Το forum του μεταφυσικού  

Επιστροφή   Το forum του μεταφυσικού > Συζητήσεις > Αρχαία Ελλάδα – Ιστορία –Πολιτισμός

Απάντηση στο θέμα
 
Εργαλεία Θεμάτων Τρόποι εμφάνισης
  #91  
Παλιά 14-01-19, 03:17
Johnkokk Ο χρήστης Johnkokk δεν είναι συνδεδεμένος
Senior Member
 
Εγγραφή: 09-04-2016
Μηνύματα: 930
Προεπιλογή

Μόνο εγώ έχω θέμα με την επιλογή νέα μηνύματα(δεν λειτουργεί) ή το παθαίνουν κι άλλοι?
Απάντηση με παράθεση
  #92  
Παλιά 14-01-19, 15:46
Το avatar του χρήστη AVATARGR-1
AVATARGR-1 Ο χρήστης AVATARGR-1 δεν είναι συνδεδεμένος
Senior Member
 
Εγγραφή: 31-12-2013
Περιοχή: ΑΘΗΝΑ
Μηνύματα: 2.132
Προεπιλογή

Φίλοι μου καλησπέρα σας.

Φίλε Johnkokk εγώ βλέπω κανονικά τα νέα μηνύματα...
Απλά δεν υπάρχουν αυτήν την περίοδο πολλές ΝΈΕΣ απαντήσεις στα θέματα....

Ευχαριστώ.
__________________
ΑΝ ΝΙΩΣΕΙΣ ΤΗΝ ΣΚΙΑ ΣΟΥ ΝΑ ΦΕΥΓΕΙ ΜΗΝ ΓΥΡΙΣΕΙΣ ΠΙΣΩ ΝΑ ΤΗΝ ΚΟΙΤΑΞΕΙΣ....
Το αληθινό νόημα της φώτισης είναι να κοιτάς όλη τη σκοτεινιά με φωτεινά μάτια [Καζαντζάκης Νίκος]
Απάντηση με παράθεση
  #93  
Παλιά 31-01-19, 14:55
Το avatar του χρήστη AVATARGR-1
AVATARGR-1 Ο χρήστης AVATARGR-1 δεν είναι συνδεδεμένος
Senior Member
 
Εγγραφή: 31-12-2013
Περιοχή: ΑΘΗΝΑ
Μηνύματα: 2.132
Προεπιλογή

Φίλοι μου καλησπέρα σας.

Συνεχίζω το θεμα...

Πώς βγήκε η φράση «είναι ψηλομύτα»

Μια ενδιαφέρουσα εξήγηση δίνει ο Τάκης Νατσούλης, συζητώντας την προέλευση
της φράσης «είναι ψηλομύτης» που έχει φτάσει σήμερα να σημαίνει το σνομπ άνθρωπο.

Όπως λέει, σε κάθε εποχή, οι άνθρωποι είχαν διαφορετική αντίληψη για την γυναικεία ομορφιά.
Οι αρχαίοι Έλληνες ήθελαν τη γυναίκα ψηλή, εύρωστη, με δυνατούς ώμους και μικρό στήθος.
Αντίθετα, οι Βυζαντινοί την προτιμούσαν αδύνατη, χλομή με μεγάλα μελαγχολικά μάτια και λεπτά χείλη.

Ωστόσο, όταν οι Φράγκοι κατάλαβαν την Ελλάδα, επειδή οπωσδήποτε, έμειναν
πολλά χρόνια στον τόπο μας, αναγκάστηκαν να φέρουν τις γυναίκες τους
εδώ, γιατί οι πατρικίες δεν τους συγκινούσαν με την «καχεκτική» εμφάνισή τους.

Οι Φράγκισσες, όπως και οι αρχαίες Ελληνίδες, ήταν ψηλές, ξανθιές, εύρωστες
και μπορούσαν να σταθούν δίπλα στους εύσωμους άντρες τους, με τις βαριές
πολεμικές πανοπλίες τους.

Όπως ήταν επόμενο, οι γυναίκες αυτές έκαναν εντύπωση στις δικές μας και με
τον καιρό άρχισαν να τις μιμούνται.
Φυσικά, σε όλα τα κατάφερναν, εκτός από το πρόσωπό τους που ήταν
στρογγυλό, ροδοκόκκινο και με τη μύτη ελαφρά προς τα πάνω.

Έτσι, όταν καμιά Ελληνίδα είχε τη μύτη ελαφρά ανασηκωμένη λίγο ψηλά
-όπως δηλαδή οι Φράγκισσες- οι φιλενάδες τής έλεγαν ότι «αυτή είναι ψηλομύτα»,
ο τύπος της εποχής, όπως θα λέγαμε εμείς.



Πώς βγήκε η φράση «κάνει τα αδύνατα, δυνατά»
Την έκφραση βρίσκουμε σε Ευαγγέλιο αλλά και στον Ισοκράτη


Όταν προσπαθούμε να εξαντλήσουμε μια προσπάθεια, για να πετύχουμε κάποιο
σκοπό, λέμε ότι «κάνουμε τα αδύνατα, δυνατά».

Τη φράση βρίσκουμε στο Ευαγγέλιο του Λουκά:
«ὁ δὲ εἶπε· τὰ ἀδύνατα παρὰ ἀνθρώποις δυνατὰ παρὰ τῷ Θεῷ ἐστιν» (18.27).

Η απόδοση στη Νεοελληνική:
«Εκείνος είπε: “Τα αδύνατα για τους ανθρώπους είναι δυνατά για το Θεό”»

Την έκφραση «τα αδύνατα δυνατά» τη βρίσκουμε και στον Ισοκράτη («Προς Δημόνικον» 7).

Λέει ο Ισοκράτης, ότι «η κτήσις της αρετής», εκτός του ότι είναι «κρείττων του
πλούτου» (ανώτερη από τον πλούτο) και «χρησιμοτέρα της ευγενείας»
(της ευγενικής καταγωγής), «δύναται να καταστήσει τα αδύνατα, δια τούς
άλλους, δυνατά εις τούς ασκούντας την αρετήν».

Συνεχίζεται....

Ευχαριστώ.
__________________
ΑΝ ΝΙΩΣΕΙΣ ΤΗΝ ΣΚΙΑ ΣΟΥ ΝΑ ΦΕΥΓΕΙ ΜΗΝ ΓΥΡΙΣΕΙΣ ΠΙΣΩ ΝΑ ΤΗΝ ΚΟΙΤΑΞΕΙΣ....
Το αληθινό νόημα της φώτισης είναι να κοιτάς όλη τη σκοτεινιά με φωτεινά μάτια [Καζαντζάκης Νίκος]
Απάντηση με παράθεση
  #94  
Παλιά 11-02-19, 12:52
Το avatar του χρήστη AVATARGR-1
AVATARGR-1 Ο χρήστης AVATARGR-1 δεν είναι συνδεδεμένος
Senior Member
 
Εγγραφή: 31-12-2013
Περιοχή: ΑΘΗΝΑ
Μηνύματα: 2.132
Προεπιλογή

Φίλοι μου καλησπέρα σας.

Σώθηκε από το στόμα του λύκου..

Καθημερινά λέμε φράσεις, παροιμίες και γνωμικά που γνωρίζουμε την
περίστασή που πρέπει να τις χρησιμοποιήσουμε, αλλά δεν γνωρίζουμε από που
που προέρχονται και πώς προέκυψαν. Η ιστορία της Εκκλησίας, όπως την
κατέγραψαν οι Πατέρες, μας δίνει τις πληροφορίες.

Όταν κάποιος άνθρωπος σώζεται από κάποιο κίνδυνο, συνηθίζεται να λέμε πως
«σώθηκε από το στόμα του λύκου».
Παλαιότερα η φράση αυτή ήταν γνωστή και ως «εκ στόμα λέοντος».


Η ιστορία και η παράδοση δείχνουν ότι αυτή η φράση προέρχεται από πολύ
παλιά, την εποχή του Δαυίδ.
Την συναντάμε στους Ψαλμούς, όταν ο Δαυίδ απευθύνεται στο θεό και του
λέει «Σώσον με εκ στόματος λύκου» και πιο κάτω «εκ στόματος λέοντος».
Τις ίδιες φράσεις αργότερα χρησιμοποίησαν ο Απόστολος Παύλος και ο
Απολλώνιος ο Τυανεύς, σύγχρονος του Νέρωνα.
Και οι δύο παρομοιάζουν το Νέρωνα με αιμοβόρο θηρίο, για την αφάνταστη
σκληρότητα που έδειχνε στους ανθρώπους.

Ο Απόστολος Παύλος, στη δεύτερη επιστολή του προς τον Τιμόθεο, αναφέρει,
ότι σώθηκε «εκ στόματος λέοντος», ενώ ο Απολλώνιος συμπληρώνει:
«Είτε λέοντα είτε λύκον τον επονομάσης, όλων των αγρίων θηρίων τα
ονόματα γίνονται επωνυμία πρέποντα είς τους τυράννους.
Εγώ, είναι αληθές, ότι εσώθην εκ στόματος λύκου».

ΠΗΓΉ...https://olympia.gr/2019/02/10/πώς-πρ...ε-από-το-στόμ/

Συνεχίζεται...

Ευχαριστώ.
__________________
ΑΝ ΝΙΩΣΕΙΣ ΤΗΝ ΣΚΙΑ ΣΟΥ ΝΑ ΦΕΥΓΕΙ ΜΗΝ ΓΥΡΙΣΕΙΣ ΠΙΣΩ ΝΑ ΤΗΝ ΚΟΙΤΑΞΕΙΣ....
Το αληθινό νόημα της φώτισης είναι να κοιτάς όλη τη σκοτεινιά με φωτεινά μάτια [Καζαντζάκης Νίκος]
Απάντηση με παράθεση
  #95  
Παλιά 14-02-19, 09:46
Το avatar του χρήστη AVATARGR-1
AVATARGR-1 Ο χρήστης AVATARGR-1 δεν είναι συνδεδεμένος
Senior Member
 
Εγγραφή: 31-12-2013
Περιοχή: ΑΘΗΝΑ
Μηνύματα: 2.132
Προεπιλογή

Φίλοι μου καλημέρα σας.

Πως βγήκε η φράση «¶ρτζι μπούρτζι και λουλάς»

Δύο είναι οι εκδοχές για την προέλευση της φράσης «¶ρτζι μπούρτζι και λουλάς»,
που χρησιμοποιείται όταν κάποιος μιλάει για γεγονότα ή λόγους που δεν έχουν λογική συνοχή.

Η πρώτη αποδίδεται στον κυβερνήτη της Ελλάδας Ιωάννη Καποδίστρια.

Κάθε φορά που συναντούσε τους οπλαρχηγούς ερχόταν αντιμέτωπος με τις
διάφορες «χάρες» που του ζητούσαν, όπως ρουσφέτια ή χρήματα για να
χρηματοδοτήσουν τους αγώνες τους.

Ο κυβερνήτης όμως δεν μπορούσε να ικανοποιήσει τα αιτήματά τους και
κάποτε αναγκάστηκε να πει την αλήθεια.
Ότι δηλαδή το κρατικό ταμείον ήταν μείον.
Οι οπλαρχηγοί αντέδρασαν οργισμένα λέγοντάς του «άκου δω, κυρ Γιάννη, αν
δεν μας τακτοποιήσεις στα γρήγορα, θα πάρουμε τΆαρκεβούζια μας (τυφέκια της εποχής)
και το λουλά μας (μέρος του ναργιλέ)
και θα τα στήσουμε στο πέρασμα του Αναπλιού.
Όποιος πλούσιος θα πέφτει κατά κείθε, θα τον γραπώνουμε και θα του παίρνουμε λύτρα».

Σύμφωνα με την δεύτερη εκδοχή ο διδάσκαλος των Αρμενίων Σέργιος, είχε
ιδιαίτερη αδυναμία σΆέναν σκύλο, τον «Αρτζιβάριο».
Όταν το ζώο κατασπαράχτηκε από θηρία, ο Σέργιος έπαθε κατάθλιψη.
Αμέσως άρχισε νηστεία και υποχρέωσε και τους Αρμένιους να κάνουν το ίδιο.

Από τότε το «Αρτζιβούριο» είναι η εβδομάδα, που συμπίπτει με την πρώτη
εβδομάδα της αποκριάς.
Οι Αρμένιοι νηστεύουν αυστηρά, όμως οι Βυζαντινοί ως ορθόδοξοι,
αντιμετώπιζαν με εχθρότητα αυτή την Αρμένικη αίρεση των Αρτζιβουρίων.

Η λέξη κατέληξε να είναι συνώνυμη με την αταξία και την πλήρη ακαταστασία,
γιατί οι Βυζαντινοί προσπαθώντας να ερμηνεύσουν την καθιέρωση αυτής της
νηστείας, το έκαναν με πολλούς και συχνά παράλογους τρόπους με
αποτέλεσμα να επικρατήσει σύγχυση.

Πιθανότατα αργότερα στο αρτζιμπούρτζι να προστέθηκε και η λέξη λουλάς.

Πηγή...https://olympia.gr/2019/02/13/πως-βγ...πούρτζι-και-λ/

Συνεχίζεται...

Ευχαριστώ.
__________________
ΑΝ ΝΙΩΣΕΙΣ ΤΗΝ ΣΚΙΑ ΣΟΥ ΝΑ ΦΕΥΓΕΙ ΜΗΝ ΓΥΡΙΣΕΙΣ ΠΙΣΩ ΝΑ ΤΗΝ ΚΟΙΤΑΞΕΙΣ....
Το αληθινό νόημα της φώτισης είναι να κοιτάς όλη τη σκοτεινιά με φωτεινά μάτια [Καζαντζάκης Νίκος]
Απάντηση με παράθεση
  #96  
Παλιά 24-02-19, 10:03
Το avatar του χρήστη AVATARGR-1
AVATARGR-1 Ο χρήστης AVATARGR-1 δεν είναι συνδεδεμένος
Senior Member
 
Εγγραφή: 31-12-2013
Περιοχή: ΑΘΗΝΑ
Μηνύματα: 2.132
Προεπιλογή

Φίλοι μου καλημέρα σας.


Από που προέρχεται η λέξη καρνάβαλοι;


Το Τριώδιο, που είναι και η περίοδος της Αποκριάς, διαρκεί 3 εβδομάδες και
προηγείται της Μεγάλης Σαρακοστής , που ακολουθεί.

Η πρώτη εβδομάδα της αποκριάς λέγεται προφωνή ή προφωνέσιμη, επειδή, σε
παλιότερα χρόνια κάποιος από ένα μέρος ψηλό προφωνούσε, δηλαδή
διαλαλούσε ότι αρχίζει η περίοδος της Αποκριάς.
Η δεύτερη εβδομάδα λέγεται κρεατινή ή ολόκριγια, επειδή κατά τη διάρκειά
της δε νηστεύουμε. Τέλος, η τρίτη εβδομάδα λέγεται τυρινή, επειδή κατά τη
διάρκειά της, το κύριο καρύκευμα των φαγητών είναι το τυρί.

Η αρχή του Τριωδίου, ήτοι και της αποκριάς, γίνεται κυρίως αισθητή την
Πέμπτη της Κρεατινής, τη λεγόμενη Τσικνοπέμπτη.
Είναι η ημέρα που καθένας «θα τσικνώσει τη γωνιά του», όπως λένε, δηλαδή
κάτι θα ψήσει και η τσίκνα από το ψημένο κρέας, χοιρινό ή άλλο θα μοσχοβολήσει τον αέρα.

Οι μεταμφιέσεις, τις οποίες γνωρίσαμε ήδη κατά τις γιορτές του Δωδεκαήμερου
(Χριστούγεννα) σε ορισμένα μόνο μέρη της Β. Ελλάδας και του Πόντου – και
εκεί σαν έθιμο που σβήνει- τις Αποκριές συναντώνται σε ολόκληρη την
Ελλάδα, καθώς και στην υπόλοιπη Ευρώπη, ώστε να φαίνονται ως το κύριο γνώρισμά τους.


Το όνομα των μεταμφιεσμένων διαφέρει από τόπο σε τόπο:
κουδουνάτοι, καμουζέλες, μούσκαροι – αλλά το κοινότερο είναι μασκαράδες
και καρνάβαλοι που προέρχεται από τις ιταλικές λέξεις maschera και carnevale.


Κατά τον E. Fehrle, η λέξη προέρχεται από την απαγόρευση της κρεοφαγίας,
carne levare = κρέας έχε γεια και σημαίνει τη διακοπή της κρεατοφαγίας.

Οι γιορτές και οι μεταμφιέσεις θυμίζουν τη διονυσιακή λατρεία, αλλά στην
πραγματικότητα όλα είναι αρχαιότερα από τον Διόνυσο!
Είναι πράξεις της θρησκείας των πρωτόγονων γεωργών, οι οποίοι ζητούσαν με
τρόπους μαγείας να επενεργήσουν στη βλάστηση των αγρών, να ενισχύσουν
τη δύναμη που γονιμοποιεί τη γη, προτού ακόμη η δύναμη αυτή εξατομικευθεί
στη φαντασία τους και γίνει θεός Φαλλήν ή Διόνυσος ή κάποιος άλλος θεός της βλάστησης.

Όπως προαναφέρεται, ο Ελληνικός λαός αποκρεύει, δηλαδή παύει να τρώει
κρέας
μετά το φαγητό της Κυριακής της δεύτερης εβδομάδας, της λεγόμενης Κρεατινής.

Αλλά η καθαυτό Αποκριά με τα πολλά της έθιμα είναι η τελευταία Κυριακή της Τυροφάγου.
Όταν φτάσει η Κυριακή αυτή, εκτείνονται στο έπακρο η ευθυμία, οι
μεταμφιέσεις και οι χοροί.
Η ημέρα όλη περνά με την κίνηση των μασκαράδων, με τις επισκέψεις και το φαγοπότι.
Το γενικό θόρυβο επιτείνουν οι εκπυρσοκροτήσεις των κροτίδων και
ρουκετών, που σε πολλά μέρη, ιδιαίτερα της Β. Ελλάδας από παλιά συνήθιζαν
να πετούν στον αέρα.

Όταν πάλι αρχίζει να νυχτώνει, τότε ανάβονται στις πλατείες των χωριών ή
τους δρόμους των πόλεων φωτιές (φανοί, κλαδαριές, μπουμπούνες, καψαλιές),
γύρω από τις οποίες οι άνθρωποι τραγουδούν και χορεύουν.
Τη δύναμη και την ιερότητα που ο λαός αποδίδει στις ανοιξιάτικες φωτιές μάς
δείχνει και το όνομα που αυτές έχουν σε μερικούς τόπους.
Έτσι, στο Ζαγόρι της Ηπείρου η μεγάλη φωτιά, που ανάβεται μετά το δείπνο
της Κυριακής της Τυροφάγου, ονομάζεται Καλολόγος.

Η Καθαρή Δευτέρα είναι η πρώτη μέρα της Μεγάλης Σαρακοστής, γιΆ αυτό
λέγεται και πρωτονήστιμη Δευτέρα και Αρχιδευτέρα.

Λέγεται Καθαρή, επειδή από το πρωί της ημέρας αυτής κάθε νοικοκυρά
ασχολείται με το να καθαρίσει τα μαγειρικά της σκεύη από τα λίπη.


Κανένας κανόνας δεν απαγορεύει το κρασί.

Αυτό λοιπόν με λίγες ελιές, ταραμά και φρέσκα κρεμμυδάκια και με το απόθεμα
της ευτυχίας που διατηρείται από την προηγούμενη μέρα, αρκεί ώστε και η
μέρα αυτή να μην υστερεί σε κέφι από τις ημέρες της Αποκριάς, με τη διαφορά
ότι αλλάζει η σκηνή και όλοι, οι μεγάλοι με τα νηστίσιμα φαγητά που έχουν
ετοιμάσει, οι μικροί με τους χαρταετούς πηγαίνουν στην εξοχή για να κάνουν τα κούλουμα.

Πηγή: Γ. Α. Μέγας, Ελληνικές Γιορτές και Έθιμα της Λαϊκής Λατρείας, εκδ. Οδυσσέας
https://olympia.gr/2019/02/23/από-πο...ξη-καρνάβαλοι/

Συνεχίζεται...

Ευχαριστώ.
__________________
ΑΝ ΝΙΩΣΕΙΣ ΤΗΝ ΣΚΙΑ ΣΟΥ ΝΑ ΦΕΥΓΕΙ ΜΗΝ ΓΥΡΙΣΕΙΣ ΠΙΣΩ ΝΑ ΤΗΝ ΚΟΙΤΑΞΕΙΣ....
Το αληθινό νόημα της φώτισης είναι να κοιτάς όλη τη σκοτεινιά με φωτεινά μάτια [Καζαντζάκης Νίκος]
Απάντηση με παράθεση
  #97  
Παλιά 10-10-19, 14:04
Το avatar του χρήστη AVATARGR-1
AVATARGR-1 Ο χρήστης AVATARGR-1 δεν είναι συνδεδεμένος
Senior Member
 
Εγγραφή: 31-12-2013
Περιοχή: ΑΘΗΝΑ
Μηνύματα: 2.132
Προεπιλογή

Φίλοι μου καλησπέρα σας.

Συνεχίζω το θέμα.....

Ποιος ήταν ο Μερακλής που έγινε διαχρονικό παρατσούκλι
O φουστανελοφόρος από τη Ρούμελη άφησε εποχή στο Ζάππειο...


Έχουμε ακούσει ή έχουμε πει πολλές φορές τη φράση «Αυτός μεράκλωσε»
ή από τους παλιότερους ακούγεται καμιά φορά -κυρίως για γλέντια και χαρές-
ότι αυτοί «μπήκαν στα μεράκια».

Η λέξη «Μεράκι» έχει τούρκικη ρίζα και σημαίνει έντονη επιθυμία ή καημός.
Για αυτό λέμε «αυτός έχει μεράκι να…».

Αυτό το μεράκι είναι που οδήγησε στο παρατσούκλι Μερακλής και αργότερα
στον χαρακτηρισμό μιας συγκεκριμένης συμπεριφοράς.

Ο Μερακλής ήταν προσωνύμιο που εμφανίστηκε στην Ελλάδα στα τέλη του
19ου αιώνα και σιγά σιγά διαδόθηκε και στην υπόλοιπη Ελλάδα.
Πολλές φορές συναντάμε στην ιστορία συγκεκριμένα πρόσωπα να γίνονται
συνώνυμα καταστάσεων, συμπεριφορών κλπ.

Τέτοια παραδείγματα είναι ο Γιαγκούλας, η Ψωροκώσταινα κ.ά.
Έτσι συνέβη και με τον Μερακλή.

Ο Μερακλής ήταν ένας γέρος φουστανελοφόρος.
Αρχικά εύζωνας και αργότερα φύλακας στην περιοχή του Ζαππείου.
Φορούσε επιμελώς μέχρι τον θάνατό του την παραδοσιακή ενδυμασία του
τσολιά με τη φουστανέλα, τα τσαρούχια και όλα τα συναφή.
Γεννήθηκε το 1845 σε ένα χωριό της Λαμίας.
Είκοσι χρόνια αργότερα εντάχθηκε στο τάγμα των Ευζώνων.
Το 1878 πολέμησε για την Ελλάδα, παρασημοφορήθηκε και με την επιστροφή
του έγινε φύλακας στην ευρύτερη περιοχή του Ζαππείου.

Όταν έγινε δεκτός στους εύζωνες, από την περηφάνεια του, εμφανίστηκε
στην πλατεία του χωριού με την κοντή ευζωνική φουστανέλα και το φέσι
βαλμένο στραβά ώστε να φαίνονται οι κατσαρές του αφέλειες, αφού εκτός
των άλλων ήταν και ένας γόης της εποχής.
Αυτό, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι πάντα ήταν περιποιημένος και
φροντισμένος, κάνοντας πολύ ώρα να ετοιμαστεί σχολαστικά, αφιερώνοντας
αρκετό χρόνο και για την περιποίηση του μεγάλου «μύστακος» που
διατηρούσε, ήταν αρκετά για να του προσδώσουν τον τίτλο «Μερακλής».


Από το 1865 και μετά αυτός ο τίτλος θα υποκαταστήσει επί της ουσίας το
πραγματικό του όνομα και θα τον ακολουθεί μέχρι το τέλος της ζωής του.

Είχε γίνει σήμα κατατεθέν της εποχής για το εντυπωσιακό παρουσιαστικό του
που φρόντιζε καθημερινά με επιμέλεια. «Ο Μερακλής με τον αρειμάνιον
μύστακα, που τον βάφει με καραμπογιά»*, έγραφαν οι εφημερίδες της εποχής.
Οι καιροί άλλαξαν, μπαίνοντας στον 20ο αιώνα οι άντρες, ειδικά της
πρωτεύουσας, είχαν αφήσει προ πολλού τις φουστανέλες και είχαν υιοθετήσει
το ευρωπαϊκό ντύσιμο.
Κοστούμια, γραβάτες, δερμάτινα παπούτσια, παπιγιόν και καπέλα.

Με τα χρόνια ο Μερακλής έγινε μία γραφική φιγούρα.
Γερασμένος και αλκοολικός περιφερόταν γύρω από το Ζάππειο μόνος, ζώντας
μέσα στην ξύλινη καλύβα του φύλακα.

Ο Ρουμελιώτης, απόστρατος δεκανέας των ευζώνων Δημήτριος Στεργιόπουλος
ή Μερακλής σε ηλικία 83 ετών αποφάσισε να μιλήσει για πρώτη φορά σε εφημερίδα.
Ήταν πλέον γέρος και κανείς δεν του έδινε σημασία.
Όλη του η σύνταξη γινόταν κρασί και ρετσίνα στις ταβέρνες της Πλάκας.
Κάθε πρώτη του μήνα που έπρεπε να πάει για τη σύνταξή του γινόταν
δημόσιος περίγελος στους δρόμους και στα γραφεία, αφού πήγαινε με τα
απαραίτητα δικαιολογητικά κρυμμένα μέσα στον κόρφο του.

Η συνέντευξή του δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Έθνος (23/07/1928) με την
υπογραφή του συνεργάτη της εφημερίδας, Κ. αθ. (διατηρήθηκε η ορθογραφία της εποχής)


Συνεχίζεται...

Ευχαριστώ..
__________________
ΑΝ ΝΙΩΣΕΙΣ ΤΗΝ ΣΚΙΑ ΣΟΥ ΝΑ ΦΕΥΓΕΙ ΜΗΝ ΓΥΡΙΣΕΙΣ ΠΙΣΩ ΝΑ ΤΗΝ ΚΟΙΤΑΞΕΙΣ....
Το αληθινό νόημα της φώτισης είναι να κοιτάς όλη τη σκοτεινιά με φωτεινά μάτια [Καζαντζάκης Νίκος]
Απάντηση με παράθεση
  #98  
Παλιά 10-10-19, 14:23
Το avatar του χρήστη AVATARGR-1
AVATARGR-1 Ο χρήστης AVATARGR-1 δεν είναι συνδεδεμένος
Senior Member
 
Εγγραφή: 31-12-2013
Περιοχή: ΑΘΗΝΑ
Μηνύματα: 2.132
Προεπιλογή

Συνέχεια για την συνέντευξή του Μερακλή...

«[…] Τάμα τοχα να πάω μια μέρα να απισκεφθώ τον Μερακλή.
Και μΆ έφερε ο δρόμος χθες κατά το σούρουπο στο λημέρι του.
Τον ευρήκα, ή μάλλον ευρήκα το κάτισχνο φάσμα του, σε μια κατάστασι
αξιοδάκρυτη, και αγωνίστηκα πολύ για να το σύρω με τα δυο μου χέρια έξω
στον ήλιο, να κάτσουμε σε δυο καρέκλες ο ένας απέναντι στον άλλον, και να
τον βάλω να μου διηγηθή.
Το μικροσκοπικό καμαράκι του, που έλαμπε άλλοτε από πάστρα και ομορφιά,
όπως ο ίδιος, έχει ρημάξη από την εγκατάλειψι.
Είνε ο Συρανώ ντε Μπερζεράκ στην Πέμπτη πράξι του τέλους του.
Ζωντανός άδοξος νεκρός.
Για να μη λείπει μάλιστα καμμία λεπτομέρεια, έχει χτυπήση το κεφάλι του –
κάποια νύχτα μεθυσμένος έπεσε κάπου κι ετραυματίσθηκε.
Τα μάτια του είνε μισόκλειστα.
Πλάι του μια χρωματιστή κάρτ-ποστάλ με τον Βασιλέα Γεώργιον τον ΑΆ και
φύρδην μίγδην ένα ξυράφι, μια κουβαρίστρα με κλωστή – το θηρίο, έχει το
κουράγιο να καλλωπίζεται και να μπαλώνεται σΆ αυτή την ηλικία μόνος του –
και σαν παράσημα μέσα σε βιτρίνες οι «σαρδέλλες», τα ποστοκαλλιά γαλόνια
του δεκανέως, το εύσημον που του έδωσε η πατρίς για τας υπηρεσίας του!

Τάχει ακουμπισμένα ως είδος ιερόν κειμήλιον.
Με τι καμάρι που τα φορούσε άλλοτε, όταν έβγαινε να κάμη τη βόλτα του στο
Ζάππειο, και σειώντας και κουνιώντας επερνούσε κι εστεκότανε μπροστά στις
ξανθοπλόκαμες γκουβερνάντες του Βορρά να τις συγκινήση με το λιγερό του παράστημα.

– ¶ιντε, μωρέ, μην τα λιές ΅φτούνα και μΆ καις την καρδιά!

Ο Μήτσος έκλαψε, κι έβγαλε ένα χρωματιστό μαντήλι να σκουπίση τα μάτια με
τα τρεμάμενα γεροντίστικα χέρια του.

Ποτέ δεν εξακριβώθη έως τώρα η ακριβής ταυτότης και η βιογραφία του
Μερακλή, γιατί ο ίδιος δεν καταδεχότανε να μιλή για τον εαυτό του, αλλά και
γιατί κανένας δεν ετολμούσε να τον υποβάλη σε ανάκρισι.
Τώρα θέλει να μιλήση, αισθάνεται την ανάγκη της εξομολογήσεως στον
πνευματικό, κάνει τον απολογισμό του ενώπιον του Θεού.
Εγεννήθηκε το 1845 στη Φτέρη της Λαμίας, θυμάται πολύ καλά την έξωσι του
Όθωνος και τον ερχομό του Γεωργίου, και στα 1865 «ετράβηξε κλήρο» και
κατετάχθη στα ευζωνικά.

Αι, ρε ασικλήσι και λεβεντιά όταν μια Κυριακή πρωί την ώρα που αμόλαγε η
εκκλησία, εφάνηκε στην πλατέα του χωριού του με την κοντή ευζωνική
φουστανελλίτσα του και με το κρεμεζί φεσάκι βαλμένο στραβά νΆ αφίνη έξω
τις κατσαρές του αφέλειες.

Από τότε κιΆ όλας τον πρωτοείπαν Μερακλή.
Και τούμεινε.
Επί εξηντατρία χρόνια έκτοτε δεν άκουσε να τον φωνάζουν αλλιώς.
ΤΆ όνομά του ήταν γραμμένο στα χαρτιά και αν δεν το ξέχασε και ο ίδιος, είνε
γιατί το ακούει στη θυρίδα του ταμείου των συντάξεων κάθε πρώτη του μηνός.
Το γράφει άλλως τε τραβώντας και μία τζίφρα κάτω από την υπογραφή του:
Του τώμαθε στο λόχο ο διοικητής του, ο Πάνος Κολοκοτρώνης, τον έβαλε
κάτω και τον εβασάνιζε ένα μήνα να ζωγραφίζη ένα-ένα τα γράμματα:
«Δημ. Στεργιόπουλος, δεκ. εύζ.»!
Γιατί ο Μερακλής επήρε το γαλόνι του διακριθείς είς τας πολεμικάς επιχειρήσεις
του 1878, μετά δεκαπενταετή «ευδόκιμον» υπηρεσίαν, όταν μας εξεχωρήθη
Ήπειρος και Θεσσαλία από το Βερολίνιον συνέδριον.
Είχε μέλλον στο στρατό.
Στον τοίχο του δωματίου είνε κρεμασμένα πένθιμα τα κλέη: η σκουριασμένη
ξιφολόγχη και η λερή χιλιομπαλωμένη φουστανέλλα του.
Πριν δεχθή την πρόσκλησι μου να βγούμε έξω και να μιλήσουμε, παίρνει την
τσατσάρα και φτιάνει προχείρως τα μαλλιά του, ενώ με τα δύο χέρια κατόπιν
αγκιστρώνει επιμόνως το μπαμπακένιο μουστάκι του, και η όψις του φωτίζεται
ολόκληρη από μια διάθεσι κοκκεταρίας – παληά παράδοσις του σώματος των
ευζώνων, ολωσδιόλου σπαρτιάτικη.

Και, λοιπόν, αλήθεια, πως βρέθηκες στην Αθήνα, Μερακλή;
ΑφΆ τα ΅φτούνα.
Που να στα λέω πλιά! «Ανδραγαθήσας» έγινα δεκανεύς.
Και αφού δεν ήταν άλλος πόλεμος, μΆ έφεραν στην ανακτορική φρουρά.
Όταν επήρα τη σύνταξη μου, δραχμάς δεκαέξ κι εξήντα, εμπήκα δασοφύλαξ στο Ζάππειο.
Ωρέ, ζωή.
Αλλά τώρα με βασανίζει ου Θειός για ταΆ αμαρτίες μου.
Ιέχου σκνίπα, νογάς τι θα πη;
Η γεροντική ασθένεια του Μερακλή είνε μία άγρια και αδιάκοπη φαγούρα σε
όλο το σώμα του.
Θαρρεί ότι έχουν τρυπώση σκνίπες και τον τρώνε μέσα στο αίμα του.
Η πάθησίς του όμως φαίνεται ότι προέρχεται μάλλον από το κρασί, γιατί και
τώρα ακόμα που δεν έχει καμμία απολύτως όρεξη για φαΐ, και δεν τρώει
σχεδόν τίποτα, όλη του τη σύνταξη, που έχει αυξηθεί σιγά σιγά σε οχτακόσιες
δραχμές το μήνα, την ξοδεύει στις ταβέρνες της Πλάκας.
Δεν πίνει ούτε γάλα, ούτε καφέ.
Ρετσίνα από το πρωί ίσαμε το άλλο πρωί.
Παραπονιέται όμως ότι εχάλασαν τα κρασά τον τελευταίο καιρό.

Τα σπιρτώνουνε κακόν καιρό νάχουνε οι θεομπαίχτες!

Για τους έρωτες του, είνε ανένδοτος.
Ούτε λέξη δεν αφίνει να διαφύγη του έρκους των οδόντων του.
Από την έκφραση που παίρνει όμως οσάκις, του φέρνω τη συζήτηση στα
ειδύλλια του, φαίνεται ότι εγλέντησε καλά τα νειάτα του.
Τον είχαν ερωτευθή και κυρίες της ανωτάτης τάξεως, ντόπιες και ξένες,
αυλικές και περιηγήτριες.
Υπήρξε γόης με την πρωτόγονή του αφέλεια.
Και συ, Μήτσο, δεν ερωτεύθηκες καμμιά στη ζωή σου ποτέ;
Χάι, χάι!…

Και διακοπτόμενος από αναστεναγμούς αφίνει τη μνήμη του να πετάξη πίσω
πολύ μακρυά στο παρελθόν, και θυμάται με πόνο τη Βασιλική, τη Βασιλικούλα,
στην Αταλάντη, που είχε μια φορά όταν εγύρισε «ανδραγαθήσας δεκανεύς» από τον πόλεμο.

Ήτανε στα χρυσά ντυμένη.
Και με γυρέψανε οι μπαρμπάδες της.
ΚορίτσΆ σαν τα κρύα νριά, νιράιδα σουστή, πρώτο μπόι, παπαδοπούλα του
χουριού, χαμηλοβλεπούσα, ορφανή.

Δεν την επήρε όμως.
Δεν την καταδέχτηκε και τώρα μετανοεί.
Είναι το χαμένο όνειρο της ευτυχίας του που έπεσε στο δρόμο του κιΆ αυτός το προσπέρασε:

Ας όψεται ου Λέκκας ου ΣπύρΆς, ου αρχίστρος.
Ιφτούνος δεν μΆ άφησε να παντιφτώ.
Μη, μι λιέει, μην το κάνεις αύτο, μη μΆ το ματαλιές.
Θα σι χάσουμε.
ΚιΆ απόμΆ να έρμους κι σκότεινους, μαγκούφΆς και άκληρους, ποιός;
Ιγώ, οι Μίτσους οι ΣτεργιόπΆλους οι Μερακλής, τΆ καμάρι τΆ βζωνικού.
Να παραδέρνου σαν τν άδικια κατάρα, Αγιάννης ου ΚαλυβίτΆς στου Ζάππειου…

Μήπως θάθελες, Μερακλή να φροντίσουμε να σε βάλουμε σε κανένα
Νοσκοκομείο να σε κυττάξουν οι γιατροί, στο Γηροκομείο να ησυχάσης, σε
κανένα ¶συλο;
Ο Μήτσος εθύμωσε, προσεβλήθη πολύ!

Δεν ταΆ κΆ νάου βήμα.
Δεν πάου πουθΆνά.
Ιδώ θα μείνου να παραδώσου ψυχή στον Κύριου.
Δεν μΆ έβαλαν φύλακα;
Κλαράκι με κλαράκι τάχου φυλαγμένα μερόνυχτα αυτίνα πΆ βλέπΆς γύρου σου.
Αυτίνη νΆ η τιμή μου, να πιθάνου πιστός.
ΑμΆ άμα μιβγάλης απού Άδώ, πάει κιΆ όλας τα τίναξε ου Μερακλής.
Δε βλέπΆς πως μι βασανίζει ου Θειός, μεγάλΆ η χάρι του για τσΆ αμαρτίες μου;…

Και ο Μερακλής αναλύθηκε πάλι σε δάκρυα.
Τον εβοήθησα από τις μασχάλες να τον βάλω στο κελλί του.
Αυτόν τον ασίκη που περνοδιάβαινε σα σπίθα εδώ και λίγα χρόνια κιΆ
εγλυκοκύτταζε λιγωμένος τα θηλυκά.
ΜΆ αποχαιρέτησε, και καθώς έφευγα τον είδα νΆ αρπάζη με δίψα μια μποτίλλια
και να την κολλάη στα χείλη του.
Έχει ανάγκη να λησμονήση, αφού όλοι τον ελησμόνησαν…

*Καραμπογιά: θειικό υποξείδιο του σιδήρου, που χρησιμοποιείται για να βαφεί κάτι σκούρο, αλλά και στην ανθοκομία.

Η συνέντευξή του δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Έθνος (23/07/1928) με την
υπογραφή του συνεργάτη της εφημερίδας, Κ. αθ. (διατηρήθηκε η ορθογραφία της εποχής)


Του Μιχάλη Γελασάκη
Πηγές:mixanitouxronou
https://olympia.gr/2019/10/09/ποιος-...-έγινε-διαχρο/
__________________
ΑΝ ΝΙΩΣΕΙΣ ΤΗΝ ΣΚΙΑ ΣΟΥ ΝΑ ΦΕΥΓΕΙ ΜΗΝ ΓΥΡΙΣΕΙΣ ΠΙΣΩ ΝΑ ΤΗΝ ΚΟΙΤΑΞΕΙΣ....
Το αληθινό νόημα της φώτισης είναι να κοιτάς όλη τη σκοτεινιά με φωτεινά μάτια [Καζαντζάκης Νίκος]
Απάντηση με παράθεση
Απάντηση στο θέμα

Εργαλεία Θεμάτων
Τρόποι εμφάνισης

Δικαιώματα - Επιλογές
Δεν μπορείτε να προσθέσετε νέα threads
Δε μπορείτε να απαντήσετε
Δεν μπορείτε να προσθέσετε συνημμένα
Δεν μπορείτε
BB code είναι σε λειτουργία
Τα Smilies είναι σε λειτουργία
Ο κώδικας [IMG] είναι σε λειτουργία
Ο κώδικας HTML είναι εκτός λειτουργίας



Όλες οι ώρες είναι GMT +2. Η ώρα τώρα είναι 22:26.


Forum engine powered by : vBulletin Version 3.8.4
Copyright ©2000 - 2024, Jelsoft Enterprises Ltd.