Όταν ο Αλκίνοος Ιωαννίδης τραγουδά για τον Έντγκαρ Άλαν Πόε..
λέει..
Φωτογραφία στον τοίχο,
κραυγή με δίχως ηχο.
Κοράκι πεθαμένο,
σοκάκι στοιχιωμένο.
Τα μάτια του δυο δρόμοι
κι όσο κοιτάει νυχτώνει.
Καταμαυρη θητεία,
κλεμένη αμαρτία.
Φωνή και δυναμώνει,
ο χρονος που τελειώνει.
Γιορτή που αγριεύει.
Δωμάτιο που στενεύει.
Τη σκοτεινή τη μαύρη σου
την όψη χάρησέ μου
κι αν δεν την αγαπήσω
πώς θες να τη νικήσω;
Με τις φωνές που άκουγες
στον ύπνο μιλησέ μου
Καταραμένε φίλε μου
κι Άγιε αδελφέ μου.
Σ'ένα σκυλί πνιγμένο
το μυστικό κρυμμένο.
Δυο λίρες η αλήθεια
και τρεις τα παραμύθια.
Εφιάλτες τα όνειρά του
μηνύματα θανάτου.
Δυο μαύρα περιστέρια
του μάτωσαν τα χέρια.
Αίμα και τα γραφτά του
μα πότησαν κρυφά του
της ομορφιάς τη γλάστρα
για να φυτρώσουν τ'άστρα.
Τη σκοτεινη τη μαύρη σου
την όψη χαρισέ μου
κι αν δεν την αγαπήσω
πώς θες να τη νικήσω;
Με τις φωνές που άκουγες
στον ύπνο μιλησε μου
Καταραμένε φίλε μου
κι Άγιε αδελφε μου.