Πήγαμε σπίτι μας, αν και πλέον δεν το νιώθαμε δικό μας, νιώθαμε περισσότερο σαν παρείσακτοι σε ένα βασίλειο του κακού, σαν παράσιτα σε ένα ξένο σώμα, το οποίο σύντομα θα έκανε κάτι για να μας αποβάλει από μέσα του, να μας εμέσει σαν να ήμασταν μικρόβια, τοξίνες καλού μέσα σε μια απέραντη κακία. Όμως ο μικρός Γιωργάκης μας επεφύλασσε άλλη μια έκπληξη. Τις επόμενες ημέρες δεν έκανε καμία επίδειξη των δυνάμεών του, οι φωνές σταμάτησαν να ακούγονται και ο ίδιος ο μικρός έγινε γλυκός και τρυφερός. Όμως ήταν πολύ αργά γιατί κανείς από τους δυο μας δεν τον εμπιστευόταν. Πάντως η αλήθεια είναι πως έκανε ότι περνούσε από το χέρι του για να μας ευχαριστεί. Παραδεχόταν ότι κάτι κακό είχε συμβεί αλλά μας είπε ότι ένιωθε σαν αν είχε ξυπνήσει από έναν κακό εφιάλτη και πως τώρα ένιωθε ελεύθερος και ήρεμος και η εξωτερική του εμφάνιση που είχε αποκτήσει ξανά το ροδαλό της χρώμα και ότι η κηλίδα είχε εξαφανιστεί, ήταν τα καλύτερα διαπιστευτήρια της αλλαγής του. Έτσι, περνώντας οι μήνες, κατάφερε να κερδίσει την εμπιστοσύνη μας ξανά. Πήγε ξανά στο σχολείο και πάλι ήταν ο καλύτερος μαθητής και όλα τα παράξενα φαινόμενα σταμάτησαν να συμβαίνουν.
Όμως κάπου βαθιά μέσα μας, η ψυχή μας ή όπως αλλιώς θέλεις, πάτερ, πέστο, κρατούσε απειροελάχιστες έστω επιφυλάξεις, έστω και εκ των πραγμάτων αδικαιολόγητες. Θα δικαιολογούνταν, όμως, λίγο καιρό αργότερα, ενώ τα γενέθλια του μικρού πλησίαζαν. Θελήσαμε μαζί με τη μητέρα του να διοργανώσουμε μια γιορτή, που ποτέ είναι η αλήθεια δεν είχαμε κάνει και να καλούσαμε την τάξη του και τη γειτονιά, αφού συγγενείς δυστυχώς δεν είχαμε. Ένα απόγευμα, λοιπόν, ενώ κάναμε σχέδια με την αδερφή μου, ο μικρός γύρισε σπίτι μουτρωμένος και όσο και αν τον πιέσαμε δεν ήθελε με τίποτα να μας πει τι τον απασχολούσε. Χωρίς να δεχτεί να φάει ανέβηκε στο δωμάτιό του και λίγη ώρα μετά ακούστηκαν οι οπλές να σφυροκοπούν ξανά το πάτωμα. Μόνο που αυτή τη φορά ακούστηκε μια ομιλία που περιλάμβανε ήχους από κάθε ζώο του ζωικού βασιλείου που γνώριζα, ανακατεμένη με ένα συρρίτοντα ήχο, όπως αυτόν που βγάζουν τα φίδια.
Πεταχτήκαμε και οι δύο όρθιοι αλλά τα πόδια μας είχαν κοπεί. Δεν μπορούσαμε να φανταστούμε ότι ο εφιάλτης είχε αρχίσει ξανά. Χωρίς να σκέφτομαι λογικά ανέβηκα τρέχοντας στον επάνω όροφο και προσπάθησα να ανοίξω την πόρτα του δωματίου του μικρού αλλά λες και ένα αόρατο χέρι να με έσπρωξε, τινάχτηκα στον απέναντι τοίχο. Στο άκουσμα των κλαμμάτων του μικρού, όμως, το θάρρος που προς στιγμήν είχε χαθεί από μέσα μου επανήλθε ακόμα περισσότερο και παίρνοντας τον καλόγηρο ως πολιορκητικό κριό, έσπασα την πόρτα και όρμησα το δωμάτιο, για να βρω το παιδί λιπόθυμο στο πάτωμα. Το πήρα αγκαλιά, το κατέβασα στον κάτω όροφο και λίγο αργότερα συνήλθε μέσα στην αγκαλιά της μητέρας του.
|