Εμφάνιση ενός μόνο μηνύματος
  #13  
Παλιά 30-01-06, 23:47
Το avatar του χρήστη Μιχάλης
Μιχάλης Ο χρήστης Μιχάλης δεν είναι συνδεδεμένος
Banned
 
Εγγραφή: 22-06-2004
Περιοχή: Αργολίδα
Μηνύματα: 1.893
Προεπιλογή

Όπως σου έλεγα και πριν, ο μικρός έμοιαζε τρομαγμένος και συχνά κρυβόταν με τις ώρες στην αγκαλιά της μητέρας του και πολλές φορές οι δυο τους απομονώνονταν για να συζητήσουν πράγματα που ποτέ δεν μου έλεγαν. Ένα απόγευμα, έχοντας ημέρες ολόκληρες να κοιμηθώ, με πήρε ο ύπνος πάνω στο τραπέζι της κουζίνας, ενώ η αδερφή μου καθόταν στην πολυθρόνα στο σαλόνι και ο μικρός βρισκόταν στο δωμάτιό του. Μιας και ο ύπνος μου ήταν ελαφρύς, οι αισθήσεις μου λειτουργούσαν σχεδόν πλήρως, οπότε άκουσα τα βήματα του Γιωργάκη να κατεβαίνουν τη σκάλα. Το παιδί πήγε ως συνήθως στην αγκαλιά της μητέρας του και έμειναν για λίγο αγκαλιασμένοι.
« Μητέρα», της είπε μετά από λίγο, « Εκείνος ήρθε πάλι στο δωμάτιο και με πίεσε να σου μεταφέρω τα όσα μου είπε, αν και εγώ δεν θέλω να το κάνω. Μου είπε πως υπάρχει λύση και το θέμα μπορεί να σταματήσει, αν το θέλεις εσύ».
Η αδερφή μου ανασηκώθηκε. «Εγώ; με ποιόν τρόπο; θα έκανα τα πάντα για να σταματήσουν όλα αυτά, αγόρι μου». Ο μικρός αναστάναξε και άρχισε να κλαίει.
« Μου είπε πως θα με αφήσει ήσυχο αν πάρεις εσύ τη θέση μου, αν πεθάνεις εσύ αντί για μένα, γιατί αν δεν δεχτείς θα με σκοτώσει» είπε ανάμεσα στους λυγμούς του. Στο άκουσμα αυτών των λέξεων ξύπνησα εντελώς αλλά λες και ένα γενικό μούδιασμα είχε πιάσει όλο το κορμί μου, δεν μπορούσα να σηκωθώ, μόνο άκουγα τρομαγμένος.
« Θα το κάνω» είπε η αδερφή μου με μια απλότητα και μια παραίτηση στον τόνο της που ακόμα και τώρα, τόσα χρόνια μετά, με κάνει να ανατριχιάζω, γιατί ήταν σαν να μιλούσε ένα άτομο μειωμένου καταλογισμού. Ο μικρός, ψύχραιμος, έβγαλε ένα σουγιά από την τσέπη του και της τον έδωσε. Τότε, σαν να λύθηκαν τα χέρια και τα πόδια μου, τινάχτηκα από τη θέση μου και όρμησα πάνω στην αδερφή μου. Ο μικρός, με μια έκφραση τέτοιας κακίας στο πρόσωπό του που σχεδόν με παρέλυσε, με μια νυχιά μου έκοψε σχεδόν ολόκληρο το δεξί μου μάγουλο, λες και τα νύχια του ήταν μικρά νυστέρια. Έπεσα στο πάτωμα αιμόφυρτος και η αδερφή μου κρατούσε το μαχαίρι στο στήθος της, χωρίς να έχει σοκαριστεί καθόλου με τη σκηνή που εκτυλίχθηκε στα μάτια της μπροστά και ο Γιωργάκης κρατώντας τα χέρια της, τη βοήθησε να βυθίσει το μαχαίρι στο στήθος της. Τότε, χωρίς να ξέρω αν αυτά που έβλεπα ήταν αληθινά ή αν ήταν αποτέλεσμα των παραισθήσεων που είχα από τη απώλεια αίματος, είδα το σώμα του μικρού να παίρνει φωτιά, να υψώνεται στον ουρανό παντοδύναμο, αλλαγμένο και γεμάτο από μια κατακόκκινη κηλίδα που κάλυπτε σχεδόν ολόκληρο το σώμα του. Και τότε κατάλαβα πως το αντάλλαγμα που του ζητήθηκε για όλη αυτή τη δύναμη, ήταν να σκοτώσει το πιο αγαπημένο του πρόσωπο, την ίδια του τη μητέρα.