Εμφάνιση ενός μόνο μηνύματος
  #27  
Παλιά 22-04-07, 16:05
Το avatar του χρήστη Litsa
Litsa Ο χρήστης Litsa δεν είναι συνδεδεμένος
Senior Member
 
Εγγραφή: 25-01-2006
Περιοχή: ολούθε
Μηνύματα: 2.315
Προεπιλογή

ΤΑΝΤΑΛΟΣ

Πάνω από τα μάγουλα του Ταντάλου ήτουνε πολλά γένια και φαβορίτες και
μουστάκια και ανάμεσα στα μουστάκια του κάπου κάπου έβλεπες ένα στόμα
να ανοιγοκλείνει άμα μάσαγε. Κάτω απ τα μούσια είχε ένα σκληρόπετσο δέρμα
και κάτου απ το δέρμα φλέβες με καυτό αίμα και το αίμα κύλαγε και πήγαινε στο
μυαλό του και σκεφτότανε όλο ατιμίες και ανωμαλίες και πώς να κονομήσει και
πώς να σε ξεγελάσει και πώς να τα έχει καλά με τον Δία. Και μαχαίρι είχε και
σπαθί είχε και απ’ όλα είχε αλλά ήταν σκάρτος άντρας. Τσογλαναράς μεγάλος

Έξυσε που λέτε την γενειάδα του ο Τάνταλος, έριξε μια περίεργη ματιά στους
μεζέδες στο τραπέζι, και στα ποτά απάνου στον Όλυμπο που τον είχανε καλεσμένο
στο συμπόσιο. Μετά κοίταξε πονηρά τους υπόλοιπους θεούς και ημίθεους γύρω γύρω
απ το τραπέζι, που άλλοι κρασοπίνανε, άλλοι γελάγανε, ο Άρης, ο θεός του πολέμου,
έστελνε φιλάκια με πολύ πάθος και έκλεινε το μάτι στην Αφροδίτη, στην θεά του έρωτα
και του κρεβατιού, η Αφροδίτη πάλι απέναντι βάσταγε το χέρι του Ήφαιστου και
ντρεπότανε και δε μίλαγε, ο Ήφαιστος, ο θεός της δουλειάς και της προκοπής όλο
κοίταγε υποψιασμένος, ο Ερμής, ο θεός της κλεψιάς και του εμπορίου, έπαιζε με το
κηρύκειό του, η Ήρα η θεά της κρεβατομουρμούρας, σκυλοβαριότανε και ήθελε να
πάει για ύπνο και όλο έβριζε από μέσα της «τον κακό χρόνο νάχουνε ούλοι τους»,
ο Ποσειδώνας έκανε τα γούστα του με την τρίαινα και έλεγε ιστορίες για αγριεμένες
θάλασσες με κύματα υψωμένα σαν βουνά και πιβάτες στα παλιοπάπορα που κάναν’
εμετό και αυτός τους έκανε χάζι και γέλαγε. Ο Απόλλωνας, ο θεός της μουσικής και
του μυστηρίου, έπαιζε με την λύρα του ένα πυρρίχιο και ο Δίας "κάρφωνε" με τα μάτια
και ζαχάρωνε την κυρία Ιξίωνος και λογάριαζε πότε να την απαφτώσει . . .
και πολύς άλλος κόσμος ήτουνε, υψηλή κοινωνία λέμε ανακατεμένοι με θεούς και
ημίθεους και άλλα τέτοια πολλά και το παλάτι σε αναγεννησιακό ρυθμό και οι τουαλέτες
με χρυσές χέστρες μέσα και κρεμαστοί κήποι και σιντριβάνια και να το νέκταρ να ο
καμπανίτης να τα χαβιάρια να τα ξωτικά φρούτα να τα σούσια και χορός , πολύ χορός.
Και απόξω απ το παλάτι, κάτω στους πρόποδες του Ολύμπου, ο κοσμάκης. . . έτρεχε
και πολεμούσε να επιβιώσει και βλαστήμαγε την τύχη του. Άλλοι στα χωράφια να
σκάβουν, άλλοι στις κοδομές να χτίζουν και να κουβαλάνε πέτρες, άλλοι ψαράδες να
θαλασσοπνίγονται, τα δάση γεμάτα τσοπαναραίους, οι φουρναραίοι κλαίγανε για τα
απούλητα ψωμιά . . . που και που κανένας σοβαρός κουστουμάτος με γραβάτα και με
το βαλιτσάκι του ανά χείρας.
Επάγγελμα ; Συνήθως απροσδιόριστο. Άμα δε καταλάβεις ρε παιδάκι μου με την πρώτη
τι δουλειά κάνει ο άλλος, άστα και βράστα. Κανένας διανοούμενος θα είναι που γράφει
έργατα στον ελεύθερο χρόνο του (ολημερίς και ολονυχτίς) και στο βαλιτσάκι το πιθανότερο
να έχει τσαλακωμένα τα θεατρικά έργατά του που δε συγκινούν τους σκηνοθέτες ούτε
παραγωγούς και ούτε την πρώτη σελίδα δεν αντέχουνε να διαβάσουνε και τον διαολοστέλνουνε
και δεν του τα παίρνει κανείς. . . και άλλα τέτοια.

Και ξαναγυρίζουμε στην δεξίωση στον Όλυμπο

Έβγαλε λοιπόν που λέτε ο Τάνταλος και ένα πούρο από τη τσέπη του και είπε στο Δία
- Μπορώ να σας προσφέρω ένα ;
- Μερσί, αλλά θέλω να το κόψω
- Μα είναι τα καλύτερα πούρα Δία μου, Αβάνας .
- Όχι σου λέω. . . να πιω θέλω. . . βάλε μια φωνή του Γανυμήδη ρε c.
- Γανυμήδηηηηη (φωνάζει ο Τάνταλος με μια πονηρή ματιά)
- Έφτασεεεεεε (τρέχει ο Γανυμήδης με ένα παράξενο χαμόγελο. . . )
- Φέρε μια ρετσίνα ρε c να φύγει η αλμύρα απ τη ρέγκα . . . και σβέλτα
- Μάστα, τρέχω . . . (και τραγούδαγε κιόλας το παιδί "η πιο καλή γκαρσόνα είμαι γωωωω" και τέτοια)

Ο Τάνταλος ήταν και πολύ μεγάλος τσογλαναράς και σκάρτος άντρας και διαρκώς χωμένος στα
διαπλεκόμενα. Είχε δύο παιδιά, τον Πέλοπα που μιλήσαμε σε προηγούμενο ποστ και την Νιόβη
αλλά ήταν και ο νούμερο1 μαϊντανός στον Όλυμπο. Όλο έβρισκε αφορμές και πήγαινε στα τραπέζια
και στα γλέντια καλεσμένος ακάλεστος και όλο το έπαιζε φίρμα και αλαζονεία και σπουδαίος στον
κοσμάκη απ όξω. «Εγώ ; Με τον Δία ; Καρπαζιές παίζουμε όλη μέρα» έλεγε όλη την ώρα
και ο κόσμος τον είχε για σπουδαίονε και από κοντά για κανένα ρουσφέτι αλλά
και ο Δίας πάλι τον είχε σε εύνοια για να του κανονίζει βρομοδουλειές.
Όλοι οι μεγάλοι τονε θέλουνε έναν άνθρωπο της μπιστοσύνης τους από κοντά.
- Βάζεις ένα χεράκι να τον απαγάγω ; Έχω νταλκά σου λέω απόψε
- Ποιόν Δία μου;
- Τον Γανυμήδη ντε . . . .
- Ντροπή . . . τι θα λέει ο κόσμος
- Έλα μωρέ τώρα, ο κόσμος. . . Την Ήρα μόνο να προσέχουμε
Αυτά με τις ντροπές είναι μόνο για δικαιολογίες, τονε βοήθησε λέμε και μετά ο Δίας τονε είχε
τον Τάνταλο πιο πολύ στα ώπα ώπα κι πολλοί τηνέ ζηλεύανε τη θέση του αλλά και ο Τάνταλος μετά
άρχισε τις μπαγαποντιές. Έκλεβε, πήγαινε στα συμπόσια στον Όλυμπο, βούταγε μεζέδες νεκτάρια
αμβροσίες, τα έβαζε στη τσέπη και με αυτά "λάδωνε " τους απόξω. Βουτάει μια μέρα μια μερίδα
κεφτέδες και βγαίνει όξω στους πολλούς. Βλέπει ένα φιλόσοφο με το περιποιημένο μουσάκι του.
Ονόματα δε λέμε . . .Δε μπορούσες πάντως τότες να είσαι σοφός άμα δεν είχε μούσι,
αλλά και τώρα έτσι είναι ακόμα. Του λέει ο Τάνταλος:
- Ρε c , έχεις φάει καθόλου αυτές τις μέρες ;
- Όχι , διότι . . . εγώ, . . . εμένα που με βλέπεις δηλαδής . . .
- Καλά, άστο, κατάλαβα, . . .
- . . .
- Πάρε μια μερίδα κιοφτέδες και σε θέλω δικόνε μου
- Φχαριστώ Τάνταλέ μου,
- Λοιπόν, να πας να πεις στους ανθρώπους ότι ο Ήλιος δεν είναι θεός αλλά διάπυρη μάζα
- Σώπα ρε c, σοβαρά μιλάς ;
- Ναι, ψέματα μας λέγαν οι θεοί και τέτοια.
Τα άκουγε ο Δίας αυτά, τα μάθαινε και την έλεγε στον Τάνταλο
- Ρε , άει στο διάτανο κάτσε καλά και μη λες τα μυστικά θα βρεις μπελά
Αλλά ο Τάνταλος είχε πάρει το μυαλό του πολύ αέρα και μύτη ψηλά και ύφος πολύ.
Αντί να βάλει μυαλό έμπλεξε και με κλεπταποδοχή. Ένας κύριος Πανδάρεως το όνομα
μπήκε περικαλώ στο ναό του Δία και μια ωραία πρωία για να προσκυνήσει και εκεί που
προσκύναγε είδε ένα χρυσό σκυλί, δεν τον έβλεπε κανείς, σου λέει δε το παίρνω δικό μου
να το κάνω λίρες ; Το πήρε, που να το κρύψει ; Του Τάνταλου ξηγήθηκε.
- Μου το φυλάς ρε c ;
- Φέρτο
- Πάρτο και τα κέρδη μισά μισά
Ο Ερμής όμως έψαξε και ρώτηξε και έμαθε και τα είπε όλα χαρτί και καλαμάρι στον μπαμπά του
και μετά έτρεξε να πάρει το σκύλο πίσω.
- Δώσε πίσω τον κυών
- Τον ποιόν ;
- Τον κυών ρε, τον σκύλο . . .
- Α, δεν τον έχω
- Φέρτο που σου λέω, θα μπλέξεις, τα ξέρουμε όλα.
Και αρχίζει ο Τάνταλος τους όρκους, τα "ορκίζομαι " και "δεν έχω τίποτα"
και "στα κόκαλα του πατέρα μου" και "στα κόκαλα της μάνας μου" και "να πέσει φωτιά να με κάψει"
και "να μη ξαναπιώ νερό ποτές μου" Μεγάλη αμαρτία να δίνεις όρκους στα ψέματα. Τέλος πάντων
Τον σκύλο δε μας λέει η μυθολογία τελικά τι τον κάνανε και ποιος τον πήρε
και ποιος τα κονόμησε , κάτι σαν τα ομόλογα της JP Morgan ένα πράγμα πάντως
ο Τάνταλος την ξαναέκανε τη βρωμιά του.
Κάλεσε τους θεούς να τους κάνει το τραπέζι, για ένα μεζεδάκι, και κανένα κοψίδι.
Λέει η μυθολογία πως έπιασε το γιο του τον Πέλοπα και τον έσφαξε και τον μαγείρεψε
και τους τον σέρβιρε. Ο Δίας έψαχνε να βρει το ψαρονέφρι, πουθενά το ψαρονέφρι.
- Ρε c , τι κρέας είναι τούτο ;
- Φάε και πες μας Δία μου . . .
Τρώει η Δήμητρα δυο μπουκιές. . .
- Κατσικάκι δεν είναι, χοιρινό δεν είναι, μοσχαράκι δεν είναι . . . τι είναι ;
- Ρε, πούνε ο Πέλοπας, για φέρτονα να τον δούμε ;
Ταραχή ο Τάνταλος, σύγκρυο τονε έπιασε
- Βρε τον παλιοκερατά . . . μας τάισε ανθρώπινο κρέας
- Φτού σου καθίκι
- Δηλαδή μας κορόιδεψες ασυστόλως
- Ρε, ντιπ μινάρας είσαι ; (Είπαμε, για το «μινάρας» θα ρωτήσετε ένα Πατρινό τι πα να πει)
Και σαν θεοί που ήσανε πιάσανε τον Πέλοπα και τον ξανασυνθέσανε και ξαναζωντανέψανε
και μετά ο Πέλοπας κατέβηκε στη Πελοπόννησο και έγινε βασιλιάς και τα έχουμε ξαναπεί αυτά
και μετά ο Δίας καταδίκασε τον Τάνταλο σε αιώνιο βασανιστήριο.
Τονε έβαλε μέσα σε μια λίμνη που δίψαγε αιώνια αλλά δε μπορούσε να πιεί γιατί το νερό
απομακρυνόταν από τα χείλη του όσο αυτός προσπαθούσε να το πλησιάσει και πεινούσε
αιώνια αλλά δεν μπορούσε να πιάσει τα φρούτα διότι και τα κλαδιά απομακρυνόντουσαν
όσο άπλωνε το χέρι του. Μαρτύριο μεγάλο σας λέω.




Οι γραμματιζούμενοι λένε πως ο Τάνταλος ήταν ο πρώτος επαναστάτης που
πήγε κόντρα στους θεούς και την θέλησή του. Τους κατασκόπευσε, τους έκλεψε
μυστικά τα οποία διέδωσε και τους ειρωνεύτηκε. Τιμωρήθηκε με αιώνιο μαρτύριο
όπως και ο Προμηθέας.

Σύμφωνα με τον Πίνδαρο, (Ολύμπια Ωδή1) ο μύθος έχει μια άλλη εκδοχή. Κάποιος πειρατής
ονόματι Ποσειδώνας απήγαγε τον Πέλοπα αλλά η γειτονιά κατηγόρησε τον Τάνταλο
ότι έσφαξε τον γιο του για να του αμαυρώσει την φήμη.

Πάντως οι έλληνες στη μυθολογία τους δε ξεχνάγανε πάντα να βαραίνουνε
με πολλές κατάρες τις οικογένειες. Έτσι και τον Τάνταλό και τον Πέλοπα τους
βαραίνουν πολλές κατάρες και αυτές τις κληρονομούν οι γενεές των Πελοπιδών.

Συνεχίζεται.
Απάντηση με παράθεση