Inolvidable
18-01-06, 14:29
H καθιέρωση της καύσεως των νεκρών είναι τελικώς ένα ζήτημα θρησκευτικής ελευθερίας
I. M. ΚΟΝΙΔΑΡΗΣ
Την επιστημονική μου άποψη για την καύση ως τρόπο εξαφανίσεως του πτώματος έχω διατυπώσει από τις φιλόξενες αυτές στήλες σαφώς και μάλιστα επανειλημμένως από την εποχή που ο τότε Δήμαρχος Αθηναίων Μιλτιάδης Εβερτ με επιστολή του προς την I. Σύνοδο έθεσε, το 1987, πρώτος το ζήτημα.
Εχουν, εξάλλου, παρέλθει ήδη δεκατρία χρόνια από την εποχή που αυτή η εφημερίδα παρουσίασε σε ένα στρογγυλό τραπέζι, που είχε διευθύνει ο Πέτρος Ευθυμίου, το μεγάλο πρόβλημα της ταφής και καύσης των νεκρών, όπου τις απόψεις της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ελλάδος είχε υποστηρίξει ο τότε Μητροπολίτης Δημητριάδος και σημερινός Αρχιεπίσκοπος Αθηνών κ. Χριστόδουλος («Το Βήμα της Κυριακής», 8.11.1992, σ. 40-41).
Είχα έκτοτε υποστηρίξει και, θέλω να ελπίζω, καταδείξει ότι η καθιέρωση της καύσεως των νεκρών στη χώρα μας, που επανέφερε πρόσφατα στην επικαιρότητα η σχετική διακομματική τροπολογία που κατατέθηκε προ ημερών στη Βουλή, ως εναλλακτικού τρόπου εξαφανίσεως του πτώματος, είναι τελικώς ένα ζήτημα θρησκευτικής ελευθερίας. Ακριβώς διότι, εάν θέλουμε να έχουμε πραγματική θρησκευτική ελευθερία, δεν μπορεί παρά να παρέχεται σε όποιον το επιθυμεί ή/και του το επιτρέπουν οι θρησκευτικές του πεποιθήσεις, η δυνατότητα να επιλέξει ως τρόπο εξαφανίσεως του σώματός του την καύση (βλ. «Το Βήμα της Κυριακής», 15.11.1992, σ. A18 και 21.2.1999, σ. B10).
Είναι γεγονός ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία ως μοναδικό τρόπο εξαφανίσεως του πτώματος γνωρίζει στην εκκλησιαστική της πράξη την ταφή. Βεβαίως τη μόνιμη ταφή και όχι αυτή των ολίγων ετών που συνήθως και ελλείψει χώρων πραγματοποιείται στις ημέρες μας. Και είναι προφανές, ανεξαρτήτως των όποιων επιφυλάξεων, αλλά και της διαφοροποιήσεως στο ζήτημα αυτό της Καθολικής Εκκλησίας, η οποία με το νέο της δίκαιο επιτρέπει καταρχήν και την καύση των νεκρών, ότι ο πιστός θα λάβει σοβαρώς υπόψη του την αντίθεση της Εκκλησίας του στο ζήτημα αυτό.
Εχω άλλωστε, σε ανύποπτο χρόνο, υποστηρίξει επί λέξει ότι «η καθιέρωση της καύσεως των νεκρών ως εναλλακτικής λύσεως με εκείνην της ταφής δεν σημαίνει υποχρέωση κανενός να την αποδεχθεί. Δεν θεωρώ μάλιστα απίθανο ότι τελικώς μπορεί η προτεινόμενη καθιέρωση της καύσεως των νεκρών να έχει την ίδια απήχηση με εκείνην που αποδείχθηκε ότι είχε η καθιέρωση του πολιτικού γάμου» («Το Βήμα της Κυριακής», 15.11.1992, σ. A18).
Από την άλλη όμως πλευρά σε ένα σοβαρό κράτος, πόσο μάλλον σε ένα ευνομούμενο, σε ένα κράτος δικαίου, δεν νοείται να ψηφισθεί μία νομοθετική ρύθμιση που θα εξαιρεί από την εφαρμογή της μέρος των πολιτών με μόνη αιτιολογία τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις. Το αντίθετο είναι δυνατόν να συμβεί, δηλ. να υπάρξει νομοθεσία, και τέτοια πράγματι υπάρχει, η οποία να αφορά συγκεκριμένη θρησκευτική κοινότητα.
Συνεπώς, η τυχόν καθιέρωση της καύσεως ως εναλλακτικού τρόπου εξαφανίσεως του πτώματος με εκείνον της ταφής, ανεξαρτήτως επιφυλάξεων ή και αντιρρήσεων της Εκκλησίας, δεν μπορεί παρά να είναι ένας γενικής ισχύος νόμος, ένας νόμος που θα ισχύει για όλους, ανεξαρτήτως των όποιων θρησκευτικών πεποιθήσεων καθενός.
H Ορθόδοξη Εκκλησία ή όποιες άλλες θρησκευτικές κοινότητες είναι επίσης προφανές ότι θα μπορούν να ζητήσουν από τους πιστούς τους να εξακολουθήσουν να προτιμούν την ταφή από την καύση. Και είναι επίσης σαφές ότι εάν ένας πιστός δεν συμμορφωθεί με τις προτροπές της Εκκλησίας του θα πρέπει να υπολογίζει στις επιτιμιακές ποινές που εκείνη, όπως έχει δικαίωμα, θα αποφασίσει, και βεβαίως θα σταθμίσει εάν πρέπει, να του επιβάλει...
Συναφές, αλλά όχι ταυτόσημο, είναι το θέμα της λεγόμενης, εσφαλμένα κατά τη γνώμη μου, «πολιτικής» κηδείας. H κηδεία είναι η τελετή εκείνη που γίνεται για να τιμηθεί και να αποχαιρετισθεί ο νεκρός και προηγείται από την ταφή ή την αποτέφρωση της σορού του.
H τελετή αυτή συνήθως είναι θρησκευτική. Τίποτε δεν εμποδίζει όμως να μην είναι θρησκευτική. Ο αποχαιρετισμός μπορεί να γίνει με μουσική, με απαγγελίες ποιημάτων ή με λόγους, με ό,τι δηλώσει πριν από τον θάνατό του ότι επιθυμεί ο θανών ή μετά από τον θάνατό του οι στενότεροι συγγενείς.
Ο αποχαιρετισμός αυτός μπορεί να λάβει χώρα σε ιδιωτικό ή σε δημόσιο χώρο, βεβαίως και στον χώρο ενός νεκροταφείου, υπαίθριο ή στεγασμένο. Συνεπώς δεν είναι αναγκαίο να θεσπισθεί από την Πολιτεία ειδική διάταξη για τη μη θρησκευτική αυτή τελετή, όπως άλλωστε κατέδειξαν πολλά τέτοια προηγούμενα. Θυμίζω προς επιβεβαίωση τις περιπτώσεις των αποχαιρετισμών του Λ. Αυδή και του X. Φλωράκη.
Πολύ πιο σύνθετο φαίνεται να είναι το ζήτημα, αν η Ορθόδοξη Εκκλησία θα δεχθεί, ακολουθώντας το ρηξικέλευθο παράδειγμα της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, να κηδεύει εκκλησιαστικώς, έστω κάνοντας χρήση, κατά περίπτωση, του ευέλικτου θεσμού της εκκλησιαστικής οικονομίας, έναν αποδεδειγμένως πιστό της, ο οποίος όμως προτιμά ακολούθως να αποτεφρώσει το πτώμα του...
Ο κ. I. M. Κονιδάρης είναι καθηγητής της Νομικής Σχολής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Το ΒΗΜΑ, 18/12/2005
Σε αντίθεση με τις περισσότερες χώρες της Ε.Ε στην Ελλάδα δεν επιτρέπεται η καύση των νεκρών , εφ όσον βέβαια το επιθυμεί κάποιος .
Παρά τις επερωτήσεις , τις επιτροπές , τις προσφυγές ,το θέμα δεν προχωράει . . .
Είναι σαφές ότι η Εκκλησία δεν συμφωνεί . . .
Είναι σίγουρο ότι υπάρχουν στην Ελλάδα πλέον πολλοί αλλοδαποί που η θρησκεία τους επιβάλει την καύση , με αποτέλεσμα να γίνεται "εξαγωγή"του νεκρου για να καεί αλλού.
Είναι δικαίωμα μου να θέλω να καώ μετά τον θάνατόν μου
Ποιά συμφέροντα δεν αφήνουν την εκάστοτε κυβέρνηση να προχωρήσει στα "αυτονόητα ";
I. M. ΚΟΝΙΔΑΡΗΣ
Την επιστημονική μου άποψη για την καύση ως τρόπο εξαφανίσεως του πτώματος έχω διατυπώσει από τις φιλόξενες αυτές στήλες σαφώς και μάλιστα επανειλημμένως από την εποχή που ο τότε Δήμαρχος Αθηναίων Μιλτιάδης Εβερτ με επιστολή του προς την I. Σύνοδο έθεσε, το 1987, πρώτος το ζήτημα.
Εχουν, εξάλλου, παρέλθει ήδη δεκατρία χρόνια από την εποχή που αυτή η εφημερίδα παρουσίασε σε ένα στρογγυλό τραπέζι, που είχε διευθύνει ο Πέτρος Ευθυμίου, το μεγάλο πρόβλημα της ταφής και καύσης των νεκρών, όπου τις απόψεις της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ελλάδος είχε υποστηρίξει ο τότε Μητροπολίτης Δημητριάδος και σημερινός Αρχιεπίσκοπος Αθηνών κ. Χριστόδουλος («Το Βήμα της Κυριακής», 8.11.1992, σ. 40-41).
Είχα έκτοτε υποστηρίξει και, θέλω να ελπίζω, καταδείξει ότι η καθιέρωση της καύσεως των νεκρών στη χώρα μας, που επανέφερε πρόσφατα στην επικαιρότητα η σχετική διακομματική τροπολογία που κατατέθηκε προ ημερών στη Βουλή, ως εναλλακτικού τρόπου εξαφανίσεως του πτώματος, είναι τελικώς ένα ζήτημα θρησκευτικής ελευθερίας. Ακριβώς διότι, εάν θέλουμε να έχουμε πραγματική θρησκευτική ελευθερία, δεν μπορεί παρά να παρέχεται σε όποιον το επιθυμεί ή/και του το επιτρέπουν οι θρησκευτικές του πεποιθήσεις, η δυνατότητα να επιλέξει ως τρόπο εξαφανίσεως του σώματός του την καύση (βλ. «Το Βήμα της Κυριακής», 15.11.1992, σ. A18 και 21.2.1999, σ. B10).
Είναι γεγονός ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία ως μοναδικό τρόπο εξαφανίσεως του πτώματος γνωρίζει στην εκκλησιαστική της πράξη την ταφή. Βεβαίως τη μόνιμη ταφή και όχι αυτή των ολίγων ετών που συνήθως και ελλείψει χώρων πραγματοποιείται στις ημέρες μας. Και είναι προφανές, ανεξαρτήτως των όποιων επιφυλάξεων, αλλά και της διαφοροποιήσεως στο ζήτημα αυτό της Καθολικής Εκκλησίας, η οποία με το νέο της δίκαιο επιτρέπει καταρχήν και την καύση των νεκρών, ότι ο πιστός θα λάβει σοβαρώς υπόψη του την αντίθεση της Εκκλησίας του στο ζήτημα αυτό.
Εχω άλλωστε, σε ανύποπτο χρόνο, υποστηρίξει επί λέξει ότι «η καθιέρωση της καύσεως των νεκρών ως εναλλακτικής λύσεως με εκείνην της ταφής δεν σημαίνει υποχρέωση κανενός να την αποδεχθεί. Δεν θεωρώ μάλιστα απίθανο ότι τελικώς μπορεί η προτεινόμενη καθιέρωση της καύσεως των νεκρών να έχει την ίδια απήχηση με εκείνην που αποδείχθηκε ότι είχε η καθιέρωση του πολιτικού γάμου» («Το Βήμα της Κυριακής», 15.11.1992, σ. A18).
Από την άλλη όμως πλευρά σε ένα σοβαρό κράτος, πόσο μάλλον σε ένα ευνομούμενο, σε ένα κράτος δικαίου, δεν νοείται να ψηφισθεί μία νομοθετική ρύθμιση που θα εξαιρεί από την εφαρμογή της μέρος των πολιτών με μόνη αιτιολογία τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις. Το αντίθετο είναι δυνατόν να συμβεί, δηλ. να υπάρξει νομοθεσία, και τέτοια πράγματι υπάρχει, η οποία να αφορά συγκεκριμένη θρησκευτική κοινότητα.
Συνεπώς, η τυχόν καθιέρωση της καύσεως ως εναλλακτικού τρόπου εξαφανίσεως του πτώματος με εκείνον της ταφής, ανεξαρτήτως επιφυλάξεων ή και αντιρρήσεων της Εκκλησίας, δεν μπορεί παρά να είναι ένας γενικής ισχύος νόμος, ένας νόμος που θα ισχύει για όλους, ανεξαρτήτως των όποιων θρησκευτικών πεποιθήσεων καθενός.
H Ορθόδοξη Εκκλησία ή όποιες άλλες θρησκευτικές κοινότητες είναι επίσης προφανές ότι θα μπορούν να ζητήσουν από τους πιστούς τους να εξακολουθήσουν να προτιμούν την ταφή από την καύση. Και είναι επίσης σαφές ότι εάν ένας πιστός δεν συμμορφωθεί με τις προτροπές της Εκκλησίας του θα πρέπει να υπολογίζει στις επιτιμιακές ποινές που εκείνη, όπως έχει δικαίωμα, θα αποφασίσει, και βεβαίως θα σταθμίσει εάν πρέπει, να του επιβάλει...
Συναφές, αλλά όχι ταυτόσημο, είναι το θέμα της λεγόμενης, εσφαλμένα κατά τη γνώμη μου, «πολιτικής» κηδείας. H κηδεία είναι η τελετή εκείνη που γίνεται για να τιμηθεί και να αποχαιρετισθεί ο νεκρός και προηγείται από την ταφή ή την αποτέφρωση της σορού του.
H τελετή αυτή συνήθως είναι θρησκευτική. Τίποτε δεν εμποδίζει όμως να μην είναι θρησκευτική. Ο αποχαιρετισμός μπορεί να γίνει με μουσική, με απαγγελίες ποιημάτων ή με λόγους, με ό,τι δηλώσει πριν από τον θάνατό του ότι επιθυμεί ο θανών ή μετά από τον θάνατό του οι στενότεροι συγγενείς.
Ο αποχαιρετισμός αυτός μπορεί να λάβει χώρα σε ιδιωτικό ή σε δημόσιο χώρο, βεβαίως και στον χώρο ενός νεκροταφείου, υπαίθριο ή στεγασμένο. Συνεπώς δεν είναι αναγκαίο να θεσπισθεί από την Πολιτεία ειδική διάταξη για τη μη θρησκευτική αυτή τελετή, όπως άλλωστε κατέδειξαν πολλά τέτοια προηγούμενα. Θυμίζω προς επιβεβαίωση τις περιπτώσεις των αποχαιρετισμών του Λ. Αυδή και του X. Φλωράκη.
Πολύ πιο σύνθετο φαίνεται να είναι το ζήτημα, αν η Ορθόδοξη Εκκλησία θα δεχθεί, ακολουθώντας το ρηξικέλευθο παράδειγμα της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, να κηδεύει εκκλησιαστικώς, έστω κάνοντας χρήση, κατά περίπτωση, του ευέλικτου θεσμού της εκκλησιαστικής οικονομίας, έναν αποδεδειγμένως πιστό της, ο οποίος όμως προτιμά ακολούθως να αποτεφρώσει το πτώμα του...
Ο κ. I. M. Κονιδάρης είναι καθηγητής της Νομικής Σχολής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Το ΒΗΜΑ, 18/12/2005
Σε αντίθεση με τις περισσότερες χώρες της Ε.Ε στην Ελλάδα δεν επιτρέπεται η καύση των νεκρών , εφ όσον βέβαια το επιθυμεί κάποιος .
Παρά τις επερωτήσεις , τις επιτροπές , τις προσφυγές ,το θέμα δεν προχωράει . . .
Είναι σαφές ότι η Εκκλησία δεν συμφωνεί . . .
Είναι σίγουρο ότι υπάρχουν στην Ελλάδα πλέον πολλοί αλλοδαποί που η θρησκεία τους επιβάλει την καύση , με αποτέλεσμα να γίνεται "εξαγωγή"του νεκρου για να καεί αλλού.
Είναι δικαίωμα μου να θέλω να καώ μετά τον θάνατόν μου
Ποιά συμφέροντα δεν αφήνουν την εκάστοτε κυβέρνηση να προχωρήσει στα "αυτονόητα ";