Εμφάνιση ενός μόνο μηνύματος
  #8  
Παλιά 16-03-12, 08:46
Το avatar του χρήστη fantasy
fantasy Ο χρήστης fantasy δεν είναι συνδεδεμένος
Senior Member
 
Εγγραφή: 09-12-2011
Μηνύματα: 797
Προεπιλογή

Κεφάλαιο 10: Ο βιασμός

Η Παυλίνα χωρίς να πει τίποτα άλλο ακολούθησε την Μαρκέλλα έξω από τον αχυρώνα, αλλά ο Τρύφωνας ήταν αμετακίνητος βράχος. Έμεινε στη θέση του. Δεν έτρεξε όπως ο Ισίδωρος πίσω της να την ακολουθήσει.
- Όπως έστρωσε ας κοιμηθεί. Αυτή έφυγε, αυτή να ξαναγυρίσει.
Δεν ήθελε να ρίξει τα μούτρα του και να την κυνηγήσει, ενώ ο Ισίδωρος την παρακαλούσε να τον συγχωρήσει. Ο Τρύφωνας είχε άλλες απόψεις ήξερε ότι χωρίς αυτόν δεν κάνει και ότι τον αγαπά και μόνη της θα τον παρακαλέσει να γυρίσει πίσω. Το έχει ξανακάνει πολλές φορές. . Τελικά, απ’ αλλού το περιμένανε, απ’ αλλού τους ήρθε. Η Μαρκέλλα τα ξανάφτιαξε με τον Ισίδωρο, μετά από μια δύσκολη στιγμή, που εκείνος δημιούργησε με τη στάση του. Η Παυλίνα δεν μπόρεσε να διανοηθεί πως ο Τρύφωνας της φέρθηκε ελεεινά. Όλοι λέγανε σκληρό τον Ισίδωρο, άλλος αποδείχθηκε σκληρός. Οι άλλοι τον μάλωναν, δεν ανησυχεί;
Η Παυλίνα περπατούσε μόνη σε έναν άγνωστο δρόμο, απομακρύνθηκε αρκετά. Βρέθηκε σε ένα καφενείο που είχε και ποτό, οι θαμώνες ήταν μόνο άνδρες και κάθισε σε ένα απόμερο τραπεζάκι. Ζήτησε από τον καφετζή- ταβερνιάρη να πιει αλκοόλ, πολύ αλκοόλ απόψε. Να μεθύσει για να ξεχάσει. Να ξεχάσει την απονιά αυτού που την πλήγωσε. Οι άνδρες την έβλεπαν με πάθος και έτριβαν τα μουστάκια τους από ικανοποίηση. Λάμπανε τα μάτια τους. Τους φάνηκε πολύ όμορφη. Ένας απ’ αυτούς την πλησίασε και της μιλούσε χυδαία, όλοι μαζί μετά της μιλούσαν και την πλησίαζαν ερωτικά. Φοβήθηκε πολύ. Πρώτη φορά στη ζωή της ένιωσε τόσες ανάσες μαζεμένες να την πλησιάζουν σαν πεινασμένοι και να ζητάνε σαν λυσσασμένα όρνια το κορμί της και εκείνη ήθελε να κλάψει. Δεν μπόρεσε να ξεφύγει. Μαζί μ’ αυτούς μπήκε στο χορό και ο μαγαζάτορας. Εκείνος ήταν χειρότερος, γιατί προχώρησε και σε φιλιά στο λαιμό. Μακάρι αυτό να ήταν ένας εφιάλτης και να ξυπνούσε. Ένας μεθυσμένος την άρπαξε από το μαλλί και οι άλλοι γελούσαν και ένας απ’ αυτούς άρχισε να γλείφει και να ρουφά τα χείλη της κι εκείνη δεν μπορούσε να αντισταθεί κι έκλεινε τα μάτια γεμάτη από αηδία και φόβο. Ο φόβος έγινε οργή και ντροπή όταν της έβγαλε το φόρεμα μέχρι την κοιλιά και ελευθέρωσε τα στήθη της και προχώρησε μέχρι την κοιλιά. Ένιωθε τόσο ικανοποιημένος μ’ αυτό που έκανε που ζητούσε κι από τους άλλους να πάρουν μεζέ Όλοι μαζί άρχισαν να την φιλάνε. Στο τέλος κόσμος μαζεύτηκε έξω από το μαγαζί και ζητούσε να μπει μέσα να δοκιμάσει.
Εκείνη πάλευε με όλες τις δυνάμεις να ξεφύγει και ένιωσε ανήμπορη μπροστά σε τόσα διψασμένα ανδρικά βλέμματα, φιλιά και χάδια. Η ανάσα τους μύριζε αλκοόλ.

Κεφάλαιο 11: Το κακό προαίσθημα του Τρύφωνα

Οι φίλοι της ανησύχησαν και την έψαχναν. Ειδικά ο Τρύφωνας είχε αρχίσει να ανησυχεί.
- Νόμιζα ότι το έκανε γι’ αστείο. Εντάξει με έπιασε το μανιάτικο. Ήθελα να γίνει το δικό μου. Πού να βρίσκεται; Θεέ μου φύλαξε την! Έσφαλα το ξέρω, μακάρι να είναι καλά!
- Τι γίνεται εκεί; Σ’ εκείνο το καφενείο γιατί ουρλιάζουν;
- Πάμε να δούμε.
- Δεν μας αφορά.
- Έχω ένα κακό προαίσθημα, πρέπει να πάω. Είπε ο Τρύφωνας
- Αφού επιμένεις, πάμε.
Όταν έφτασε εκεί είδε την αγαπημένη του μισόγυμνη να κλαίει με αναφιλητά και άρχισε κι εκείνος να κλαίει. Έδιωξε όσους ήταν έξω από το μαγαζί. Έτρεξε όσο πιο γρήγορα μπορούσε κι έγινε μαινόμενος ταύρος. Την άρπαξε από τα χέρια τους και την πήγε μισόγυμνη έξω από το μαγαζί πολύ γρήγορα με ορμή, μαζί με τους φίλους του. Οι φίλοι του την βοήθησαν να ντυθεί. Ο Τρύφωνας άρχισε με οργή την προσπάθεια να ξαπλώσει κάτω όσους την παρενόχλησαν, δηλαδή όλους, και όλοι ήταν τόσο ζαλισμένοι από τα βίαια χτυπήματα που ήταν εύστοχα. Τους είχε ρίξει νοκ άουτ, γιατί ήξερε από πολεμικές τέχνες, κάτι που εκείνη την εποχή δεν ήταν εντελώς γνωστό ακόμη σε όλα τα κοινωνικά στρώματα και δεν μπόρεσαν να αντιδράσουν. Μάλιστα, ήταν και μεθυσμένοι. Αυτό άργησε αρκετά να γίνει, γιατί η φουστανέλα που φορούσε ο Τρύφωνας ήταν αρκετά άβολη. Τότε είπε στον καφετζή που δεν ήταν πολύ μεθυσμένος και συνήρθε πρώτος.
- Πειράξατε την γυναίκα π’ αγαπώ. Σας δίνω μια κατάρα. Καταριέμαι εσάς και την πόλη σας σήμερα, αφού είναι ξημερώματα με μεγάλη θύελλα να αφανιστείτε και να γκρεμιστεί το καφενείο σας.
Αυτός μιλούσε τη δημοτική, αλλά μιλούσε γρήγορα και η διάλεκτος αυτή των νέων Ελληνικών τους φάνηκε άγνωστη. Μερικές λέξεις όμως τις κατάλαβαν.
Εκείνοι αδύναμοι άρχισαν να συνέρχονται, αλλά από τους πόνους που είχαν στο κορμί δεν μπόρεσαν να σηκωθούν και από τη ζάλη τους δεν πονηρεύτηκαν να σκεφτούν ότι δεν είναι σαν κι αυτούς, αλλά χρονοταξιδιώτες που ήρθαν από το μέλλον.

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
__________________

* Ερχόμαστε από μια σκοτεινή άβυσσο· καταλήγουμε σε μια σκοτεινή άβυσσο· το μεταξύ φωτεινό διάστημα το λέμε Ζωή. Καζαντζάκης.