![]() |
#11
|
||||
|
||||
![]()
Πήγαμε σπίτι μας, αν και πλέον δεν το νιώθαμε δικό μας, νιώθαμε περισσότερο σαν παρείσακτοι σε ένα βασίλειο του κακού, σαν παράσιτα σε ένα ξένο σώμα, το οποίο σύντομα θα έκανε κάτι για να μας αποβάλει από μέσα του, να μας εμέσει σαν να ήμασταν μικρόβια, τοξίνες καλού μέσα σε μια απέραντη κακία. Όμως ο μικρός Γιωργάκης μας επεφύλασσε άλλη μια έκπληξη. Τις επόμενες ημέρες δεν έκανε καμία επίδειξη των δυνάμεών του, οι φωνές σταμάτησαν να ακούγονται και ο ίδιος ο μικρός έγινε γλυκός και τρυφερός. Όμως ήταν πολύ αργά γιατί κανείς από τους δυο μας δεν τον εμπιστευόταν. Πάντως η αλήθεια είναι πως έκανε ότι περνούσε από το χέρι του για να μας ευχαριστεί. Παραδεχόταν ότι κάτι κακό είχε συμβεί αλλά μας είπε ότι ένιωθε σαν αν είχε ξυπνήσει από έναν κακό εφιάλτη και πως τώρα ένιωθε ελεύθερος και ήρεμος και η εξωτερική του εμφάνιση που είχε αποκτήσει ξανά το ροδαλό της χρώμα και ότι η κηλίδα είχε εξαφανιστεί, ήταν τα καλύτερα διαπιστευτήρια της αλλαγής του. Έτσι, περνώντας οι μήνες, κατάφερε να κερδίσει την εμπιστοσύνη μας ξανά. Πήγε ξανά στο σχολείο και πάλι ήταν ο καλύτερος μαθητής και όλα τα παράξενα φαινόμενα σταμάτησαν να συμβαίνουν.
Όμως κάπου βαθιά μέσα μας, η ψυχή μας ή όπως αλλιώς θέλεις, πάτερ, πέστο, κρατούσε απειροελάχιστες έστω επιφυλάξεις, έστω και εκ των πραγμάτων αδικαιολόγητες. Θα δικαιολογούνταν, όμως, λίγο καιρό αργότερα, ενώ τα γενέθλια του μικρού πλησίαζαν. Θελήσαμε μαζί με τη μητέρα του να διοργανώσουμε μια γιορτή, που ποτέ είναι η αλήθεια δεν είχαμε κάνει και να καλούσαμε την τάξη του και τη γειτονιά, αφού συγγενείς δυστυχώς δεν είχαμε. Ένα απόγευμα, λοιπόν, ενώ κάναμε σχέδια με την αδερφή μου, ο μικρός γύρισε σπίτι μουτρωμένος και όσο και αν τον πιέσαμε δεν ήθελε με τίποτα να μας πει τι τον απασχολούσε. Χωρίς να δεχτεί να φάει ανέβηκε στο δωμάτιό του και λίγη ώρα μετά ακούστηκαν οι οπλές να σφυροκοπούν ξανά το πάτωμα. Μόνο που αυτή τη φορά ακούστηκε μια ομιλία που περιλάμβανε ήχους από κάθε ζώο του ζωικού βασιλείου που γνώριζα, ανακατεμένη με ένα συρρίτοντα ήχο, όπως αυτόν που βγάζουν τα φίδια. Πεταχτήκαμε και οι δύο όρθιοι αλλά τα πόδια μας είχαν κοπεί. Δεν μπορούσαμε να φανταστούμε ότι ο εφιάλτης είχε αρχίσει ξανά. Χωρίς να σκέφτομαι λογικά ανέβηκα τρέχοντας στον επάνω όροφο και προσπάθησα να ανοίξω την πόρτα του δωματίου του μικρού αλλά λες και ένα αόρατο χέρι να με έσπρωξε, τινάχτηκα στον απέναντι τοίχο. Στο άκουσμα των κλαμμάτων του μικρού, όμως, το θάρρος που προς στιγμήν είχε χαθεί από μέσα μου επανήλθε ακόμα περισσότερο και παίρνοντας τον καλόγηρο ως πολιορκητικό κριό, έσπασα την πόρτα και όρμησα το δωμάτιο, για να βρω το παιδί λιπόθυμο στο πάτωμα. Το πήρα αγκαλιά, το κατέβασα στον κάτω όροφο και λίγο αργότερα συνήλθε μέσα στην αγκαλιά της μητέρας του. |
#12
|
||||
|
||||
![]()
« Ήρθε ξανά» μας είπε τρέμοντας. «Ήρθε και μου είπε τρομερά πράγματα. Μου είπε ότι είχα και άλλο ένα αδερφάκι που πέθανε και πως τον μπαμπά μου τον έδιωξες εσύ, μαμά» είπε λοξοκοιτάζοντας την αδερφή μου. Η Μαρία, έτσι την έλεγαν την αδερφή μου, δεν μίλησε καθόλου. Τις επόμενες ημέρες, με τη βουβή συγκατάθεσή μου, παρέλασαν από το σπίτι κάθε λογής μέντιουμ, χαρτορίχτρες, ξεματιάστρες, παπάδες και έκαναν ο καθένας ότι μπορούσε αλλά μάταια. Ο Γιωργάκης κλεινόταν ολόκληρη τη μέρα στο δωμάτιό του, αρνούνταν να φάει ή να πιεί και τα μουγκρητά και οι υπόκωφοι ήχοι έγιναν μέρος της ζωής μας, χωρίς να σταματούν, νύχτα και μέρα. Τα νεύρα μας είχαν φτάσει πια σε οριακό σημείο και πλέον τα βράδια κοιμόμασταν μαζί, βάζοντας το μικρό ανάμεσά μας, αισθανόμενοι σαν πολιορκημένοι μέσα στην επισφαλή ατμόσφαιρα των τεσσάρων τοίχων του δωματίου μας, ενώ απέξω οπλές ζώου σφυροκοπούσαν τα πατώματα και αντικείμενα έπεφταν από τις θέσεις τους και έσπαζαν. Ο μικρός έδειχνε καθαρά πως φοβόταν και τις λίγες ώρες που κοιμόταν, έκανε ύπνο ανήσυχο, μουρμουρίζοντας φράσεις ακατάληπτες, που την μόνη από τις οποίες γνωρίζαμε καλά ήταν η απαίσια λέξη ή φράση Κεμ’ Αναχ που κάθε φορά που την ψέλλιζε οι μυς του προσώπου του συσπώνταν με πόνο, ακριβώς όπως και οι δικοί μας.
Δεν βρίσκω άλλα λόγια να σου περιγράψω, πάτερ, τις δύσκολες μέρες που περάσαμε, ούτε πολύ περισσότερο την ψυχική μας κατάσταση εκείνο τον καιρό. Ζητήσαμε και οι δύο άδειες για να είμαστε στο σπίτι ολόκληρη τη μέρα και ο μικρός είχε σταματήσει ξανά το σχολείο. Μη βρίσκοντας κανέναν άλλο τρόπο για να βοηθήσω την κατάσταση, διάβασα πολλά βιβλία αποκρυφισμού, σε μια απέλπιδα προσπάθεια να πιαστώ από κάτι, για να σώσω και την αδερφή μου και τον πολυαγαπημένο μου ανηψιό, αφού και οι δυο τους ήταν η μοναδική οικογένεια που είχα και που έβλεπα πως, αργά αλλά σταθερά ένα αόρατο χέρι είχε απλωθεί για να μου τους στερήσει. Περισσότερο αξιοθρήνητη ήταν η αδερφή μου που είχε γίνει σκιά του εαυτού της και πλέον αντιμετώπιζε το θέμα με μια τρομερή, αρρωστημένη θα έλεγε κανείς απάθεια. Είχε πάρει απόφαση πως αυτή ήταν η μοίρα της και δεν θα άλλαζε και, ανήμπορη καθώς ένιωθε, κλείστηκε εντελώς στον εαυτό της. Από τη μία, λοιπόν, η αδερφή μου έγινε αδιαπέραστη εντελώς, από την άλλη ο μικρός βρισκόταν στο δικό του εφιαλτικό κόσμο, καταλαβαίνεις τη δική μου οδυνηρή και φρικτή θέση και τη μοναξιά μου που είχε αυξηθεί με εκθετικό τρόπο. Αναλογίζομαι τώρα που έχω φτάσει στη δύση της ζωής μου, που βρήκα τη δύναμη να διατηρήσω τα λογικά μου με αυτή την κατάσταση και ειλικρινά δεν βρίσκω απάντηση. Φαίνεται πως ο άνθρωπος είναι φτιαγμένος για να αντέχει πολύ περισσότερα από όσα νομίζει, πάτερ. Ας επιστρέψω στη διήγησή μου, όμως. |
#13
|
||||
|
||||
![]()
Όπως σου έλεγα και πριν, ο μικρός έμοιαζε τρομαγμένος και συχνά κρυβόταν με τις ώρες στην αγκαλιά της μητέρας του και πολλές φορές οι δυο τους απομονώνονταν για να συζητήσουν πράγματα που ποτέ δεν μου έλεγαν. Ένα απόγευμα, έχοντας ημέρες ολόκληρες να κοιμηθώ, με πήρε ο ύπνος πάνω στο τραπέζι της κουζίνας, ενώ η αδερφή μου καθόταν στην πολυθρόνα στο σαλόνι και ο μικρός βρισκόταν στο δωμάτιό του. Μιας και ο ύπνος μου ήταν ελαφρύς, οι αισθήσεις μου λειτουργούσαν σχεδόν πλήρως, οπότε άκουσα τα βήματα του Γιωργάκη να κατεβαίνουν τη σκάλα. Το παιδί πήγε ως συνήθως στην αγκαλιά της μητέρας του και έμειναν για λίγο αγκαλιασμένοι.
« Μητέρα», της είπε μετά από λίγο, « Εκείνος ήρθε πάλι στο δωμάτιο και με πίεσε να σου μεταφέρω τα όσα μου είπε, αν και εγώ δεν θέλω να το κάνω. Μου είπε πως υπάρχει λύση και το θέμα μπορεί να σταματήσει, αν το θέλεις εσύ». Η αδερφή μου ανασηκώθηκε. «Εγώ; με ποιόν τρόπο; θα έκανα τα πάντα για να σταματήσουν όλα αυτά, αγόρι μου». Ο μικρός αναστάναξε και άρχισε να κλαίει. « Μου είπε πως θα με αφήσει ήσυχο αν πάρεις εσύ τη θέση μου, αν πεθάνεις εσύ αντί για μένα, γιατί αν δεν δεχτείς θα με σκοτώσει» είπε ανάμεσα στους λυγμούς του. Στο άκουσμα αυτών των λέξεων ξύπνησα εντελώς αλλά λες και ένα γενικό μούδιασμα είχε πιάσει όλο το κορμί μου, δεν μπορούσα να σηκωθώ, μόνο άκουγα τρομαγμένος. « Θα το κάνω» είπε η αδερφή μου με μια απλότητα και μια παραίτηση στον τόνο της που ακόμα και τώρα, τόσα χρόνια μετά, με κάνει να ανατριχιάζω, γιατί ήταν σαν να μιλούσε ένα άτομο μειωμένου καταλογισμού. Ο μικρός, ψύχραιμος, έβγαλε ένα σουγιά από την τσέπη του και της τον έδωσε. Τότε, σαν να λύθηκαν τα χέρια και τα πόδια μου, τινάχτηκα από τη θέση μου και όρμησα πάνω στην αδερφή μου. Ο μικρός, με μια έκφραση τέτοιας κακίας στο πρόσωπό του που σχεδόν με παρέλυσε, με μια νυχιά μου έκοψε σχεδόν ολόκληρο το δεξί μου μάγουλο, λες και τα νύχια του ήταν μικρά νυστέρια. Έπεσα στο πάτωμα αιμόφυρτος και η αδερφή μου κρατούσε το μαχαίρι στο στήθος της, χωρίς να έχει σοκαριστεί καθόλου με τη σκηνή που εκτυλίχθηκε στα μάτια της μπροστά και ο Γιωργάκης κρατώντας τα χέρια της, τη βοήθησε να βυθίσει το μαχαίρι στο στήθος της. Τότε, χωρίς να ξέρω αν αυτά που έβλεπα ήταν αληθινά ή αν ήταν αποτέλεσμα των παραισθήσεων που είχα από τη απώλεια αίματος, είδα το σώμα του μικρού να παίρνει φωτιά, να υψώνεται στον ουρανό παντοδύναμο, αλλαγμένο και γεμάτο από μια κατακόκκινη κηλίδα που κάλυπτε σχεδόν ολόκληρο το σώμα του. Και τότε κατάλαβα πως το αντάλλαγμα που του ζητήθηκε για όλη αυτή τη δύναμη, ήταν να σκοτώσει το πιο αγαπημένο του πρόσωπο, την ίδια του τη μητέρα. |
#14
|
||||
|
||||
![]()
Η νύχτα είχε προχωρήσει όση ώρα ο γέροντας διηγούνταν την ιστορία του και τώρα είχε φτάσει το πρωί και ο ιερέας έτρεμε από το φόβο του. Ο γέροντας τον αγκάλιασε γεμάτος κατανόηση.
« Φοβάσαι, είναι λογικό, μην αισθάνεσαι άσχημα. Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί άφησε εμένα να ζήσω αλλά μάλλον ήμουν πολύ ασήμαντος για τα σχέδιά του. Μετά από όλα αυτά ξύπνησα στο δωμάτιο του νοσοκομείου, όπου μου είχαν περιποιηθεί το τραύμα. Με είδαν ειδικοί ψυχολόγοι και αστυνομικοί, που μου είπαν ότι κάποιος δολοφόνος είχε σκοτώσει την αδερφή μου, ενώ ο ανηψιός μου αγνοούνταν. Στις επιμονές μου να μου πουν τι αποτυπώματα βρήκαν στο μαχαίρι μου απάντησαν ότι, περιέργως, το μαχαίρι δεν είχε πάνω του κανένα δακτυλικό αποτύπωμα αλλά μου εξήγησαν πως αυτό συνέβη ίσως επειδή ο δολοφόνος φρόντισε να σβήσει τα ίχνη του. Το παιδί χαρακτηρίστηκε θύμα απαγωγής και η υπόθεση δεν εξιχνιάστηκε ποτέ. Εγώ, όμως, επειδή ήξερα την αλήθεια, έφυγα για πολλά χρόνια από την πόλη, γιατί φοβόμουν ότι ίσως ο μικρός να έψαχνε να με βρει. Οικογένεια δεν έκανα ποτέ, γιατί φοβήθηκα ότι αν με παρακολουθούσε θα ήθελε να της κάνει κακό και μια τέτοια σκέψη δεν την άντεχα. Όσο όμως περνούσαν τα χρόνια και μεγάλωνα, απελπισμένος με όσα είχαν συμβεί, ήρθα εδώ ξανά, αδιαφορώντας για το αν με έβρισκε ή όχι, έτσι κι αλλιώς ήμουν εντελώς μόνος πια και ο θάνατός μου έπαψε να με τρομάζει. Τυχαία ήρθα μέσα στην εκκλησία πριν από καιρό και βλέποντας την εικόνα του Σκορδίλη έμεινα κατάπληκτος. Γιατί ο νεαρός που είχα δει τότε στο νοσοκομείο, ήταν ακριβώς ο ίδιος με τον Αρχάγγελο στην εικόνα του Σκορδίλη και αυτό με έβαλε σε πολλές σκέψεις, που όμως θα μου επιτρέψεις να μην μοιραστώ μαζί σου. Υπάρχουν πολλά που κατάλαβα αλλά και πολλά σημεία που μου μένουν εντελώς σκοτεινά. Είμαι σε θέση να γνωρίζω πως τέτοιοι άνθρωποι, αν μπορεί κανείς να τους αποκαλέσει έτσι, υπάρχουν πολλοί γύρω μας και συνήθως είναι εκείνοι που παρατηρούμε λιγότερο. Χαμηλού προφίλ, αδύναμοι ή δυνατοί, πλούσιοι ή φτωχοί, μικροί και μεγάλοι, όλοι δέχονται το κάλεσμα και ανάλογα με την απάντησή που δίνουν καθορίζονται οι εξελίξεις. Ο ανηψιός μου έπαιξε καλά το παιχνίδι του. Μας έκανε να πιστεύουμε πως ο ίδιος ήταν το θύμα ενώ σαφώς και ήταν ο θύτης, που δημιουργούσε εκείνους τους θορύβους και τα φαινόμενα και μας παραπλάνησε. Είχε πάψει να είναι άνθρωπος πολύ πριν το υποψιαστούμε. Οι Κηλίδες μιλούσαν μέσα του από την πρώτη στιγμή… Αυτά που δεν μπορώ να ξέρω, είναι η ακριβής φύση των Κηλίδων, από πού έρχονται και ποιος είναι ο σκοπός τους αλλά πιθανολογώ πως ζητούν την απόλυτη κυριαρχία. Δεν ξέρω ακόμα για ποιο λόγο ο μικρός δεν μας σκότωσε αμέσως αλλά περίμενε να βασανιστούμε τόσο καιρό. Άραγε η ανθρώπινη φύση μέσα του προσπάθησε ανεπιτυχώς να καθυστερήσει το θάνατο της μητέρας του ή περίμενε κάποιο σημάδι; Τυχαία έπεσε στην αντίληψή μου πως τη μέρα του φόνου κάτι γινόταν με τους πλανήτες στον ουρανό αλλά δεν γνωρίζω αστρονομία ή αστρολογία και δεν μπορώ να σε διαφωτίσω πάνω σε αυτό. Ίσως καθυστερούσε απλά για να παρατείνει το βασανιστήριό μας, τι να πω…» Ο γέροντας σηκώθηκε από τη θέση του και κοίταξε για μια τελευταία φορά την εικόνα του Αρχαγγέλου κουνώντας το κεφάλι του. « Το σίγουρο είναι πως αυτός δεν κατάφερε να μας προστατέψει. Κανείς δεν είναι αρκετά δυνατός για να πάει κόντρα στο θέλημα Εκείνων» είπε και κουτσαίνοντας έφυγε σιγά σιγά από την εκκλησία, αφήνοντας τον ιερέα να κλαίει και να τρέμει στο στασίδι του. Βγαίνοντας έξω έστριψε στη γωνία της εκκλησίας από την πλευρά του ναού που οδηγούσε στο στάδιο της πόλης και μπήκε μέσα στο μαύρο του αυτοκίνητο που είχε παρκάρει λίγο παρακάτω. « Το θέλημά σου έγινε» είπε σε ένα μικρό παιδί με μια λευκή τούφα στα μαλλιά του που καθόταν στο πίσω κάθισμα. «Διηγήθηκα και σε αυτόν την ιστορία μας, όπως έχω κάνει σε εκατοντάδες ανθρώπους εδώ και μισό αιώνα περίπου αλλά ποτέ δεν κατάλαβα τι κερδίζεις από αυτό». Ο μικρός γέλασε πονηρά « Το θέμα είναι πως κάνοντας αυτό εσύ κερδίζεις τη ζωή σου» απάντησε και ο γέροντας κούνησε το κεφάλι του. « Όση ζωή μου μένει ακόμα, θέλεις να πεις. Έχω γεράσει πια και σύντομα θα φύγω από κοντά σου.» « Θα βρω άλλον στη θέση σου» απάντησε ψυχρά ο μικρός. « Μην ξεχνάς πως, παρά το βαθμό μου, είμαι ο μόνος που καταδέχεται να ασχολείται με κάθε άνθρωπο ξεχωριστά και αυτό το κάνω γιατί έχω κέρδος. Αυτός εκεί μέσα έχει αρχίσει να αμφιβάλει για την πίστη του και από αυτή του την αδυναμία θα πιαστώ, όπως πιάστηκα και από τη δική σου. Την υπερβολική αγάπη που μου έχεις, θείε Αλέξανδρε» είπε ο μικρός και ο γέροντας αναστενάζοντας έβαλε μπρος το αμάξι. Ο νεαρός ιερέας δεν είχε σταματήσει να κλαίει όταν η πόρτα του ναού άνοιξε και ένας νεαρός άντρας μπήκε μέσα. Στάθηκε λίγο στο κατώφλι, ψηλός και επιβλητικός και στο άκουσμά του ο ιερέας σκούπισε τα μάτια του και σηκώθηκε από τη θέση του. Ο νεαρός πήρε μια λευκή λαμπάδα και την άναψε και ένα λευκό φως σαν από ένα μικρό προβολέα φώτισε τη σκοτεινή εκκλησία, διαφέροντας κατά πολύ από το φως μιας συμβατικής λαμπάδας. Αφού έκανε το σταυρό του, κοίταξε για λίγη ώρα τον ιερέα και έφυγε χαμογελώντας. Ο εφημέριος δεν πρόσεξε τη μεγάλη ομοιότητα του νεαρού με την εικόνα του Αντώνιου Σκορδίλη αλλά δεν τον απασχόλησε και πολύ, γιατί ένιωσε την αμφιβολία να φεύγει από την καρδιά του και μια νέα ελπίδα σαν το λευκό φως της λαμπάδας έστραψε στην καρδιά του. Χωρίς να το ξέρει, είχε σωθεί. ΤΕΛΟΣ |
#15
|
||||
|
||||
![]()
" Όταν οι Σκιές περπατήσουν ξανά, ελεύθερες από τα δεσμά που παλιά τους επέβαλε το Φως, τότε νεκροί και ζωντανοί θα ζήσουν μαζί, πεθαίνοντας και ζώντας κάθε μέρα"
Προφητεία του Εξόριστου αριθμός 5 |
![]() |
|
|