PDA

Επιστροφή στο Forum : Η ιστορία της Κατερίνας


Μιχάλης
08-01-06, 01:24
Η Κατερίνα είχε κιόλας φτάσει σαράντα χρονών χωρίς να το έχει καταλάβει. Γενικά, δεν πολυθυμόταν πως είχαν περάσει τα τελευταία επτά χρόνια της ζωής της, μετά το δυστύχημα εκείνο που μέσα σε μια νύχτα της είχε στερήσει τον άντρα και τα δυο της μικρά παιδιά. Ήταν πολύ νέα τότε, χαρούμενη, ευτυχισμένη που το όνειρό της, η δημιουργία μιας οικογένειας, είχε πραγματοποιηθεί, αφού ποτέ δεν είχε ζητήσει τίποτα άλλο από το Θεό. Και όμως, στην κορύφωση της ολοκλήρωσής της γνώρισε τη μεγαλύτερη δυστυχία, τον απόλυτο θάνατο εκείνων που αγαπούσε πάνω από το καθετί.
Παρόλα αυτά, δεν το έβαλε κάτω. Μόνη της, με ελάχιστη ηθική και υλική βοήθεια, έβαλε ξανά τη ζωή της σε τάξη, βρήκε το κουράγιο που είχε αποθηκευμένο μέσα της και προχώρησε. Μιας και ήταν Νοσηλεύτρια στο Τμήμα Επειγόντων Περιστατικών, καθημερινά ερχόταν σε επαφή με το θάνατο και την απόγνωση και φαίνεται πως είχε μάθει να τα αντιμετωπίζει αρκετά καλά. Οι συνάδελφοί της την αγαπούσαν γιατί ήταν πάντα χαμογελαστή, παρά την προσωπική της απώλεια, ήταν έμπειρη στο επάγγελμά της, με πολλές γνώσεις και ιδιαίτερα δραστήρια και υπερκινητική. Και είχε μια καταπληκτική αίσθηση του χιούμορ που δεν δίσταζε να αυτοσαρκάζεται για τα πολλά παραπανίσια κιλά της, που είχε πάρει μετά το θάνατο της οικογένειάς της. Κανείς όμως δεν στεκόταν σε αυτό, γιατί οι κινήσεις της είχαν πάντα μια τόση χάρη και λεπτότητα που χαριτολογώντας θα έλεγε κανείς πως μόνο σε ένα ξωτικό θα ταίριαζαν.
Αλλά και οι ασθενείς της την λάτρευαν γιατί τους περιποιόταν με τόση αγάπη που πολλοί θεωρούσαν ότι η βελτίωση της υγείας τους οφείλονταν αποκλειστικά σε αυτή και όχι στις γνώσεις των γιατρών. Εξάλλου, δεν ήταν λίγες οι φορές που δεν συμφωνούσε με τους γιατρούς στις διαγνώσεις τους, κυρίως σε περιστατικά σοβαρών τροχαίων ατυχημάτων και καρκίνων, όπου αμφισβητούσε συνήθως τη σοβαρότητα της κατάστασης. « Έλα καϋμένε», έλεγε ένα βράδυ σε έναν Διευθυντή γιατρό, « σίγουρα είναι προχωρημένος ο καρκίνος του αλλά θα βελτιωθεί και νομίζω πως σε βάθος χρόνου θα το ξεπεράσει, αρκεί να μη χάσει το κουράγιο του». «Μα, έχει τόσες πολλές μεταστάσεις και σε τόσο κρίσιμα όργανα που θα είναι θαύμα αν κατορθώσει να ζήσει μερικούς μήνες και σίγουρα με ανύπαρκτη ποιότητα ζωής» της αντιγύριζε και τότε χαμογελώντας του απαντούσε «Θαύματα όμως εξακολουθούν να γίνονται». Και πράγματι ο ασθενής γινόταν καλά, σαν από θαύμα. Όμως εκείνη έσκυβε πάνω από τον ασθενή τις νύχτες που πονούσε παρά τις τόσες μορφίνες που του είχε κάνει και του χάιδευε τα μαλλιά με το χέρι της που εκ γενετής είχε λευκοπλακία και ήταν γεμάτο λευκά στίγματα. Κανείς δεν την υποχρέωνε να το κάνει, δεν ήταν μέσα στα υποχρεωτικά της καθήκοντα και όμως εκείνη το έκανε.
Για αυτούς, λοιπόν και για άλλους τόσους λόγους όλοι την αγαπούσαν και με τον καιρό οι γιατροί την εμπιστεύονταν περισσότερο και από τον ίδιο τους τον εαυτό. Το τμήμα Επειγόντων πάντα βρισκόταν σε τάξη και ηρεμία όταν είχε βάρδια η Κατερίνα. Όμως, τα βράδια μόνη της έπεφτε για ύπνο και η μόνη της έξοδος ήταν μέχρι το νεκροταφείο, όπου καθημερινά άναβε το καντήλι στον τάφο του συζύγου και των παιδιών της και ποτέ κανείς δεν την είδε να κλαίει. Μόνο αναστέναζε.
Παρόλα αυτά, η λευκοπλακία μέρα με τη μέρα επεκτεινόταν όλο και περισσότερο στο κορμί της και οι συνάδελφοί της ήξεραν πως αυτό οφειλόταν στην ψυχολογική της κατάσταση και στο ξέσπασμα που ποτέ, ούτε την ώρα της κηδείας είχε κάνει. Ήταν ευχαριστημένοι πάντως που δεν της είχε συμβεί κάποιο χειρότερο και πιθανώς θανατηφόρο ψυχοσωματικό φαινόμενο, μέχρι που άρχισαν να ασπρίζουν τα μαλλιά της, πρώτα στους κροτάφους και τελικά, παρά τη σχετικά μικρή ηλικία της, απέκτησε κατάλευκο μαλλί.

Ένα Σαββατόβραδο, ξημερώνοντας Κυριακή και ενώ είχε βάρδια μόνη της μαζί με έναν ειδικευόμενο γιατρό, το ασθενοφόρο έφερε ένα ακόμα θύμα τροχαίου ατυχήματος. Ήταν μια νεαρή γυναίκα, όχι πάνω από τριάντα ετών, με πολλαπλά τραύματα στο θώρακα και στο κρανίο, πλημμυρισμένη στα αίματα. Αμέσως της παρασχέθηκαν οι πρώτες βοήθειες και η Κατερίνα τα είχε όλα ετοιμάσει. Η κατάσταση της κοπέλας δεν ήταν πάρα πολύ σοβαρή, έτσι τουλάχιστον έδειξαν οι εξετάσεις, οπότε παρέμεινε όλη τη νύχτα στο τμήμα βραχείας νοσηλείας και η Κατερίνα ξαγρύπνησε στο πλευρό της. Φαίνεται, όμως, πως έπασχε από μετατραυματικό σοκ γιατί ο ύπνος της ήταν ανήσυχος και παραμιλούσε ακατάληπτες εκφράσεις ενώ ταυτόχρονα προσπαθούσε να χαλαρώσει το γιακά του νυχτικού της που ένιωθε να τη στενεύει. Η Κατερίνα προσπάθησε να τη βοηθήσει και τότε είδε στο πίσω μέρος του λαιμού της κάτι μεγάλα κόκκινα σημάδια, σαν εκείνα που βγάζουν τα μωρά όταν συγκαίγονται. Αμέσως, σαν καλή νοσηλεύτρια, πήρε μια αλοιφή και έβαλε πάνω τους σε μια προσπάθεια να την ανακουφίσει αλλά φαίνεται πως η ενέργειά της δεν είχε κανένα αποτέλεσμα. Ένιωσε τα μάτια της να βαραίνουν και νύσταξε όσο δεν είχε ποτέ στη ζωή της. Αλλά ο ύπνος της δεν ήταν όπως συνήθως ελαφρύς, αντίθετα ήταν γεμάτος από σκοτεινά όνειρα που δεν θυμόταν την επόμενη μέρα παρά μόνο αποσπασματικά.
Πήγε σπίτι της και για πρώτη φορά ένιωθε λυπημένη και κουρασμένη τόσο που η σκέψη ότι το βράδυ έπρεπε να ξαναπάει στη δουλειά της την έκανε να δυσανασχετεί. Θυμήθηκε τις παλιές, ευτυχισμένες ημέρες κοντά στην οικογένειά της και δάκρυσε αλλά προσπάθησε να ηρεμήσει τον εαυτό της. «Μάλλον το τροχαίο της κοπέλας με επηρέασε περισσότερο από όσο έπρεπε» σκέφτηκε και έπεσε ξανά για ύπνο που για μια ακόμα φορά ήταν ταραγμένος. Είδε ότι βρισκόταν σε ένα νησί γεμάτο από κόσμο, υπερβολικά πολύ κόσμο, που συνωστιζόταν γύρω της και την έπνιγε.

Μιχάλης
10-01-06, 23:22
Την επόμενη μέρα στη δουλειά της έφταιγαν τα πάντα. Την ενοχλούσε ο κόσμος που συνωστίζονταν έξω από τα Επείγοντα και έκανε φασαρία, την ενοχλούσαν οι συνάδελφοι που θεωρούσε ότι δεν έκαναν καλά τη δουλειά της και πάνω από όλα της έφταιγαν οι νεαροί γιατροί, το ύφος τους, το «τουπέ» τους, η ανικανότητά τους. Ακόμα και οι ασθενείς που βογγούσαν από τον πόνο ένιωθε ότι της τρυπούσαν τα αυτιά. Δεν άντεχε άλλο αυτή την κατάσταση, βγήκε έξω και πήγε να ρίξει νερό στο πρόσωπό της. Ήταν η πρώτη φορά που ένιωθε πως αυτό που τόσα χρόνια έκανε την είχε κουράσει και ήταν σαν να συνειδητοποιούσε την ευθύνη που είχε απέναντι σε όλους αυτούς τους ανθρώπους που την κοίταζαν με προσμονή. Ίσως τελικά να μην ήταν τόσο πολύ ανθεκτική στον πόνο των άλλων όσο νόμιζε και πολύ πιθανό να περνούσε και στους άλλους μια λανθασμένη εικόνα. Ίσως πάλι να είχε ασχοληθεί υπερβολικά πολύ με τους άλλους και να είχε παραμελήσει τον εαυτό της.
Όποια και αν ήταν η αιτιολογία, όμως, το δεδομένο ήταν ότι ένιωθε πολύ κουρασμένη και σωματικά και ψυχολογικά. Θα έπρεπε, ίσως, να πάρει μια άδεια και να μείνει σπίτι της να ξεκουραστεί. Εξάλλου δεν είχε πάρει καθόλου άδεια από τότε που έχασε την οικογένειά της. Γύρισε στο τμήμα της αποφασισμένη να ζητήσει άδεια, όταν περνώντας από το δωμάτιο 6, είδε τη νεαρή κοπέλα να την κοιτάζει με βλέμμα που έδειχνε ότι πονούσε. Την πλησίασε, στάθηκε από πάνω της και της χάιδεψε τα μαλλιά. Το κόκκινο εξάνθημα στο λαιμό της δεν είχε υποχωρήσει και η Κατερίνα σκέφτηκε να ζητήσει τη γνώμη των γιατρών. Άπλωσε τα χέρια της πάνω του και ένιωσε τα δάχτυλά της να καίγονται. Η κοπέλα πήρε μια έκφραση δυσφορίας και προσπάθησε να αποτραβηχτεί. « Η δύστυχη» σκέφτηκε η Κατερίνα. Κανείς δεν είχε έρθει να την επισκεφτεί αλλά και οι ίδιοι οι άρρωστοι είχαν ζητήσει να μην τους βάλουν δίπλα της, χωρίς να εξηγούν το λόγο. Μουρμούριζαν μόνο δυσαρεστημένοι και τα βράδια, όσοι από αυτούς μπορούσαν να περπατήσουν έκοβαν βόλτες στο διάδρομο αντί να μένουν στο δωμάτιο και να κοιμούνται.
Η Κατερίνα ένιωσε μια απέραντη συμπόνια για το νεαρό κορίτσι αλλά ταυτόχρονα ένιωθε και να την απωθεί. Δεν μπορούσε να πάρει άδεια και να αφήσει την κοπέλα να υποφέρει, θα ήταν πολύ εγωιστικό εκ μέρους της. Και δεν ήταν μόνο το κορίτσι, ήταν και όλοι εκείνοι οι άρρωστοι που χαίρονταν να τη βλέπουν, που άκουγαν λόγια παρηγοριάς από εκείνη και η κατάστασή τους βελτιωνόταν σαν από θαύμα. Η Κατερίνα πίστευε στα θαύματα αλλά πιο πολύ νόμιζε ότι η ψυχολογική υποστήριξη που τους έκανε, κινητοποιούσε μέσα τους μηχανισμούς αυτοεπιδιόρθωσης, που η συμβατική ιατρική δεν παραδεχόταν, τουλάχιστον σε τέτοιο βαθμό. Έτσι, χαμένη στις σκέψεις της, αποφάσισε να μην πάρει άδεια, όχι πριν αναρρώσει η κοπέλα, τουλάχιστον.
Οι αισθήσεις της, όμως, ένιωσε ότι είχαν οξυνθεί. Τώρα, όπου και να βρισκόταν, νόμιζε πως η ακοή της μπορούσε να διαπεράσει τοίχους και εμπόδια και να ακούσει τις φωνές ανθρώπων που πονούσαν για κάθε λόγο, σωματικό και ψυχικό. Μάλιστα, έμαθε να ξεχωρίζει την ιδιαίτερη χροιά του κάθε πόνου. Ο σωματικός πόνος μπορεί να έβγαζε ένα μουγκρητό ή κραυγές, οι άνθρωποι όμως που πονούσαν ψυχικά, έβγαζαν ένα συνεχόμενο βόμβο που ενοχλούσε τα αυτιά όσο τίποτα άλλο. Και αυτός ο βόμβος ακουγόταν συνέχεια, σε αντίθεση με τους θορύβους του σωματικού πόνου, όπου κι αν πήγαινε. Το μοναδικό απόλυτα ήσυχο μέρος ήταν το νεκροταφείο, που φαινόταν να εμποδίζει κάθε θόρυβο των επισκεπτών του να φτάσει στα αυτιά της Κατερίνας.
Αλλά και η όρασή της είχε αλλάξει. Τώρα μπορούσε να βλέπει μέσα στα σώματα των ανθρώπων κάθε οργανική βλάβη. Πνεύμονες μαύρους από την πίσσα του καπνίσματος, σηκώτια κατεστραμμένα από το αλκοόλ, όργανα διαβρωμένα από τον καρκίνο αλλά το κυριότερο που έβλεπε ήταν οι ψυχές. Αυτές φαίνονταν σαν ένα πυκνό σύννεφο καπνού, που υπήρχε στις εξής αποχρώσεις. Σε άλλους ήταν κατάμαυρο, σαν νέφος καυσαερίων, σε άλλους ήταν χρυσό και σε μερικούς άλλους λευκό. Δεν μπόρεσε να καταλάβει τι αντιπροσώπευε η κάθε απόχρωση και αυτή η απορία δεν της λύθηκε ποτέ.
Το πιο παράξενο από όλα ήταν ότι δεν της έκαναν καμία απολύτως εντύπωση αυτές οι αλλαγές, τις δέχτηκε σαν κάτι το απόλυτα φυσιολογικό και λογικό αν και τις εκμυστηρεύτηκε μόνο στην προϊσταμένη της, ένα βαθιά μορφωμένο και θρησκευόμενο άτομο που προβληματίστηκε έντονα. Της πρότεινε να επισκεφτεί έναν ψυχολόγο και αναρωτήθηκε αν έπρεπε να την αφήσει να εξακολουθεί να δουλεύει αλλά η Κατερίνα της αποκρίθηκε ότι ποτέ δεν είχε κάνει το παραμικρό λάθος στη δουλειά της και πως δεν χρειαζόταν τη βοήθεια κανενός ειδικού.

Mordiel
14-01-06, 20:52
Την επόμενη ημέρα είχε ρεπό και χρειαζότανε λίγη ξεκούραση. Όμως ο νους της παρέμεινε κάπως απασχολημένος από αυτές τις ασυνήθιστες ιδιότητες που της είχανε αναπτυχθεί τελευταία. Την προβλημάτιζαν ως προς το πώς τις απόκτησε στα καλά καθούμενα. Και δεν δίσταζε να περιεργάζεται τα φαινόμενα που της αποκάλυπταν στους άλλους γύρω της και στο περιβάλλον. Ίσως να την βοηθούσαν ακόμη περισσότερο στο να βοηθάει τους άλλους. Θα μπορούσε να τις χρησιμοποιήσει για την πρόληψη σε όσους πάσχουν και για τον καλύτερο εντοπισμό ασθενειών, σκέφτηκε. Όλα αυτά φυσικά σε συνεργασία με τους γιατρούς. Αλλά, ποιος από τους γιατρούς θα την έπαιρνε στα σοβαρά; Μπα. Μόνη της ήτανε σε αυτό. Ίσως να ήταν καλύτερα να ασχολούτανε η ίδια με την ιατρική. Αποφάσισε όμως να ψάξει τις επόμενες ημέρες να βρει αν υπήρχαν τίποτα βιβλία γύρω από ψυχικές ικανότητες, μήπως και μάθαινε περισσότερα για να κατατοπιστεί στο τι της συνέβαινε. Εξάλλου, η γνώση είναι σημαντική.
Το βράδυ εκείνο ο ύπνος της ήτανε κάπως καλύτερος και μπόρεσε να ξεκουραστεί. Ήταν ένα πολύτιμο διάλειμμα για αυτήν από την φούρια των περασμένων ημερών. ... Κάποια στιγμή, στην διάρκεια του ύπνου, σαν να ένιωσε κάτι να την αγγίζει απαλά στον ώμο. Ένα χέρι μήπως… Έμοιαζε να συμβαίνει μέσα στο ονειρικό φάσμα αλλά συνάμα και στον ξύπνιο της. Δεν κατάφερε όμως να δώσει και πολύ σημασία από την κούρασή της. Επίσης, εκείνη την ημέρα είχε μια αμυδρή αίσθηση σαν να άλλαζε κάτι μέσα της, κάτι που δεν μπορούσε να το προσδιορίσει.

Έπειτα, ήρθε και η ημέρα για να επιστρέψει στη δουλειά. Είχε βάρδια αργά το απόγευμα, αλλά ξεκίνησε αρκετά νωρίτερα για να περάσει και από το νεκροταφείο για λίγο.

Όταν έφτασε στο νεκροταφείο κοντοστάθηκε για λίγο στην εξωτερική του πύλη η οποία ήταν μισάνοιχτη. Καθώς όμως πλησίαζε από πριν στο σημείο αυτό, είχε αρχίσει να αισθάνεται ένα ξαφνικό και απροσδιόριστο βάρος να την γεμίζει μέσα της. Ένα συναισθηματικό βάρος που τελικά φαίνεται ότι συσσωρεύτηκε τόσο που κατάφερε να την κάνει να σταματήσει. Εκεί ακριβώς. Γιατί άραγε; Αισθάνθηκε να την κυριεύει μια θλίψη και να την πιέζει σαν ένα μαχαίρι από μέσα. Ένας πόνος που την έκανε να ασφυκτιεί. Άρχισε να ανασαίνει βαριά. Ήταν έτοιμη να δακρύσει. Έφερε το χέρι της μπροστά στο στόμα και τον μορφασμό πόνου που είχε πάρει το πρόσωπό της. Δεν ήξερε γιατί να της συμβαίνει τώρα αυτό. Άρχισαν να αναβλύζουν από μέσα της με έναν έντονο και ταυτόχρονα κάπως απόμακρο τρόπο αναμνήσεις από τα αγαπημένα της πρόσωπα που είχε αποχωριστεί, σκηνές που είχανε ζήσει μαζί, ευχάριστες στιγμές, ξεγνοιασιάς, επάρκειας … Αναμνήσεις σαν παλιές ξεθωριασμένες εφημερίδες που τις παρέσερνε ο άνεμος, αναμνήσεις τραβηγμένες και ξεριζωμένες από μέσα της. Απομακρυσμένες πλέον. Πέρα από κάθε άγγιγμα. Μόνη τώρα. Μόνη σε έναν εχθρικό και δυσάρεστο κόσμο, όπου κυριαρχούσε η απελπισία, η απώλεια, η παρακμή, η παράνοια … η δυστυχία… Μέχρι που αισθανότανε ότι θα την γονάτιζε για τα καλά αυτό το αόρατο βάρος. Αισθανότανε ότι δεν θα είχε το κουράγιο να συνεχίσει την ζωή της για πολύ ακόμη.

Σαν να φύσηξε ένα μικρό αεράκι και ξαφνικά συνειδητοποίησε ότι δεν θα ήθελε να την δουν τίποτα περαστικοί σε αυτή την κατάσταση, και με αυτή την στιγμιαία σκέψη κατάφερε κάπως να αποσπάσει το νου της από αυτό που συνέβαινε και να συνέρθει. Ορθώθηκε, έβαλε για λίγο τις παλάμες στα μάτια της και πήρε μια βαθιά ανάσα. Αισθανόταν καλύτερα, αν και δεν είχε συνέρθει τελείως.
Πήρε την απόφαση και προχώρησε.
Στον εσωτερικό χώρο του νεκροταφείου δεν παρατηρούσε καμία άλλη ψυχή, ούτε υπήρχε κανένας άλλος ήχος εκτός από τον αργό βηματισμό της και μερικά μικρά κοφτά κελαηδίσματα πουλιών τα οποία μετά σώπασαν. Διέσχιζε σειρές και σειρές μνημείων. Οι σκιές που προκαλούσε ο ήλιος που έδυε μάκραιναν σταδιακά, και το μέρος καθώς και ο ουρανός είχανε πάρει μια κάπως απόκοσμη πορτοκαλί απόχρωση. Κοντοστάθηκε για λίγο και κοίταξε τον ουρανό και τα σχεδόν κοκκινωπά σύννεφα. Τι ωραία που έδειχναν. Και τι ωραία αίσθηση γαλήνης που φαινόταν να είχε απλωθεί παντού γύρω. Σαν να βρισκόταν σε ένα άλλο τοπίο, μακριά από την πόλη, μακριά από τον συνωστισμό και την φασαρία. Γιατί δεν μπορούσαν να είναι περισσότερα απογεύματα έτσι;!
Ο νους της όμως σαν επιτακτικός φρουρός της ξαναθύμισε τον λόγο που είχε έρθει. Γύρισε και κοίταξε προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση. Λίγα μέτρα πιο μπροστά βρισκόταν το μνημείο της χαμένης οικογένειάς της. Έμοιαζε σαν να την περίμενε. Σαν να περίμενε την παρέα της. Πρώτη φορά αισθανόταν έτσι. Σαν να υπήρχε εκεί κάτι μοναχικό, όπως είχε αισθανθεί και εκείνη λίγο πριν στην πύλη. Όμως γιατί όλα αυτά έτσι ξαφνικά;!
Πλησίασε.

Mordiel
14-01-06, 21:09
Μερικά ξερά φύλα δέντρων είχανε πέσει γύρω από το μνήμα καθώς αυτό ορθωνότανε ελαφρά γκριζωπό, με την επιγραφή του και μια ανάγλυφη παιδική αγγελική μορφή να το στολίζει απλά. Στο κάτω μέρος, μέσα σε ένα φανάρι τρεμόπαιζε η φλόγα από το καντήλι. Σε λίγη ώρα θα έσβηνε. Πόσο καιρό προσπαθούσε να διατηρήσει την φλόγα του… Σε τι ωφελούσε άραγε όλη αυτή η μονότονη τελετουργία. Είχαν όντως ανάγκη οι νεκροί από καντήλια, θυμιάματα και λουλούδια; Δεν έφτανε να τους αγαπάς και να τους θυμάσαι;! Κάνουμε πολλά πράγματα στη ζωή μας γιατί έτσι βλέπουμε τους υπόλοιπους γύρω να κάνουνε, χωρίς να γνωρίζουμε γιατί πραγματικά τα κάνουμε, και κατά πόσο ωφελούν. Στεκόταν εκεί χαμένη σε σκέψεις που δεν είχε ξανακάνει, ή μάλλον στις οποίες δεν είχε δώσει σημασία παλιότερα. Είχε σκοτεινιάσει κάπως περισσότερο.

… Από την άκρη του οπτικού της πεδίου συνειδητοποίησε ξαφνικά ότι κάτι υπήρχε μερικά μέτρα παραδίπλα… Κάποια φιγούρα στεκότανε… Γύρισε απότομα. Θα ορκιζότανε ότι ήτανε απλώς άλλο ένα μνήμα. Ένα ψηλό μνήμα. Αλλά, όχι. Ήτανε κάποιος. Η ψηλή μορφή...ενός άνδρα, με μακριά ίσια ξανθά μαλλιά, φορούσε ένα μακρύ καφετί παλτό. Ήταν γυρισμένος στο πλάι και κοιτούσε....τον ουρανό! Φαινόταν να μην της δίνει σημασία. Δεν μπορούσε να δει καλά το πρόσωπό του. Πώς και δεν τον πρόσεξε πιο πριν όταν κατευθυνόταν στο μνήμα των δικών της; Προφανώς ήταν πολύ αφηρημένη. Αλλά και πάλι, ούτε άκουσε κανέναν να πλησιάζει μετά. Το επόμενο δευτερόλεπτο ξαφνιάστηκε κάπως.
“Γιατί άραγε συμβαίνουν όλα όσα συμβαίνουν;” είπε κοιτάζοντας ακόμη ψηλά. “Πόσο θα θέλαμε όλοι να ήτανε τα πράγματα διαφορετικά.” Η φωνή του είχε μια ωραία χροιά και ακουγότανε ήρεμη, αν και προβληματισμένη.
Η Κατερίνα τον κοιτούσε για λίγο. Έμοιαζε σαν να έκανε κι εκείνος τις ίδιες σκέψεις με εκείνη, ή,…σαν να αντιλαμβανόταν τις δικές της.
Σκέφτηκε ότι μπορεί να είχε αποχωριστεί κι εκείνος κάποιον ή κάποιους, αλλά ρίχνοντας μια ματιά πιο μπροστά του είδε ότι δεν υπήρχε κανένα μνήμα, παρά μόνο ένας θάμνος με αγριόχορτα και ένα δέντρο.
“Μην αναλώνεσαι σε ότι έχει συμβεί και έχει περάσει, αλλά στο τι γίνεται από εδώ και πέρα,” ξαναμίλησε ο ξένος. “Οι δοκιμασίες διαδέχονται η μια την άλλη, και μια καινούργια διασταυρώνεται τώρα με το μονοπάτι σου.”
Εκείνη απορημένη μην έχοντας κάτι να πει, τον κοιτούσε σαστισμένη. Μήπως ήταν κανένας παράξενος που είχε όρεξη για φλυαρία;
Εκείνος τώρα χαμήλωσε το βλέμμα του προς τα κάτω. Ένα ελαφρύ αεράκι φύσηξε κάνοντας τα μαλλιά και το μακρύ λεπτό παλτό του να ανεμίσουν λίγο. Εκείνη έπιασε τον γιακά της ζακέτας της πιο κοντά στον λαιμό της. Παρόλη την μουντάδα, από το προφίλ του προσώπου του φαινόταν να έχει ωραία χαρακτηριστικά, και το σώμα του στεκόταν σαν κομψή αγαλμάτινη φιγούρα.
“Ποιος ήσαστε;” κατάφερε τελικά να τον ρωτήσει.
Εκείνος παρέμεινε σιωπηλός για λίγο και φαινότανε σαν να μην την είχε ακούσει.
“Τι σημασία έχουν τα ονόματα.” Απάντησε μετά.
Σε λίγο συνέχισε, “Έχεις ένα χάρισμα στην διάθεσή σου. Υπάρχει για κάποιο λόγο. Χρησιμοποίησέ το.” … “Δεν είσαι η μόνη. Και δεν πρέπει να λυγίσεις.”
Έστριψε το κεφάλι του και την κοίταξε για πρώτη φορά, όμως κατά κάποιο τρόπο έμοιαζε σαν να την ήξερε ήδη…από πριν. Οι λέξεις που είπε στην συνέχεια έβγαιναν με μια ιδιαίτερη έμφαση. “Η κάθε κίνηση, του κάθε ενός είναι κρίσιμη, και παίζει σημαντικό ρόλο…σε πολλά. Αυτό που συμβαίνει σε αυτό τον κόσμο είναι πολύ μεγαλύτερο από ότι φαίνεται. Από εμάς εξαρτάται εάν θα αλλάξει κάτι.”
Δεν μπορούσε να διαβάσει το πρόσωπό του. Τι εννοεί; Γιατί μου τα λέει αυτά; σκέφτηκε η Κατερίνα.
Σαν να της άφησε μια στιγμή να συνειδητοποιήσει τι της είπε. Και μετά κοιτάζοντας μπροστά, “Αυτά είχα να σου πω για την ώρα.”
Ύστερα, ο ξένος γύρισε και άρχισε να απομακρύνεται σταθερά. Είχε σκοτεινιάσει αρκετά τώρα. Εκείνη κοντοστεκόταν μπερδεμένη και τον ακολουθούσε με το βλέμμα της. Σε λίγο της ήρθε να τρέξει ξωπίσω του και να του ζητήσει κάποια εξήγηση,...μα όταν έφτασε στην πύλη δεν μπορούσε να τον διακρίνει πουθενά.

Τι να σήμαιναν όλα αυτά το τελευταίο μισάωρο;!
Ξαφνικά θυμήθηκε ότι θα καθυστερούσε στην δουλειά της. Βγήκε έξω και επιτάχυνε το βήμα της. Ένα δεκάλεπτο μετά θυμήθηκε ότι τελικά είχε ξεχάσει να ανάψει το καντήλι, και τώρα θα έσβηνε. Όπως είχε σβήσει και το φως της ημέρας…και είχε απλωθεί η νύχτα.

Μιχάλης
19-01-06, 11:22
Οι επόμενες ημέρες κύλισαν σαν σε παραμύθι. Η Κατερίνα διαπίστωσε ότι από όπου και αν περνούσε, ο πόνος των ανθρώπων λιγόστευε και η κούραση και η δυστυχία εξαφανιζόταν από τα πρόσωπά τους. Δεν ήταν λίγες οι φορές που έπαιζε με αυτές της τις ικανότητες, αφού αρκούσε να περάσει το χέρι της πάνω από τον ασθενή, σαν μια δήθεν τυχαία κίνηση και εκείνος αμέσως γινόταν καλά.
Παρατήρησε, επίσης, ότι οι αισθήσεις της είχαν αυξηθεί κατά πολύ. Μπορούσε να ακούει μια συζήτηση πίσω από οποιοδήποτε εμπόδιο βρισκόταν ανάμεσά της αλλά σύντομα άκουγε το θόρυβο από τα συναισθήματα των ανθρώπων, που είχε μάθει να τα διακρίνει ανάλογα με την ποιότητα του ήχου που εξέπεμπαν. Ο ψυχικός πόνος, ας πούμε, ακουγόταν σαν το βουητό που κάνει ένα σμήνος από μέλισσες και ήταν ιδιαίτερα ενοχλητικός στα αυτιά. Ήχο γαλήνης δεν άκουσε ποτέ.
Τα μάτια της έβλεπαν πέρα από το φραγμό του ανθρώπινου σώματος και διαπίστωναν την αρρώστεια, σε ποιό όργανο εντοπιζόταν και σε τι βαθμό βρισκόταν. Ακόμα πιο μέσα έβλεπε κάτι που της πήρε λίγο χρόνο για να αποφασίσει ότι ήταν μάλλον η ψυχή του καθενός. Έβλεπε ένα σύννεφο, που το χρώμα που είχε κάθε φορά θεώρησε ότι ανταποκρινόταν στην ποιότητα του ανθρώπου. Συνήθως έβλεπε μαύρα σύννεφα και αυτά τα συνέδεσε με τους ανθρώπους που οι πολλοί τους θεωρούν κακούς αλλά σε μερικές περιπτώσεις είδε και σύννεφα που αποτελούνταν από χρυσούς ατμούς. Αυτοί ίσως να ήταν οι καλοί άνθρωποι. Και της έκανε εντύπωση το ότι, ενώ θεωρούσε κάποιον άνθρωπο κακό, έβλεπε να έχει μέσα του χρυσαφί σύννεφο, ενώ σε μερικούς από εκείνους που θεωρούσε καλούς, ένα μαύρο σύννεφο απλωνόταν μέσα τους.
Λίγο καιρό αργότερα παρατήρησε πως η λευκοπλακία που είχε σιγά σιγά εξαπλωνόταν όλο και περισσότερο και πριν περάσει μια βδομάδα απέκτησε την εξωτερική εμφάνιση του αλβινισμού, θυμίζοντας περισσότερο την εμφάνιση που θεωρείται πως έχουν τα Ξωτικά των αγγλοσαξωνικών παραδόσεων και λιγότερο οι άνθρωποι. Και τα βράδια στο σκοτεινό μοναχικό της δωμάτιο, δεν ήταν λίγες οι φορές που έβλεπε τα χέρια της να φωσφορίζουν με ένα υπέροχο λευκό φως.
Η υγεία της κοπέλας που νοσηλευόταν παρουσίασε ραγδαία επιδείνωση. Οι γιατροί έκαναν συμβούλιο και προς μεγάλη δυσαρέσκεια όλων, αποφάσισαν πως η μεταφορά της σε ένα μεγαλύτερο νοσοκομείο θα ήταν επικίνδυνη και έτσι αποφάσισαν να την κρατήσουν εκεί σε καταστολή. Την έβαλαν μόνη της σε ένα δωμάτιο και όσοι από τους εργαζόμενους με βαριά καρδιά αναγκάζονταν να μπουν εκεί μέσα, παραπονούνταν μετά για πονοκεφάλους και κακή διάθεση κυρίως στον ύπνο...

Μιχάλης
21-01-06, 12:42
Όσο καιρό παρέμεινε στο νοσοκομείο, εντύπωση έκανε σε όλους το γεγονός ότι ποτέ κανείς δεν την επισκέφτηκε και όσο και αν έψαξαν, δεν κατέστη δυνατό να βρουν το παραμικρό στοιχείο για την ταυτότητά της. Ακόμα και αν υπήρχαν συγγενείς και φίλοι, φαινόταν πως κανείς δεν ενδιαφερόταν για εκείνη αν και αυτό δεν έκανε το προσωπικό και τους ασθενείς να τη συμπαθήσουν. Είχε μια κακή αύρα γύρω της...
Η Κατερίνα απέφευγε να την επισκεφτεί, ίσως επειδή είχε περισσότερα ζητήματα να ασχοληθεί. Οι νέες της ικανότητες είχαν ήδη αρχίσει να την κουράζουν, αφού οι φωνές πόνου και δυστυχίας, που μόνο εκείνη άκουγε, τη συντρόφευαν όπου κι αν πήγαινε και δεν έπαυαν ποτέ, ούτε και όταν προσπαθούσε να κοιμηθεί για λίγο. Και δεν ήταν λίγες οι φορές που νύχτα επισκέπτονταν ανθρώπους που είχαν ανάγκη και με πλήρη μυστικότητα πρόσφερε τη βοήθειά της, είτε αυτή μεταφραζόταν σε προσφορά χρημάτων είτε σε θεραπεία, είτε σε "απλή" ψυχολογική υποστήριξη. Και φήμες άρχισαν να διαδίδονται στην πόλη για έναν καλό Άγγελο που ο Θεός είχε στείλει σε όσους τον είχαν ανάγκη. Εκείνη, όμως, με σκυμμένο το κεφάλι μέσα στο μαύρο της μαντήλι, ποτέ δεν άφησε κανέναν να δει το πρόσωπό της και η τεράστια προσφορά ποτέ δεν αποδόθηκε σε αυτήν. Οι φήμες όμως ακολουθούσαν αυτό τον "Άγγελο" παντού και τώρα όλο και περισσότερες φωνές έλεγαν ότι τον είχαν δει τα βράδια να συχνάζει στο νεκροταφείο, όπου τα καντήλια ακόμα και των πιο ξεχασμένων μνημείων άναβαν πλέον κάθε νύχτα.

Μιχάλης
22-01-06, 17:42
Η Κατερίνα έπαψε πια να χαμογελάει. Το πρόσωπό της έγινε μονίμως σοβαρό, εκπέμποντας όμως μια καλοσύνη που δύσκολα βρίσκει κανείς στις μέρες μας. Δούλευε όσο περισσότερο μπορούσε και εκτός βάρδιάς της, μένοντας στο νοσοκομείο πολλές φορές για ολόκληρες μέρες και χωρίς να κοιμάται ή να τρώει. Όταν οι συνάδελφοί της την παρακαλούσαν να ξεκουραστεί, εκείνη τους απαντούσε πως κάτι τέτοιο δεν ήταν δυνατό, τη στιγμή που τόσοι άνθρωποι είχαν την ανάγκη της. Όσο όμως περισσότερες προσπάθειες κατέβαλε να ανακουφίσει τον πόνο και την ανάγκη των ανθρώπων, τόσο λιγότερο ευχαριστημένη ήταν. Πάντα θεωρούσε ότι θα μπορούσε να κάνει περισσότερα αλλά μέσα της δεν ήξερε τι ακριβώς θα την ολοκλήρωνε. Και ενώ τέτοιες σκέψεις τη βασάνιζαν, ξαφνικά τα πέπλα της αμφιβολίας και της αβεβαιότητας τραβήχτηκαν από το νου της και όλα ξεκαθάρισαν. Έπρεπε να βοηθήσει εκείνη την κοπέλα, παρά το γεγονός πως κάτι μέσα της την προειδοποιούσε ότι δεν είχε να κάνει με έναν απλό άνθρωπο, αλλά με κάτι που μέσα του συνόψιζε όσες ιδιότητες είχαν αποδοθεί ποτέ στην έννοια του κακού. Αυτό όμως δεν ήταν αρκετό για να την αποτρέψει από την επιθυμία της.
Ένα βράδυ περίμενε μέχρι να κοιμηθούν οι ασθενείς και οι νοσηλευτές και διακριτικά μπήκε στο δωμάτιο της κοπέλας, κλειδώνοντας την πόρτα πίσω της. Το νεαρό κορίτσι είχε διασωληνωθεί την προηγούμενη μέρα και είχε μια αξιολύπητη έκφραση, με όλα εκείνα τα μηχανήματα που την είχαν συνδέσει για να διατηρηθεί στη ζωή. Η Κατερίνα πλησίασε και η κοπέλα, αν και βρισκόταν σε καταστολή, άνοιξε τα μάτια της. Μέσα τους καθρεφτιζόταν μίσος και όχι πόνος. Η Κατερίνα γονάτισε δίπλα της, άπλωσε το χέρι και ένα λευκό φως σαν ένα τρεμάμενο άστρο έλαμψε στην παλάμη της. Το εξάνθημα στο λαιμό της κοπέλας έλαμψε με ένα απαίσιο κόκκινο φως για μια στιγμή και μετά θόλωσε ξανά. Τα μηχανήματα έδειξαν μια αιφνίδια βελτίωση των ζωτικών σημείων του κοριτσιού και το ροδαλό χρώμα της υγείας επέστρεψε στα μάγουλά της.Τότε, με μια ακατάληπτη φράση που ξεστόμισε, η μέχρι τότε αδύναμη και πονεμένη κοπέλα άπλωσε τα νύχια της και σαν νυστέρι έκοψε το λαιμό της Κατερίνας που πλημμύρισε με αίμα το κατάλευκο σώμα της. Η Κατερίνα έπεσε προς τα πίσω και ένα υπέροχο χαμόγελο φώτισε το πρόσωπό της. Όμως, η νεαρή κοπέλα βιάστηκε να γελάσει γεμάτη κακία και μέσα στις απεγνωσμένες κραυγές πόνου, όλες οι φλέβες του κορμιού της έσπασαν και ο καρδιογράφος έδειξε ευθεία γραμμή...
Έτσι η Κατερίνα έφυγε από τον κόσμο των ζωντανών αλλά κανείς δεν πρέπει να σκεφτεί ότι πέθανε άδικα. Γιατί, γιατρεύοντας κάποιον από τους Κόκκινους, που ποτέ δεν νιώθουν οίκτο για κανέναν, ούτε καν για τους ομοίους τους, έχει ανέβει πολύ υψηλά στη Λευκή Ιεραρχία και χαίρει απόλυτης εκτίμησης. Όσο πιο ψηλά βρίσκεται κανείς σε αυτή την τάξη, νιώθει όλο και περισσότερο πόνο και θλίψη αλλά και αυτός ο ισχυρισμός ίσως να μην είναι απόλυτα σωστός. Γιατί, ποιός από εμάς παινεύεται ότι γνωρίζει καλά αυτά τα πράγματα που ξεπερνούν κατά πολύ τη συνηθισμένη του ευφυϊα? Μόνο ο άντρας που εμφανίστηκε στο νεκροταφείο θα μπορούσε να μας διαφωτίσει, ίσως, αλλά αυτός και οι όμοιοί του κρύβουν πολύ καλά την αληθινή τους ταυτότητα και είναι λίγες οι φορές που εμφανίζονται στον κόσμο των ζωντανών. Αλλά η Κατερίνα άξιζε μια τέτοια εμφάνιση...

ΤΕΛΟΣ