική και έχω μια σχέση εκεί έναν άνθρωπο που δεν με σέβεται, με βρίζει, μου μιλάει άσχημα, αλλά τολμάει όπως και εσύ να λέει την λέξη σ αγαπώ και όταν την έλεγε με έκανε να ξεχνάω τα πάντα, κάθε πρόβλημα δεν με ένοιαζε κανένας άνθρωπος, αλλά αυτός ο άνθρωπος άρχισε να γίνεται ξένος, και σιγά σιγά από την στιγμή που ήρθα εδώ κατάλαβα πόσο λάθος έκανα νόμιζα ότι ήταν τα πάντα για μένα, είχε γίνει τα πάντα για μένα χωρίς να το αξίζει και ξαφνικά η καρδιά μου ένιωσε ελευθρία και ηρεμία που δεν τον έβλεπα πια... που δεν τον βλέπω, δεν ήμουν ευτυχισμένη η αλήθεια είναι... θα μας αφήσεις να φύγουμε ?
-ποτέ δεν μπορώ να φανταστώ την ζωή μου πλέον χωρίς εσένα, γιατί να μην μείνεις εδώ αφού εκεί δεν ήσουν ευτυχισμένη...
-ίσως πάω σ άλλη εποχή, πρέπει να συνεχίσω το ταξίδι μου...
-άμα φύγεις θα σας σκοτώσω !
-άσε τουλάχιστον τον Δημήτρη να φύγει δεν σου φταίει σε τίποτα φώναζα κλαίγοντας
-ηρέμησε...
-μην μ ακουμπάς βάρβαρε... στο υπόσχομαι να μείνω εδώ, φτάνει να τον αφήσεις να φύγει
-θα τον αφήσω, αλλά εσένα σε θέλω δίπλα μου θα σε κάνω ευτυχισμένη το υπόσχομαι...
-θα του δώσεις ένα άλογο, έναν οδηγό της επιλογής του, τροφή, και την τσάντα μουκαι θα μου ορκιστείς ότι δεν θα τον πειράξεις
-εντάξει, το απόγευμα θα χει φύγει ήδη φάε ντύσου και θα πάμε να τον δεις και κάνε τον να μην γυρίσει για σένα να μην σε πάρει το άκουσες?
-ναι, ξέρω τι θα του πω, θα έκανα τα πάντα για να ναι καλά
Όταν πήγαμε κάτω στις φυλακές καθόταν με τα χέρια στο πρόσωπο, κουρασμένος, πεινασμένος και καθόμουν και τον παρατηρούσα, ήταν τόσο καλός άνθρωπος, όταν με αντιλήφθηκε πετάχτηκε στα κάγκελα
-είσαι καλά? σου έκανε κάτι? και τον κοίταξε
-ανοίξτε του είπα μην τον κρατάτε εδώ μέσα ακόμα εκείνοι κοίταξαν τον Μάρκους
-ακούσατε την πριγκίπισσα
άνοιξαν την πόρτα, ήρθε κοντά μου, μου έπιασε τα χέρια, μου χαίδεψε το πρόσωπο
-σε παρακαλώ του είπα είναι ο Μάρκος μπροστά σεβάσου λίγο
ανεβήκαμε τα σκαλιά και βγήκαμε στο κήπο ο Μάρκος μας άφησε,
-τα είπα όλα στον Μάρκους, και μας άφησε να φύγουμε όποτε θέλουμε ακόμα μας δίνει και οδηγό
-αυτά είναι πολύ καλά νέα πετάχτηκε
-φεύγεις σε μια ώρα
-φεύγουμε εννοείς κοριτσάρα μου, μου είπε χαμογελώντας
-δεν θα έρθω Δημήτρη, δεν έχω κάτι για να θέλω να γυρίσω Ελλάδα,είμαι ευτυχισμένη εδώ.. φεύγεις μόνος σου!
-έλα σταμάτα την πλάκα
-σοβαρολογώ είπα εκνευρισμένα μην το κάνεις πιο δύσκολο σε παρακάλω, παντρεύομαι και με τον Μάρκο σε ένα μήνα
-έλα σε ανάγκασε να τα κάνεις όλα αυτά, εσύ δεν είσαι έτσι
-και που ξέρεις εσύ πως είμαι? του είπα ειρωνικά
-έχεις δίκιο δεν διαφέρεις από καμία άλλη όλες τα ίδια θέλετε, άντε στο διάολο!
-Δημήτρη!
-χάσου από μπροστά μου!
έφυγα πολύ λυπημένη, δεν κοίταξα πίσω μου, δεν μπορούσα να τον αποχαιρετίσω, έτσι ζήτησα από την Σελίν να του πάει την τσάντα μου, του είχα βάλει μέσα μερικά πράγματα... πρώτη φορά που έκανα κάτι με όλη μου την καρδιά και το άτομο αυτό το άξιζε,ένιωθα περήφανη για μένα που αγάπησα πάνω από μένα...
Ο Δημήτρης πήγε ετοίμασε τα πράγματα του ήταν πολύ απογοητευμένος από μένα απ όλα...πήρε μόνο τα απαραίτητα και ξεκίνησε με τον φίλο του τον Μέριν για οδηγό...τον έβλεπα από το μπαλκόνι να απομακρύνεται και ήξερα ότι δεν θα τον έβλεπα ποτέ ξανά, το στομάχι μου δέθηκε κόμπος
-Αρθούρε γιατί δεν μένεις σε είχαμε συμπαθήσει! τον ρώτησε ο Μέριν καθώς καλπάζανε με τα άλογα...δεν απάντησε...
-και την πριγκίπισσα δεν την αγαπάς πια?
-εκείνη με έδιωξε
-αποκλείετε είπε ξαφνιασμένος εκείνη σ αγαπάει
-όλες το ίδιο είναι Μέριν
-για να το λες εσύ φίλε με τόση πείρα κάτι ξέρεις
Βράδιασε και σταματήσανε να ξεκουραστούνε, έτσι κι αλλιώς δεν μπορούσαν να συνεχίσουν μέσα στο σκοτάδι...ο ουρανός είχε γεμίσει με αστέρια και η πανσέληνος διακοσμούσε το μαύρο μανδύα που είχε φορέσει..όπως ήταν ξαπλωμένος άνοιξε την τσάντα και πήρε την ψηφιακή φωτογραφική μηχανή και άρχισε να βλέπει τις φωτογραφίες που είχαμε βγάλει,κάποιες στον μεσαίωνα και κάποιες δικές μου και ένα βιντεάκι για να το δείξει στους δικούς μου όταν επιστρέψει... έβγαλε και τα υπόλοιπα πράγματα του είχα βάλει μέσα, ένα μεσαιωνικό ρολοί που το έχω μέχρι και σήμερα... το κινητό μου και ένα διαμάντι
"είχε κόλλημα με τα διαμάντια, γιατί άραγε ? ",αναρωτήθηκε
-Μέριν ξέρεις τίποτα για τα διαμάντια?
-ότι είναι πολύτιμα
-κάτι μεταφυσικό?
-θεραπεύουν λένε, σε προστατεύουν από πνεύματα, αλλά βλακείες γιατί ρωτάς?
-όχι απλώς μου ήρθε. που να του εξηγούσε τώρα όλα αυτά
-ααα , Αρθούρε έχω κάτι για σένα, ένα γράμμα από την Σελίν , ραβασάκι θα ναι, ξεχάστηκα τελείως
-δώστο μου !
-ναι ρε πάρε το σιγά πως κάνεις έτσι ?!
το άνοιξε γρήγορα, ένα φτωχό γράμμα με όσα γράμματα ήξερε του τα εξηγούσε όλα.
-τι λέει ? έλα διάβασε το να γελάσουμε
-είναι κάτισ σημαντικό, θα κάνεις κάτι για μένα φίλε μου
-και την ζωή μου θα έδινα είμαστε σαν αδέρφια το ξέρεις, τι θες να κάνουμε
-να γυρίσουμε πίσω!!!
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 15ο- ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ
Ξαφνικά η μουσική σταμάτησε και όλοι οι καλεσμένοι γύρισαν από την μεριά της βασίλισσας η οποία έμπαινε μέσα συνοδευόμενη από στρατιώτες. Η καρδιά μου άρχισε να χτυπάει δυνατά, ταχυκαρδία είχα πάθει πια σ αυτή την εποχή τι την ήθελα και εγώ την περιπέτεια...κατάλαβα τι συνέβαινε, φαντάστηκα και τι θα γινόταν, με είδα δεμένη να με πετάνε σε ένα κελί, να με χτυπάνε και μετά να με σκοτώνουν δημόσια ή καλύτερα να με καίνε στην φωτιά σαν μάγισσα...τις σκέψεις μου τις διέκοψε ο Μάρκος, ο οποίος με άρπαξε από το χέρι και αρχίσαμε να τρέχουμε σαν τρελοί...άρχισα να νιώθω ότι ζούσα συνέχεια τα ίδια, όπως τότε με τον Δημήτρη από την συνομωσία της βασίλισσας... μα τι λέω και πάλι αυτή φταίει! φτάσαμε στις πύλες και ήμουν ανεβασμένη με τον Μάρκο σε ένα άλογο ούτε που το είχα αντιληφθεί...
-Ανοίξτε τώρα!!! φώναξε, αμέσως άνοιξαν τις πύλες
πίσω συνέχιζαν να μας ακολουθούν.Μπήκαμε στο δάσος το σκοτάδι είχε πέσει για τα καλά, αλλά συνέχιζε να τρέχει...μετά από κάμποση ώρα μας χάσανε. έδεσε το άλογο του σε ένα από τα δέντρα και προχωρήσαμε λίγο με τα πόδια πηγαίνοντας υπόγεια σε ένα μυστικό τούνελ που δεν φαίνοταν να το ξέρουν αρκετοί...υπήρχαν δωμάτια μέσα, ήταν σαν καταφύγια...μπήκαμε σε ένα από τα δωμάτια και κλειδώσαμε...επιτέλους έκατσα! έβγαλα τα παπούτσια μου. με είχαν πεθάνει.
-Μάρκο, σ΄ευχαριστω! δεν μίλησε απλώς με κοίταζε και συνέχισα φοβάμαι για σένα ο θέε μου που σε έμπλεξα γιατί ανακάτεψα έτσι την ζωή σου!! και άρχισα να κλαίω...
-ήθελα να την ανακατέψεις! τώρα ζω δεν ζούσα μέχρι τώρα!
ξάπλωσα και έκατσε δίπλα μου χαιδεύοντας όλη νύχτα τα μαλλιά μου...
Το πρωί, ξυπνήσαμε από το χλιμίντρισμα τών αλόγων σίγουρα είχαν βρεί το καταφύγιο. τρομοκρατήθηκα. τι με τρόμαζε τόσο πολύ? τώρα που το σκέφτομαι ξέρω...φοβόμουν να πεθάνω μ άρεσε η ζωή μου... είχα βρεί σ αυτή την εποχή την επιθυμία να ζω που την είχα χάσει στην πραγματική μου εποχή.
-Μέριν να την σπάσουμε είναι κλειδωμένη βοήθαμε...πετάχτηκα αυτή ήταν η φωνή του Δημήτρη το γνώριζα καλά... ο Μάρκος άνοιξε την πόρτα όταν του το είπα...μαζί τους ήταν και η Σελίν.τι χαρά!!! Ήμουν πολύ τυχερή τελικά!!! Η Σελίν έτρεξε και μ' αγκάλιασε και ο Δημήτρης με κοίταξε και μου χαμογέλασε.
-τι κάνετε εσείς εδώ? τους ρώτησα
-ήρθαμε να σας βρούμε πριγκίπισσα, είπε ο Μέριν
-Την Σελίν, πώς τα βρήκατε?
-μας περίμενε κρυμμένη στην πύλη, όταν γυρίσαμε για σένα, είπε ο Δημήτρης
-σου είπα να μην την ξαναπλησιάσεις, είπε ο Μάρκος και τον χτύπησε τον Δημήτρη και άρχισαν να τσακώνονται
-σταματήστε!!! φώναξα κινδυνεύουμε να πεθάνουμε και εσείς τι κάνετε??? δεν αγαπάω κανέναν από τους δύο σας...έλεος!!! δεν αντέχω άλλο θέλω να γυρίσω σπίτι μου!!! σταμάτησαν και με κοίταζαν
-τι με κοιτάτε ??? πέντε χρονόν είστε ???
πήραμε τα άλογα και φύγαμε δεν θέλαμε πολύ για να φτάσουμε στην πύλη
-θα έρθω και εγώ μαζί σας, μου είπε ο Μάρκος.
-τι λές πως θα τα καταφέρεις εκεί?
-έτσι όπως τα καταφέρατε και εσείς στην εποχή μου...
-εμείς είμασταν όμως χίλια χρόνια μπροστά και τα καταφέραμε
-θα έρθω... δεν μπορείς να με εμποδίσεις!! δεν μίλησα και κοίταξα μπροστά μου δεν μπορούσα να τον εμποδίσω εγώ, αλλά ο πατέρας του ο βασιλιάς και μια στρατιά βρίσκονταν μπροστά στην πύλη. κοιταχτήκαμε όλοι μεταξύ μας σαν να λέγαμε το τέλος μας ήρθε! μας κατέβασαν από τα άλογα και έπειτα μας πέταξαν μπροστά του. κοίταξε τον Μάρκο
-είσαι ντροπή για μένα!
-μην του μιλάτε έτσι είπα, μα καλά τι σκεφτόμουν τότε να πεθάνω ήθελα?!
-και εσύ Ζοζεφίνα με απογοήτευσες πολύ, εγώ σε εμπιστεύτηκα
-μα, δεν ήθελα να σας πώ ψέματα για να σωθώ το έκανα
-σιωπή!!!
-πατέρα είπε ο Μάρκος άκουσε την να σου τα πεί είναι καλός άνθρωπος ακόμα και αυτός και έδειξε τον δημήτρη.
-σκοτώστε τον είπε σε κάτι στρατιώτες και εκείνη έβαλαν το σπαθί στο λαιμό του...
-όχιιιιιι!!!!!! φώναξα σας παρακαλώ, μην είστε τόσο άψυχος είναι ο γιός σας ακούστε με δύο λεπτά μόνο είπα παρακαλώντας μην τον σκοτώσετε!!! ο βασιλιάς κατέβηκε από το άλογο και τα μάτια του τα γουρλωμένα και τεράστια με κοίταξαν
-μίλα !!! άρχισα να του λέω όλη την ιστορία προσέχοντας την κάθε λεπτομέρεια
-θείε τώρα τα ξέρετε όλα είμαστε στο έλεος σας!!! κατηγορήστε με που είπα ψέματα για να σωθώ, κατηγορήστε με που αγάπησα την οικογένεια σας, που σας έδωσα τον χάρτη για την Αμερική, που ο Δημήτρης πολέμησε για σας, που σας υπηρέτησε...και χαμήλωσα το κεφάλι μου... αφού με κοίταζε για ώρα με πλησίασε έβγαλε το σπαθί του και μου το έδωσε..
-είστε ελεύθεροι είπε!!!
Δεν πίστευα στα μάτια μου όπως και κανείς άλλωστε, ο ίδιος ο βασιλιάς να μ προσφέρει το σπαθί του και να μας αφήσει ελεύθερους ύστερα απ’ αυτά άρχισα να πιστεύω ότι είχα σίγουρα έναν φύλακα άγγελο. Σηκώθηκα και αφού έκανα μια υπόκλιση δεν άντεξα και αγκάλιασα τον βασιλιά αυτός ο άντρας παρότι έδειχνε ένας παχουλός σκληρός άνθρωπος ήταν καταβάθος πολύ καλός και έντιμος...ξαφνιάστηκε από την κίνηση μου, αυτή αλλά ο αυθορμητισμός μου ήταν ένα από τα χαρακτηριστικά μου, το μόνο που ήλπιζα τώρα ήταν να γυρίσω σπίτι μου… ο Δημήτρης έδεσε τα άλογα και πήρε την τσάντα και χαιρέτησε τον Μέρλιν , κατάλαβα ότι ήταν η στιγμή να τους αποχαιρετήσω. Πως θα αποχαιρετούσα τον Μάρκο ο οποίος ήταν αποφασισμένος να έρθει μαζί μου, δεν έπρεπε να έρθει, αρκετά τα είχα ανακατέψει ήδη τα πράγματα δεν χρειαζόταν να τα μπερδεύω όλα, με κολάκευε ιδιαίτερα ότι ένας άντρας θα άφηνε τα πάντα για μένα, ακόμα και την εποχή του, αλλά αυτά που έκανα ήταν έγκλημα αν τον άφηνα να έρθει μαζί μου. Τον πλησίασα με σκοπό να τον αποχαιρετήσω. - τα είπα όλα στον πατέρα μου, θα έρθω μαζί σου! -δεν γίνεται αυτό Μάρκο σε περιμένει μια ολόκληρη ζωή εδώ, μια αυτοκρατορία, δεν μπορείς να αφήσεις τον λαό σου έτσι… τις αδερφές σου, έχω διαβάσει για σένα του είπα χαμογελώντας, θα γίνεις σπουδαίος βασιλιάς. Δεν μπορείς να τα παρατήσεις όλα για μένα. Θα χρειαστεί να μείνεις για το βασίλειο σου τον λαό σου δεν θα είναι πάντα έτσι ρόδινα τα πράγματα θα χρειαστούν έναν ηγέτη και αυτό πρέπει να τους προσφέρεις εγώ θα σε έχω πάντα μέσα στην καρδιά μου, αλλά δεν γίνεται εσύ να με έχεις γιατί κανονικά δεν υπήρχα σ αυτή την ιστορία σου. Σε παρακαλώ μείνει εδώ να κάνεις αυτό που πρέπει.
–μα θέλω να είμαι μαζί σου… σ αγαπώ!
-πρέπει να κάνεις τον καθήκον σου Μάρκο είπα και τον αγκάλιασα δώσε τα φιλιά μου στις αδερφές σου και να προσέχεις και υποσχέσου μου να μείνεις εδώ και να μείνεις στην ιστορία και να με κάνεις περήφανη. Εκείνος κούνησε καταφατικά το κεφάλι και ένα δάκρυ κύλησε από τα μάτια του χαιρέτησα την αγαπημένη μου Σελίν της έδωσα ένα φιλί και το κολιέ που φορούσα να έχει ένα δώρο από μένα και μπήκαμε μέσα στο τούνελ με τον Δημήτρη και πήρα μια ανάσα έκλεισα τα μάτια μου και ευχήθηκα να πάνε όλα καλά.
Ακούστηκε ξανά η ίδια μουσική και ένα φώς ερχόταν πιο κοντά μας. Όσο προχωρούσα σκεφτόμουν ότι ο Δημήτρης ίσως περίμενε πολλά από μένα ήξερα όμως ότι στην εποχή μου δεν θα ήταν εύκολο να είμαι μαζί του ίσως επειδή είμαι κομπλεξικιά και δεν μπορώ να κάνω σχέση με μικρότερους, όχι όχι δεν υπήρχε περίπτωση να ξαναγυρίσω στον πρώην μου, αλλά θα ήταν δύσκολο… είδαμε την πόρτα ήταν ίδια πόρτα η οποία είχαμε μπει κοιταχτήκαμε ήξερα ότι νιώθαμε το ίδιο εκείνη την στιγμή μια απέραντη χαρά… πριν την περάσουμε στάθηκε στην πόρτα και με έπιασε από τα χέρια και μου τα φίλησε.
–είσαι ότι πιο όμορφο μου συνέβη και χαίρομαι που αυτό το έζησα αυτό μαζί σου
-και εγώ είπα χωρίς να το σκεφτώ και περάσαμε την πόρτα ήμασταν πίσω σπίτι αυτό ήταν το μόνο σίγουρο. Ξαφνικά άνθρωποι όρμησαν πάνω μας άρπαξαν κάποιοι το Δημήτρη και κάποιοι εμένα και μας κάνανε μια ένεση και δεν θυμάμαι τίποτα, ούτε το πώς βρέθηκα στο σπίτι μου, και πολλές αναμνήσεις μου είχαν χαθεί και το πιο παράξενο ήταν ότι βρισκόμουν σπίτι και είχε περάσει μια εβδομάδα από τότε που είχα φύγει από το σπίτι και όχι τέσσερα χρόνια… ίσως σκεφτόμουν ότι τα είχα ονειρευτεί έτσι συνέχισα την ζωή μου συνέχισα της σπουδές μου χώρισα με τον Γιώργο και η ζωή μου ξαναέγινε βαρετή και συνηθισμένη στην Αθήνα Ένιωθα άσχημα που το σκεφτόμουν αυτό αλλά δεν μπορούσα να κοροϊδεύω τον εαυτό μου, ίσως το ταξίδι αυτό να μας έφερε πιο κοντά και ξέραμε ότι μόνο ο ένας τον άλλον έχουμε… και ο Δημήτρης στο τηλέφωνο τα αρνιόταν όλα δεν μ αγαπούσε πια αυτό καταλάβαινα. Αλλά μετά από μήνες οι αναμνήσεις μου ήρθαν όλες βλέποντας ένα σημάδι που είχα στο χέρι όταν με ήμασταν σε κυνηγητό με το Δημήτρη και ένας άντρας μου είχε ορμήσει. δεν ξέρω τι του είχαν κάνει και τα αρνιόταν όλα ίσως τον απειλούσαν για να μην μάθει κανείς ότι ταξιδέψαμε η φωτογραφική μας χάθηκε , αλλά ήξερα ότι δεν είμαι τρελή τα έζησα όλα μια μέρα στο τηλέφωνο ο Δημήτρης με πήρε και μου είπε <<Ζοζεφίνα σ' αγαπώ αλλά δεν μπορούμε να είμαστε μαζί γιατί δεν γίνεται >> και εγώ δεν ζήτησα εξηγήσεις ακόμα και σήμερα δεν τον ρωτάω πια παραμείναμε δυο καλοί φίλοι που ζήσαμε μια ιστορία αγάπης σε μια άλλη εποχή, την ιστορία της Ζοζεφίνας και του Αρθούρου και έτσι θα ήθελα να αφιερώσω σήμερα αυτό το βιβλίο μου στον ιππότη μου τον Δημήτρη και να του πω ένα ευχαριστώ για κάτι που Κάποτε είπε....Ζήσε την κάθε σου στιγμή σαν να είναι η τελευταία...Αν πραγματικά μπορούσαμε να καταλάβουμε την αξία της κάθε στιγμής σίγουρα θα την ζούσαμε σαν να ήταν η τελευταία....Αξίζει να σκεφτούμε με πόσο πάθος και ανάγκη θα ερωτευόμασταν για μια τελευταία φορά..Με πόση δύναμη θα αγκαλιάζαμε το άλλο μας μισό...Με πόσο τρυφερότητα θα αγκαλιάζαμε τον ίδιο μας τον εαυτό...Μόνο έτσι θα μπορέσουμε να απολαύσουμε τη ζωή μας, όχι στην ιδέα πως η αγάπη μπορεί να περιμένει για αύριο..Γιατί η αγάπη είναι πάντα το σήμερα..!!!
τέλος...
Ανυπέρβλητο!
σε ευχαριστώ πολύ αν το εννοείς να σαι καλά!:-)
vBulletin® v3.8.4, Copyright ©2000-2025, Jelsoft Enterprises Ltd.