Εμφάνιση ενός μόνο μηνύματος
  #49  
Παλιά 23-07-17, 17:38
cHrIsToS8 Ο χρήστης cHrIsToS8 δεν είναι συνδεδεμένος
Senior Member
 
Εγγραφή: 24-08-2013
Μηνύματα: 367
Προεπιλογή

Δεν μπορεί κάποιος να σε αναγκάσει να κάνεις κάτι παρά την θέληση σου.
Μπορεί να προσπαθήσει να δείξει όμως το ανοητο του πράγματος και όποιος θέλει κρατάει ότι θέλει.

Παράθεση:
φίλος, -η, -ον (ῐ· αλλά κλητ. φίλε με αΏ‘, σε Όμηρ.)· I. 1. Παθ., αγαπημένος, αξιαγάπητος, αγαπητός, Λατ. amicus, carus, σε Όμηρ. κ.λπ.· με δοτ., αγαπητός σε κάποιον, στον ίδ.· κλητ., φίλε μπορεί να χρησιμοποιηθεί με ουδ. -ον, φίλε τέκνον, σε Ομήρ. Οδ.· η γεν. πολλές φορές ακολουθεί την κλητ., φίλ' αΌ€νδραΏΆν, σε Θεόκρ.· ὦ φίλα γυναικαΏΆν, σε Ευρ.· συχνά ως ουσ., φίλος, ὁ, φίλος, σε Όμηρ.· παροιμ., αΌ”στιν ὁ φίλος αΌ„λλος αὐτός, ο φίλος είναι ο άλλος εαυτός, σε Αριστ.· κοινα½°τα½° ταΏΆν φίλων, σε Πλάτ.· ομοίως στο θηλ. φίλη, αΌ‘, αγαπητή, φίλη, Λατ. amica, σε Όμηρ., Αττ.· φίλον, τό, αντικείμενο αγάπης, σε Σοφ.· τα½° φίλτατα, τα πιο κοντινά και τα πιο αγαπημένα σε κάποιον, όπως είναι η σύζυγος και τα παιδιά, σε Τραγ. 2. λέγεται για πράγματα, αγαπητός, ευχάριστος, ευπρόσδεκτος, σε Όμηρ.· ως κατηγορ., φίλον ἐστί ή γίγνεταί μοι, είναι αγαπητό σε μένα, με ευχαριστεί, Λατ. cordi est, στον ίδ., Ηρόδ. κ.λπ.· εαΌ° τόδ' αὐταΏ· φίλον κεκλημέναΏ³, εάν τον ευχαριστεί να αποκαλείται με αυτόν τον τρόπο, σε Αισχύλ. 3. στους Ποιητές, το φίλος χρησιμοποιείται για την ίδια την ζωή κάποιου, φίλον δ' ἐξαίνυτο θυμόν, έδιωξε μακριά ευχάριστη ζωή, σε Ομήρ. Ιλ.· φίλον αΌ¦τορ, φίλα γούνατα, πατὴρ φίλος, φίλη αΌ„λοχος, σε Όμηρ.· φίλην αΌ„γεσθαι, παίρνω τη γυναίκα κάποιου, σε Ομήρ. Ιλ. II. με Ενεργ. σημασία, όπως φίλιος, αγαπητός, φιλικός, σε Όμηρ.· με γεν., φίλαν ξένων αΌ„ρουραν, φιλικός στους ξένους, σε Πίνδ.· φίλα φρονέειν τινί, νιώθω φιλικά, σε Ομήρ. Ιλ.· φιλία ποιεαΏ–σθαί τινι, κάνω φιλία με κάποιον, σε Ηρόδ. III. επίρρ. φίλως, φίλως χ' ὁρόαΏ³τε, βλέπετε αυτό με ευχαρίστηση, σε Ομήρ. Ιλ.· φίλωςἐμοί, με έναν τρόπο αγαπητό ή ευχάριστο σε μένα, σε Αισχύλ.· φίλως δέχεσθαί τινα, σε Ξεν. IV. φίλος, έχει αρκετούς τύπους παραθετικών· 1. συγκρ. φιλίων [ῐ], -ον, σε Ομήρ. Οδ. 2. Συγκρ. φίλτερος, υπερθ. φιλαίτατος, σε Ξεν., Θεόκρ. 4. σε Αττ. μαΎΆλλον φίλος, σε Αισχύλ. κ.λπ.· υπερθ. μάλιστα φίλος, σε Ξεν.
Παράθεση:
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική φίλος φίλοι
γενική φίλου φίλων
αιτιατική φίλο φίλους
κλητική φίλε φίλοι
φίλος αρσενικό, φίλη θηλυκό

πρόσωπο με το οποίο συνδέεται κανείς με σχέση αμοιβαίας αγάπης, αφοσίωσης και κατανόησης, χωρίς κατ' ανάγκη να υπάρχει συγγένεια ή ερωτικό ενδιαφέρον
μου στάθηκε πάντα καλός φίλος
(κατ’ επέκταση) πρόσωπο με το οποίο κάνει κάποιος παρέα
ερωτικός σύντροφος, εραστής
η γυναίκα του βρήκε φίλο
πρόσωπο που συμπαθεί, ευνοεί ή υποστηρίζει κάτι
φίλος των γραμμάτων
όποιος ή οτιδήποτε υποβοηθεί, είναι χρήσιμο(ς)
η τεχνολογία είναι φίλος του ανθρώπου
(οικ.) για να δηλωθεί πρόσωπο το όνομα του οποίου είναι άγνωστο
ωραία τα λέει ο φίλος
Αν εσύ δεν έχεις κάποια ανταπάντηση, μπορείς να θεωρείς εσυ ο ίδιος ως φίλους αυτους με τους οποίους εχεις ερθει σε αντιπαράθεση, όπως ο ιδιος λες, ενάντια στην.... ιδια την εννοια της λέξεως.
Μια πράξη δεν μπορεί να προσδιορίσει ολοκληρη οντότητα, αλλά όταν αυτη η πράξη ειναι εμμονικη, τοτε ίσως και να μπορει.
Διαστρεβλώνεις εμμονικος την εννοια της λέξεως φίλος.
Και θα συνεχίσεις να το κάνεις όπως λες.


Υ.Γ. Σου ζητάω λοιπόν να σταματήσεις, όταν αναφέρεσαι σε εμένα ή μιλάς σε εμένα, να με προσφωνείς ως '''φιλο''.
__________________
... ἕως τοῦ θανάτου ἀγώνισαι περὶ τῆς ἀληθείας...

Τελευταία επεξεργασία από το χρήστη cHrIsToS8 : 23-07-17 στις 17:47
Απάντηση με παράθεση