Εμφάνιση ενός μόνο μηνύματος
  #12  
Παλιά 03-04-07, 19:55
Το avatar του χρήστη Litsa
Litsa Ο χρήστης Litsa δεν είναι συνδεδεμένος
Senior Member
 
Εγγραφή: 25-01-2006
Περιοχή: ολούθε
Μηνύματα: 2.315
Προεπιλογή

Ήφαιστος 2

Συνέχεια του από πάνω . . .

Στο ταβερνάκι του ρίχνει το μυστικό
- Μήπως ευκολύνεσαι ?, διότι περιμένω τσεκ και ακόμα να . . .
- Μα φυσικά , το ρωτάς ? Πόσα λείπουν ?
- Να μωρέ , δώσε μου 10 τάλαντα, . . . και μόλις %#:%^%$ θα σου %(&^%$. . .
- Καλά μωρέ, πως κάνεις έτσι ? Δε χρειάζεται και να μου %(&^%$. . . μόλις %#:%^%$
Και ξηλώνεται κανονικά ο Ήφαιστος και το βράδυ στη κάμαρα μέτραγε τα υπόλοιπα και του
τα είχε κάνει η Αφρο τα "τάλαντα 50" σε δυο μέρες "τάλαντα 25" και τα 25 μάνι μάνι 10
και τα ρέστα σισκεμπάπ και κοκορέτσια
- Ξέρεις Άφρο μου , τρία τάλαντα μου μείνανε (Ψέματα είπε, είχε κι άλλο ένα καβάτζα)
- Τι τρία, τι τίποτα μωρό μου, βγάλ’ τα να τα φάμε και θα δεις εγώ μετά . . .
Και τα ’βγαλε , και κόντεψε να μην έχει ούτε τα εισιτήρια να γυρίσει ώσπου την άλλη μέρα . . .
- Χάρηκα πάρα πολύ κύριε Ήφαιστε για την γνωριμία , σήμερα με το βραδινό πλοίο όμως φεύγω.
- Φεύγεις ?
- Ναι, φεύγω, δουλείες βλέπετε,
- Να ξαναβρεθούμε εις τας Αθήνας . . .
- Όπως και δήποτε , είσθε χρυσός άνθρωπος. Μου κάνατε φοβερή εντύπωση.
(Χρυσός δεν ήτανε , κορόιδο ήτανε, τέλος πάντων)

Γυρίζει απ' τας διακοπάς η Άφρο, πρώτη θέση με καμπίνα, γυρίζει και ο Ήφαιστος, Γ' θέση κατάστρωμα,
(ευτυχώς που φύλαξε και το ένα τάλαντο για εισιτήρια,) αλλά με δαγκωμένη τη λαμαρίνα και δεν
σκεπτότανε τίποτις άλλο παρά μόνο την Άφρο του.
Και ήρθε το φθινόπωρο και οι δρόμοι γέμιζαν κίτρινα φύλλα και ανοίξαν και τα σχολεία και
ο Ήφαιστος δεν είχε όρεξη ούτε το σφυρί να πιάσει αλλά τα κουτσόπινε κάθε βράδυ με ένα φιλαράκο του,
Ικαριώτης αυτός, Διόνυσο τονε λέγανε, μεγάλη κρασοκανάτα ο Διόνυσος και ταβλαδόρος, και η
κουβέντα εκεί γύρω απ' την Άφρο ήτουνε και εκχυλίσματα ανθρώπινης φιλοσοφίας.

- Ρε Σάκη , πολύ την γουστάρω , (του λέει ο Ήφαιστος .)
- Μη μασάς ρε , πίνε.
- Δε μπορώ λέμε , τηνε θέλω πολύ.
- Πρέπει να την ξεχάσεις . Ήταν μια καλοκαιρινή περιπέτεια. (και κάνει άσπρο πάτο ο Διόνυσος)
- Ήταν καταπληκτικό άτομο σου λέω , της έκανα και φοβερή εντύπωση μου είπε.
- Εσύ ρε θες ένα άτομο να έχει μεγαλώσει με καρπουζόφλουδες στη Μενεμένη
και να στρωθεί να σου μπαλώνει σώβρακα και ναχει το μυαλό για σπίτι.
- . . .
- Με τέτοια γκόμενα άμα μπλέξεις κάηκες, όλη μέρα κομμωτήριο και λούσα
- Λες ?
- Λέω !
- Μόνο που δεν είναι παρθένα
- Ρε ξέρεις τι διαφορά έχουν οι γυναίκες απ τις παρθένες ? (και κάνει πάλι άσπρο πάτο ο Διόνυσος)
- Τι ? (ρωτούσε και έξυνε το κεφάλι του ο Ήφαιστος)
- Παρθένα είναι εκείνη η γυναίκα που επιτρέπεται να τα κάνει όλα εκτός απ αυτό που την έφτιαξε ο Δίας
- Α. . .
- Αν κλείσεις δέκα παρθένες σε ένα σπίτι λέγεται Παρθεναγωγείο, αν κλείσεις δέκα γυναίκες λέγεται χαμαιτυπείο.
- Μάστα
- Ματαιότης ματαιοτήτων τα πάντα ματαιότης (ξανά άσπρο πάτο)
- Για να το λες εσύ αυτό ρε Σάκη , κάτι θα ξέρεις !!
- Όλοι κλέβουνε, οι παπάδες τα παγκάρια, οι νεωκόροι τα πρόσφορα, οι έμποροι στο ζύγι, τα γκαρσόνια τους λογαριασμούς, οι γιατροί τα φακελάκια, οι δάσκαλοι το Δημόσιο. (Ξανά άσπρο πάτο)
- Εγώ τηνε θέλω πάντως . . .
- Οι άνθρωπο ανοίγουν μαγαζάκια , και πουλάνε ο ένας στον άλλον πράγματα , κουράζονται και πάνε για ύπνο.
Κάνει άλλο ένα άσπρο πάτο ο Διόνυσος και συνεχίζει την αμπελοφιλοσοφία
- Ο έχων δυο χιτώνες πάει για τον τρίτο και ο μη έχων κάθεται και σπαζοκεφαλιάζει «που τα βρίσκει ο π…»
και άλλο ένα άσπρο πάτο και πέφτει απ την καρέκλα ξερός.

Την άλλη μέρα στο σιδεράδικο «ντριιινννν» το τηλέφωνο
- Ήφαιστε , εσένα θέλουν
- Έφτασα , . . .
- Εμπρός !!!
- Γειά σου (μια ναζιάρικη γυναικεία φωνή στην άλλη άκρη)
- Εσύ ?
- Ναι , εγώ , ήρθα
- Θα σε δω ?
- Σε πεθύμησα
- Σε θέλω
- Μου έλειψες
- Σε σκεπτόμουν
- Θα σε περιμένω
- Στο Θησείο
- Απόψε
- Στις εννιά
- Πάρε τον ηλεκτρικό, κατέβα Μοναστηράκι και έλα με τα πόδια, κοντά είναι.
- Γιατί αυτό ?
- Δε τα μαθες ? κάνουν έργα του Μετρό

Το απόγευμα χτυπάει μια μπροστάντζα απ τη δουλειά, ένεκα που δεν του είχε μείνει κολυμβηθρόξυλο,
και το βράδυ αρχίσανε τις γλύκες στου Ψυρρή
- Τοτό μου
- Ναι Άφρο μου ?
- Θέλω . . .
(Φτου . . . πάλι θέλει , κι όλο θέλει και όλο πιο πολλά και όλο πιο ακριβά)
- Και θέλω . . . .
Και πλέρω πλέρω ο Ήφαιστος έφτασε να χρωστάει τα μαλλιοκέφαλά του και του ήρθε και μια πανταχούσα
διότι έκανε κρύο και ήθελε και γούνα με πετράδια η Άφρο για να ζεσταθεί
- Που θα πάει αυτό το "θέλω" βρε μανάρι μου ?
- Τι εννοείς ?
- Εννοώ πως χαλάμε πιο πολλά από όσα βγάζουμε.
- Δηλαδή τι θέλεις βρε Τοτέ μου ? Τζάμπα να μ' έχεις ? Σου έδωσα όλο μου το είναι
Αλλού να πάω να τα βρω αυτά που μου λείπουν ?
(Η γατούλα έγινε πάνθηρας λέμε , χοντρές κουβέντες αλλά και δίκαιες . . . )
Το καλοσκέφτηκε ο Ήφαιστος και λέει
- Άφρο
- Έλα
- Έτσι , δηλαδή άμα , να . . . έτσι και είχα
- Μίλα καθαρά ρε παιδάκι μου !
- Άμα είχα πολλά λεφτά , θα έμενες μαζί μου ?
- Πόσα λεφτά δηλαδή ?
(Κοίτα ρε κάτι πράγματα, τι σου είναι οι γυναίκες, να λιώνεις να μαραίνεσαι να κλαις με μαύρο δάκρυ
και αυτές να σε ρωτάνε «πόσα?» , τέλος πάντων , φοβότανε μη του κάνει «μπράφ» και του φύγει)
- Τόσα
- Ε , βγάλτα εσύ και βλέπουμε στη πορεία , τι να σου πω τώρανε , δε ξέρω.

Το ρίχνει στη δουλειά, ανάγκη είχε μεγάλη για μετρητό και ο Ήφαιστος το έριξε στις παραγγελίες ,
δούλευε μέρα νύχτα. Ξεπετάει σε ένα σαββατοκύριακο το άρμα του Ήλιου, μετά χτυπάει απανωτά κάτι
άλλες παραγγελίες που είχε για χρυσούς θώρακες, έναν του Διομήδη και έναν του Ηρακλή, μια μέρα τον
πήρε τηλέφωνο βιαστικός και ο Αχιλλέας για μια επείγουσα πανοπλία.
- Τον άλλον μήνα θα την έχεις Αχιλλέα μου , τώρανε δε προλαβαίνω , είμαι πνιγμένος
- Τον άλλο μήνα θα είναι αργά λέμε . . . πάω στο πόλεμο.
- Τι να σου κάνω ρε c ? δε προκάμνω . . . να πω του Κυδαλίωνα μπας και . . .
(Κυδαλίωνας ήταν ένας νάνος απ την Νάξο που ήταν βοηθός του Ήφαιστου.)
Καπάκι πέφτει τηλέφωνο απ' τη μαμά του Αχιλλέα την Θέτις , που της είχε και μια κάποια υποχρέωση
και άφησε παραπίσω τους ταύρους του βασιλιά της Κολχίδας Αίτη (ο μπαμπάς της Μήδειας, remember ?)
και τάκα τάκα φτιάχνει και τη πανοπλία και κάνει δώρο την ασπίδα . Μετά το έριξε και στη καλλιτεχνία,
φτιάχνει τον θρόνο και το σκήπτρο του Δία. Έφτιαξε βέλη για την Άρτεμη και τον Απόλλωνα, μετά πήρε
φόρα και το έριξε στην ρομποτική , έφτιαξε τον γίγαντα Τάλω , έφτιαξε δυο ασημένιους σκύλους που
φιλάγανε το παλάτι του Αλκίνοου, δυο χρυσά ρομποτάκια που μιλάγανε σκεπτόντουσαν και έκαναν δουλειές
(τίποτα το πονηρό). Έφτιαχνε και μικροπράγματα όπως το θαυμαστό μαχαίρι του Πελία.

Και ζήσανε κάμποσους μήνες μαζί ώσπου άρχισε το σούσουρο ότι η λεγάμενη ξεπορτίζει και τα σούσουρα
γίνηκαν «τούμπανα», ο κόσμος το’χει τούμπανο που λένε και γκόμενος ήτουνε ο Άρης.
Στην αρχή μόνο που μιλάγανε στην αγορά αλλά μια μέρα που ο Ήφαιστος είχε πάει για σκραπ μέταλλα
λέει η Άφρο του Άρη
- Καλέ , δεν έρχουστε απ το σπίτι να σας τρατάρω ένα γλυκό ?
Ντύθηκε στολίστηκε ο Αρης , πήρε και ένα τσουρέκι , πήγε
- Τι ωραία βίλα που έχετε ?
Κοκκίνισε η Άφρο, ένεκα Κύπρια και την πήρε αλλιώς την φιλοφρόνηση, και μπήκανε μέσα στη βίλα ,
«ΝΑ» ένα κέρατο ο Ήφαιστος σαν της αντιλόπης. Σε αυτά τα πράγματα είναι μη γίνει η αρχή , άμα και γίνει
δεν μπορεί να σε μαζέψει μετά ούτε η αντιτρομοκρατική. Και ως γνωστό ο σύζυγος το μαθαίνει τελευταίος.
Τον φωνάζει λοιπόν ο Ήλιος που από ψηλά τα είχε δει όλα και του ξηγήθηκε
- Ηφαιστάκο αδελφέ μου , πρέπει να σου πω κάτι
- Τι ρε c?
- Λεπτό το ζήτημα , αλλά ως φίλος . . .
- Λέγε ρε και ας τον πρόλογο !
- Η Αφροδίτη . . .
- Ε !
- . . . (Δεν του μίλησε ο Ήλιος αλλά τον κοίταξε )
- Σοβαρά ?
- . . . (πάλι δε μίλησε αλλά μόνο κοίταζε)
- Η Αφροδίτα μου ?
- . . .
- Με ποιόν ?
- Με τον Άρη . . .
- Δεν είναι δυνατόν . . .
- Καλά, εσύ μη βάλεις και κανένα στοίχημα σε αυτό γιατί θα το χάσεις και λεφτά.
- Δε το χωράει το μυαλό μου λέμε
- Με τόσο κέρατο, τι άλλο να χωρέσει στο μυαλό σου ρε?
- Η Αφρόδω μου να μου ξηγηθεί έτσι ?
- Και συ μωρέ μάπα, την είχες στα ώπα ώπα , ας τις έριχνες και κάνα δυο χαστούκια να σού λεγα εγώ
- Δίκιο έχεις, μου τα έλεγε και ο Σάκης και δεν τον άκουγα. . .

Τα παίρνει στην κράνα ο Ήφαιστος, πάει σπίτι,
- Καλώς τον Τοτό μου, καλώς τον κουβαλητή μου
- . . .
Του βαλε η Άφρο να φάει, που να κατεβαίνει η μπουκιά
- Τι έχεις αγάπη μου ?
- Τίποτα μωρέ , δουλειά έχω, πρέπει να φύγω να πάω στη Λήμνο (τάχα μου τάχα μου)
- Τι να κάνεις ?
- Δουλειές , ασταδιάλα άμα πια.
- Και γω θα μείνω πάλι μοναχούλα μου ?
- Τι να γίνει μωράκι μου ? Ένα 24ωρο θα λείψω , δουλειές είπαμε.
- Καλά Τοτέ μου , αλλά μην μου αργήσεις !
Απάντηση με παράθεση