Εμφάνιση ενός μόνο μηνύματος
  #40  
Παλιά 14-09-13, 20:14
Το avatar του χρήστη Marsia
Marsia Ο χρήστης Marsia δεν είναι συνδεδεμένος
Senior Member
 
Εγγραφή: 21-06-2011
Μηνύματα: 188
Προεπιλογή

Παράθεση:
Αρχική Δημοσίευση από Bluecode Εμφάνιση μηνυμάτων
Μια ιστορία που έχω ακούσει προσωπικά. Κατάγομαι απο την Σκιάθο. Πριν απο χρόνια η γιαγια μου μου είχε διηγηθεί μια ιστορία σχετικά με ενα φαινομενο βρυκόλακα στην Σκιάθο.
Ειχε δικαιολογήσει το φαινόμενο γιατί σε κάποιον που είχε πεθάνει ο παπάς δεν του είχε ρίξει λάδι κατα την νεκρόσιμη ακολουθία. Ο νεκρός αυτό λοιπόν είχε γίνει βρυκόλακας. Εβγαινε από τον τάφο κλπ. Δεν μπορώ να θυμηθώ αν μου είχε πει να επιτίθεται σε ανθρώπους για αίμα κλπ.
Η κατάληξη της ιστορίας είναι, απ' ότι θυμάμαι, πως οι χωριανοί παραφυλάξαν για το πότε ο βρυκόλακας θα μπει μέσα στον τάφο του. Οταν έγινε αυτό του έριξαν αγιασμένο λάδι και δεν ξανασηκώθηκε.
Είναι άγνωστο από ποσο παλιά έρχεται αυτή η ιστορία.
Νομίζω ότι αυτή η ιστορία -με όλες τις παραλλαγές της- είναι ο πιο κλασικός ελληνικός θρύλος σχετικά με τη δημιουργία βρυκολάκων. Όταν ήμουν μικρή η γιαγιά μου μου είπε την ίδια ιστορία ελαφρώς παραλλαγμένη -επρόκειτο για έναν Τούρκο σε ελληνικό χωριό της Μικράς Ασίας(ή του Πόντου, θα σε γελάσω τώρα), ο οποίος επειδή θάφτηκε όπως ήταν όταν πέθανε βρυκολάκιασε και τα βράδια σηκωνόταν από τον τάφο του και -αν δεν κάνω λάθος- τριγυρνούσε γύρω από το παλιό του σπίτι. Τώρα αν θυμάμαι καλά, η ιστορία τελειώνει έχοντας πάρει είδηση στο χωριό ότι βρυκολάκιασε και τελικά θάφτηκε και διαβάστηκε με τη χριστιανική τελετή, την οποία τέλεσε ο παπάς του χωριού.
Ο νεκρός έπαιρνε μάλιστα τη μορφή σκύλου, κάτι που με εξέπληξε όταν είδα -στη βικιπαιδεια- ότι συμβαίνει και σε άλλους θρύλους βρυκολάκων.

Παράθεση:
Οι βρυκόλακες (ενίοτε "βρικόλακες") είναι δημιουργήματα της λαϊκής φαντασίας, τα οποία στην ελληνική και χριστιανορθόδοξη παράδοση έχουν ποικίλα χαρακτηριστικά. Κατά τις διάφορες δοξασίες πρόκειται για σώματα νεκρών που για κάποιες αιτίες εξέρχονται από τους τάφους τη νύκτα και μπορούν να πάρουν διάφορες μορφές ζώων, ιδιαίτερα κατοικίδιων πχ σκύλου ή κατσικιού με απώτερο σκοπό να φοβίσουν ή να ενοχλήσουν τους ζωντανούς συγγενείς τους ή και ξένους, περιφερόμενοι στους χώρους που διαβιούσαν. Έτσι συνδέονται άμεσα με το κακό και τον Σατανά. Σε κάποιες περιοχές λέγονται "καταχανάδες" ή "τυμπανιαίοι" γιατί είναι φουσκωμένοι από το αίμα των ανθρώπων που έχουν πιεί. Τρέφονται με αίμα, αλλά και γάλα ή αλεύρι, μαγαρίζουν (λερώνουν) το σπίτι συγγενικών τους προσώπων και σκοτώνουν πρώτα τους συγγενείς τους. Δεν τους επηρεάζει ο ήλιος, αλλά φοβούνται τα Θεία και, κατά κάποιες ελληνικές παραδόσεις, η μόνη ημέρα που γυρίζουν στον τάφο τους είναι το Σάββατο ή η Κυριακή. Δεν μπορούν να διασχίσουν νερό, ειδικά θαλασσινό
Το πόσο καταλυτικά έδρασαν στη λαϊκή φαντασία και το πόσο διείσδυσαν στο λαϊκό πολιτισμό είναι ολοφάνερο από τις πολλές εμφανίσεις τους στη λογοτεχνία.

Παράθεση:
Οι περί βρυκολάκων δοξασίες ενέπνευσαν και μεγάλους ποιητές διαφόρων χωρών καθώς και άγνωστους δημιουργούς δημοτικών τραγουδιών. Ο Γκαίτε έγραψε σχετική μπαλάντα με τον τίτλο "Ερλ Καίνιχ" που μεταφράστηκε και στην ελληνική. Με τον τίτλο "Βρυκόλακες" φέρεται επίσης ένα δράμα του Ίψεν. Στην ελληνική ποίηση το θέμα του βρυκόλακα εκμεταλλεύτηκε αριστοτεχνικά ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης στο ποίημά του "Θανάσης Βάγιας".
Στοιχεία Βρυκόλακα εμπεριέχει και το βιβλίο "Το Φάντασμα" του Γρηγορίου Ξενόπουλου (Γρηγόριος Ξενόπουλος), το οποίο βασίζεται σε μια ιστορία που διαδραματίστηκε το ΙΗ΄αιώνα στη Βενετοκρατούμενη Ζάκυνθο. Η τραγική ηρωίδα βασανίζεται από τον νεκρό αρραβωνιαστικό της και αναγκάζεται παρανόμως να τον ξεθάψει, ανακαλύπτοντας το πτώμα άλιωτο.[10]
Ηθογραφική τραγωδία με θέμα και τίτλο "Ο Βρυκόλακας" έχει γράψει ο Αργύρης Εφταλιώτης, καθώς και ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου το δράμα "Ο όρκος του πεθαμένου" με υπόθεση από το γνωστό δημοτικό τραγούδι "Ο Κωνσταντής" που βρυκολάκιασε προκειμένου να φέρει την αδελφή του Αρετή, από τα ξένα, στη μητέρα του όπως της είχε υποσχεθεί καθόσον ζούσε.
Αλλά και στα δημοτικά τραγούδια(που μια ολόκληρη κατηγορία τους σχετίζεται με το θάνατο), όπως το πασίγνωστο τραγούδι "του νεκρού αδελφού", όπου ούτε λίγο ούτε πολύ περιγράφεται η ιστορία του νεκρού που σηκώθηκε από τον τάφο εξαιτίας της κατάρας της μάνας του(καθώς αυτός πέθανε κι έτσι δεν τήρησε την υπόσχεση που της έδωσε). Κάπως έτσι, ξεκίνησε να πάει στα ξένα να φέρει την αδελφή του. Στο δρόμο τα πουλιά(σχεδόν πάντα συναντάμε ζώα με ανθρώπινη λαλιά και ανθρώπινα χαρακτηριστικά) κελαηδούν για τον νεκρό που καλπάζει πάνω στο άλογο του με μια ζωντανή κοπέλα. Η αδελφή του τον ρωτάει για τη νεκρική όψη του και γι' αυτά που λεν τα πουλάκια, αλλά αυτός της λέει ψέματα για να μην τρομάξει.

Παράθεση:
Του νεκρού αδελφού
Μάνα με τους εννιά σου γιους και με τη μια σου κόρη,
την κόρη τη μονάκριβη την πολυαγαπημένη,
την είχες δώδεκα χρονώ κι ήλιος δε σου την είδε!
Στα σκοτεινά την έλουζε, στ' άφεγγα τη χτενίζει,
στ' άστρι και τον αυγερινό έπλεκε τα μαλλιά της.
Προξενητάδες ήρθανε από τη Βαβυλώνα,
να πάρουνε την Αρετή πολύ μακριά στα ξένα.
Οι οχτώ αδερφοί δε θέλουνε κι ο Κωσταντίνος θέλει.
«Μάνα μου, κι ας τη δώσομε την Αρετή στα ξένα,
στα ξένα κει που περπατώ, στα ξένα που πηγαίνω,
αν πάμ' εμείς στην ξενιτιά, ξένοι να μην περνούμε.
- Φρόνιμος είσαι, Κωσταντή, μ' άσκημα απιλογήθης.
Κι α μόρτει, γιε μου, θάνατος, κι α μόρτει, γιε μου, αρρώστια,
κι αν τύχει πίκρα γή χαρά, ποιος πάει να μου τη φέρει;
- Βάλλω τον ουρανό κριτή και τους αγιούς μαρτύρους,
αν τύχει κι έρτει θάνατος, αν τύχει κι έρτει αρρώστια,
αν τύχει πίκρα γή χαρά, εγώ να σου τη φέρω».

Και σαν την επαντρέψανε την Αρετή στα ξένα,
κι εμπήκε χρόνος δίσεχτος και μήνες οργισμένοι
κι έπεσε το θανατικό, κι οι εννιά αδερφοί πεθάναν,
βρέθηκε η μάνα μοναχή σαν καλαμιά στον κάμπο.
Σ' όλα τα μνήματα έκλαιγε, σ' όλα μοιρολογιόταν,
στου Κωσταντίνου το μνημειό ανέσπα τα μαλλιά της.
«Ανάθεμά σε, Κωσταντή, και μυριανάθεμά σε,
οπού μου την εξόριζες την Αρετή στα ξένα!
το τάξιμο που μου 'ταξες, πότε θα μου το κάμεις;
Τον ουρανό 'βαλες κριτή και τους αγιούς μαρτύρους,
αν τύχει πίκρα γή χαρά, να πας να μου τη φέρεις».
Από το μυριανάθεμα και τη βαριά κατάρα,
η γης αναταράχτηκε κι ο Κωσταντής εβγήκε.
Κάνει το σύγνεφο άλογο και τ' άστρο χαλινάρι,
και το φεγγάρι συντροφιά και πάει να της τη φέρει.

Παίρνει τα όρη πίσω του και τα βουνά μπροστά του.
Βρίσκει την κι εχτενίζουνταν όξου στο φεγγαράκι.
Από μακριά τη χαιρετά κι από κοντά της λέγει:
«Άιντε, αδερφή, να φύγομε, στη μάνα μας να πάμε.
- Αλίμονο, αδερφάκι μου, και τι είναι τούτη η ώρα;
Αν ίσως κι είναι για χαρά, να στολιστώ και να 'ρθω,
κι αν είναι πίκρα, πες μου το, να βάλω μαύρα να 'ρθω.
- Έλα, Αρετή, στο σπίτι μας, κι ας είσαι όπως και αν είσαι».
- Κοντολυγίζει τ' άλογο και πίσω την καθίζει.

Στη στράτα που διαβαίνανε πουλάκια κιλαηδούσαν,
δεν κιλαηδούσαν σαν πουλιά, μήτε σαν χελιδόνια,
μόν' κιλαηδούσαν κι έλεγαν ανθρωπινή ομιλία:
«Ποιος είδε κόρην όμορφη να σέρνει ο πεθαμένος!
- Άκουσες, Κωσταντίνε μου, τι λένε τα πουλάκια;
- Πουλάκια είναι κι ας κιλαηδούν, πουλάκια είναι κι ας λένε».
Και παρεκεί που πάγαιναν κι άλλα πουλιά τούς λένε:
«Δεν είναι κρίμα κι άδικο, παράξενο μεγάλο,
να περπατούν οι ζωντανοί με τους απεθαμένους!
- Άκουσες, Κωσταντίνε μου, τι λένε τα πουλάκια;
πως περπατούν οι ζωντανοί με τους απεθαμένους.
- Απρίλης είναι και λαλούν και Μάης και φωλεύουν.
- Φοβούμαι σ', αδερφάκι μου, και λιβανιές μυρίζεις.
- Εχτές βραδίς επήγαμε πέρα στον Αί-Γιάννη,
κι εθύμιασέ μας ο παπάς με περισσό λιβάνι».
Και παρεμπρός που πήγανε, κι άλλα πουλιά τούς λένε:
«Για ιδές θάμα κι αντίθαμα που γίνεται στον κόσμο,
τέτοια πανώρια λυγερή να σέρνει ο πεθαμένος!»
Τ' άκουσε πάλι η Αρετή κι εράγισε η καρδιά της.
«Άκουσες, Κωσταντάκη μου, τι λένε τα πουλάκια;
- Άφησ', Αρέτω, τα πουλιά κι ό,τι κι α θέλ' ας λέγουν.
- Πες μου, πού είναι τα κάλλη σου, και πού είν' η λεβεντιά σου,
και τα ξανθά σου τα μαλλιά και τ' όμορφο μουστάκι;
- Έχω καιρό π' αρρώστησα και πέσαν τα μαλλιά μου».

Αυτού σιμά, αυτού κοντά στην εκκλησιά πρoφτάνoυν.
Βαριά χτυπά τ' αλόγου του κι απ' εμπροστά της χάθη.
Κι ακούει την πλάκα και βροντά, το χώμα και βοΐζει.
Κινάει και πάει η Αρετή στο σπίτι μοναχή της.
Βλέπει τους κήπους της γυμνούς, τα δέντρα μαραμένα
βλέπει το μπάλσαμο ξερό, το καρυοφύλλι μαύρο,
βλέπει μπροστά στην πόρτα της χορτάρια φυτρωμένα.
Βρίσκει την πόρτα σφαλιστή και τα κλειδιά παρμένα,
και τα σπιτοπαράθυρα σφιχτά μανταλωμένα.
Κτυπά την πόρτα δυνατά, τα παραθύρια τρίζουν.
«Αν είσαι φίλος διάβαινε, κι αν είσαι εχτρός μου φύγε,
κι αν είσαι ο Πικροχάροντας, άλλα παιδιά δεν έχω,
κι η δόλια η Αρετούλα μου λείπει μακριά στα ξένα.
- Σήκω, μανούλα μου, άνοιξε, σήκω, γλυκιά μου μάνα.
- Ποιος είν' αυτός που μου χτυπάει και με φωνάζει μάνα;
- Άνοιξε, μάνα μου, άνοιξε κι εγώ είμαι η Αρετή σου».

Κατέβηκε, αγκαλιάστηκαν κι απέθαναν κι οι δύο.
Εντύπωση προκαλεί η σκηνή μόλις φτάνουν στην εκκλησία. Ο Κωνσταντής χάνεται ξαφνικά από προσώπου γης και ακολουθεί μια σπουδαία ηχητική εικόνα για την ταφόπλακα που βροντά καθώς κλείνει πίσω του και το χώμα που βουίζει(παρόμοια με την εικόνα της στιγμής που βγήκε από τον τάφο). Τώρα αυτή η επιστροφή στο τάφο θα μπορούσε να εξηγηθεί με αρκετούς τρόπους που σχετίζονται με τις δοξασίες περί βρυκολάκων. Όπως ότι μόλις πάτησε τα αγιασμένα χώματα επέστρεψε κατευθείαν στον τάφο ή ακόμη και να υποθέσουμε πως ξημέρωσε και δε μπορούσε να καθίσει στον ήλιο. Το πιο πιθανό, βέβαια, είναι ότι από τη στιγμή που πραγματοποίησε την υπόσχεση του έπαψε να ισχύει η κατάρα της μάνας και μπόρεσε πλέον να αναπαυθεί στον τάφο του.
__________________
Για να δεις το ουράνιο τόξο, πρέπει να αντέξεις την καταιγίδα...

Η αγωνία της ψυχής μου βρήκε διέξοδο σε μια δυνατή, μακριά και τελική κραυγή απελπισίας - Edgar Allan Poe

Τὸ ξέρω πὼς καθένας μοναχὸς πορεύεται στὸν ἔρωτα, μοναχὸς στὴ δόξα καὶ στὸ θάνατο. Τὸ ξέρω. Τὸ δοκίμασα. Δὲν ὠφελεῖ. Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου - Η Σονάτα του Σεληνόφωτος
Απάντηση με παράθεση