Εμφάνιση ενός μόνο μηνύματος
  #2467  
Παλιά 17-09-19, 20:41
Το avatar του χρήστη Litsa
Litsa Ο χρήστης Litsa δεν είναι συνδεδεμένος
Senior Member
 
Εγγραφή: 25-01-2006
Περιοχή: ολούθε
Μηνύματα: 2.315
Προεπιλογή

Όμως τα πράγματα δεν έμειναν εκεί. Όπως έδειξαν μετέπειτα έρευνες, η ανάλυση RFLP στην “περιοχή ελέγχου” του mtDNA δεν είναι η πιο ενδεδειγμένη μέθοδος για εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων. Για παράδειγμα, η έρευνα των Ingman et al. [5], που δημοσιεύτηκε στο έγκυρο περιοδικό Nature, δείχνει ότι υπάρχει μεγάλη παραλλαγή (διασπορά, variation) στην ταχύτητα με την οποία συμβαίνουν μεταλλάξεις στην “περιοχή ελέγχου” του mtDNA. Το ίδιο έδειξε και η έρευνα των Hasegawa et al. [6]. Όταν οι Ingman et al. εξαίρεσαν την περιοχή ελέγχου από τα δεδομένα τους, και συμπεριέλαβαν όλα τα υπόλοιπα τμήματα του mtDNA (άρα χρησιμοποίησαν πιο ολοκληρωμένα στοιχεία από τους Parsons et al.), βρήκαν ηλικία για τη Μιτ. Εύα της τάξης των 171.000 ετών, συν-πλην 50.000 έτη — ηλικία σαφώς συμβατή με την αρχική εκτίμηση των Cann, Stoneking, και Wilson [7].

Αναρωτιέται λοιπόν ο αναγνώστης του κειμένου του Κ.Β. για ποιο λόγο ο συγγραφέας του «προσδέθηκε» στη μία και αρχική έρευνα των Parsons et al., που χρησιμοποίησε επισφαλή μέθοδο (ανάλυση RFLP) όπως και δεδομένα (περιοχή ελέγχου του mtDNA), αγνοώντας τις μετέπειτα έρευνες που έγιναν με πιο ασφαλείς μεθόδους και επί πιο ολοκληρωμένων δεδομένων. Μήπως επειδή η μία εκείνη έρευνα ακούγεται “πιο συμφέρουσα”, υποστηρίζοντας αυτό που ο συγγραφέας ήδη πιστεύει; Μα αυτό δεν είναι επιστήμη, αλλά ιδεολογία. Η επιστήμη δεν γίνεται έχοντας μια προαποφασισμένη άποψη και ψάχνοντας τα δεδομένα που θα στηρίξουν την άποψη αυτή. Επιστήμη γίνεται μόνο όταν κοιτάμε όλα τα δεδομένα, χωρίς προκατάληψη, και από τα δεδομένα συνάγουμε όποια συμπεράσματα τα εξηγούν καλύτερα, με τον πιο σύντομο και ολοκληρωμένο τρόπο. Το να δηλώνει κανείς «Μοριακός Βιολόγος» και να ασχολείται με ιδεολογική προβολή πρωτόλειων, και εν τέλει εσφαλμένων ερευνών, αγνοώντας τις μετέπειτα πιο ολοκληρωμένες έρευνες και αποτελέσματα, συνιστά μια πράξη απάτης: είτε εσκεμμένης απάτης, αν ο συγγραφέας εν γνώσει του αποσιωπεί τα μετέπειτα συμπεράσματα (και παραταύτα δηλώνει επιστήμονας), είτε ακούσιας απάτης, στην περίπτωση που απλώς έμεινε απληροφόρητος. Θέλουμε να πιστεύουμε ότι ισχύει η δεύτερη περίπτωση, οπότε θα συνιστούσαμε στον Κ.Β. να ενημερώσει όχι απλώς τη γνώση του επί του αντικειμένου, αλλά την κατανόησή του περί του τι είναι επιστήμη και τι ιδεολογία, σε ποιες αρχές βασίζεται η επιστήμη, ποια είναι η επιστημονική μέθοδος και από ποια στάδια αποτελείται, κλπ. Αυτά είναι θέματα για τα οποία σήμερα μπορεί κανείς, ευτυχώς, να ενημερωθεί πληρέστατα μέσω έγκυρων άρθρων που υπάρχουν στο Διαδίκτυο.

Μία χονδρική απεικόνιση τής χρονικής και γεωγραφικής εξάπλωσης τού Χόμο Σάπιενς Σάπιενς, όπως αποκαλύπτεται από τις γενετικές αναλύσεις τών μεταλλάξεων τού Μιτοχονδριακού DNA.



Τελειώνοντας, θα θέλαμε να προσθέσουμε εδώ μερικές γραμμές σχετικά με το πόσο αφελής, ως αντιτιθέμενη σε ένα βουνό ανεξάρτητων επιστημονικών παρατηρήσεων και χρονολογήσεων, ακούγεται η άποψη ότι όλοι οι σημερινοί εν ζωή άνθρωποι προέρχονται από ένα άτομο (ή από ένα ζευγάρι) που έζησε περίπου 7.500 χρόνια πριν.

Καταρχήν, στο σύνολο «όλοι οι εν ζωή άνθρωποι» περιλαμβάνονται και οι Αβορίγινες της Αυστραλίας, όπως και οι Παπούα της Νέας Γουϊνέας. Οι άνθρωποι αυτοί ήρθαν σε επαφή με τους υπόλοιπους (τους “Δυτικούς”, δηλαδή Ευρωπαίους θαλασσοπόρους) πολύ πρόσφατα, λιγότερο από δύο αιώνες πριν. Και όμως, έχουν ζήσει στην Αυστραλία και τη Νέα Γουϊνέα επί περίπου 50.000 ή και 60.000 χρόνια, χωρίς εντωμεταξύ να έχουν επαφή με τον υπόλοιπο κόσμο. Οι χρονολογήσεις αυτές προκύπτουν από πλήθος δεδομένων: από λίθινα και οστέινα εργαλεία, από ζωγραφικές αναπαραστάσεις σε βράχους, αλλά ακόμα και από την εξαφάνιση μεγάλων θηλαστικών της Αυστραλίας (των γιγάντιων καγκουρό), που συμπίπτει χρονικά με την εμφάνιση των πρώτων ανθρώπων στην ήπειρο αυτή: περίπου 50.000 χρόνια πριν. Πώς είναι δυνατό λοιπόν να προερχόμαστε όλοι οι άνθρωποι από ένα ή δύο άτομα που έζησαν 7.500 χρόνια πριν, στη Μεσοποταμία;

Δεύτερο, όπως ήδη αναφέρθηκε, έρευνες ([1], [2], [3]) μέσω γονιδιακής ανάλυσης συμπεραίνουν ότι καθώς το προγονικό μας είδος Homo erectus εξελισσόταν σταδιακά (στην περιοχή της Ανατολικής Αφρικής) στο είδος που αποτελούμε τώρα, το Homo sapiens, ο πληθυσμός αυτών των εξελισσόμενων ανθρώπων δεν έπεσε ποτέ κάτω από τα 10.000 άτομα.

Τρίτο, πλήθος (και μάλιστα εξαιρετικά μεγάλο) παλαιοντολογικών ευρημάτων καταδεικνύουν ότι το είδος μας εξελίχθηκε στην Ανατολική Αφρική (περιοχές σημερινής Αιθιοπίας, Κένυας, Ουγκάντας, Τανζανίας, κ.ά.) σε εποχή μεταξύ 150.000 και 200.000 χρόνια πριν, και σταδιακά εξαπλώθηκε στις άλλες ηπείρους. Οι ενδείξεις αυτές από τα απολιθώματα είναι ανεξάρτητες της ανάλυσης μέσω DNA, και επειδή καταλήγουν στο ίδιο χρονικό διάστημα, αποκτούν ιδιαίτερο βάρος — πολύ μεγαλύτερο από αυτό που θα είχαν αν ήταν οι μοναδικές ενδείξεις για τη χρονολόγηση αυτή.

Υπάρχουν περισσότερα, αλλά δεν θέλουμε να κουράσουμε τον αναγνώστη. Απλώς επιθυμούμε να υπογραμμίσουμε το γεγονός ότι η πλέον των εκατό χιλιάδων ετών συνεχής ύπαρξη του είδους μας, Homo sapiens, στοιχειοθετείται από τόσο συντριπτικό όγκο ενδείξεων και δεδομένων, που η επιμονή ότι όλοι καταγόμαστε από ένα άτομο ή ζευγάρι ατόμων που έζησαν μόλις μερικές χιλιάδες χρόνια πριν καταντά παιδαριώδης, αν όχι γραφική. Είναι κουτό να κλείνουμε τα μάτια και τα αυτιά στις επιστημονικές ενδείξεις, και ακόμα χειρότερα, να προσδενόμαστε στη μία και μοναδική — αλλά δυστυχώς παρωχημένη — ένδειξη που περιστασιακά μοιάζει να υποστηρίζει τις προαποφασισμένες απόψεις μας, αγνοώντας οτιδήποτε νεότερο επειδή “δεν μας συμφέρει”.

Είναι βεβαίως αξιέπαινο για κάποιον Χριστιανό να αναζητά στην επιστήμη, στηρίγματα και επαληθεύσεις για τη Χριστιανική μας πίστη. Μια τέτοια έρευνα όμως, οφείλει να στηρίζεται στην αξιοπιστία και στη σοβαρότητα. Γιατί οποιαδήποτε ιδεολογικής αιτίας παραποίηση τών δεδομένων, μόνο και μόνο για να ταιριάζουν στις από πριν προκαθορισμένες απόψεις μας, οδηγούν συχνά σε ατοπήματα, παραποιήσεις και τελικά σκανδαλισμό συνειδήσεων, και αποπροσανατολισμό τών ανθρώπων από την πραγματικότητα.

Ο Αδάμ και η Εύα υπήρξαν πράγματι, ως αληθινά πρόσωπα, που όμως έζησαν όχι στην Αφρική, (όπως ισχυρίζεται εδώ ο Κ.Β., συγγραφέας τού εν λόγω άρθρου), αλλά όπως ακριβώς λέει η Αγία Γραφή, στη Μεσοποταμία, πριν από 7.500 χρόνια. Ας μένουμε λοιπόν ως Ορθόδοξοι Χριστιανοί στα γεγραμμένα, με εμπιστοσύνη στη Θεόπνευστη και αποκεκαλυμμένη από τον Θεό στον Μωυσή Γένεση, και ας μην εισάγουμε αλλοιώσεις, ούτε στην ιστορική πραγματικότητα τής Γενέσεως, αλλά ούτε στην επιστημονική πραγματικότητα.

Στο παρελθόν, από αυτό τον ιστότοπο, έχουμε παρουσιάσει αρκετά στοιχεία για τη Μιτοχονδριακή Εύα, αλλά και για τον Μιτοχονδριακό Αδάμ. Σε άλλο άρθρο μας όμως, θα πούμε περισσότερα για τη Μιτοχονδριακή Εύα και την πραγματική σημασία της...



ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ

1. Ayala F. J. (1995). “The myth of Eve: Molecular Biology and Human Origins.” Science 270, 1930–1936.

2. Xiong W. J. et al. (1991). “No severe bottleneck during human evolution; evidence from two apolipoprotein C II alleles.” American Journal of Human Genetics, 48, 383–389.

3. Rogers, A. R. and L. B. Jorde (1995). “Genetic evidence on the origin of modern humans.” Human Biology, 67, 1–36.

4. Parsons T. J., Muniec D.S., and K. Sullivan (1997). “A high observed substitution rate in the human mitochondrial control region.” Nature Genetics 15, 363–368.

5. Ingman Μ. et al. (1999). “Mitochondrial genome variation and the origin of modern humans.” Nature 408, 708–713.

6. Hasegawa M., Cao Y., and Yang Z. (1998). “Preponderance of Slightly Deleterious Polymorphisms in Mitochondrial DNA: Nonsynonymous/Synonymous Rate Ratio is Much Higher within Species than Between Species.” Molecular Biology and Evolution 15, 1499–1505.

7. Cann R.L., Stoneking M., and A. C. Wilson (1987). “Mitochondrial DNA and Human Evolution.” Nature 325 31–36.
Απάντηση με παράθεση