Επιστροφή στο Forum : Ο μικρός Γιωργάκης
Ο νεαρός ιερέας μόλις είχε τελειώσει τη βάρδιά του στο ναό της Κοίμησης της Θεοτόκου. Ήταν ένας ναός της βυζαντινής περιόδου, φτιαγμένος από τα αρχαία μάρμαρα ενός ιερού της θεάς Αθηνάς που τα ερείπιά του βρίσκονται λίγα μέτρα πιο πέρα, κοντά στην έξοδο της πόλης προς το νότιο τμήμα της Πελοποννήσου. Μπορεί, μάλιστα να δει κανείς ακόμα τις αρχαίες επιγραφές να στέκονται δίπλα από τα βυζαντινά – χριστιανικά σύμβολα και λόγω της αρχαιότητάς του, η εφορεία βυζαντινών αρχαιοτήτων ποτέ δεν επέτρεψε την ανακαίνισή του.
Ο ιερέας προσκύνησε την αγία τράπεζα, δίπλωσε το πετραχείλι του μέσα σε μια δερμάτινη τσάντα και ετοιμάστηκε να φύγει, όταν βγαίνοντας από την Ωραία Πύλη, είδε ένα γέροντα να στέκεται μπροστά σε μια εικόνα του Αρχαγγέλου Μιχαήλ. Ο γέροντας πρέπει να ήταν πολύ ψηλός στα νιάτα του, αφού ακόμα και τώρα φαινόταν επιβλητικός με το ύψος του, τα κατάλευκα μαλλιά και το λευκό μούσι του, που στο δεξί μάγουλο οι τρίχες ήταν αραιές, γύρω από ένα κυκλικό σημάδι, προφανώς κάποιας παλιότερης εγχείρησης ή ενός τραύματος. Ήταν ντυμένος με ένα κουστούμι σαν αυτό που συνηθίζουν να φορούν οι ηλικιωμένοι αλλά φαινόταν πολύ ακριβότερο και γενικά το παράστημά του έδειχνε έναν άνθρωπο που κάποτε είχε υπάρξει σπουδαίος και τώρα στεκόταν μπροστά στην εικόνα με δάκρυα στα μάτια του και οι αναστεναγμοί του δυνάμωναν χάρη στην υπέροχη ακουστική του ναού.
Ο νεαρός ιερέας τον πλησίασε γεμάτος περιέργεια και καλοσύνη. « Φτιαγμένη από τον Αντώνιο Σκορδίλη στα 1753» είπε κοιτάζοντας την εικόνα. Ο Αρχάγγελος, πατώντας πάνω σε ένα σύννεφο και ντυμένος με στρατιωτική στολή, κρατούσε ξίφος στο δεξί του χέρι ενώ στο αριστερό το ζυγό της δικαιοσύνης. «Δεν θα μπορούσε να έχει αποδοθεί περισσότερο ζωντανά και με πιο επιβλητικό τρόπο ένας πανίσχυρος στρατηγός των αγγέλων», συνέχισε ο ιερέας και ο γέροντας γύρισε και τον κοίταξε με μια διαπεραστική ματιά στα γαλάζια του μάτια.
« Είστε νέος εδώ» τον ρώτησε και ο ιερέας που προς στιγμήν τα έχασε με τη δύναμη της φωνής του κούνησε το κεφάλι καταφατικά και ο γέροντας κατάλαβε. ¨
«Για αυτό σας βλέπω και με βλέπετε πρώτη φορά», είπε κουρασμένα και κάθισε σε ένα στασίδι. Ο ιερέας κάθισε δίπλα του και ακούμπησε το χέρι στο γόνατο του γέροντα. « Μπορεί να είμαι νέος αλλά είμαι μαθημένος στον πόνο, μιλώντας με τόσο κόσμο που έχει ανάγκη κάθε φορά. Και αν ένας κύριος όπως εσείς, που θα μπορούσατε να είστε παπούς μου δεν το θεωρεί προσβλητικό, μπορώ να σας εξομολογήσω, γιατί διακρίνω μέσα σας έναν πόνο μεγάλο και μια απογοήτευση. Αφήστε με να σας βοηθήσω» είπε με ειλικρινές ενδιαφέρον και ο γέροντας τον κοίταξε παράξενα.
« Παιδί μου, εδώ και μισό αιώνα περίπου έρχομαι εδώ μέσα κάθε μέρα, λίγο πριν κλείσει η εκκλησία, την ώρα που δεν έχει κόσμο και στέκομαι μπροστά σε αυτή την εικόνα. Δεν έχω λειτουργηθεί ή συμμετάσχει στα μυστήριά σας από τότε που ήμουν μικρό παιδί, γιατί δεν έχω θρήσκευμα. Δεν είμαι άθεος αλλά δεν πιστεύω κάπου συγκεκριμένα και, ναι, έχω μέσα μου έναν τεράστιο πόνο, αλλά εάν ο ίδιος ο αρχάγγελος που τιμάτε δεν μπορεί να μου τον πάρει, τι σε κάνει να νομίζεις πως μπορείς εσυ» ρώτησε.
« Αφού, όπως λέτε, δεν πιστεύετε τι σας κάνει να έρχεστε εδώ, στην εικόνα του αγγέλου και να κλαίτε. Γιατί, υποθέτω πως κάθε μέρα κλαίτε, όπως και σήμερα.»
« Κλαίω για πολλά πράγματα που αν τα μάθει ο κόσμος θα πάψει να κοιμάται ήσυχος μέσα στην αμφίβολη ασφάλεια του σπιτιού του. Κλαίω, γιατί για πολλά χρόνια αγνοούσα την αλήθεια και γιατί την κρίσιμη στιγμή και ενώ θα μπορούσα να σώσω τον κόσμο από ένα μεγάλο κακό, παραδομένος στην αγάπη μου δεν το έκανα και τώρα έχει απλωθεί μια σκιά σε όλο τον κόσμο, που δυστυχώς κανείς δεν τη βλέπει. Το χτύπημά της όμως, αν και αόρατο, θα το νιώσουν πολλοί».
Ο ιερέας άρχισε να πιστεύει πως ο γέροντας γινόταν υπερβολικός αλλά προσπάθησε χωρίς αποτέλεσμα να κρύψει τη σκέψη του.
« Δείτε τον Αρχάγγελο», είπε καθώς σηκωνόταν από το κάθισμα, « δείτε τις λεπτομέρειες που ποτέ ίσως δεν θα είχατε προσέξει, δείτε πως κάτω από τα πόδια του, υπάρχουν μεγάλες κόκκινες κηλίδες, που θα μου πείτε ότι είναι αποτέλεσμα φθοράς του χρόνου. Όμως όχι, εσκεμμένα ο Σκορδίλης τις έβαλε εκεί, για να κρύψει μια ιστορία που φαίνεται πως και ο ίδιος με κάποιον τρόπο γνώριζε πολύ καλά. Το ξίφος του Αρχαγγέλου στρέφεται προς τα κάτω, δηλαδή προς τις κηλίδες, ενώ ο ζυγός στέκεται πολύ πιο ψηλά, στο αριστερό μέρος της εικόνας, εκεί που βρίσκονται οι περισσότερες κόκκινες κηλίδες και στέκεται ψηλά, από πάνω τους και αυτό δείχνει πως τις κρίνει, τις καταδικάζει. Ο μανδύας, πάλι, που φοράει ο Αρχάγγελος είναι ωχρός αλλά αυτό δεν ήταν το αρχικό του χρώμα. Ήταν λευκός και αυτό αποτελεί έναν άλλο συμβολισμό.»
Ο νεαρός ιερέας σηκώθηκε όρθιος, μη μπορώντας να αποφασίσει εάν απέναντί του είχε έναν άνθρωπο με ακέραια λογική ή με έναν εκφυλισμένο λόγω ηλικίας εγκέφαλο και άνοιξε το στόμα του να μιλήσει, όμως ο γέροντας του έκανε νόημα να σωπάσει.
« Με λένε Αλέξανδρο και ήμουν γιατρός» είπε ο ηλικιωμένος κύριος. « Η ιατρική ήταν ο δικός μου θεός και η λογική ο προφήτης του θεού μου, όμως ήταν ένα μικρό αγόρι, ο ανηψιός μου ο Γιωργάκης, που μου κλόνισε κάθε πίστη και κάθε πεποίθηση. Αν σας διηγηθώ την ιστορία του, πάτερ, ποτέ πια δεν θα μπορέσετε να δείτε τον κόσμο με τα ίδια μάτια και κινδυνεύω να θεωρηθώ από εσάς φρενοβλαβής, αν και αυτό το τελευταίο ελάχιστα με ενδιαφέρει. Αν, λοιπόν, είστε έτοιμος να πάρετε αυτό το ρίσκο, τότε φορέστε το πετραχείλι σας και ανοίξτε την ψυχή σας. Γιατί αυτά που θα σας διηγηθώ είναι πολύ διαφορετικότερα από τη συμβατική λογική» είπε και ο νεαρός ιερέας φόρεσε το πετραχείλι του ανυπόμονα.
Ήμουν νεαρός ειδικευόμενος γιατρός στο νοσοκομείο της πόλης μας και ένα μεσημέρι, λίγο πριν σχολάσω, το ασθενοφόρο έφερε δύο μικρά παιδιά, γύρω στα δεκατέσσερα με δεκαπέντε χρόνια, που έκλαιγαν και φώναζαν υστερικά πως είχαν χάσει το φως τους. Κάνοντας τις πρώτες εξετάσεις, διαπιστώσαμε όντως καθολική απώλεια της όρασης, λόγω εγκαύματος του αμφιβληστροειδούς χιτώνα και βλαβών στο οπτικό νεύρο. Τόσο σοβαρές βλάβες θα μπορούσαν να είχαν συμβεί μόνο με την επίδραση κάποιας ακτινοβολίας στα μάτια ή επίδρασης κάποιου καυστικού χημικού, περίπτωση όμως που αποκλείστηκε αφού εκτός από το οπτικό νεύρο δεν βρήκαμε εγκαύματα στους γύρω ιστούς. Καλέσαμε ειδικούς οφθαλμίατρους που δεν μπόρεσαν να μας διαλευκάνουν την υπόθεση, καθώς τα παιδιά μας ανέφεραν ότι ο ίδιος ο Διάβολος, με ένα λευκό λοφίο στο κεφάλι, τους είχε ρίξει πάνω τους την κατάρα του, στερώντας τους το φως.
Περιμένοντας το ασθενοφόρο που θα τους μετέφερε στο νοσοκομείο παίδων για περισσότερη βοήθεια, ένα από τα παιδιά, μέσα σε κλάμματα μου διηγήθηκε τι είχε συμβεί. Ήταν μεσημέρι και τα δύο παιδιά πάνω σε ένα ποδήλατο, είδαν ένα μικρό παιδί του Δημοτικού, που από παλιά είχαν προσέξει ότι ήταν κάπως θηλυπρεπές και συνεσταλμένο, να πηγαίνει σπίτι του. Το ακολούθησαν με το ποδήλατο και άρχισαν να το φτύνουν και να το κοροϊδεύουν. Το μικρό παιδί άρχισε να τρέχει κλαίγοντας και εκείνα το κυνήγησαν συνεχίζοντας τις κοροϊδίες και τα φτυσίματα, ώσπου έστριψε σε ένα στενό που ήξεραν πως είναι αδιέξοδο. Σκέφτηκαν πως εκείνη ήταν η ιδανική ευκαιρία να το τρομοκρατήσουν και μπήκαν με το ποδήλατό τους στο στενό. Ο μικρός είχε σκοντάψει και κρατιόταν με γυρισμένη προς αυτούς την πλάτη του, από την οποία κρεμόταν η σάκα του, που ένα λουρί της είχε σπάσει και σερνόταν στο σκονισμένο σοκάκι. Κατέβηκαν από το ποδήλατο, πλησίασαν και χλευάζοντάς το, του ζήτησαν να σηκωθεί, βγάζοντας τις ζώνες τους για να το χτυπήσουν. Ο μικρός σηκώθηκε, γύρισε προς το μέρος τους και είδαν ότι μια τούφα από τα μαλλιά του ήταν λευκή, ενώ το πρόσωπό του είχε γεμίσει λάσπες από τη σκόνη που είχε ανακατευτεί με τα δάκρυά του. Τότε, λες και άκουσε μια φωνή, γύρισε πίσω του, στάθηκε για λίγο αμίλητο και ξαναγύρισε προς το μέρος τους λέγοντας «Ναι». Το πρόσωπό του είχε αλλάξει, είχε γίνει προκλητικό και ειρωνικό και αυτό εξαγρίωσε τα παιδιά που άρχισαν να τρέχουν κοντά του για να το δείρουν. Όταν είχαν φτάσει σε απόσταση αναπνοής από αυτό, το μικρό παιδί άνοιξε την παλάμη του προς το μέρος τους και ένα κόκκινο φως έλαμψε μέσα της, ένα φως που άρχισε να τους καίει τα μάτια, αν και αντανακλαστικά σχεδόν τα έκλεισαν. Τα παιδιά άρχισαν να ουρλιάζουν και έπεσαν στο χώμα, μη μπορώντας να δουν πια. Θυμόνται ακόμα πως το μικρό παιδί άρχισε να γελάει δυνατά και ακούστηκε σαν βροντή η λέξη «Κεμ’ Αναχ», που τα έκανε να παραλύσουν από το φόβο, αν και δεν ήξεραν τι σήμαινε.
Ακούγοντας αυτή την ιστορία ένιωσα ακόμα μεγαλύτερο οίκτο, γιατί απέδωσα αυτές τις φαντασιώσεις σε μετατραυματικό σοκ και γεμάτος θλίψη υπέγραψα γρήγορα τα χαρτιά της διακομιδής, καθώς και ένα παραπεμπτικό, όπου συμβούλευα τους παιδιάτρους του νοσοκομείου Παίδων να προβούν και σε ψυχολογική εξέταση των δύο παιδιών.
Όταν έφυγε το ασθενοφόρο έφυγα κι εγώ γρήγορα για το σπίτι, γιατί ο ανηψιός μου που πήγαινε στο Δημοτικό είχε σχολάσει και ήταν μόνος σπίτι, αφού η αδερφή μου δεν έφευγε από τη δουλειά της παρά αργά το απόγευμα. Πάνω σε αυτό το σημείο, πρέπει να σου πω ότι εγώ και η αδερφή μου χάσαμε τους γονείς μας από τροχαίο δυστύχημα και από έφηβοι αναγκαστήκαμε να μείνουμε μόνοι μας. Ευτυχώς, είχαμε μια σεβαστή περιουσία και ποτέ δεν στερηθήκαμε το παραμικρό. Η αδερφή μου, τρία χρόνια μεγαλύτερη από εμένα, ήρθε να μείνει μαζί μου όταν πέρασα στο πανεπιστήμιο, αλλά στο τελευταίο έτος παντρεύτηκε έναν άντρα που αγαπούσε και για ένα χρόνο έμεινα μόνος μου, αν και σε πολύ κοντινή απόσταση από το σπίτι τους. Δυστυχώς, πριν περάσει πολύς καιρός, ο άντρας της την εγκατέλειψε ενώ ήταν ακόμα έγκυος στον ανηψιό μου το Γιωργάκη και ποτέ δεν έμαθε τίποτα για τον άντρα της αν και εγώ άκουσα ότι είχε κλεφτεί με μια αλλοδαπή, κατά πολύ νεότερή του. Έτσι, ζήσαμε ξανά μαζί, γέννησε το Γιώργο και ποτέ δεν του έλεγε για τον πατέρα του, παρά μόνο ότι έλειπε σε ένα πολύ μακρινό ταξίδι. Αλλά και ο ανηψιός μου ποτέ δεν ρωτούσε πολλά πράγματα για τον πατέρα του.
Ο Γιωργάκης έμενε πολλές ώρες μόνος του, αφού εγώ δούλευα στο νοσοκομείο και η αδερφή μου σε μια εταιρεία και κάποια στιγμή που εγώ πήρα μετάθεση για εδώ, με ακολούθησαν και οι δύο. Η αδερφή μου κατάφερε να αποσπαστεί στο τοπικό υποκατάστημα και γράψαμε το μικρό στο σχολείο, όπου, όχι επειδή είναι ανηψιός μου, αλλά διέπρεψε. Μόνος του έμαθε να διαβάζει και να γράφει, αφού δεν μπορούσαμε να του αφιερώνουμε πολλές ώρες λόγω της δουλειάς μας και η αδερφή μου έμεινε ανύπαντρη γιατί δεν ήθελε ο γιός της να μεγαλώσει με πατριό. Το παιδί είχε μια εξαιρετική ευφυϊα, όλοι το έλεγαν και οι γνώσεις του ήταν πάντοτε πολύ πιο μπροστά από την ηλικία του. Αντί να παίζει με άλλα παιδιά, προτιμούσε να κάθεται και να διαβάζει ότι μπορείς να φανταστείς και στην ηλικία των δέκα ετών ήταν ικανό να συζητήσει μαζί σου σχεδόν τα πάντα και συνήθως κατάφερνε να σε αποστομώσει με τις απαντήσεις του. Ήταν όμως ένα θλιμμένο παιδί, με μεγάλα μελαγχολικά μαύρα μάτια που άφηναν εύκολα να καταλάβεις τη θλίψη μέσα του αλλά ποτέ δεν πρόδιδαν τις σκέψεις του. Μάθαμε ότι κρατούσε ημερολόγιο, που το φύλαγε σε ένα σημείο άγνωστο μέσα στο σπίτι και πολύ τυχαία αργότερα καταφέραμε να εντοπίσουμε.
Εκείνο το μεσημέρι, λοιπόν, γύρισα σπίτι αναστατωμένος με αυτό που είχε συμβεί στα παιδιά και βρήκα το μικρό να κάθεται στο δωμάτιό του και να διαβάζει κάτι που δεν τον είχε απασχολήσει ποτέ ως τότε. Διάβαζε την Αποκάλυψη του Ιωάννη και συγκεκριμένα το απόσπασμα που αναφερόταν στο Μεγάλο Θηρίο. Στο σπίτι μας δεν ήμασταν θρησκευόμενοι και ποτέ δεν είχαμε προσπαθήσει να μιλήσουμε στο παιδί για Θεούς και θρησκείες, επισήμως και εγώ και η αδερφή μου ήμασταν άθεοι μετά το θάνατο των γονιών μας αλλά ο μικρός βρήκε μια ξεχασμένη στη βιβλιοθήκη Αγία Γραφή της μητέρας μας και ήταν από εκείνο το βιβλίο που διάβαζε το απόσπασμα. Δεν τον ρώτησα γιατί το διάβαζε, αφού ήξερα τη φιλομάθειά του, μόνο τον χάιδεψα στα μαλλιά με τη λευκή τούφα που είχε εκ γενετής και τον προσκάλεσα να φάμε μαζί το φαγητό που είχα φέρει απ’ έξω. Με ακολούθησε αμίλητος και δεν είχε ιδιαίτερη όρεξη.
Το ίδιο βράδυ η αδερφή μου με ξύπνησε πανικόβλητη και τραβώντας με από το χέρι με πήγε στο δωμάτιο του παιδιού. Ο μικρός αιμορραγούσε από μύτη, στόμα και αυτιά αλλά κατά τα άλλα ένιωθε μια χαρά και αρνιούνταν επίμονα να πάμε στο νοσοκομείο λέγοντάς μας πως θα του περάσει. Παρόλα αυτά, του έδωσα τις πρώτες βοήθειες και τον μεταφέραμε στα Επείγοντα, όπου περάσαμε όλη την υπόλοιπη νύχτα. Οι πρώτες εξετάσεις έδειξαν μια σημαντικότατη πτώση του αριθμού των αιμοπεταλίων στο αίμα του και οι εξετάσεις των αντισωμάτων έδειξαν ένα μεγάλο αριθμό αυτοαντισωμάτων, σημάδι μιας αυτοάνοσης νόσου, όπου το ανοσοποιητικό στρέφεται κατά του ίδιου του οργανισμού. Και όταν το άλλο πρωί ήρθαν οι μεγαλογιατροί, ονόμασαν την ασθένεια ιδιοπαθή θρομβοπενική πορφύρα σε οξεία φάση. Μου είπαν ότι συμβαίνει σε παιδιά συνήθως και πως αυτοϊάται σε μερικούς μήνες. Παρόλα αυτά του έδωσαν μεγάλες δόσεις κορτιζόνης και μου σύστησαν να γίνει αξονική εγκεφάλου για να αποκλειστεί πιθανότητα ενδοκρανιακής αιμορραγίας. Ο μικρός υπέμεινε στωϊκά την ταλαιπωρία των εξετάσεων και έμοιαζε σαν να έχαιρε άκρας υγείας, παρότι τα αιμοπετάλιά του είχαν πέσει τις δέκα χιλιάδες μόνο.
Τότε ήταν που άρχισε ξανά να ρωτάει επίμονα για τον πατέρα του και η αδερφή μου του έδινε στερεότυπες απαντήσεις. Ο πατέρας του είχε πάει ένα πολύ μακρινό ταξίδι και θα έκανε πολλά χρόνια μέχρι να γυρίσει. Ο μικρός ζήτησε όσο καιρό έμεινε στο νοσοκομείο να του πάμε ένα μπλοκ ζωγραφικής και περνούσε τις ώρες του ζωγραφίζοντας ένα πρόσωπο που όταν τον ρώτησα μου απάντησε πως ήταν όπως φανταζόταν τον πατέρα του. Προοδευτικά, όμως, έμοιαζε πως το παιδί προσπαθούσε να διαλύσει την εικόνα στα συνθετικά της στοιχεία και οι τελευταίες του ζωγραφιές, λίγο πριν πάρει εξιτήριο, θα χρειάζονταν πολλή φαντασία για να θεωρήσει κανείς ότι έβλεπε ένα ανθρώπινο πρόσωπο. Αυτό με έκανε να θυμηθώ παρόμοιες εικόνες που υπήρχαν στο σύγγραμμα ψυχιατρικής που διάβαζα στο πανεπιστήμιο και το μυαλό μου γέμισε απορίες. Σκέφτηκα πως θα έπρεπε να συμβουλευόμουν μια γνωστή μου παιδοψυχολόγο, αμέσως αφού έκλεινε ο κύκλος εξετάσεων του μικρού με την αξονική που θα έκανε σε λίγες μέρες στο νοσοκομείο παίδων.
Πράγματι, λοιπόν, πήγαμε στην Αθήνα μετά από μία εβδομάδα και ανεβαίνοντας στον όροφο για την εξέταση, είδαμε τους σεκιούριτι να τρέχουν αλαφιασμένοι. Ρωτώντας έναν που μου φαινόταν πιο συζητήσιμος, μου είπε πως νοσηλεύονταν εκεί δύο τυφλά παιδιά, που τα έπιασε υστερία και ούρλιαζαν εδώ και μερικά λεπτά, σπάζοντας ότι έβρισκαν τα χέρια τους και φωνάζοντας πως ο Διάβολος ήρθε ξανά να τα πάρει. Με λυπημένο ύφος μου απάντησε πως οι γονείς είχαν απομακρυνθεί και πως είχε ακούσει ότι έπαιρναν ηρεμιστικά μετά από το κακό που τους είχε βρει, ενώ ειδικοί αστυνομικοί είχαν πάει πολλές φορές κοντά τους για να τους μιλήσουν, μιας και οι γονείς είχαν καταθέσει μήνυση κατά αγνώστων για το ατύχημα των παιδιών τους. Σκέφτηκα, λοιπόν, πως όση ώρα ο Γιωργάκης θα έκανε την εξέταση, θα μπορούσα να πάω να τα επισκεφτώ και έτσι έκανα.
Οι φωνές είχαν πάψει μετά το ηρεμιστικό που τους είχαν δώσει και οι γονείς βρίσκονταν στο γραφείο των ιατρών συζητώντας την ξαφνική κρίση των παιδιών τους και έτσι βρήκα την ευκαιρία να μπω στο δωμάτιό τους και τότε είδα κάτι που ένιωσα να κλονίζει την ψυχή μου, χωρίς να μπροώ να εξηγήσω το γιατί. Ένας νεαρός άντρας, όχι πάνω από εικοσιπέντε – τριάντα χρονών, ψηλός, ευθυτενής, με ξανθά μαλλιά και σκούρα γαλάζια μάτια, είχε καθίσει δίπλα τους και με τα χέρια του τους χάιδευε τα μάτια. Έμοιαζε σοφός, παντογνώστης και αμέσως υπέθεσα ότι ήταν συνάδελφος οπότε έσπευσα να του συστηθώ και να τον ρωτήσω για την πορεία της υγείας τους. Με κοίταξε με ένα βλέμμα που δεν μπορώ να ορίσω αν ήταν βλοσυρό ή ευγενικά αυστηρό, όσο και αν κάτι τέτοιο ακούγεται παράδοξο, με ένα βλέμμα που δεν σου άφηνε περιθώρια να αμφισβητήσεις τα όσα σου έλεγε και με την καθάρια φωνή του μου μίλησε.
« Τα μάτια τους θα γίνουν καλά αλλά τα τραύματα στην ψυχή τους θα αργήσουν να επουλωθούν. Ποτέ δεν θα ξεχάσουν τι τους συνέβη, γιατί πλήρωσαν ακριβά αυτό που έκαναν. Είναι μικρά παιδιά, αλλά ήρθαν σε επαφή με κάτι πολύ μεγαλύτερο, κάτι που δεν φαντάζονταν ποτέ και η τύφλωση είναι το ορατό αποτέλεσμα αυτής της επαφής.»
Από όλα όσα είπε, εγώ εκείνη τη στιγμή στάθηκα μόνο στο θέμα της τύφλωσης.
« Θα βρουν το φως τους ξανά; μα οι βλάβες στο οπτικό νεύρο είναι τρομερές και δεν αποκαθίστανται» του είπα με αφέλεια και εκείνος χαμογέλασε με το πιο υπέροχο χαμόγελο που είχα δει ποτέ μου.
« Ίσως στη δική σας ιατρική να είναι αδύνατο, όχι όμως και στη δική μου» είπε . Καιρό αργότερα έμαθα πως τα παιδιά είχαν βρει το φως τους ξανά, αφήνοντας έκπληκτους τους γιατρούς. Το νεαρό δεν τον είδα ποτέ ξανά στη ζωή μου αλλά συνάντησα τα δυο παιδιά χρόνια αργότερα, που είχαν μεγαλώσει και τα δύο μαζί μου είπαν πως ενώ ήταν ακόμα τυφλά, τον έβλεπαν εκείνη την ώρα στο δωμάτιο, σαν μια πανέμορφη, πανίσχυρη λευκή φιγούρα που τα γέμιζε αγάπη.
Η αξονική στον εγκέφαλο του Γιωργάκη δεν έδειξε τίποτα το ανησυχητικό και έτσι γυρίσαμε σπίτι μας. Ο μικρός συνέχισε να πηγαίνει στο σχολείο του αλλά η δασκάλα του μας είπε πως είχε γίνει ελαφρά αμελής και αφηρημένος την ώρα του μαθήματος. Μόλις όμως της εξηγήσαμε ότι είχε αρρωστήσει και την ταλαιπωρία που είχε περάσει, έδειξε κατανόηση και μας υποσχέθηκε να τον βοηθήσει. Με πολύ διακριτικό τρόπο μου εκμυστηρεύτηκε πως ο μικρός ανηψιός μου έδειχνε ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον για έναν συμμαθητή του, ένα ενδιαφέρον που με πολύ κομψές εκφράσεις μου είπε ότι θα μπορούσε κανείς να το θεωρήσει ομοφυλοφιλικό και με παρότρυνε να αρχίσω να μιλάω στο μικρό παιδί για τα σεξουαλικά ζητήματα, στο βαθμό που θα ήταν εφικτό λόγω της ηλικίας του. Αν και γέλασα με όσα μου είπε και μέσα μου την ειρωνεύτηκα, αποφάσισα πως μιας και πατέρας δεν υπήρχε και η μητέρα δεν ήταν η πλέον κατάλληλη για τέτοιες συζητήσεις, ήμουν εγώ εκείνος που θα έπρεπε να αναλάβει αυτό το ζήτημα, έτσι, αφού συμβουλεύτηκα μερικά βιβλία, άρχισα να του μιλάω. Ομολογώ πως, επειδή με το Γιωργάκη πάντα είχα την εντύπωση ότι μιλούσα με ένα άτομο περισσότερο ώριμο από εμένα, εντυπωσιάστηκα με τις απόψεις του. Μου είπε πως ο έρωτας δεν πρέπει να υπάρχει μόνο μεταξύ ατόμων του αντίθετου φύλου αλλά πως κάθε φορά που σου αρέσει ένα άτομο πρέπει να το κατακτήσεις, αδιαφορώντας για το φύλο του και για το εάν σε θέλει ή όχι. Νόμος είναι πάντα αυτό που θέλεις εσύ, είπε και μου ξεκαθάρισε ότι ο συμμαθητής του άρεσε πολύ. Του είχε μάλιστα εκφράσει τα συναισθήματά του και το παιδάκι τα είχε απορρίψει αλλά μου είπε πως όταν κάτι δεν γίνεται με το καλό, έχεις κάθε δικαίωμα να το κάνεις με το κακό. Δεν χρειάζεται να μπω σε περισσότερες λεπτομέρειες σχετικά με το τι μου είπε, γιατί συνέχισε να μιλάει τόσο πρόστυχα που το προσωπάκι του πήρε μια απαίσια έκφραση, εντελώς αταίριαστη με την υποτιθέμενη, τελικά, αθωότητα της ηλικίας του.
Η συμπεριφορά του άρχισε να αλλάζει. Γινόταν βίαιος πολλές φορές σπάζοντας τα παιχνίδια του ενώ δεν δίσταζε να προσπαθεί να χτυπήσει εμένα ή τη μητέρα του κάθε φορά που του απαγορεύαμε να κάνει κάτι ή είχαμε αντίθετη άποψη από εκείνον. Το λεξιλόγιό του έγινε πρόστυχο και βρώμικο και ζωγράφιζε αισχρές ζωγραφιές που μας τις έδειχνε όλο καμάρι. Θεωρήσαμε ότι είχε μπλέξει με παρέες αλητόπαιδων αλλά από μια μικρή έρευνα δεν διαπιστώσαμε τίποτα τέτοιο. Η δασκάλα του μας έλεγε πως είχε γίνει εντελώς αμελής και προκλητικός την ώρα του μαθήματος, ενώ μια φορά δεν δίστασε να κατεβάσει τα ρούχα του μπροστά σε όλη την τάκη, κάνοντας άσεμνες κινήσεις και χειρονομίες στο παιδάκι που του άρεσε.
Ήταν τότε περίπου που η αδερφή μου βρήκε το κρυμμένο του ημερολόγιο εντελώς τυχαία και το ξεφύλλισε, για να μείνει έκπληκτη και τρομαγμένη, δείχνοντάς μου το. Και εγώ σοκαρίστηκα τόσο που ακόμα και τώρα, μετά από τόσα χρόνια θυμάμαι επακριβώς ορισμένα αποσπάσματά του.
« Η αηδία που με γεμίζει ο κόσμος των ανθρώπων δεν έχει όρια. Αδύναμα, ανόητα πλάσματα που σέρνονται σαν σκουλήκια εκεί που οι Κύριοι ορίζουν. Μας βρωμίζουν τον κήπο μας, μας πνίγει η δυσωδία της ύπαρξής τους, μας υποβιβάζει η άδικη συγγένεια που έχουμε με δαύτους. Οι Κύριοι έχουν ατονήσει, έχουν αδρανήσει, αφήνοντας τα περιττώματα των σκουλικιών ανθρώπων να μολύνουν τις οδούς που περπατούσαμε. Οι Κηλίδες μιλάνε μέσα μου και μου δίνουν τη δύναμη να κάνω όσα ονειρεύομαι με ένα ελάχιστο μόνο αντάλλαγμα. Γιατί κανένα αντάλλαγμα δεν είναι αρκετά μεγάλο για να ξεπληρώσει τα αμέτρητα δώρα που μας χαρίζουν. Οι Κηλίδες φωνάζουν. Ανοίξε το δρόμο για να περάσουν οι άξιοι. Αιώνες τώρα οι Κηλίδες εξαπλώνουν το βασίλειό τους που σε λίγο θα είναι τόσο μεγάλο που δεν θα χωράει. Είμαι Κόκκινος και παινεύομαι για την καταγωγή μου. Θα έρθει καιρός που όλος ο κόσμος θα μιλάει για μένα».
Το δέος που ένιωσα διαβάζοντας όλα αυτά δεν ήταν μόνο εξαιτίας του περιεχομένου αλλά και εξαιτίας του τέλειου λόγο από ένα μικρό παιδί, που σε λίγους μήνες θα έκλεινε τα δέκα. Τέτοιο λόγο μπορούσε να εκφέρει μόνο ένα άτομο ώριμης ηλικίας και ικανής μόρφωσης. Παρακάτω έλεγε.
« Ο Σπύρος αντέκρουσε τις προτάσεις μου αλλά γελιέται αν νομίζει πως θα γίνει το δικό του. Δεν μου αρέσει τόσο για την εξωτερική του εμφάνιση, όσο για αυτό που έχει μέσα του και το θέλω. Τίποτα δεν μπορεί να με ανεβάσει πιο ψηλά, από το να διαστρέψω μια αγνή ψυχή και υπάρχουν πολλές από δαύτες. Ο φίλος μου που κάθε βράδυ έρχεται στο δωμάτιό μου είναι βιαστικός και θέλει να επιτελέσω το έργο μου όσο πιο γρήγορα γίνεται αλλά δεν ξέρει πως σε λίγο καιρό δεν θα είναι φίλος αλλά υπηρέτης μου».
Κάπου αλλού, εμφανιζόταν όχι και τόσο σίγουρος για αυτά που είχε γράψει, αντίθετα έμοιαζε σαν να φοβόταν κάτι.
« Η Κηλίδα πάνω μου έχει αρχίσει και εξαπλώνεται. Φωνές μου μιλάνε μέσα στα αυτιά μου και βλέπω πράγματα που οι άλλοι δεν μπορούν να δουν. Ξέρω πως αν πάρω το δρόμο που μου έχει οριστεί, ούτε η μητέρα μου ούτε ο θείος θα είναι περήφανοι για μένα. Και επειδή το ξέρω, για αυτό δεν τους είπα τίποτα για τα τυφλά παιδιά.»
Η τελευταία αναφορά έκανε το αίμα μου να παγώσει. Τι άραγε θα μπορούσε να μας πει για τα τυφλά παιδιά ο μικρός μου ανηψιός; Και τότε, σαν να άνοιξαν τα μάτια μου θυμήθηκα. Ένα από τα παιδιά είχε πει ότι κυνηγούσαν ένα μικρό, θηλυπρεπές παιδάκι του Δημοτικού, που αργότερα έγινε ο Διάβολος με ένα λευκό λοφίο και που τους τύφλωσε. Θυμήθηκα και τη δασκάλα να μου λέει για το ενδιαφέρον του Γιωργάκη για το συμμαθητή του και τον ίδιο το μικρό να το παραδέχεται. Δεν ήθελα ούτε να φανταστώ ότι ο μικρούλης μου μπορεί να είχε σχέση με την τύφλωση των παιδιών αλλά η συμπεριφορά του έδειχνε έντονες αποκλίσεις από το φυσιολογικό.
Αποφάσισα να μη χάσω καθόλου χρόνο. Αργά τη νύχτα μπήκα στο δωμάτιο του μικρού που κοιμόταν και πολύ διακριτικά για να μην τον ξυπνήσω, άρχισα να ψάχνω πάνω του για την Κηλίδα που έγραφε στο ημερολόγιό του. Το μόνο που βρήκα ήταν μια περίεργη ερυθρότητα πίσω από το λαιμό, που οπτικά έμοιαζε με ένα σύνολο σπυριών με αιματηρά άκρα, που εύκολα μάτωναν όταν τα άγγιζες. Μάζεψα λίγο αίμα σε ένα φιαλίδιο, που μέσα του είχε ένα ειδικό υγρό για να το διατηρήσει και το φύλαξα στο ψυγείο. Την επόμενη ημέρα το έστειλα με κούριερ στην Αθήνα, σε έναν καθηγητή μου Γενετιστή και του ζήτησα να κάνει ανάλυση. Ταυτόχρονα, έκλεισα ραντεβού και σε μια παιδοψυχολόγο και πήγα τον ανηψιό μου σχεδόν σηκωτό, αφού δεν ήθελε με τίποτα να πάμε εκεί.
Δύο ώρες μετά, η φίλη μου η ψυχολόγος με κάλεσε στο γραφείο της φανερά προβληματισμένη. Μου είπε πως από την εξέταση προέκυψε ότι ο μικρός είχε ένα βαθμό κατάθλιψης που κατά πάσα πιθανότητα οφειλόταν στην έλλειψη του πατέρα αλλά εκτός από αυτό δεν βρήκε τίποτα το παθολογικό. Για την κατάθλιψη δεν συνιστούσε φάρμακα λόγω της πολύ μικρής ηλικίας του παιδιού αλλά ήθελε να το βλέπει μια φορά την εβδομάδα σίγουρα. Όταν της έδειξα τις ζωγραφιές που είχε κάνει ο μικρός φάνηκε να προβληματίζεται ακόμα περισσότερο. « Δεν υπάρχει αμφιβολία πως τέτοιες ζωγραφιές κάνουν άτομα με προβληματικό ψυχισμό» είπε. « Ωστόσο το παιδί φαίνεται εντελώς φυσιολογικό, αν εξαιρέσει κανείς τη μελαγχολία.» Έτριψε τα μάτια της, σαν να δίσταζε να πει κάτι αλλά τελικά λύγισε. «Ξέρεις, κάτι δεν μου πάει καλά με το παιδάκι. Δεν μπορώ να το ορίσω αλλά έχω την εντύπωση πως υποκρίνεται ότι όλα τα άλλα είναι καλά. Ένας ενήλικος μόνο μπορεί να υποκριθεί σε έναν ψυχολόγο αλλά αυτό μέχρις ενός βαθμού, μιας και με τις ερωτήσεις μας είμαστε ικανοί να καταλαβαίνουμε περισσότερα από όσα λένε οι ασθενείς μας. Ο μικρός είναι πανέξυπνος, πανούργος, παρά τα δέκα του χρόνια και, στο λέω φιλικά και όχι ως επιστήμονας, κάτι πάνω του δεν μου αρέσει καθόλου».
Κάπου εκεί κατάλαβα πως η ενασχόλησή μου με το θέμα είχε μόλις ξεκινήσει. Η αγάπη μου για το μικρό μου ανηψιό ήταν αρκετά ικανός λόγος για να αρχίσω το ψάξιμο, όμως τα γεγονότα των ημερών εκείνων είχαν κλονίσει τον ορθολογισμό μου. Δε μπορούσα να δεχτώ πως η παράλογη αλλαγή της συμπεριφοράς του ίσως δεν είχε ψυχολογικά ή ιατρικά αίτια. Ό,τι και αν συνέβαινε θα είχε μια αρχή και ένα τέλος (και πράγματι έχει όπως κατάλαβα πολύ αργότερα, έστω και αν κατά κάποιον περίεργο τρόπο κανένα από τα δύο δεν έχει ακόμα γραφεί) και κάτι ανάμεσά τους που θα τα συνέδεε. Αυτούς τους κρίκους ήθελα να ανακαλύψω και ο μόνος τρόπος ήταν να κοιτάξω προς τα πίσω. Καθώς περίμενα την ανάλυση του αίματος έκανα κάτι που θα έπρεπε να είχα κάνει από καιρό, έστω και αν προφανής λόγος δεν είχε παρουσιαστεί μέχρι τότε. Αναζήτησα τα ίχνη του πατέρα του Γιωργάκη...
Η μόνη αρχή που μπορούσα να κάνω ήταν να επισκεφτώ ένα φίλο μου (επίσης γιατρό) από τον οποίο είχα μάθει για το φευγιό του γαμπρού μου με την αλλοδαπή, το Νεκτάριο. Βέβαια όταν λέω φίλος ίσως και να μην το εννοώ, οι σχέσεις μας με το Νεκτάριο ήταν μάλλον τυπικές και είχαν ιδιαίτερα ατονίσει από τότε που η αδερφή μου χώρισε. Μέχρι τότε δεν με είχε απασχολήσει πως ήταν δυνατό να είχε πληροφορηθεί οτιδήποτε για τη ζωή του πατέρα του μικρού, αφού τις λίγες φορές που οι δυο τους συναντήθηκαν η ατμόσφαιρα ήταν ανεξήγητα τεταμένη. Σαν να υπόβοσκε ανάμεσά τους κάποια διαφορά από παλιά, πράγμα αδύνατο αφού γνωρίστηκαν μόλις μερικές εβδομάδες πριν εξαφανιστεί ο πατέρας του Γιωργάκη. Αλλά κάπου εδώ νομίζω πως ήρθε η ώρα να σου πω πάτερ κάποια πράγματα και για το αντικείμενο της έρευνάς μου, τον πατέρα του ανηψιού μου, το Διονύση.
Το πέρασμά του από τη ζωή μας ήταν τόσο βιαστικό και εκκρηκτικό και όπως αποδείχτηκε σημάδεψε τη ζωή μας περισσότερο από οτιδήποτε. Ο Διονύσης ήταν πτυχιούχος Χημικός και δε γνωρίζω πως ακριβώς γνώρισε την αδερφή μου, από τα λίγα που θυμάμαι πάντως ήταν αυτός που την πλησίασε και η αδερφή μου γοητευμένη παγιδεύτηκε στον έρωτά του πριν προλάβει να το σκεφτεί. Σίγουρα είχε εκείνα τα χαρακτηριστικά που μπορούν εύκολα να σε εντυπωσιάσουν, ήταν καταπληκτικός ομιλητής, είχε ρόπη προς την επιστήμη και περνούσε ώρες στο εργαστήριό όπου δούλευε, ακόμη και αν δεν πληρωνόταν γι'αυτές. Η δική μας σχέση ήταν αρκετά καλή, αν και ποτέ δεν έφτασα να το θεωρώ καλό μου φίλο, υπήρχε κάτι μέσα μου που με καθιστούσε επιφυλακτικό απέναντί του. Σύντομα και η αδερφή μου είχε αποκτήσει παρόμοιες σκέψεις και η θυελώδης σχέση τους πέρασε από κρίση και τελικά διαλύθηκε, αφήνοντας πίσω ένα σύντομο γάμο και μια εγκυμοσύνη.
Τότε δεν το είχα προσέξει μα ο Διονύσης ήθελε πάσει θυσία να γνωρίσει τους φίλους μου, μέχρι και τον τελευταίο! Έτσι ήρθε αναπόφευκτα σε επαφή με το Νεκτάριο. Μέχρι να κάνω την επίσκεψη στο γιατρό στην οποία αναφέρθηκα παραπάνω, νόμιζα πως οι δυο τους είχαν συναντηθεί μόνο ενώπιον της δικής μου παρουσίας. Όμως τελικά φαίνεται πως έκανα λάθος. Αρκετά όμως με τα εισαγωγικά, ήρθε η στιγμή να προχωρήσω στη δική μου συνάντηση με το Νεκτάριο. Που να φανταζόμουν τότε πως δυο γιατροί μπορούν με μια συζήτηση να ανακαλύψουν πολύ περισσότερα για την επιστήμη τους απ' ό,τι πολλά χρόνια εκπαίδευσης είναι ικανά να κάνουν...
Έμαθα, λοιπόν, πως ο γαμπρός μου και ο φίλος μου ήταν αναμεμειγμένοι σε ένα παράξενο πρόγραμμα που είχε σχέση με τη μελέτη του γενετικού υλικού στα έμβρυα, μόνο που αυτή η μελέτη δεν στηριζόταν αποκλειστικά πάνω στους νόμους της ορθόδοξης επιστήμης αλλά χρησιμοποιούσε και γνώσεις της αστρολογίας και του αποκρυφισμού. Δεν ξέρω περισσότερες λεπτομέρειες, πάντως φαίνεται από τα όσα μου είπε ο Νεκτάριος, ο ίδιος θέλησε να αποχωρήσει μετά κάποιο σημείο, γιατί η μελέτη είχε προχωρήσει σε πράγματα που ο ίδιος χαρακτήρισε ως απαγορευμένα και επικίνδυνα. Όντας σε πολύ άσχημη ψυχολογική και σωματική κατάσταση, που με έκανε να αμφισβητήσω έντονα τα όσα μου είπε, μου διηγήθηκε ότι ο Γιωργάκης στην πραγματικότητα δεν ήταν παιδί του γαμπρού μου αλλά κάποιου άλλου, πολύ διαφορετικού "πράγματος" και μάλιστα μου ανέφερε ότι στην πραγματικότητα η αδερφή μου είχε κυοφορήσει δίδυμα. Το έμβρυο που θα γινόταν Γιωργάκης, όμως, είχε αποσπάσει το μεγαλύτερο μέρος της εμβρυοπλακουντιακής κυκλοφορίας και είχε αναπτυχθεί σε βάρος του άλλου εμβρύου, το οποίο πέθανε στη μήτρα και αφαιρέθηκε κατά την καισαρική τομή. Όσο και αν τον πίεσα, όμως, δεν στάθηκε δυνατό να μου αποκαλύψει ποιός ήταν ο πραγματικός πατέρας του ανηψιού μου. Το μόνο που μου είπε είναι πως ο γαμπρός μυο βρήκε τραγικό τέλος, αφού κάηκε ζωντανός στο σπίτι του στη Βραζιλία που είχε καταφύγει συνεχίζοντας τα πειράματά του...
Δεν μπορώ να σου πω τίποτε άλλο πάνω σε αυτό, γιατί τότε με μπέρδεψε πάρα πολύ και αργότερα διαπίστωσα πως δεν είχε καμία σχέση, σε πρώτο επίπεδο τουλάχιστον, με την ιστορία του ανηψιού μου, οπότε θα συνεχίσω να σου λέω τι έγινε με την ψυχολόγο που είχαμε πάει.
« Έχει οργή μέσα του», συνέχισε η ψυχολόγος, «αλλά έχει και έναν παράξενο, εξωφρενικό έλεγχο πάνω σε αυτήν. Κάποτε ίσως την εκδηλώσει και από όσα μου λες, σας επιτίθεται, σας βρίζει και σας χτυπάει. Όλα αυτά τα παραδέχτηκε αλλά και τα αιτιολόγησε λέγοντας πως του κρύβετε την αλήθεια σχετικά με τον πατέρα του. Θεωρεί αυτονόητο πως πρέπει να χτυπάμε κάποιον όταν δεν συμφωνεί μαζί μας και πως πρέπει να κάνουμε τα πάντα για να αποκτήσουμε αυτό που θέλουμε. Παράξενες απόψεις για ένα δεκάχρονο αγόρι. Ακούει φωνές, μου είπε, αλλά το ανέφερε σαν κάτι το απόλυτα φυσιολογικό. Νομίζω τελικά πως βρισκόμαστε σε μια αρχόμενη σχιζοφρένεια» μου είπε και τα γόνατά μου κόπηκαν στο άκουσμα της μοιραίας είδησης. Φεύγοντας από το γραφείο της σταματήσαμε στην παιδική χαρά και κοιτάζοντας το παιδί να παίζει αναρωτήθηκα πως κάτι τόσο φαινομενικά υγιές μπορεί να κρύβει μέσα του μια τόσο σοβαρή ασθένεια.
Το βράδυ στο σπίτι η αδερφή μου ήταν απαρηγόρητη. Ακούγοντάς με να της μεταφέρω αυτά που είπε η ψυχολόγος, ξύπνησε μέσα της η χριστιανική ανατροφή που μας είχαν δώσει οι γονείς μας, μαζί με γερές δόσεις δεισιδαιμονίας.
« Να το πάμε στην εκκλησία το παιδί, ή σε καμμιά γυναίκα που ασχολείται με τα μάγια» έλεγε και ξαναέλεγε και εγώ εκνευριζόμουν.
« Άρρωστο είναι το παιδί, όχι δαιμονισμένο» της έλεγα. «Χρειάζεται ιατρική βοήθεια και όχι ξόρκια και ανοησίες. Πρέπει να πάμε σε έναν ειδικό ψυχίατρο, να κάνει θεραπεία, να πάρει φάρμακα και σιγά σιγά θα βελτιωθεί» της έλεγα αλλά δεν με άκουγε.
« Μα δεν το βλέπεις πως κάτι κακό έχει μπει στο σπίτι μας;» με ρώταγε γεμάτη τρόμο. «Κάθε νύχτα ακούω μια τρομερή ανάσα από το δωμάτιο του παιδιού και η καρδιά μου παγώνει. Ο Γιώργος μιλάει σε κάποιον και ακούω τις απαντήσεις σε μια ακατάληπτη γλώσσα και το μόνο που καταλαβαίνω είναι μια φράση Κεμ’ Άναχ ή κάπως έτσι. Και όταν ακούγεται αυτή η φράση η καρδιά μου σταματάει προς στιγμή να χτυπάει. Έψαξα και στο ίντερνετ να βρω στοιχεία για αυτή τη φράση αλλά το μόνο που βρήκα είναι πως Κεμ είναι ο τύπος του εγώ είμαι σε μια παραδοσιακή διάλεκτο της νότιας Πελοποννήσου και για το Άναχ βρήκα μια μοναδική αναφορά. Η μηχανή αναζήτησης μου εμφάνισε μόνο ένα άρθρο όπου αναφερόταν η λέξη Άναχ αντί για Άναξ. Ο συγγραφέας προφανώς, μιας και ήταν ξένος έκανε λάθος και έβαλε το χι αντί για το ξι. Έτσι, νομίζω πως Κεμ’ Άναχ σημαίνει Είμαι Βασιλιάς. Όμως αυτή τη φράση δεν τη λέει το παιδί μου αλλά κάποιος άλλος, που προφανώς θεωρεί τον εαυτό του βασιλιά».
Δεν πίστευα στα αυτιά μου με την εξωφρενική ερμηνεία της αδερφής μου. Αν δεν είχα ζήσει τόσα πολλά χρόνια μαζί της, θα έλεγα ότι έπασχε και αυτή από σχιζοφρένεια.
« Άκουσέ με» της είπα όσο πιο ήρεμα μπορούσα. «Το παιδί είναι άρρωστο, χρειάζεται φάρμακα. Όλα τα άλλα που ακούς είναι αποτέλεσμα της αρρωστημένης κατάστασης που υφίσταται εδώ μέσα λόγω της αρρώστειας του παιδιού. Είμαστε και εμείς επηρεασμένοι από αυτήν αλλά πρέπει, για το καλό του, να διατηρήσουμε την ψυχραιμία και τη λογική μας. Δεν σε αδικώ που σκέφτεσαι έτσι, κι εγώ στην αρχή νόμιζα πως κάτι είχε κάνει στα δύο εκείνα παιδιά, όταν διάβασα το ημερολόγιο αλλά μετά σκέφτηκα ψύχραιμα πως κάπου θα διάβασε την ιστορία, σε εφημερίδες και περιοδικά ή το είδε στις ειδήσεις και λόγω της ασθένειάς του θεώρησε τον εαυτό του υπεύθυνο.»
« Μα τι λες! Ξέρουμε και οι δυο μας καλά πως κανένα μέσο δεν ασχολήθηκε με την υπόθεση!»
« Τότε ίσως άκουσε κάποιους να το συζητάνε. Όμως ηρέμησε τώρα και πες μου, προσπάθησε να θυμηθείς αν ο άντρας σου είχε κάποιο ιστορικό ψυχοπάθειας, γιατί μπορεί να τη μεταβίβασε στο παιδί.»
« Ήταν απόλυτα υγιής, τόσο που με παράτησε για μια τσούλα, όπως θα θυμάσαι» μου απάντησε μουτρωμένη. « Ποτέ δεν έδωσε σημεία ζωής, ποτέ δε νοιάστηκε για αυτό το παιδί και η ανατροφή του έγινε δική μου και δική σου υπόθεση. Όμως στο λεώ, το παιδί δεν είναι άρρωστο, κάτι άλλο συμβαίνει. Αν θέλεις μπορείς να το πας σε όποιον ειδικό νομίζεις αλλά εγώ από τη μεριά μου θα πάω εκεί που νομίζω εγώ. Μου μίλησε μια φίλη μου για μια γριά, λίγο έξω από την πόλη, που λύνει μάγια. Θα πάω εκεί μόνη μου, αν δεν έχεις σκοπό να με ακολουθήσεις» μου είπε. Βλέποντάς την τόσο αποφασισμένη και κατανοώντας την απόγνωση της μάνας, δεν θέλησα να αντιταχθώ στην απόφασή της.
Την άλλη μέρα το πρωί, πηγαίνοντας να ανοίξω την πόρτα του κήπου που χτυπούσε, είδα όλους τους γείτονες να στέκονται στο δρόμο και να κοιταζουν γεμάτοι φρίκη κάτω. Ακόμα και ο κούριερ που με περίμενε είχε μείνει με ανοιχτό το στόμα. Βγαίνοντας έξω σε όλο το μήκος του δρόμου, μέχρι τη διασταύρωση με τη λεωφόρο, είδα δεκάδες αδέσποτα ζώα να κείτονται σκοτωμένα, άλλα με κομμένο κεφάλι, άλλα φριχτά ακρωτηριασμένα ενώ μερικά ήταν σαν να είχαν στραγγιστεί από όλο τους το αίμα. Ακόμα και μικρά πουλιά είχαν πέσει από τον ουρανό…προχώρησε λίγο πιο κάτω και το θέαμα συνεχιζόταν πανομοιότυπο, ενώ στο σταυροδρόμι, ο αρρωστημένος φονιάς είχε σχεδιάσει με το αίμα τους ένα περίεργο ιερογλυφικό. Ήταν ένα μεγάλο τετράγωνο, χωρισμένο σε εννέα μικρότερα, που οι δύο του κάθετες πλευρές προεκτείνονταν πάνω και κάτω από το τετράγωνο, ενώ μια μεγαλύτερη κάθετος έτεμνε το τετράγωνο και προεκτείνονταν πολύ περισσότερο από τις πλάγιες προεκτάσεις. Αν δεν σας λέει κάτι αυτό, πάτερ, να σας θυμίσω ότι είναι το σύμβολο που οι εβραίοι της Αιγύπτου ζωγράφισαν στις πόρτες τους για να εμποδίσουν τον Άγγελο της οργής να σκοτώσει τα παιδιά τους.
Ο ταχυδρόμος που είχε αηδιάσει με το θέαμα μου είχε αφήσει το γράμμα στο κατώφλι και γυρίζοντας σπίτι άνοιξα το φάκελο, που είχε πάνω του το λογότυπο του πανεπιστημίου. Ήταν από τον καθηγητή μου. Να τι έγραφε μέσα.
« Αγαπητέ μου, προχώρησα στην ανάλυση του αίματος που μου έστειλες. Οι συνεργάτες μου και εγώ μελετήσαμε τα κύτταρα του αίματος και τα λοιπά στοιχεία που βρέθηκαν μέσα σε αυτό, δηλαδή πρωτεϊνες, λιπίδια και άλλα μακρομόρια, ενώ από πρωτοβουλία μου έκανα και μελέτη του καρυότυπου και άλλες ανοσοβιολογικές εξετάσεις.
Η ανάλυση έδειξε ότι πρόκειται για άτομο που πάσχει από σύνδρομο Werlhof ή ιδιοπαθή θρομβοπενική πορφύρα, μιας και ο αριθμός των αιμοπεταλίων βρέθηκε να είναι μόλις 8.000. Τα υπόλοιπα κύτταρα είναι απολύτως φυσιολογικά.
Το άτομο έχει ομάδα ΑΒ με θετικό Ρέζους, άρα αποκλείεται οι γονείς του να έχουν τις ομάδες αίματος που μου παρέθεσες, επομένως πρέπει να επανεξετάσεις τις ομάδες των γονέων, έχεις κάνει κάποιο λάθος μάλλον.
Η μελέτη του καρυότυπου έδειξε εκτεταμένες αλλοιώσεις των χρωμοσωμάτων, που δεν ανήκουν σε κάποιο από τα μέχρι τώρα γνωστά σύνδρομα και θα με ενδιέφερε πολύ να μάθω αν πάσχει από κάποιες δυσπλασίες. Κάποια άλλα ευρήματα που δεν μπορέσαμε να εξηγήσουμε έχουν να κάνουν μάλλον με λάθος των μηχανημάτων μας, οπότε μην τους δώσεις σημασία. Ενημερωτικά, πάντως, έχουν σχέση με τα αντισώματα και τα μεταβολικά συστήματα των κυττάρων, σε πολλά από τα οποία βρέθηκε ένας μικροοργανισμός – παράσιτο, που δεν στάθηκε δυνατό να πιστοποιηθεί. Θα ελεγχθούν όμως τα μηχανήματα σε δεύτερο χρόνο και το πρόβλημα θα διορθωθεί.
Πέρα από αυτά, με κάθε επιφύλαξη σου αναφέρω ότι πιστεύω πως ένα τέτοιο άτομο πρέπει να υποβληθεί σε λεπτομερέστατο έλεγχο, γιατί ίσως έχουμε να κάνουμε με ένα νέο σύνδρομο, που αν ισχύει θα μας κάνει και τους δύο διάσημους».
Θα χρειαζόταν μια ολόκληρη ημέρα για να σου απαριθμήσω τις δεκάδες απορίες που μου προξένησε αυτό το γράμμα, εγώ θα σταθώ όμως μόνο σε δύο. Οι εξετάσεις αμφισβητούσαν το γεγονός ότι ο άντρας της αδερφής μου ήταν ο πατέρας του Γιωργάκη αλλά όχι μόνο αυτό. Αμφισβητούνταν και η ίδια η αδερφή μου ως μητέρα του, δεδομένου ότι και οι δυο του γονείς είχαν ομάδα μηδέν, ένα παιδί δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να έχει ομάδα ΑΒ.
Έπειτα, τι ήταν αυτός ο παράξενος μικροοργανισμός που δεν μπορούσε να πιστοποιηθεί; Και οι αλλοιώσεις των χρωμοσωμάτων;
Κάθισα ή μάλλον σωριάστηκα μπερδεμένος στην πολυθρόνα. Τόσα πολλά γεγονότα είχαν συμβεί τον τελευταίο καιρό που το αντιληπτικό μου σύστημα δεν μπορούσε άλλο να επεξεργαστεί. Ήθελα να πιστέψω ότι ο ανηψιός μου ήταν άρρωστος αλλά κάτι βαθιά μέσα μου έλεγε ότι δεν ήταν μόνο η πορφύρα ή η πιθανή σχιζοφρένεια ή οι απροσδιόριστες βλάβες στα χρωμοσώματα που βασάνιζαν το παιδί αλλά και κάτι άλλο, βαθύτερο. Η αδερφή μου μάλλον είχε δίκιο, κάτι κακό συνέβαινε και είχα αρχίσει να μην το αποκλείω αν και ακόμα δεν του έδινα τη μεταφυσική χροιά που του έδινε εκείνη. Ούτε μπορούσα να εξηγήσω τα νεκρά ζώα που βρίσκονταν γύρω από το σπίτι μας και τα παράξενα ιερογλυφικά στο δρόμο αλλά το μυαλό μου με φόβιζε γιατί ένα μικρό μέρος του κατηγορούσε το Γιωργάκη για αυτό.
Την ώρα που βρισκόμουν σε βαθιά σκέψη και αμφιβολία, ο ανηψιός μου κατέβηκε αργά αργά από τον επάνω όροφο και ήρθε και γονάτισε μπροστά στα πόδια μου λυπημένος. Φαινόταν άρρωστος, το δέρμα του ήταν λευκό και παγωμένο.
« Ώρες ώρες είναι τόσο μεγάλη η θλίψη που νιώθω ότι θα με πνίξει» μου είπε με φωνή που έτρεμε. Εγώ, νιώθωντας έναν ανεξήγητο φόβο στο άγγιγμά του δεν μίλησα καθόλου αλλά εκείνος συνέχισε. « Δεν έχω πατέρα, δεν έχω φίλους, δεν έχω το Σπύρο, δεν έχω τίποτα. Είναι αφόρητη η μοναξιά, νιώθω μόνος, πεταμένος μέσα σε ένα υγρό πηγάδι που δεν το βλέπει ο ήλιος. Νιώθω απαίσια που είμαι τόσο αδύναμος αλλά στο υπόσχομαι θείε πως θα γίνω τόσο μεγάλος και τόσο δυνατός κάποτε που θα είμαι χαρούμενος»
Του χάιδεψα τα μαλλιά αμίλητος και το εξάνθημα στον αυχένα του φάνηκε ότι είχε εξαπλωθεί. Το ακούμπησα με τα ακροδάχτυλά μου και ήταν ζεστό, καυτό θα έλεγα. Ο μικρός πήρε μια απροσδιόριστη έκφραση, ειρωνική θα έλεγα. Σηκώθηκε όρθιος μπροστά μου και πια δεν έμοιαζε καθόλου θλιμμένος. Δεν έμοιαζε καν με τον ανηψιό μου καθώς μου είπε « Ο Σπύρος πέθανε ». Και πράγματι, μετά από λίγα λεπτά ουρλιαχτά πόνου ακούστηκαν από το δρόμο. Οι γείτονες είχαν βρει το άψυχο σώμα του παιδιού πεταμένο σε ένα χαντάκι, ανάμεσα στα σκοτωμένα αδέσποτα. Το κορμάκι του ήταν χαραγμένο με τα απαίσια ιερογλυφικά.
Ο Γιωργάκης δεν έδειξε τον παραμικρό οίκτο για το φίλο του που του άρεσε τόσο πολύ και στην κηδεία ήταν ψυχρός και ανέκφραστος αλλά ποτέ ξανά δεν τον είδαμε να χαμογελάει ή να αλλάζει αυτό το παγωμένο του προσωπείο. Η αδερφή μου είχε δίκιο, τα βράδια εξακρίβωσα κι εγώ ο ίδιος ότι ακούγονταν περίεργες φωνές από το δωμάτιό του αλλά όσες φορές μπήκα απότομα μέσα για να τον αιφνιδιάσω, τον βρήκα να παίζει μόνος του και να με κοιτάζει ειρωνικά και απαξιωτικά. Κάποιες φορές με έβριζε και μου πετούσε ότι αντικείμενο έβρισκε μπροστά του ενώ σταμάτησε να πηγαίνει στο σχολείο. Παραδέχομαι ότι εκείνο τον καιρό και εγώ και η αδερφή μου αδρανήσαμε αλλά κάθε μέρα είχαμε και μια νέα παράξενη εμπειρία και αυτός ο καταιγισμός γεγονότων μας είχε κουράσει ψυχικά. Όλα τα φυτά στον κήπο και στο σπίτι μαράθηκαν και η ατμόσφαιρα είχε κάτι το απειλητικό, αφού όση ζέστη και αν είχε έξω, το σπίτι μας ήταν πάντοτε παγωμένο και δεν στάθηκε με τίποτα δυνατό να ζεσταθούμε.
Οι φωνές και τα γέλια από το δωμάτιο ακούγονταν όλο και συχνότερα και πιο καθαρά αλλά δεν μπορέσαμε να εντοπίσουμε ούτε την πηγή τους ούτε να εξακριβώσουμε το περιεχόμενό τους, αφού έμοιαζε με τον ήχο που κάνουν τα φίδια, ανακατεμένο με άλλους ήχους που μας παρέπεμπαν σε βάτραχο ή σε κάποιο άλλο ζώο με έντονο λαρυγγισμό. Φέραμε αρκετές φορές την ψυχολόγο και άλλους γιατρούς αλλά κατέληγαν να φύγουν τραυματισμένοι από την σχεδόν υπερφυσική δύναμη του Γιωργάκη και σιγά σιγά κανείς τους δεν ήθελε να ξαναέρθει. Έπειτα, ανεξήγητες ρωγμές άρχισαν να εμφανίζονται στους τοίχους που κάθε βράδυ έτρεμαν σαν να έκανε σεισμό, ενώ από τον επάνω όροφο ακούγονταν βήματα όπως οι οπλές αλόγου και ο διαπεραστικός ήχος μιας αλυσίδας που σέρνεται. Μέσα σε αυτό το κλίμα που απαιτούσε τεράστια ψυχική αντοχή για να το υπομείνει κανείς, ήταν και η ίδια η μορφή του παιδιού που είχε κάτι το αποκρουστικό. Είχε γίνει κατάλευκος σαν φάντασμα και το εξάνθημα είχε αρχίσει να καλύπτει και το μπροστινό μέρος του λαιμού, ενώ άρχισε να κάνει προεξοχές και προς την κλείδα. Η αδερφή μου ήταν πια αποφασισμένη να πάει σε μια γυναίκα που της σύστησαν και σχεδόν με τράβαγε από το χέρι, όταν υπέκυψα στην επιθυμία της, αφού η επιστήμη μου δεν είχε βοηθήσει το παιδί.
Το σπίτι της βρισκόταν λίγο έξω από την πόλη, μέσα σε ένα χωράφι και το στυλ του παρέπεμπε στις πολλές αγροικίες που υπήρχαν στην περιοχή μας αλλά μπαίνοντας μέσα η κατάπληξή μου κουρφώθηκε. Η γυναίκα είχε μια πραγματικά τεράστια βιβλιοθήκη, μεγαλύτερη και από τη δική μου. Όση ώρα την περιμέναμε έκπληκτος περιεργαζόμουν τα βιβλία μου που κάλυπταν μια ευρύτατη θεματολογία. Είχε βιβλία ιατρικής, φυσικής, αστρονομίας και άλλων θετικών επιστημών, είχε σχεδόν ολόκληρη την αρχαία ελληνική και λατινική γραμματεία, καθώς και πληθώρα άλλων συγγραμάτων, γραμμένα σε πολλές γλώσσες. Βιβλία καινούρια αλλά και παμπάλαιους τόμους από βιβλία δαιμονολογίας και αλχημείας. Πόσο πολύ σε ξεγελούσε το χωριατόσπιτο απ’ έξω!
Η γριά γυναίκα που δεν έμοιαζε με αγρότισσα αλλά με αρχόντισσα του παλιού καιρού, μορφωμένη και με τρόπους, μπήκε στο δωμάτιο και μετά τις δέουσες συστάσεις και το καλωσόρισμα, ζήτησε από τη αδερφή μου να της δώσει ένα προσωπικό αντικέιμενο του παιδιού, όπως την είχε ενημερώσει εκ των προτέρων από το τηλέφωνο. Η αδερφή μου της έδωσε ένα φανελάκι του ανηψιού μου και η γριά γυναίκα έριξε πάνω του μια σκόνη από ένα μπουκαλάκι. Έπειτα κάθισε απέναντί μας στο τραπέζι και ακούμπησε τα χέρια της πάνω στο ρούχο. Το πρόσωπό της συσπάστηκε και τράβηξε αργά το χέρι της μακριά από το ρούχο.
« Δεν μπορώ να σας βοηθήσω» είπε συνοφρυωμένη. «Λυπάμαι. Φυσικά δεν θα σας κοστίσει τίποτα η επίσκεψή σας εδώ, αφού δεν μπορώ να κάνω τίποτα» είπε και βιαστικά μας έδειξε την έξοδο.
« Μισό λεπτό» της είπε η αδερφή μου πιάνοντάς την από τον ώμο. « Ήρθαμε εδώ μήπως καταλάβουμε τι συμβαίνει στο παιδί μου. Είναι πολύ μικρός, κυρία και πολύ μόνος του και…»
« Ξέρω, ξέρω» τη διέκοψε εκείνη αναστενάζοντας. « Είναι πολύ μικρός στην ηλικία αλλά πολύ μεγάλος στο κακό που έχει ήδη κάνει και που θα συνεχίσει να κάνει. Είναι θλιβερό το πόσο μπορούν Εκείνοι να διαστρέψουν μια αγνή ψυχή» είπε με απογοήτευση. Την πλησίασα με συμπόνια. Είχα πάει σπίτι της προϊδεασμένος ότι ήταν απατεώνισσα που ήθελε να παίρνει λεφτά από κορόιδα σαν εμάς αλλά όλο της το παρουσιαστικό και η συμπεριφορά ήταν ευγενικό και η λύπη της μου φάνηκε ειλικρινής.
« Κυρία, σας παρακαλώ, πείτε μας ότι μπορείτε, ίσως μας βοηθήσετε να βρούμε μια λύση. Είμαστε πονεμένοι άνθρωποι και οι τρεις μας, έχουμε περάσει μεγάλες δυστυχίες και ήρθαμε εδώ ως ύστατη λύση» της είπα και μου έπιασε το χέρι.
« Το ξέρω, παιδί μου. Ο χώρος γέμισε με την απόγνωσή σας. Ξέρω πως μέσα σου νόμιζες πως είμαι απατεώνισσα αλλά σε πληροφορώ ότι ποτέ δεν εκμεταλλεύομαι τον πόνο των άλλων και ποτέ δεν παίρνω χρήματα, άσχετα αν έχω αφήσει μια τέτοια φήμη να κυκλοφορεί. Δεν υπάρχει σωτηρία για το μικρό, γιατί μόνος του, με ελεύθερη βούληση διάλεξε να ακολουθήσει αυτό το δρόμο, που δεν έχει επιστροφή, δυστυχώς. Φέρει πάνω του τα σημάδια Εκείνων και τώρα πιά είναι ένας από αυτούς. Δεν είναι δαιμονισμένο με την έννοια που νομίζετε, γιατί ακόμα και όταν υπάρχει δαιμονοληψία, ο εαυτός διατηρείται, έστω και καταπιεσμένος κάτω από τη δυνατή παρουσία του πνεύματος. Πνεύμα δεν υπάρχει μέσα στο παιδί, οπότε ένας εξορκισμός που κάποτε είχατε σκεφτεί, δεν θα είχε κανένα αποτέλεσμα.»
« Πριν από καιρό, ο μικρός βρέθηκε σε μια εξαιρετικά δύσκολη θέση και του τέθηκε ένα ερώτημα στο οποίο απάντησε καταφατικά. Του δόθηκαν δώρα που όμως για να διατηρήσει πρέπει να κάνει όχι μόνο αυτά που έχει ήδη κάνει αλλά και ακόμα περισσότερα. Το ίδιο το παιδί αποφάσισε να δεχτεί αυτό το κάλεσμα και τώρα πιά, ακόμα και αν μπορούσε να ανακαλέσει, δεν θα το έκανε, γιατί το κάλεσμα δίνει δώρα που κανείς δεν θέλει να αποχωριστεί όταν του προσφέρονται. Γιατί τα δώρα αυτά περιλαμβάνουν τους πιο ανεκπλήρωτους πόθους που ξέρετε πόσο μεγάλο ρόλο παίζουν στον καθένα από εμάς».
« Μη φαντάζεστε πως η τύφλωση δύο παιδιών, ο ακρωτηριασμός μερικών ζώων και η δολοφονία ενός παιδιού είναι αρκετά για να ξεπληρωθούν αυτά τα δώρα. Του έχουν ζητηθεί ακόμα περισσότερα και θα τα κάνει χωρίς να διστάσει.»
« Εννοείτε πως το παιδάκι είναι υπεύθυνο για όλα αυτά;» τη ρώτησα.
« Ναι. Όλα αυτά τα έκανε με τη δύναμη που του δόθηκε. Έχει μεγάλο πόνο και ακόμα μεγαλύτερη οργή μέσα του και από αυτά τα δύο στοιχεία πιάστηκε η κόκκινη κηλίδα, γιατί τρέφεται από αυτά και μεγαλώνει. Είναι τόσο αρχαία αυτή η ιστορία που δεν φαντάζεστε. Υπάρχουν πολλές αναφορές για αυτές τις κηλίδες μέσα στη μυθολογία και τις παραδόσεις αλλά είναι τόσο καλά καλυμμένες που μόνο ένας μυημένος μπορεί να αντιληφθεί.» Σηκώθηκε από τη θέση της και πήρε ένα βιβλίο από τη βιβλιοθήκη.
« θα σας διαβάσω δύο μόνο από αυτές, από τη χριστιανική παράδοση, για την οποία έχετε μια κάποια γνώση» είπε και άρχισε να διαβάζει. «Και έθετο Κύριος ο Θεός σημείον τω Κάιν του μη ανελείν αυτόν πάντα τον ευρίσκοντα αυτόν». «Είναι ένα απόσπασμα από τη Γένεση, όπου ο Κάιν λαμβάνει ένα σημάδι μετά τη δολοφονία του αδερφού του. Η Γένεση λέει ότι το σημάδι αυτό το έβαλε ο ίδιος ο Θεός για να μην τον σκοτώνει κανείς αλλά δεν είναι ακριβώς έτσι. Ο Κάιν στην πραγματικότητα έλαβε μια ερυθρά κηλίδα, ως αποτέλεσμα της πράξης της αδερφοκτονίας. Για αυτό και Εκείνοι τιμούν τον Κάιν και πολλούς άλλους. Ακούστε και κάτι ακόμα από την Αποκάλυψη. Και ποιεί πάντας τους μικρούς και τους μεγάλους και τους πλουσίους και τους πτωχούς και τους ελεύθερους και τους δούλους ίνα δώσωσιν αυτοίς χάραγμα επί της χειρός αυτών της δεξιάς ή επί των μετώπων αυτών και ίνα μη τις δύνηται αγοράσαι ή πωλήσαι ει μη ο έχων το χάραγμα, το όνομα του θηρίου ή τον αριθμόν του ονόματος αυτού.»
« Μέσα από αυτά τα δύο μικρά παραδείγματα συνοψίζεται ένα μέρος από την ιστορία των Κηλίδων αλλά μη φανταστείτε πως μάθατε τα πάντα για αυτές. Κανείς δεν ξέρει τα πάντα για αυτή τη ιστορία και είμαστε λίγοι εκείνοι που μπορούμε να καυχηθούμε ότι κατέχουμε λίγα μόνο κομμάτια από το τεράστιο παζλ. Γιατί, εκτός από τις απαίσιες Ερυθρές Κηλίδες, υπάρχουν και οι Λευκές και πιστεύουμε ότι υπάρχει πόλεμος μεταξύ τους που προς το παρόν κρίνεται στα σημεία. Υπάρχουν φήμες ότι υπάρχουν πανίσχυροι Λευκοί Φύλακες που επιβλέπουν αυτό τον αγώνα αλλά για κάποιο λόγο η δράση τους δεν είναι εκτεταμένη. Κόκκινοι Φύλακες δεν υπάρχουν, μόνο άνθρωποι που ανέβηκαν πολύ ψηλά στην Ερυθρά Ιεραρχία και οι αποστολές τους δεν περιλαμβάνουν μόνο απλούς φόνους αλλά είναι συνθετότερες και πολύ ευρύτερης κλίμακας. Το παιδί, ασυνείδητα, κάνει ότι μπορεί για να ανέβει όσο πιο ψηλά γίνεται στην ιεραρχία και κανενός σας οι δυνάμεις δεν μπορούν να το εμποδίσουν. Γιατί, όσο υπάρχει μέσα του έστω και ελάχιστο ανθρώπινο μέρος δεν μπορεί να πάει πιο ψηλά. Θα του ζητηθεί όμως να κάνει κάτι ακόμα πιο δύσκολο από όσα έχει κάνει και αν δεχτεί, τότε τίποτα το ανθρώπινο δεν θα υπάρχει μέσα του και θα ενωθεί με το κύριο Σώμα της Κηλίδας και θα αφήσει τον ορατό κόσμο. Αν αρνηθεί, κανείς δεν ξέρει τι θα συμβεί, πάντως σίγουρα τίποτα καλό δεν θα γίνει».
« Αν όλα αυτά τα απίστευτα που μας λέτε είναι αληθινά, τι πρέπει εμείς να κάνουμε;» τη ρώτησε τρέμοντας η αδερφή μου.
« Το καλύτερο θα ήταν να σκοτώνατε το παιδί. Ίσως τότε να είχε μια ελπίδα να σωθεί. Αλλά αυτό είναι κάτι που μια μάνα δεν μπορεί να κάνει, οπότε σας συμβουλεύω να φύγετε όσο πιο μακριά μπορείτε από αυτό, γιατί αυτό που θα του ζητηθεί πιθανό να έχει άμεση σχέση με εσάς» απάντησε η γυναίκα με αφοπλιστική ειλικρίνεια.Φύγαμε από το σπίτι της με ανάμικτα συναισθήματα, ζαλισμένοι, φοβισμένοι και γεμάτοι απελπισία.
Πήγαμε σπίτι μας, αν και πλέον δεν το νιώθαμε δικό μας, νιώθαμε περισσότερο σαν παρείσακτοι σε ένα βασίλειο του κακού, σαν παράσιτα σε ένα ξένο σώμα, το οποίο σύντομα θα έκανε κάτι για να μας αποβάλει από μέσα του, να μας εμέσει σαν να ήμασταν μικρόβια, τοξίνες καλού μέσα σε μια απέραντη κακία. Όμως ο μικρός Γιωργάκης μας επεφύλασσε άλλη μια έκπληξη. Τις επόμενες ημέρες δεν έκανε καμία επίδειξη των δυνάμεών του, οι φωνές σταμάτησαν να ακούγονται και ο ίδιος ο μικρός έγινε γλυκός και τρυφερός. Όμως ήταν πολύ αργά γιατί κανείς από τους δυο μας δεν τον εμπιστευόταν. Πάντως η αλήθεια είναι πως έκανε ότι περνούσε από το χέρι του για να μας ευχαριστεί. Παραδεχόταν ότι κάτι κακό είχε συμβεί αλλά μας είπε ότι ένιωθε σαν αν είχε ξυπνήσει από έναν κακό εφιάλτη και πως τώρα ένιωθε ελεύθερος και ήρεμος και η εξωτερική του εμφάνιση που είχε αποκτήσει ξανά το ροδαλό της χρώμα και ότι η κηλίδα είχε εξαφανιστεί, ήταν τα καλύτερα διαπιστευτήρια της αλλαγής του. Έτσι, περνώντας οι μήνες, κατάφερε να κερδίσει την εμπιστοσύνη μας ξανά. Πήγε ξανά στο σχολείο και πάλι ήταν ο καλύτερος μαθητής και όλα τα παράξενα φαινόμενα σταμάτησαν να συμβαίνουν.
Όμως κάπου βαθιά μέσα μας, η ψυχή μας ή όπως αλλιώς θέλεις, πάτερ, πέστο, κρατούσε απειροελάχιστες έστω επιφυλάξεις, έστω και εκ των πραγμάτων αδικαιολόγητες. Θα δικαιολογούνταν, όμως, λίγο καιρό αργότερα, ενώ τα γενέθλια του μικρού πλησίαζαν. Θελήσαμε μαζί με τη μητέρα του να διοργανώσουμε μια γιορτή, που ποτέ είναι η αλήθεια δεν είχαμε κάνει και να καλούσαμε την τάξη του και τη γειτονιά, αφού συγγενείς δυστυχώς δεν είχαμε. Ένα απόγευμα, λοιπόν, ενώ κάναμε σχέδια με την αδερφή μου, ο μικρός γύρισε σπίτι μουτρωμένος και όσο και αν τον πιέσαμε δεν ήθελε με τίποτα να μας πει τι τον απασχολούσε. Χωρίς να δεχτεί να φάει ανέβηκε στο δωμάτιό του και λίγη ώρα μετά ακούστηκαν οι οπλές να σφυροκοπούν ξανά το πάτωμα. Μόνο που αυτή τη φορά ακούστηκε μια ομιλία που περιλάμβανε ήχους από κάθε ζώο του ζωικού βασιλείου που γνώριζα, ανακατεμένη με ένα συρρίτοντα ήχο, όπως αυτόν που βγάζουν τα φίδια.
Πεταχτήκαμε και οι δύο όρθιοι αλλά τα πόδια μας είχαν κοπεί. Δεν μπορούσαμε να φανταστούμε ότι ο εφιάλτης είχε αρχίσει ξανά. Χωρίς να σκέφτομαι λογικά ανέβηκα τρέχοντας στον επάνω όροφο και προσπάθησα να ανοίξω την πόρτα του δωματίου του μικρού αλλά λες και ένα αόρατο χέρι να με έσπρωξε, τινάχτηκα στον απέναντι τοίχο. Στο άκουσμα των κλαμμάτων του μικρού, όμως, το θάρρος που προς στιγμήν είχε χαθεί από μέσα μου επανήλθε ακόμα περισσότερο και παίρνοντας τον καλόγηρο ως πολιορκητικό κριό, έσπασα την πόρτα και όρμησα το δωμάτιο, για να βρω το παιδί λιπόθυμο στο πάτωμα. Το πήρα αγκαλιά, το κατέβασα στον κάτω όροφο και λίγο αργότερα συνήλθε μέσα στην αγκαλιά της μητέρας του.
« Ήρθε ξανά» μας είπε τρέμοντας. «Ήρθε και μου είπε τρομερά πράγματα. Μου είπε ότι είχα και άλλο ένα αδερφάκι που πέθανε και πως τον μπαμπά μου τον έδιωξες εσύ, μαμά» είπε λοξοκοιτάζοντας την αδερφή μου. Η Μαρία, έτσι την έλεγαν την αδερφή μου, δεν μίλησε καθόλου. Τις επόμενες ημέρες, με τη βουβή συγκατάθεσή μου, παρέλασαν από το σπίτι κάθε λογής μέντιουμ, χαρτορίχτρες, ξεματιάστρες, παπάδες και έκαναν ο καθένας ότι μπορούσε αλλά μάταια. Ο Γιωργάκης κλεινόταν ολόκληρη τη μέρα στο δωμάτιό του, αρνούνταν να φάει ή να πιεί και τα μουγκρητά και οι υπόκωφοι ήχοι έγιναν μέρος της ζωής μας, χωρίς να σταματούν, νύχτα και μέρα. Τα νεύρα μας είχαν φτάσει πια σε οριακό σημείο και πλέον τα βράδια κοιμόμασταν μαζί, βάζοντας το μικρό ανάμεσά μας, αισθανόμενοι σαν πολιορκημένοι μέσα στην επισφαλή ατμόσφαιρα των τεσσάρων τοίχων του δωματίου μας, ενώ απέξω οπλές ζώου σφυροκοπούσαν τα πατώματα και αντικείμενα έπεφταν από τις θέσεις τους και έσπαζαν. Ο μικρός έδειχνε καθαρά πως φοβόταν και τις λίγες ώρες που κοιμόταν, έκανε ύπνο ανήσυχο, μουρμουρίζοντας φράσεις ακατάληπτες, που την μόνη από τις οποίες γνωρίζαμε καλά ήταν η απαίσια λέξη ή φράση Κεμ’ Αναχ που κάθε φορά που την ψέλλιζε οι μυς του προσώπου του συσπώνταν με πόνο, ακριβώς όπως και οι δικοί μας.
Δεν βρίσκω άλλα λόγια να σου περιγράψω, πάτερ, τις δύσκολες μέρες που περάσαμε, ούτε πολύ περισσότερο την ψυχική μας κατάσταση εκείνο τον καιρό. Ζητήσαμε και οι δύο άδειες για να είμαστε στο σπίτι ολόκληρη τη μέρα και ο μικρός είχε σταματήσει ξανά το σχολείο. Μη βρίσκοντας κανέναν άλλο τρόπο για να βοηθήσω την κατάσταση, διάβασα πολλά βιβλία αποκρυφισμού, σε μια απέλπιδα προσπάθεια να πιαστώ από κάτι, για να σώσω και την αδερφή μου και τον πολυαγαπημένο μου ανηψιό, αφού και οι δυο τους ήταν η μοναδική οικογένεια που είχα και που έβλεπα πως, αργά αλλά σταθερά ένα αόρατο χέρι είχε απλωθεί για να μου τους στερήσει.
Περισσότερο αξιοθρήνητη ήταν η αδερφή μου που είχε γίνει σκιά του εαυτού της και πλέον αντιμετώπιζε το θέμα με μια τρομερή, αρρωστημένη θα έλεγε κανείς απάθεια. Είχε πάρει απόφαση πως αυτή ήταν η μοίρα της και δεν θα άλλαζε και, ανήμπορη καθώς ένιωθε, κλείστηκε εντελώς στον εαυτό της. Από τη μία, λοιπόν, η αδερφή μου έγινε αδιαπέραστη εντελώς, από την άλλη ο μικρός βρισκόταν στο δικό του εφιαλτικό κόσμο, καταλαβαίνεις τη δική μου οδυνηρή και φρικτή θέση και τη μοναξιά μου που είχε αυξηθεί με εκθετικό τρόπο.
Αναλογίζομαι τώρα που έχω φτάσει στη δύση της ζωής μου, που βρήκα τη δύναμη να διατηρήσω τα λογικά μου με αυτή την κατάσταση και ειλικρινά δεν βρίσκω απάντηση. Φαίνεται πως ο άνθρωπος είναι φτιαγμένος για να αντέχει πολύ περισσότερα από όσα νομίζει, πάτερ. Ας επιστρέψω στη διήγησή μου, όμως.
Όπως σου έλεγα και πριν, ο μικρός έμοιαζε τρομαγμένος και συχνά κρυβόταν με τις ώρες στην αγκαλιά της μητέρας του και πολλές φορές οι δυο τους απομονώνονταν για να συζητήσουν πράγματα που ποτέ δεν μου έλεγαν. Ένα απόγευμα, έχοντας ημέρες ολόκληρες να κοιμηθώ, με πήρε ο ύπνος πάνω στο τραπέζι της κουζίνας, ενώ η αδερφή μου καθόταν στην πολυθρόνα στο σαλόνι και ο μικρός βρισκόταν στο δωμάτιό του. Μιας και ο ύπνος μου ήταν ελαφρύς, οι αισθήσεις μου λειτουργούσαν σχεδόν πλήρως, οπότε άκουσα τα βήματα του Γιωργάκη να κατεβαίνουν τη σκάλα. Το παιδί πήγε ως συνήθως στην αγκαλιά της μητέρας του και έμειναν για λίγο αγκαλιασμένοι.
« Μητέρα», της είπε μετά από λίγο, « Εκείνος ήρθε πάλι στο δωμάτιο και με πίεσε να σου μεταφέρω τα όσα μου είπε, αν και εγώ δεν θέλω να το κάνω. Μου είπε πως υπάρχει λύση και το θέμα μπορεί να σταματήσει, αν το θέλεις εσύ».
Η αδερφή μου ανασηκώθηκε. «Εγώ; με ποιόν τρόπο; θα έκανα τα πάντα για να σταματήσουν όλα αυτά, αγόρι μου». Ο μικρός αναστάναξε και άρχισε να κλαίει.
« Μου είπε πως θα με αφήσει ήσυχο αν πάρεις εσύ τη θέση μου, αν πεθάνεις εσύ αντί για μένα, γιατί αν δεν δεχτείς θα με σκοτώσει» είπε ανάμεσα στους λυγμούς του. Στο άκουσμα αυτών των λέξεων ξύπνησα εντελώς αλλά λες και ένα γενικό μούδιασμα είχε πιάσει όλο το κορμί μου, δεν μπορούσα να σηκωθώ, μόνο άκουγα τρομαγμένος.
« Θα το κάνω» είπε η αδερφή μου με μια απλότητα και μια παραίτηση στον τόνο της που ακόμα και τώρα, τόσα χρόνια μετά, με κάνει να ανατριχιάζω, γιατί ήταν σαν να μιλούσε ένα άτομο μειωμένου καταλογισμού. Ο μικρός, ψύχραιμος, έβγαλε ένα σουγιά από την τσέπη του και της τον έδωσε. Τότε, σαν να λύθηκαν τα χέρια και τα πόδια μου, τινάχτηκα από τη θέση μου και όρμησα πάνω στην αδερφή μου. Ο μικρός, με μια έκφραση τέτοιας κακίας στο πρόσωπό του που σχεδόν με παρέλυσε, με μια νυχιά μου έκοψε σχεδόν ολόκληρο το δεξί μου μάγουλο, λες και τα νύχια του ήταν μικρά νυστέρια. Έπεσα στο πάτωμα αιμόφυρτος και η αδερφή μου κρατούσε το μαχαίρι στο στήθος της, χωρίς να έχει σοκαριστεί καθόλου με τη σκηνή που εκτυλίχθηκε στα μάτια της μπροστά και ο Γιωργάκης κρατώντας τα χέρια της, τη βοήθησε να βυθίσει το μαχαίρι στο στήθος της. Τότε, χωρίς να ξέρω αν αυτά που έβλεπα ήταν αληθινά ή αν ήταν αποτέλεσμα των παραισθήσεων που είχα από τη απώλεια αίματος, είδα το σώμα του μικρού να παίρνει φωτιά, να υψώνεται στον ουρανό παντοδύναμο, αλλαγμένο και γεμάτο από μια κατακόκκινη κηλίδα που κάλυπτε σχεδόν ολόκληρο το σώμα του. Και τότε κατάλαβα πως το αντάλλαγμα που του ζητήθηκε για όλη αυτή τη δύναμη, ήταν να σκοτώσει το πιο αγαπημένο του πρόσωπο, την ίδια του τη μητέρα.
Η νύχτα είχε προχωρήσει όση ώρα ο γέροντας διηγούνταν την ιστορία του και τώρα είχε φτάσει το πρωί και ο ιερέας έτρεμε από το φόβο του. Ο γέροντας τον αγκάλιασε γεμάτος κατανόηση.
« Φοβάσαι, είναι λογικό, μην αισθάνεσαι άσχημα. Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί άφησε εμένα να ζήσω αλλά μάλλον ήμουν πολύ ασήμαντος για τα σχέδιά του. Μετά από όλα αυτά ξύπνησα στο δωμάτιο του νοσοκομείου, όπου μου είχαν περιποιηθεί το τραύμα. Με είδαν ειδικοί ψυχολόγοι και αστυνομικοί, που μου είπαν ότι κάποιος δολοφόνος είχε σκοτώσει την αδερφή μου, ενώ ο ανηψιός μου αγνοούνταν. Στις επιμονές μου να μου πουν τι αποτυπώματα βρήκαν στο μαχαίρι μου απάντησαν ότι, περιέργως, το μαχαίρι δεν είχε πάνω του κανένα δακτυλικό αποτύπωμα αλλά μου εξήγησαν πως αυτό συνέβη ίσως επειδή ο δολοφόνος φρόντισε να σβήσει τα ίχνη του. Το παιδί χαρακτηρίστηκε θύμα απαγωγής και η υπόθεση δεν εξιχνιάστηκε ποτέ. Εγώ, όμως, επειδή ήξερα την αλήθεια, έφυγα για πολλά χρόνια από την πόλη, γιατί φοβόμουν ότι ίσως ο μικρός να έψαχνε να με βρει. Οικογένεια δεν έκανα ποτέ, γιατί φοβήθηκα ότι αν με παρακολουθούσε θα ήθελε να της κάνει κακό και μια τέτοια σκέψη δεν την άντεχα. Όσο όμως περνούσαν τα χρόνια και μεγάλωνα, απελπισμένος με όσα είχαν συμβεί, ήρθα εδώ ξανά, αδιαφορώντας για το αν με έβρισκε ή όχι, έτσι κι αλλιώς ήμουν εντελώς μόνος πια και ο θάνατός μου έπαψε να με τρομάζει.
Τυχαία ήρθα μέσα στην εκκλησία πριν από καιρό και βλέποντας την εικόνα του Σκορδίλη έμεινα κατάπληκτος. Γιατί ο νεαρός που είχα δει τότε στο νοσοκομείο, ήταν ακριβώς ο ίδιος με τον Αρχάγγελο στην εικόνα του Σκορδίλη και αυτό με έβαλε σε πολλές σκέψεις, που όμως θα μου επιτρέψεις να μην μοιραστώ μαζί σου.
Υπάρχουν πολλά που κατάλαβα αλλά και πολλά σημεία που μου μένουν εντελώς σκοτεινά. Είμαι σε θέση να γνωρίζω πως τέτοιοι άνθρωποι, αν μπορεί κανείς να τους αποκαλέσει έτσι, υπάρχουν πολλοί γύρω μας και συνήθως είναι εκείνοι που παρατηρούμε λιγότερο. Χαμηλού προφίλ, αδύναμοι ή δυνατοί, πλούσιοι ή φτωχοί, μικροί και μεγάλοι, όλοι δέχονται το κάλεσμα και ανάλογα με την απάντησή που δίνουν καθορίζονται οι εξελίξεις. Ο ανηψιός μου έπαιξε καλά το παιχνίδι του. Μας έκανε να πιστεύουμε πως ο ίδιος ήταν το θύμα ενώ σαφώς και ήταν ο θύτης, που δημιουργούσε εκείνους τους θορύβους και τα φαινόμενα και μας παραπλάνησε. Είχε πάψει να είναι άνθρωπος πολύ πριν το υποψιαστούμε. Οι Κηλίδες μιλούσαν μέσα του από την πρώτη στιγμή…
Αυτά που δεν μπορώ να ξέρω, είναι η ακριβής φύση των Κηλίδων, από πού έρχονται και ποιος είναι ο σκοπός τους αλλά πιθανολογώ πως ζητούν την απόλυτη κυριαρχία. Δεν ξέρω ακόμα για ποιο λόγο ο μικρός δεν μας σκότωσε αμέσως αλλά περίμενε να βασανιστούμε τόσο καιρό. Άραγε η ανθρώπινη φύση μέσα του προσπάθησε ανεπιτυχώς να καθυστερήσει το θάνατο της μητέρας του ή περίμενε κάποιο σημάδι; Τυχαία έπεσε στην αντίληψή μου πως τη μέρα του φόνου κάτι γινόταν με τους πλανήτες στον ουρανό αλλά δεν γνωρίζω αστρονομία ή αστρολογία και δεν μπορώ να σε διαφωτίσω πάνω σε αυτό. Ίσως καθυστερούσε απλά για να παρατείνει το βασανιστήριό μας, τι να πω…» Ο γέροντας σηκώθηκε από τη θέση του και κοίταξε για μια τελευταία φορά την εικόνα του Αρχαγγέλου κουνώντας το κεφάλι του.
« Το σίγουρο είναι πως αυτός δεν κατάφερε να μας προστατέψει. Κανείς δεν είναι αρκετά δυνατός για να πάει κόντρα στο θέλημα Εκείνων» είπε και κουτσαίνοντας έφυγε σιγά σιγά από την εκκλησία, αφήνοντας τον ιερέα να κλαίει και να τρέμει στο στασίδι του. Βγαίνοντας έξω έστριψε στη γωνία της εκκλησίας από την πλευρά του ναού που οδηγούσε στο στάδιο της πόλης και μπήκε μέσα στο μαύρο του αυτοκίνητο που είχε παρκάρει λίγο παρακάτω.
« Το θέλημά σου έγινε» είπε σε ένα μικρό παιδί με μια λευκή τούφα στα μαλλιά του που καθόταν στο πίσω κάθισμα. «Διηγήθηκα και σε αυτόν την ιστορία μας, όπως έχω κάνει σε εκατοντάδες ανθρώπους εδώ και μισό αιώνα περίπου αλλά ποτέ δεν κατάλαβα τι κερδίζεις από αυτό». Ο μικρός γέλασε πονηρά « Το θέμα είναι πως κάνοντας αυτό εσύ κερδίζεις τη ζωή σου» απάντησε και ο γέροντας κούνησε το κεφάλι του. « Όση ζωή μου μένει ακόμα, θέλεις να πεις. Έχω γεράσει πια και σύντομα θα φύγω από κοντά σου.»
« Θα βρω άλλον στη θέση σου» απάντησε ψυχρά ο μικρός. « Μην ξεχνάς πως, παρά το βαθμό μου, είμαι ο μόνος που καταδέχεται να ασχολείται με κάθε άνθρωπο ξεχωριστά και αυτό το κάνω γιατί έχω κέρδος. Αυτός εκεί μέσα έχει αρχίσει να αμφιβάλει για την πίστη του και από αυτή του την αδυναμία θα πιαστώ, όπως πιάστηκα και από τη δική σου. Την υπερβολική αγάπη που μου έχεις, θείε Αλέξανδρε» είπε ο μικρός και ο γέροντας αναστενάζοντας έβαλε μπρος το αμάξι.
Ο νεαρός ιερέας δεν είχε σταματήσει να κλαίει όταν η πόρτα του ναού άνοιξε και ένας νεαρός άντρας μπήκε μέσα. Στάθηκε λίγο στο κατώφλι, ψηλός και επιβλητικός και στο άκουσμά του ο ιερέας σκούπισε τα μάτια του και σηκώθηκε από τη θέση του. Ο νεαρός πήρε μια λευκή λαμπάδα και την άναψε και ένα λευκό φως σαν από ένα μικρό προβολέα φώτισε τη σκοτεινή εκκλησία, διαφέροντας κατά πολύ από το φως μιας συμβατικής λαμπάδας. Αφού έκανε το σταυρό του, κοίταξε για λίγη ώρα τον ιερέα και έφυγε χαμογελώντας. Ο εφημέριος δεν πρόσεξε τη μεγάλη ομοιότητα του νεαρού με την εικόνα του Αντώνιου Σκορδίλη αλλά δεν τον απασχόλησε και πολύ, γιατί ένιωσε την αμφιβολία να φεύγει από την καρδιά του και μια νέα ελπίδα σαν το λευκό φως της λαμπάδας έστραψε στην καρδιά του. Χωρίς να το ξέρει, είχε σωθεί.
ΤΕΛΟΣ
" Όταν οι Σκιές περπατήσουν ξανά, ελεύθερες από τα δεσμά που παλιά τους επέβαλε το Φως, τότε νεκροί και ζωντανοί θα ζήσουν μαζί, πεθαίνοντας και ζώντας κάθε μέρα"
Προφητεία του Εξόριστου αριθμός 5
vBulletin® v3.8.4, Copyright ©2000-2025, Jelsoft Enterprises Ltd.