Το forum του μεταφυσικού  

Επιστροφή   Το forum του μεταφυσικού > Συζητήσεις > Αρχαία Ελλάδα – Ιστορία –Πολιτισμός

Απάντηση στο θέμα
 
Εργαλεία Θεμάτων Τρόποι εμφάνισης
  #21  
Παλιά 25-05-15, 19:41
Το avatar του χρήστη AVATARGR-1
AVATARGR-1 Ο χρήστης AVATARGR-1 δεν είναι συνδεδεμένος
Senior Member
 
Εγγραφή: 31-12-2013
Περιοχή: ΑΘΗΝΑ
Μηνύματα: 2.132
Προεπιλογή

Φίλοι μου καλησπέρα σας.

Συνεχίζω με το γράμμα Κ (συνέχεια)....

Κυρίτσης- τιμητικός τίτλ.
1) κύριος, άρχοντας,
2) αξιωματούχος: του κλήρου κυριτσάδες, <ουσ. κύρης + κατάλ. –ίτσης.
Ως επώνυμο τουλάχιστον από τον 11οαιώνα, (Κυρίτζης) .

Κύρκας/Κύρκος-εραστής,
Ο «καλός», ο αγαπημένος, <ουσ. κύρης + κατάλ. -κας.

Κύρκος
Από το βαφτ. Κύρκος, <μεσν.Κύρικος (κύρ (ιος) +ικός) ή (και) του βαφτ. Κυρ (ιά) κος.
Η ίδια αρχή σε πολλές παραλλαγές, φανερώνοντας τη διάδοσή του υποκορ.
αυτού τύπου, όπως Κυρκόπουλος, Κυρκίδης, Κυρκάκης, Κύρκου, Κυρκούδης, Κυρκούσης κτλ.

Κωσταρέλης
Από το βαφτ.Κώστας + μεγεθ.καταλ. –αράς+υποκορ. καταλ. –έλης.

Κωτάνος- Από τη εκδοχή του βαφτιστικού ωνσταντίνος<Κώστας<Κώτας.

Λ

Λάβδας Από το βλαχ.lavda=έπαινος, <λατ.laus-udis, laude.

Λαβδός
Από το δημωδ. λαβδός, αυτός που έχει στραβά πόδια έτσι ώστε να ενώνονται
τα γόνατα, έχοντας σχήμα Λ, σχετική λέξη χαυδώνω.

Λαγάρας- Από το δημ. λαγάρα, υγρό απαλλαγμένο από κάθε ξένη ουσία,
μτφ. ο καθαρός, και ο ειλικρινής, τίμιος, άψογος.
Και λαγαρίζω : κάνω διαυγές ένα υγρό.
Από το αρχαίο λαγαρός “ο χαλαρός, λεπτός, ευκίνητος”, η σημερινή σημασία μεσαιωνική.

Λάγιος
Από το δημ. λάγιος, ονομασία προβάτων που έχουν μαύρο χρώμα, πρβλ. λαγιαρνί, <δάνειο από τα βλάχικα.

Λαγκώνης Από την κεφαλλ. ιδιωμ. λέξη λαγγώνι, πλευρό.

Λαζούρης/Λαζούρας
Από το μεσν (τουλαχ.7ος αιων.) και δημ. λαζούρι (ον) , πέτρα γαλάζια, μτφ. ίσως ο γαλανομάτης, γαλάνης..

Λαθούρης-
Από το λαθούρι, ποώδες φυτό της οικογένειας των ψυχανθών, lathirus
sativus, < μσν. λαθούριν υποκορ. του αρχ. λάθ (υρος) –ούριν.

Λάλος
Από το μεσν. και δημωδ. λάλος, ο πολύ φλύαρος, αυτός που λαλεί (μιλάει) πολύ, συνεχώς.

Λαμπαδάριος- Ο επικεφαλής του αριστερού χορού στον πατριαρχικό ναό.

Λαμπέτης
Από το μεσν. λαμπέτης, ο λαμπρός, ο λάμπων. Σαν επώνυμο αναφέρεται για
πρώτη φορά το 1320 ως επώνυμο κατοίκου της Χαλκιδικής, Λαμπέτης. Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο της ηθοποιού Έλλης Λαμπέτη, γεννημένη Έλλη Λούκου.

Λαμπίρης
Ίσως από το δημωδ. λαμπύρι, το φυτό λαμπύρι, το αρχαίο ‘λάθυρος’.πρβλ. επών.
Σχετικά με φυτά Κολτσίδας, Λαθούρης, Λιναράς, Μελικόκης (βλ.επων.)

Λανάρης/Λαναράς- ο εριουργός, λανάρης< μεσ.λανάριος< λατ.lanarius>.

Λαπαθιώτης
Ίσως σχετίζεται με τον οικισμό Λάπατα (σημ.Λαπάθεια) , δημ.Καλαβρύτων. Λαπατιώτης<Λαπαθιώτης με λόγιο εξελλην.πρβ. Μπακάλης<Βακάλης.

Λάπας
Από το ηπειρωτ.διαλεκτ. λάπα-λαπάς=η προβατίνα με τα αυτιά προς τα
κάτω», <αλβ.lape-a=το δέρμα των σφαζομένων ζώων.

Λαπατάς
Από το ν.ε. λάπατον< είδος ποώδους φυτού που τρώγεται. [αρχ. λάπαθον, *λάπατον] (Τριαντ.}.

Λαρδάς
Από το ουσ. λαρδί, λίπος, κυρίως χοιρινό, που διατηρείται και καταναλώνεται
παστό ή καπνιστό. μσν. λαρδί (ο) ν, υποκορ. του ελνστ. λάρδ (ος) (< λατ. lard (um) -ος `αλατισμένο κρέας΄) –ίον.


Λάσκαρης
Επώνυμο σημαντικής βυζαντινής οικογένειας. Χρησιμοποιείται και ως κύριο
όνομα. Λάσκαρης<λάσκαρης «δάσκαλος»<ράσκαλης με αντιμετάθεση r-l<>r< δάσκαλος.
Οι παραπάνω τύποι απαντούν στο μικρασιατικό ιδίωμα της Σίλλης
(περ.Ικονίου) όπου ο ρωτακισμός αποτελεί γενικό κανόνα (πβ.δεξί-ρεξί,
δεσπότης-ρεσπότσης)

Λαφαζάνης
Από το τουρκ.περσ. lafazan, ο φλύαρος, καυχηματίας.

Λαψάνης
Από το ν.ε. ιδιωμ. λάψανα, είδος χόρτου, η λέξη και στον Ησύχιο (6ος μ.Χ.) < «λαψάνη>· τῶν ἀγρίων λαχάνωνἐσθιομένη».

Λέκας
Αρβανίτικη εκδοχή του βαφτ. “Αλέξανδρος”.{ΤΟΖ}

Λεκκός/Λεκός
Από το ιδιωμ. (Τσακώνικό) λεκός (ο) , λεκό (το) , ο λευκός, και Λεκκάκος.
Το τελευταίο μπορεί να συνδέεται με το αρβαν. Λέκας, υποκορ. του Αλέξανδρος. (ΛΞΤΣ)

Λεμόνης
λεμόνι<μσν.λεμόνι<λιμόνι ([i > e] από επίδρ. του [l] < ιταλ. limon (e) -ι < αραβ., περσ. laymūn..

Λέπουρας- Από το αρβαν. λjeπούρι, ο λαγός.

Λέτσος
Από το ιδιωμ. λέτσος, ο βρωμιάρης, ο κακοντυμένος, <ιταλ. lezzo `βρόμα΄.
Ίσως και από υποκορ. μορφή του Νικόλαος>Νικολέτσος>Λέτσος. (ΛΔΗΜ)

Λέχος
Μητρωνυμικό, από το λεχώ-λεχώνα,
1) γυναίκα που γέννησε πρόσφατα και
2) (μτφ.) για άνθρωπο τεμπέλη και φυγόπονο,
3) Από το ιδιωμ. (Αρκαδ.) λέχος, «η εν ύδατι αναλυομένη κόπρος των βοών,
εν η εμβάλλουσι τα βαμβακερά υφάσματα άμα υφανθέντα.
Μένουσιν δ’εν αυτή 3-4 ημέρας ταύτα, είτα εξάγουσιν αυτά (ξελεχώνουσι) και
τα λευκαίνουσιν».
Ίσως λέχος, παρατσούκλι, αυτού που έκανε αυτή τη δουλειά.

Λεχούδης
Από το δημωδ. λεχούδι, το νεογέννητο, το νεογνός, <λέχώ +-ούδι, μσν. λεχώνα < ελνστ. *λεχών.

Ληξούρης
Από το μεσν. λίξουρος, λιξουριάρης, λήξουρος, ο άπληστος, πλεονέκτης και ο
λαίμαρχος, λιχούδης, λιγούρας.
Το τοπωνύμιο Λιξούρι, προφανώς σχετίζεται ετυμολογικά.

Λιάγκας
Μητρων. από το βαφτ. Λιάγκα, ιδιωμ. μορφή του Αλέκα< Αλεξάνδρα .
Ή από το ιδιωμ. (Αιτ/νια) λιάγκας, ο πολύ αδύνατος..

Λιάλιας
Από την καταγεγραμμένη μορφή του βαφτ. Λάζαρος στα βορειοελλαδικά ιδιώματα (π.χ. Σιάτιστα) .
Ο διπλασιασμός μια συλλαβής του βαφτιστικού έχει δώσει αρκετές παραλλαγές
σε πολλά ονόματα, π.χ. Κοκός<Κώστας, Μπάμπης<Χαράλαμπης, Κική<Αγγελική, Μίμης<Δημήτρης.

Λιάλιος
Από το αρβαν. λjαλjε, ο μικρότερος αδερφός αποκαλεί έτσι τον μεγαλύτερο.

Λιάμης
Από το αρβαν. λjαμε, αλώνι ή η αρβανίτικη υποκορ. εκδοχή του βαφτ. Χαράλαμπος.

Λιανός
Από το δημώδ. λιανός, ο λεπτός, λιγνός και στενός-στενόμακρος, από το μεσν. λειανός, αρχ. λείος + καταλ. –ανός.

Λιάπης
Από το αλβ. Lab-I, ο κάτοικος της Λιαπουριάς (η περιοχή γύρω από τη Χειμάρα) .

Λιάρος
Από το ν.ε. λιάρος «ο σταχτόχρους με στίγματα», βλαχ.leara ,ποικιλόχρωμος,
για κατσίκια, πρόβατα κτλ, αλβ.larë“ίδια έννοια με τη βλάχ.”

Λιβαθινός (Λειβαθινός)
Επώνυμο που δηλώνει καταγωγή από την περιοχή Λιβαθώ (Λειβαθώ) της
Κεφαλλονιάς.Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό τμήμα του νησιού με πλούσια ναυτική
παράδοση.

Λιβανός
Η ευρεία διάδοση του επιθέτου αυτού οφείλεται στο ότι το Λιβάνιος/ Λιβανός
χρησιμοποιούταν/ χρησιμοποιείται και ως βαφτιστικό.
Λιγότερο πιθανές οι περιπτώσεις...
1- Αυτός που εμπορεύεται λιβάνι,
2- Από την ονομασία που δίνεται στις μαυρο-κόκκινες κατσίκες.
Ψάρρος, Λιάρος, Νταβέλης, Ρούσος κ.α.

Λίλας
Μητρων. από το θηλ. βαφτ. Λίλα, χαϊδευτικό του Αμαλια, Ευαγγελία (Ηπειρ.)

Λιναράς
Από το ν.ε. λινάρι, το φυτό λυνάρι, κλωστική ύλη από το λινάρι, μτγν.λινάριον.
Ως επώνυμο ήδη από την Παλαιολόγεια εποχή, Λιναράς Νικόλαος το 1316 στις Σέρρες, κ.α.

Λινάρδος
Από το βαφτιστικό Λινάρδος, ελληνική μορφή του φράγκικου κύριου ονόματος Lenard, Linardo.

Λιόλιος
Το επώνυμο από μία από τις πολλές καταγεγραμμένες υποκορ. μορφές του
βαφτ. Θόδωρος στα βορειοελλαδικά ιδιώματα. Η συγκεκριμένη απαντάται σε
εριοχές όπως το Καταφύγι και τα Σιάτιστα Μακεδονίας.
Σύμφωνα με τον Μπόγκα το “Λιόλιος” είναι αρβανίτικη παραλλαγή του Γεώργιος.
Η μια εκδοχή δεν αποκλείει την άλλη.

Λιόντος/Λόντος
Από το βαφτ.Λιόντος<Λεόντιος, ένα από τα συνηθέστερα βαφτιστικά της Παλαιολόγειας εποχής.

Λιόπεσης- Από το αρβαν. λιόπë, η αγελάδα.

Λιότσης- Από το αρβαν. λjότσι, ο φίλος.

Λισγάρας
Από το διαλεκτ. λισγκάρι=το σκαλιστήρι<μεσν. λισγάριον υποκορ. του λίσγος.

Λοβέρδος
Επώνυμο από το ιταλ. κύριο όνομα Lombardo<αρχικά όνομα εθνότητας,
Λομβαρδών-Λογγοβάρδων.

Λογαράς/Λαγαράς
Από το μεσν. λογαράς, αυτός που λέει πολλά λόγια, ο λογάς, ή από το ν.ε.
λογάρι «το χρήμα, ο θησαυρός».
Ως επώνυμο τουλάχιστον από την Παλαιολόγεια εποχή, τον 14οαιώνα
αναφέρονται άτομα με το επώνμο Λογαράς σε Κωνσταντινούπολη, Σέρρες.

Λογοθέτης
Αξίωμα στην αυλή των βυζαντινών αυτοκρατόρων· ανώτερος αυλικός.
Ως επώνυμο ήδη από την Παλαιολόγεια εποχή, αναφέρονται άτομα με το
επώνυμο Λογοθέτης, τον 13-14οαιώνα σε Θεσσαλονίκη, Αθήνα.

Λοΐζος/Λουΐζος/Αλοΐζος
Από το βαφτ. Λογίζος-Λοΐζος-Αλοΐζος, <βεν.Aloiso, γαλ.Loys. Βαφτιστικό που
είχε ευρεία διάδοση σε ελληνικούς πληθυσμούς (νησιά, Πελ/σο, Θεσσαλία,
Μακεδ.κτλ) την περίοδο της φραγκοκρατίας και βενετοκρατίας.

Λούβαρης/Λουβιάρης
Από το δημώδ. λουβιάρης, λωβιάρης, ο λεπρός, ο έχων λούβα/λώβα, <αρχ. ουσ. λώβη, συν την κατάλ. – (ι) άρης.

Λουλές
Από το δημωδ. λουλές, η πήλινη εστία του ναργιλέ, στην οποία τοποθετούνται
τα κάρβουνα και ο καπνός, <τουρκ.Lule>

Λουμάκης
Από την κεφαλλ. ιδιωμ. λέξη λουμάκι, ο παχύς και μεγαλόσωμος.
Αλλού η λέξη λουμάκι έχει την έννοια του καινούργιου τρυφερού κλαδιού
δένδρου, βλαστάρι, <ουσ. *λειμάκιον <αρχ. λείμαξ>

Λούπης
Από το ν.ε. λούπης, αρπακτικό πτηνό, ο ικτίνος, μτγν. ουσ. λούπης (<λατ. lupus) .

Λυμπέρης/Λυμπερόπουλος/Λυμπεράκος
Επώνυμο που προέρχεται από το βαφτιστικό Λυμπέρης, από το ιταλ.Libero<λατ.liber (ελευθερία) .

Λώλος
Από το ν.ε. λώλος, ο παλαβός, με ανέβασμα του τόνου, όπως συμβαίνει με
αρκετά επίθετα. μσν. λωλός < αρχ.ὀλωλώς (Λεξ.Τριαντ.)

Συνεχίζεται..

Ευχαριστώ.
__________________
ΑΝ ΝΙΩΣΕΙΣ ΤΗΝ ΣΚΙΑ ΣΟΥ ΝΑ ΦΕΥΓΕΙ ΜΗΝ ΓΥΡΙΣΕΙΣ ΠΙΣΩ ΝΑ ΤΗΝ ΚΟΙΤΑΞΕΙΣ....
Το αληθινό νόημα της φώτισης είναι να κοιτάς όλη τη σκοτεινιά με φωτεινά μάτια [Καζαντζάκης Νίκος]
Απάντηση με παράθεση
  #22  
Παλιά 07-06-15, 10:15
Το avatar του χρήστη AVATARGR-1
AVATARGR-1 Ο χρήστης AVATARGR-1 δεν είναι συνδεδεμένος
Senior Member
 
Εγγραφή: 31-12-2013
Περιοχή: ΑΘΗΝΑ
Μηνύματα: 2.132
Προεπιλογή

Φίλοι μου καλημέρα σας.

Συνεχίζω το θέμα....

Μ

Μαγγανάρης
Απο τη λέξη μάγγανον*βαρούλκο, μτφ. ο δόλιος, ο ψεύτης.
Ως επώνυμο ήδη από την Παλαιολόγεια εποχή, Μαγγανάρης Ιωάννης -14ος-
Κρήτη, Μαγγανάρης Ιωάννης 13ος- Ιερισσός.

Μαγκλάρας/Μαγκλαράς
Από το δημωδ. μαγκλάρα-μαγκλαράς, ο νέος, υψηλόσωμος και άχαρος άνδρας. Ίσως σχετικό με το νταγκλαράς, με την ίδια σημασία,
< dağlar>αυτός που είναι σαν τα βουνά.

Μάγκος
Από το βλαχ.mangu “αυτός που δεν έχει το απιτούμενο βάρος”, ή το ομόριζο
και ομόηχο αλβ.mangu “λειψοβαρής”, λατινικής αρχής και τα δύο>mancus.

Μαγκριώτης
Από το βαφτ. Μαγκριώτης, χρησιμοποιούμενο κυρίως στην Θράκη.
Σύμφωνα με τον Ψάλτη, στα Θρακικά του, μετέπεσε σε κύριο όνομα από
κάποια παλιότερη βυζαντινή επωνυμία, όπως συνέβη με άλλα όπως
Παλαιολόγος, Βάρδας, Κομνηνός, Δούκας-Δούκισα, Ασάνης-Ασάνω.

Μαδέρης
Από το μαδέρι, χοντρή σανίδα ή δοκάρι που χρησιμοποιείται στο χτίσιμο,
< βεν. madero ή <ιταλ. madiere>

Μάζης
1) Από το αρβαν. mëz, (το ë προφέρεται κάπως μεταξύ -α- και –ε-, όπως το αγγλ.about) , και σημαίνει πουλάρι,
2) από το αρβαν. mazë, η κρέμα, η κρούστα που δημιουργείται πάνω στο γάλα, <σλαβ.mazъ-το λίπος

Μαζίλης-μαζίλης
Μέλος έφιππου σώματος στη Βλαχία που το αποτελούσαν ευγενείς χωρίς
ορισμένο αξίωμα, <τουρκ. mazul>

Μάϊνας
Από το ρήμα μαϊνάρω, (ναυτ.) χαλαρώνω, κατεβάζω τα πανιά, <βεν. mainar.>

Μακελλάρης
O σφαγέας, κρεοπώλης ή ο φρουρός, μτγν. ουσ. μακελλάριος (<λατ. macellarius) .
Ως επώνυμο ήδη από την Παλαιολόγεια εποχή, Μακελάρης, πάροικος στις Σέρρες το 1317.

Μαλάμας
Από το ν.ε. μάλαμα που έγινε και βαφτ. (Μαλάμω) . <μσν. μάλαμα < ελνστ. μάλαγμα `μαλακό υλικό΄.

Μαλίκης
Από το αραβ.τουρκ. malik, ιδιοχτήτης, κυρίαρχος.

Μαλίτσιος
Μητρωνυμικό επώνυμο από την καταγεγραμμένη μορφή του θηλ. βαφτ.
Μαρία, Μαλίτσιω, στα βορειοελλαδικά ιδιώματα.
Το συγκεκριμένο βαφτιστικό λόγω και της συχνότητάς του έχει δώσει πάρα
πολλές υποκοριστικές μορφές όπως: Μαριώ, Μαλιώ, Μαριγώ, Μαριγούλα, κ.α.
Η συγκεκριμένη μορφή απαντάται κυρίως στη Βέροια.

Μαμελετζής
Ο τοκογλύφος, <τουρκ. muameleci.

Μαμούρης
Από την ιδιωμ. λέξη μαμούρι, ο μικρός στην ηλικία υπηρέτης του σπιτιού,
αυτός που κάνει τις αγγαρείες.
Ως επώνυμο ήδη από την Παλαιολόγεια εποχή, Μαμούρης, κάτοικος της Κω, 1263.

Μάνεσης
Από το αρβαν. μανεσë-α, η αργοπορία, λογικά Μάνεσης ο βραδύς, ο αργός.

Μανιάκης
Από το μανιάκης (ο) , το περιδέραιο. Και σαν τοπωνύμιο στην Πελ/σο, τόπος
ιστορικής μάχης του ’21.
Προφανώς όπως συνηθιζόταν η περιοχή είχε δοθεί σε βυζαντινό αξιωματούχο
ως πρόνοια, αφού αναφέρεται και στρατηγός Μανιάκης τον 11οαιώνα. όχι
ασυνήθιστό φαινόμενο όπως δείχνουν κι άλλα τοπωνύμια στην Πελ/σο και
αλλού πρβλ Λεοντάρης, Πιγκέρνης, Σκαραμαγκάς, Καματερός κτλ

Μανίκας
Από τη λέξη μανίκα
1) Σιδερένια θωράκιση που προστατεύει τους βραχίονες πολεμιστή ή
2) Μανίκι ενδύματος. <λατ. – ιταλ. Manica. Ως επώνυμο ήδη από την
Παλαιολόγεια εποχή, στη μορφή Μανίκης, το 1355 στο Μελένικο.

Μανούκας
Από το βαφτ. Μάνος (Εμμανουήλ) και την καταλ. –ούκας,
βλ. Γιάννης-Γιαννούκος-Γιαννούκας, Μαύρος-Μαυρούκος-Μαυρούκας.

Μάντακας
Από την ιδιωμ. (Κρήτη) λέξη μάντακας, τσιμπούρι των σκύλων ή άλλων ζώων.

Μαντάς
1) Ο κατασκευαστής ή πωλητής μαντών (μαντά, τα) .
Μάντα, είδος μανδύα <ιταλ.manta. Το επώνυμο σχηματίζεται από το ουσ. μάντα και την επαγγελ. κατάληξη –άς (βλέπε βαρελάς, ψωμάς, παπλωματάς κ.α.) .
2) Από το τουρκ. mandaz, το βουβάλι. Ή από το μεσν/δημωδ. μάντης.

Μάντζαρης/Μάντζαρος
1) Από το επών. Μάντζιος (βλ.παραπάνω) και την κατάληξη –αρης
(βλ.Γιάνναρης) και αντίστοιχα την καταλ. –αρος (βλ.Αντώναρος)
2) Ή από το τουρκ. manzar, πρόσωπο.iii) από το τουρκ. mancar, ο Μαγιάρος,
ο Ούγγρος, ίσως και η πιο πιθανή προέλευση καθώς πολύ Έλληνες έμποροι-
έποικοι είχαν επαφές με την Ουγγαρία του 18-19ου αιώνα και όπως
συνηθιζόταν στην πατρίδα του έπαιρναν σχετικό παρατσούκλι, πρβλ. σήμερα
Αμερικάνος, Αυστραλός, Γερμανός για μετανάστες Έλληνες που επιστρέφουν
στην Ελλάδα.

Μαντζουράνης
από τη λέξη μαντζουράνα (ποώδες αρωματικό φυτό που καλλιεργείται ως καλλωπιστικό) , ίσως βεν. Mazorana.

Μαργαρώνης
Μητρωνυμικό επώνυμο από το θηλ. βαφτ. Μαργαρόνα<ιταλ. Margaronne.

Μαργέλης
Ίσως σχετικό με το ρήμα μαργελώνω, στριφώνω, ρελιάζω για στόλισμα.
<ουσ. μάργελλον ή μαργέλλιον <υστλατ. margella.
Μάλλον πιο πιθανό είναι να πρόκειται για μητρωνυμικό επίθετο απο το θηλ.
βαφτιστικό Μαρία στην υποκοριστική του μορφή Μαργέλι (το) .

Μαργιάννης
Μητρων. επώνυμο από τα βαφτ. Μαρία +Γιάννης>Μαργιάννη, δηλαδή η Μαρία
η γυναίκα του Γιάννη, πρβ.επων. Ελενογιάννης κτλ.


Μαριδάκης-ν.ε. μαρίδα + -άκης, αρχ. σμαρίς, αιτ. -ίδα.

Μαρκεζίνης
Σχετικό με το μαρκήσιος, μαρκέζης. Τίτλος δυτικών ευγενών.
<μεσν. λατ. marcensis – marquesius.

Συνεχίζεται....

Ευχαριστώ.
__________________
ΑΝ ΝΙΩΣΕΙΣ ΤΗΝ ΣΚΙΑ ΣΟΥ ΝΑ ΦΕΥΓΕΙ ΜΗΝ ΓΥΡΙΣΕΙΣ ΠΙΣΩ ΝΑ ΤΗΝ ΚΟΙΤΑΞΕΙΣ....
Το αληθινό νόημα της φώτισης είναι να κοιτάς όλη τη σκοτεινιά με φωτεινά μάτια [Καζαντζάκης Νίκος]
Απάντηση με παράθεση
  #23  
Παλιά 10-06-15, 21:21
Το avatar του χρήστη AVATARGR-1
AVATARGR-1 Ο χρήστης AVATARGR-1 δεν είναι συνδεδεμένος
Senior Member
 
Εγγραφή: 31-12-2013
Περιοχή: ΑΘΗΝΑ
Μηνύματα: 2.132
Προεπιλογή

Φίλοι μου καλησπέρα σας.

Συνέχεια του θέματος...

Μαρούλης
Από τη λέξη μαρούλι, ίσωςαμαρούλ (λ) ιον& λατ. επίθ.*amarul (l) us/*amarul
(l) a (lactuca).
Κάλλιστα μπορεί να προέρχεται απο το βαφτιστικό Μάριος συν την
υποκοριστική κατάληξη -ούλης. Ως κατάληξη επωνύμου τουλάχιστον απο το
(περ.) 1300 αφού καταγράφεται κάτοικος της Λήμνου Ιωαννούλης, επίσης
ον 13ο αιώνα στην Ιερισσό Χαλκιδικής καταγράφεται κάποιος Γεώργιος Κουτρούλης, κ.α.
Το επίθετο Μαρούλης καταγράφεται αρκετές φορές όπως το 1305 ως επίθετο
ενός “Μέγα Άρχοντος επι του Στρατού”, επίσης ένας Αλέξιος Μαρούλης
ταβουλάριος στη Σμύρνη το 1274, ένας Δημήτριος Μαρούλης το 1322 στη
Θεσσαλονίκη ως γιατρός κ.α.

Μασαβέτης
Ίσως από τη λέξημουσαβέτε, σχέδιο εγγράφου· βιβλίο πρόχειρης καταγραφής
της περιουσίας ή των εισοδημάτων κάπ. για φορολογικούς σκοπούς, <τουρκ.müs (e)> vedde.

Μασούρας
Σχετικό με το ν.ε. μασούρι, ποσότητα νήματος ή κλωστής μαζεμένη έτσι ώστε
να σχηματίζει κύλινδρο, μσν. μασούριον < τουρκ. masur (a) (από τα περσ.) –ιον.

Ματαράς
1) Από τη λέξη μάτι συν την μεγενθ. επίθημα. –αράς, αυτός που έχει μεγάλα
μάτια, ή λιγότερο πιθανό,
2) από το δημωδ. ματαράς (ο) , είδος δερμάτινου ασκού, παγουριού, για τη
μεταφορά νερού, από κηνυγούς και αγρότες. 3) Και αρκετά πιθανό να
προέρχεται απο την καταγεγραμμένη μορφή του βαφτιστικού Δημήτριος,
Μάτης/Μάτος/Μάτας, στα βορειοελλαδικά ιδιώματα, συν την μεγενθ.
κατάληξη -αράς, βλ. Γιανναράς, Γεωργαράς, κ.α. Η ίδια μορφή του Δημήτριος έχει δώσει επίθετα όπως Ματάκος, Ματακούδης, κ.α.

Ματρακούκας
Από το ιδιωμ. ματρακούκα, αλλιώς η μανδραγόρα<αρχ.μανδραγόρας.

Μάτσας
Ίσως από το αρομ. (βλαχ.) mață, η γάτα.{ΤΟΖ}ή

Ματσούκας
Από τη λέξη ματσούκι, ραβδί χοντρό που απολήγει σε σφαιροειδή όγκο ή
παλούκι, πάσσαλος. <μεσν. λατ. mazuca <λαϊκ. λατ. Matteūca. Ως επώνυμο
τουλάχιστον από τον 13οαιώνα, Ματζούκης, Μιχαήλ, το 1293 στη Σμύρνη.

Μαυραγάνης
Από το ιδιωμ. μαυραγάνι, είδος σιταριού με μαύρο άγανο ή αγάνι (<ακάνιον<ακάνθιον) .

Μαυροειδής/Μαυροειδάκος
Από το μεσν. μαυροειδής, ο μαυρουδερός, και ως κύριο όνομα, Μαυροειδής,
στο Μεσαίωνα. <μαύρος + ουσ. είδος. Ως επώνυμο τουλάχιστον από τον
14οαιώνα, Μαυροειδής Μιχαήλ, ιερέας στην Πόλη.

Μέγας
Στη Χίο «μέγας» ο πρωτότοκος γιός.Αρχ. μέγας.

Μεθενίτης
Επώνυμο που δηλώνει καταγωγή από τα Μέθενα<Μέθανα, στην αργολική χερσόνησο.

Μεϊμάρης/Μεϊμεράκης
Από το τουρκ. mimar, ο αρχιτέκτωνας.

Μεϊντάνης
Σχετικό με το ους. μεϊντάνι, που σημαίνει πλατεία ανοιχτή/αγορά, από το
τουκ.meydan., είχε και την έννοια του αντάρτη, του ζορμπά, επι τουρκοκρατίας.

Μελάς
Από το δημωδ.μελάς, ο παραγωγός ή έμπορος μελιού, μέλι συν το
παραγ.επίθ. –άς. Διασημότερος φέρων του επίθετου αυτού, φυσικά ο Παύλος
Μελάς.
Ως επώνυμο, Μελάς, το συναντάμε πρώτη φορά, τουλάχιστόν απ’ότι έχω βρει, τον 14ο αιώνα στη Βέροια.

Μελέκος
Από το τουρκ. melek, άγγελος.

Μελιγαλάς
Από τις λέξεις μέλι και γάλα. Επώνυμο από τα βυζαντινά χρόνια, 14οςαιώνα,
σε Χαλκιδική, Πόλη κτλ. Και τοπωνύμιο, στην Πελοπόννησο, Μελιγαλά (του) ,
πιθανώς παλαιότερου ιδιοκτήτη της περιοχής.

Μελιδόνης
Από το ιδιωμ. μελιδόνα, το θηλυκό χταπόδι.Ως επώνυμο ήδη από την
Παλαιολόγεια εποχή, αναφέρονται Μεληδόνη Καλή, 1309, Πυργί-Εύβοια, το
1393 στα Τρίκαλα Μεληδόνης κ.α.

Μελικόκης
Από τη λέξη μελικούκια, μελικόκκια, είδος φυτού, επιστ. Crataegus orientalis var. flabellata bois.

Μελίστας
Ίσως σχετικό με το μσν.μελιστής, παρόμοιας σημασίας με το κερματιστής,
αυτός που κάνει συναλλαγές, αλλάζει νομίσματα.

Μεντές/Μεντεσίδης
Απ ο το τουρκ.mentese «το θηλυκωτήρι, ο μεντερσές».

Μεξιάς/Μεξάς
Αρβανίτικο επώνυμο, εμφανίζεται στην Ελλάδα περίπου τον 15αι, ως όνομα
Αρβανίτη Stratioti (μισθοφόρου στους Βενετούς).
Ετυμολογικά πιστεύω οτι συνδέεται με το αλβ.meksh (πληθ.meksha) το οποίο
σημαίνει αρσενικό μοσχάρι (bull-calf)

Μεράντζας
Επώνυμο από την ονομασία δέντρου, η μεράντζα, αλλιώς γαύρος, κάρπινος. Αγν.ετυμ.

Μεράς/Μεράκος
Από το δημωδ. μερί και μηρί, ο μηρός, το μπούτι, < μσν. μερίν < ελνστ. μηρίον, υποκορ. του μηρός.
Η κατάληξη –άς, χρησιμοποιείται και για να τονίσει το νόημα του θέματος, πρβλ. αυτιάς, μυτάς κ.α.

Μέρκος
Από την καταγεγραμμένη μορφή του βαφτ. Μερκούριος, Μέρκος, στα βόρεια
ιδιώματα (Μακεδονία, Ήπειρος, Θράκη κτλ.) .
Χρησιμοποιείται και σήμερα ως υποκοριστικό.

Μερκούρης
Από το βαφτ. Μερκούριος/Μερκούρης (Άγιος Μερκούριος) <λατ. Mercurius (ο Ρωμ. Ερμής) .

Μεσάρης
Από το δημωδ. μεσάρης, ο μεσήλικας.

Μερσινιάς
Από το ν.ε. μυρσίνη, μερσίνη, η μυρτιά< < αρχ. μυρσίνη.
Πιθανώς το επώνυμο λόγω του βαφτιστικού Μερσίνα απο το παραπάνω ουσιαστικό.

Μερτζάνης
Από το αραβ.τουρκ. mercan, κοράλλι. Χρησιμοποιείτο και ως βαφτιστικό.

Μηλιώρης
Ίσως σχετικό με το ιδιωμ. μηλιόρι, δλδ το θηλ. πρόβατο που δεν έχει γεννήσει
ακόμα. Είναι συχνό το φαινόμενο να υιοθετούνται επώνυμα από τη ποιμενική
ζωή και ειδικότερα από ειδικούς χαρακτηρισμούς των ζώων, βλ. Ζυγούρης,
Βετούλης, Λιάρος κ.α.

Μιλιαράς/Μηλιαράς
1) Από το ουσ. μιλιαράς, αυτός που κατασκευάζει, επισκευάζει και πουλεί
μιλιάρια, λεβητοποιός, μιλιάριν το. ψηλό χάλκινο καζάνι,
<λατ. miliarium.χαλκωματάς, <ουσ. μιλιάριν* + κατάλ. -άς.
2) Πολύ πιθανή είναι και η προέλευση απο τη μορφή του βαφτ. Μιχάλης,
Μίλιος/Μήλιος συν το μεγεθ. επίθεμα -αράς, βλ. Γιανναράς, Κωσταράς,
Νικολαράς κ.α.

Συνεχίζεται...

Ευχαριστώ.
__________________
ΑΝ ΝΙΩΣΕΙΣ ΤΗΝ ΣΚΙΑ ΣΟΥ ΝΑ ΦΕΥΓΕΙ ΜΗΝ ΓΥΡΙΣΕΙΣ ΠΙΣΩ ΝΑ ΤΗΝ ΚΟΙΤΑΞΕΙΣ....
Το αληθινό νόημα της φώτισης είναι να κοιτάς όλη τη σκοτεινιά με φωτεινά μάτια [Καζαντζάκης Νίκος]
Απάντηση με παράθεση
  #24  
Παλιά 01-07-15, 13:45
Το avatar του χρήστη AVATARGR-1
AVATARGR-1 Ο χρήστης AVATARGR-1 δεν είναι συνδεδεμένος
Senior Member
 
Εγγραφή: 31-12-2013
Περιοχή: ΑΘΗΝΑ
Μηνύματα: 2.132
Προεπιλογή

Φίλοι μου καλησπέρα σας.

Συνεχίζω το θέμα....

Μ

Μιρανάς/Μιρανίδης, Μιράνογλου
Από το τουρ. miran «αρχηγός, τίτλος αξιώματος».

Μόρφος
Μητρωνυμικό από το θηλ. βαφτ. Μόρφω, και αυτό συγκεκομμένος τύπος του Ευμορφία.

Μοσχολούρης
Από το διαλεκ. μοσχολουριά, το δέντρο που παράγει το μοσχολούρι. (Χίος)

Μουζάκης
Από το αρβανίτικο muzaqi “μοσχάρι, δαμάλι” και σχετίζεται με το αλβαν. Muzhake.
Επίθετο ευγενούς μεσαιωνικής αλβανικής οικογένειας . Κάλλιστα μπορεί το επώνυμο να προέρχεται από το μεσν. ελλ. μουζάκιον «είδος παπουτσιού».<αραβ. ή περσ.>

Μούζας/ος
Από το μεσν. μούζα, η μαυρίλα, η μούτζα.{ΤΟΖ}

Μουρίκης
1) Από το αραβ.τουρκ. muhrik, ο θλιβερός,
2) από την αρβαν. παραλλαγή του ονόματος Μαυρίκιος,
3) μουρίκι, σακί που κρεμούν από το λαιμό του ζώπυ για να τρώει.

Μούρτζινος/Μούρτζος
(Προκ. για χρώμα αλόγου) μαυροκόκκινος: οκτώ άλογα … τρία μούρτζινα, τρία κόκκινα κι ένα ψαρό μεγάλο (Ερωτόκρ. Β́ 383).
[<επίθ. *μούργινος <ουσ. μούργα + κατάλ. -ινος (Meyer, NS II 42, Τριαντ.) ή
<μτγν. επίθ. μούρσινος <μύρσινος <ουσ. μυρσίνη (Κουκ., Αλεξ. Στ.) ή <αρχ.
επίθ. αμόργινος (Andr., στη λ.) . Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]

Μουρχούτας Από το ιδιωμ. (Αρκαδ.) μουρχούτα, πήλινο βαθύ πιάτο, αγν.ετυμ.

Μουτάφης/Μουταφτσής/Μουταφίδης Από το τουρκ.mutaf=πλέκτης σχοινιών.
Μούτσιος- Από το βλαχ.mucio “ό νέος”.
Μπαζάκας- Από το βλαχ.bazaca“η μεγάλη κοιλιά, ο κοιλαράς”.
Μπαϊρακτάρης- ο σημαιοφόρος, τουρ.bayrak
Μπακάλμπασης- ο αρχιθαλαμάρχης, τουρκ.

Μπαλαμπάνης/ Βαλαβάνης
Από το τουρκ. balaban, αυτός που έχει μεγάλο κεφάλι, πελώριος.

Μπαλάσης
Από το ουσ. μπαλάσιον, το μπαλάσι, πολύτιμος λίθος, είδος ρουμπινιού,
<ιταλ.balascio.Και σαν βαφτιστικό παλαιότερα, εξου και η διάδοσή του ως επιθέτου.

Μπαλάσκας/Παλάσκας
Από το ν.ε. παλάσκα «μικρή δερμάτινη θήκη φυσιγγίων», από το τουρκ.palaska.

Μπαλάφας/Μπαλαφούτης- Από το ν.ε. μπαλάφα, η ανοησία, σαχλαμάρα, <άγν.ετύμου.

Μπαλής
Από το μτγν. μεσν. μπαλής «είδος αξιώματος».
Ο Μπούτουρας (Τα νεοελληνικά κύρια ονόματα, σ.110) το ανάγει στο βενετ.
Bailo, όνομα αξιώματος, με αποβολή το ημιφώνου + -ής.

Μπάλιος Κυριολεκτικά προσδιορισμός αλόγου που έχει άσπρο κούτελο,

Μπαλτατζής-Ξυλοκόπος· στρατιώτης του οθωμανικού στρατού, ή κατασκευαστής μπαλτάδων
(μπαλτάς, ο) , <τουρκ. baltacι>.

Μπάμιας από τη λέξη μπάμια, τουρκ. bamya (από τα αραβ.)

Μπάμπαλης
Από το ν.ε.μπάμπαλης (κυρίως στην Ήπειρο) που δηλώνει τον γέροντα, τον σεβάσμιο.
Από το τουρκ. babali «ο πατέρας».

Μπαμπινιώτης
Επώνυμο που δηλώνει καταγωγή από το χωριό Μπαμπίνη, δημ.Αστακού, νομ.Αιτωλ/νιας.

Μπάμπουρας
Από το διαλεκτ. μπάμπουρας, κολεόπτερο έντομο, σκαραβαίος, <μεσν.
μπάμπουλας-μπαμπούλας<αρχ.βομβυλός.

Μπάρδης- Από το αρβαν. μπάρδε, άσπρος.

Μπάρκας- Ο κοιλαράς, από το αρβ. bark-κοιλιά.

Μπαρκουμάδης
Από το αρβ. bark “κοιλια” και το επιθ. προσδιορισμό madh-i «μεγάλος», και δηλώνει τον κοιλαρά.

Μπαρμπαρέσος
Πιθανώς, από το πατριδωνυμικό Μπαρμπαρέζος, ο προερχόμενος από την
Μπαρμπαριά, την Αλγερία. Λιγότερο πιθανό, από τη λέξη μπαρμπαρέσα, ναυτ.
όρος, το «απολάβειο».

Μπαρμπούνης-ν.ε. μπαρμπούνι<βεν. barbon -ι.

Μπαρούνης- μπαρούς· παρούνης.
Βλ. και μπαρόνος. Βαρόνος. <ιταλ. barone· πβ. γαλλ. Baron.

Μπάρτζης
Από το ν.ε.μπάρτζο «κατσίκι μαύρο με κόκκινο πρόσωπο», μπάρτζα «κατσίκα
φαιού χρώματος» από το Και στα σερβοκρ. barza “άσπρο πρόβατο”.βλαχ.bardzu«οσταχτίς»
σχετικό ίσως με το αρβ. barδι «άσπρος».

Μπαρτζόκας Από το βλαχ.bardzu “σταχτόχρωμος”και την βλαχ. υποκορ. καταλ. –oca.

Μπασάρας
Από τις λέξεις πασάς<τουρκ.pasa (με τροπή το π σε μπ) , και τη μεγεθ.
Καταλ. –άρας.πρβ. Αναγνώστης-Αναγνωσταράς, Βασίλης-Βασιλαράς.

Μπασιάκος
Ίσως ομόριζο με το Μπασάρας (βλ.παραπάνω) , ή σχετικό με το τουρκ.bacak=πόδι, μπούτι.

Μπασιάς
Έτσι ονομάζει ο γυναικαδερφός τον άντρα της μεγαλύτερης αδερφής στην Θράκη, ίσως από το πασάς/ πασιάς.

Μπατακτσής- Ο κακοπληρωτής, ο χρεωκοπημένος, από το τουρκ.batakci.

Μπατάλης
Από το ηπειρ. διαλεκτ. μπατάλης, ο χαζός, από το τουρκ. batal «ο άνευ κύρους, ο απαράδεκτος) .

Μπατζής
Στην ηπειρωτική διάλεκτο μπατζής λέγεται αυτός «που μαζεύει τα γάλατα από
το μπατζαργειό» όπου μπατζαργειό «το μέρος της στρούγκας, όπου η
τυροκομία και βουτυροκομία». Η λέξη προέρχεται από το σλαβικόbač-
βουκόλος και bačija- ο τόπος και η καλύβα όπου αρμέγονται το καλοκαίρι τα πρόβατα.

Μπαχούμης-Ο παχύς, εύσωμος. (Αρκαδ.)

Μπεγλής- Από το τουρκ. bencli, κρεατοελιά.

Μπεζεριάνος-μπαζιριάνης ο· μπεζεριάνης· μπεζιριάνης,
ο πλανόδιος έμπορος, πραματευτής, <τουρκ. bazαrgân.

Μπέης (Βέης λογ.εξελλ.)
τίτλος ορισμένων υποτελών ηγεμόνων ή ανώτερων υπαλλήλων της
οθωμανικής αυτοκρατορίας, τουρκ. bey `άρχοντας΄

Μπεκιάρης
Από το τουρκ. bekar «ο ανύπαντρος, ο εργένης».Η λέξη από τα τουρκ. στα
αλβ., βλαχ., βουλγ.κτλ.

Μπεκτσής -ο. φύλακας, νυχτοφύλακας, <τουρκ.bekci>.

Μπέλος (Μπελογιάννης κ.α.)
Από το ν.ε.μπέλος, χρησιμοποιείται κυρίως για να περιγράψει το λευκό
πρόβατο, κατσίκα κ.α., μεταφορικά και για τον ανοιχτόχρωμο άνθρωπο.
Από το σλαβικό bělú «λευκός». Παρόμοιες λέξεις και στα αρβανίτικα και στα βλάχικα.

Μπερδέσης
Από το δημωδ. μπερδέσης, ο μπερδευτής, αυτός που μπερδεύει.
Μπερδεύω<μσν. εμπερδεύω<εμπεριδένω `δένω μέσα κι έξω΄<εν + αρχ. περιδέω.

Μπεντενιώτης
Επώνυμο που δηλώνει καταγωγή από χωριό Μπεντένι.
Χωριά με αυτό το όνομα υπάρχουν στο ν.Ηλείας μετονομασμένο ως Πεύκη, στην Αρκαδία-Σκοπή.

Μπερεκέτης
(λογ.εξελλ.-Βερεκέτης) - Από το ν.ε. μπερεκέτι «αφθονία», και με τη σειρά
του από το τουρκ. bereket με την ίδια σημασία.

Μπερμπάτης
Από το τουρκ. berbat, ο ρυπαρός, ακάθαρτος, χαλασμένος.

Μπίκος- Από το ν.ε. ουσ. μπίκος ο. τσάπα, <βεν. pico.

Μπίμπασης- Από το τουρκ.binbasi “ο ταγματάρχης”.

Μπίμπικας
Από το διαλεκτικό (Κρήτη) , μπίμπικα, που δηλώνει το ράμφος, τη μύτη,
Μπινιάρης- Από το παλαιοτ.ελλ. μπινιαρης-δίδυμος, λατ.bunarius.
Μπίρης- Από το αρβαν. μbιρ-ι, ο γιός.

Μπίρμπας
Από το ιδιωμ. (Σύρος, κ.α.) , μπίρμπος/μπιρμπάντης, ο παλιάνθρωπος, <βενετ. birba.

Μπιρμπίλης- Από το λαικτρ. μπιρμπίλι, το αηδόνι, <τουρκ. bülbül>

Μπλάνας- Ίσως από το αρβ. blanë-a, σημάδι στο σώμα από πληγή ή αρρώστια.

Μπλέτσας
Από το ιδιωμ. (Ήπειρ.) , μπλέτσας/μπλετσάρης, γυμνός, πρβλ. μπλετσοπόδαρος-ξυπόλητος.<σλαβ.ples.

Μπόζης Από το παλαιοτ.ελλ. μπόζης-φαιός, σταχτύς, <τουρκ.boz (Λ.Μ)

Μποϊλής Ο ψηλός, από τη λέξη μπόι (ύψος) και το παραγωγικό επίθημα –λής (τουρκ. -li) .

Μπόκος-Είδος πιθαριού, <διαλεκτ. ιταλ. bocco>

Μπομπότας
Από το ν.ε. μπομπότα, το αλεύρι που προέρχεται από άλεσμα αραβόσιτου, <βεν.bobota>

Μπονάτσος
Από το διαλεκτ.μπουνάτσα (Αγιασ.) , τύπος ανδρικής βράκας χωρίς
πτυχώσεις, χωρίς ”κύματα”, μεταφ. αφού μπουνάτσα δηλώνει και τη
νηνεμία<βενετ.bonazza>

Μπότης
Από το προσηγ. μπότης (και μπότι) , μικρό δοχείο για νερό, από το μεσν.
εμπότης (σημ.Χίος) .
Αλλά και υποκοριστική μορφή του βαφτ. Παναγιώτης στη βόρεια Ελλάδα.

Μπουγάς- Από το τουρκ. boga, ταύρος.

Μπούζας
Από το αρβ. buzës-χειλάς. Το προσηγ.μπούζα (χείλος) εμφανίζεται και σαν
δάνειο στην ηπειρ. διαλ.

Μπούκουρας- Από το αρβαν. bukur, ο όμορφος.

Μπούμπουρας-Από το ν.ε. μπούμπουρας=είδος άγριας μέλισσας<ηχομιμητ.

Μπουντούρης/Βουδούρης- Από το τουρκ. bodur, κοντός, μικροκαμωμένος.

Μπουραζάνης
Από το ηπειρ. μπουραζάνα «είδος παντελονιού» σχετικό με το παντελόνι των
Τούρκων σαλπιγκτών (borazan=σαλπιγκτής) .

Μπούρας- Από το αρβαν. burrë-i «ο άντρας, ο γενναίος».

Μπουρνάζος- Από το τουρκ. burnaz, μυταράς.

Μπούτσικας
Στο κεφαλλ. ιδίωμα, μπούτσικα λέγεται ένα είδος παπουτσιών χαμηλών από κακής ποιότητας χοντρού δέρματος.

Μπουτσιούκος- Από το τουρκ.buçuk, ο μισός.

Μπρούμας- Από το αρομ.bruma “πάγος, λευκός”, <λατ.bruma, ο χειμώνας.

Συνεχίζεται.

Ευχαριστώ.
__________________
ΑΝ ΝΙΩΣΕΙΣ ΤΗΝ ΣΚΙΑ ΣΟΥ ΝΑ ΦΕΥΓΕΙ ΜΗΝ ΓΥΡΙΣΕΙΣ ΠΙΣΩ ΝΑ ΤΗΝ ΚΟΙΤΑΞΕΙΣ....
Το αληθινό νόημα της φώτισης είναι να κοιτάς όλη τη σκοτεινιά με φωτεινά μάτια [Καζαντζάκης Νίκος]
Απάντηση με παράθεση
  #25  
Παλιά 21-07-15, 20:35
Το avatar του χρήστη AVATARGR-1
AVATARGR-1 Ο χρήστης AVATARGR-1 δεν είναι συνδεδεμένος
Senior Member
 
Εγγραφή: 31-12-2013
Περιοχή: ΑΘΗΝΑ
Μηνύματα: 2.132
Προεπιλογή

Φίλοι μου καλησπέρα σας.

Συνεχίζω το θέμα με το γραμμα...

Ν

Ναλμπάντης- Από το τουρκ. nalbant, ο πεταλωτής.

Νάτσιος
Απο την καταγεγραμμένη μορφή του βαφτ. Αθανάσιος στα βορειοελλαδικά
ιδιώματα (Σιάτιστα, Καταφύγι, Βελβεντό κ.α.) . Αθανάσιος>Νάσιος>Νάτσιος.

Νεγρεπόντης
Επώνυμο που δηλώνει καταγωγή από το Νεγρεπόντε, η Εύβοια στα χρόνια
της Φραγκοκρατίας. Παρετυμολογικά από το τοπικό όνομα για ολόκληρη την
Εύβοια, Έγριπος, Εύριπος, ο στενότερος πορθμός του Ευβοικού κόλπου, στη Χαλκίδα.

Νιάκαρης,νιάκαρα
Τύμπανα ή κρόταλα, «σάλπιγγες με τσι νιάκαρες»
(Ερωτόκρ. Β́ 230) , <βεν.Gnacara>

Νιάρχος
Από το σπάνιο βαφτιστικό Νέαρχος, όνομα αγίου που γιορτάζει στις 22 Απριλίου, <νε (ο) +-άρχος (άρχω)

Νιώτης
Επώνυμο που δηλώνει καταγωγή από το νησί Ίος (Νιός) .

Νομικός
Στα επώνυμα χρησιμοποιείται η έννοια που έχει σαν εκκλησιαστικός κατώτερος
αξιωματούχος.

Νόμπελος
Ευγενής· ευπατρίδης:άρχοντες και νόμπελους μεγάλους. [<ιταλ.nobile]

Νοτάριος-ή νοτάρης, ο γραμματικός, βυζ.αξιωμ. <λατ.Notarius>

Νούτσος
Από το βαφτ. Νούτσος συγκεκομμένος τύπος του Γιαννούτσος<Γιάννης +υποκορ. καταλ. –ούτσος (ιταλ.-uccio και –uzzo)

Νταβατζής-ο προστάτης<τουρκ. dâvacι.

Νταβέλης
Από το βλάχ.daveli«όνομα που δίνεται σε ασπρόμαυρο σκύλο».
Όνομα γνωστού Αρβανιτόβλαχου ληστή της Αττικής του 19ουαιώνα.

Νταγιαντάς
Από το ν.ε. νταγιαντώ= υπομένω, αντέχω< τουρκ. dayand.

Ντάγκας
Ίσως σχετικό με το τουρκ. dag=βουνό.{ΗΠΟΙΚ}

Νταγκλής
Ο βουνίσιος, τουρκ. dag (βουνό) και κατ. –li.

Νταϊφάς/Ταϊφάς
Από το τουρκ. taife, ομάδα, σωματείο, κλέφτικη συμμορία.

Ντάλας
Από το τουρκ. dal, γυμνός.

Νταλιάνης (Δαλιάνης)
Από το ν.ε. νταλιάνι «είδος διχτυού», <τουρκ.dalyan «μεγάλο δίχτυ ψαριών».

Ντάφλας/Ντάφλης
Κυρίως μητρωνυμικά, από το βαφτ. Νταφλώ<υποκορ. του Τριανταφυλλιά, ή
από το αρσ. Βαφτ. Ντάφλας <υποκορ. μορφή του Τριαντάφυλλος.>

Ντελής
Σύνηθες πρώτο συνθετικό σε πολλά ελληνικά επίθετα, έχοντας την έννοια
του τρελού, του θρασύ (Δεληγιάννης, Ντελής κ.α.) . Από το τουρκ. deli,
τρελός.

Ντεμίρης
Από το τουρκ.demir “το σίδερο, ο σιδερένιος”, την ίδια καταγωγή και τα επών.Δεμερτζής

Ντέπος
Από την καταγεγραμμένη μορφή του θηλ. βαφτ. Δέσποινα-Δέσπω>
Ντέσπω>Ντέπω.
Η μορφή απαντάται στα βορειοελλαδικά ιδιώματα (π.χ. Βελβεντό) .

Ντερτιλής
Από το τουρκ. dertli, ο βασανισμένος, αυτός που έχει ντέρτι.

Ντόκος
Από το τουρκ. dok, ο χορτάτος.

Ντόνας
Από την καταγεγραμμένη μορφή του βαφτ. Αντώνης>μεγενθ. Αντώνας> Ντώνας (Ντόνας).
Πάρα πολλά δισύλλαβα επίθετα Ελλήνων είναι από τέτοιες υποκοριστικές
μορφές συνηθισμένων βαφτιστικών.

Ντόριζας/Δόριζας
Αρβαν. επώνυμο ίσως από το αρβ. dorë-a, το χέρι, με την υποκορ. κατάλ.
dorëza, μικροχέρης σύμφωνα με τον Μπίρη (Αρβανίτες …σελ.200) .

Ντούμας/Δούμας
Από το βαφτ.Ντούμας, μορφή του Δημήτριος, κυρίως από Βλάχους.
Δούμας <Ντούμας, με λόγιο εξελλ.>

Ντούνης (Ντουνάκης)
Το επώνυμο ίσως σχετίζεται με το τουρκ. (οθωμ) -dûnμίζερος, ασήμαντος.

Ντουνιάς/Δουνιάς
Από το τουρκ. dunya, κόσμος, γή.

Ντουντούνης
Από το τουρκ.tütün “o καπνός”.

Ντούσκος
Από το αρβ.dushk-u «βαλανιδιά».

Νύσταζος
Αυτός που δεν είναι δραστήριος, ο κοιμισμένος.

Συνεχίζεται.

Ευχαριστώ.
__________________
ΑΝ ΝΙΩΣΕΙΣ ΤΗΝ ΣΚΙΑ ΣΟΥ ΝΑ ΦΕΥΓΕΙ ΜΗΝ ΓΥΡΙΣΕΙΣ ΠΙΣΩ ΝΑ ΤΗΝ ΚΟΙΤΑΞΕΙΣ....
Το αληθινό νόημα της φώτισης είναι να κοιτάς όλη τη σκοτεινιά με φωτεινά μάτια [Καζαντζάκης Νίκος]
Απάντηση με παράθεση
  #26  
Παλιά 10-08-15, 20:55
Το avatar του χρήστη Raistlin
Raistlin Ο χρήστης Raistlin δεν είναι συνδεδεμένος
Senior Member
 
Εγγραφή: 22-10-2004
Περιοχή: Kavala
Μηνύματα: 1.286
Προεπιλογή

Παράθεση:
Αρχική Δημοσίευση από AVATARGR-1 Εμφάνιση μηνυμάτων

Ντουντούνης
Από το τουρκ.tütün “o καπνός”.
έχω την εντύπωση ότι ο καπνός στα τούρκικα είναι duman, εξ'ου και το <ντουμάνι>
__________________
Δεν είναι δύσκολο σαν γελάς, εύκολα να κλάψεις...
δύσκολο είναι σαν κλαις εύκολα να γελάσεις...
Απάντηση με παράθεση
  #27  
Παλιά 21-08-15, 20:24
Το avatar του χρήστη AVATARGR-1
AVATARGR-1 Ο χρήστης AVATARGR-1 δεν είναι συνδεδεμένος
Senior Member
 
Εγγραφή: 31-12-2013
Περιοχή: ΑΘΗΝΑ
Μηνύματα: 2.132
Προεπιλογή

Φίλοι μου καλησπέρα σας.

Φίλε μου Raistlin σωστή η ερώτησή σου.....
Από κάποια στοιχεία που έχω στα κιτάπια μου στα παραθέτω ....

tütün - καπνός....
duman - καταχνιά....


Το ντουμάνι που λέμε και εμείς (τουρκικό κατάλοιπο) που όταν μπαίνουμε κάπου
και βλέπουμε καπνό είναι η καταχνιά ντουμάνι....

Ευχαριστώ.
__________________
ΑΝ ΝΙΩΣΕΙΣ ΤΗΝ ΣΚΙΑ ΣΟΥ ΝΑ ΦΕΥΓΕΙ ΜΗΝ ΓΥΡΙΣΕΙΣ ΠΙΣΩ ΝΑ ΤΗΝ ΚΟΙΤΑΞΕΙΣ....
Το αληθινό νόημα της φώτισης είναι να κοιτάς όλη τη σκοτεινιά με φωτεινά μάτια [Καζαντζάκης Νίκος]
Απάντηση με παράθεση
  #28  
Παλιά 08-09-15, 18:19
Το avatar του χρήστη AVATARGR-1
AVATARGR-1 Ο χρήστης AVATARGR-1 δεν είναι συνδεδεμένος
Senior Member
 
Εγγραφή: 31-12-2013
Περιοχή: ΑΘΗΝΑ
Μηνύματα: 2.132
Προεπιλογή

Φίλοι μου καλησπέρα σας.

Συνεχίζω το θέμα με το γράμμα....

Ξ

Ξεπαπαδάκος
Επώνυμο από παρατσούκλι που δινόταν σε ανθρώπους οι οποίοι έπαβαν να
φέρουν το ιερατικό σχήμα, έπαβαν να είναι παπάδες, «ξεπαπάδες».

Ξηρός
Από τη λέξη ξηρός, ξερός, ο μη έχων υγρασία-νερό.
Για ανθρώπους ο τραχύς, σκληρός. Ως επώνυμο ήδη από τον 12ο αιώνα,
Ξηρός Ιωάννης, αξιωματούχος του Βυζαντίου.

Ξηροτύρης
ξηροτύρι, ξερό (στεγνό ή σκληρό) τυρί, ξηρός + ουσ. τυρί.

Ξυπολιάς/Ξυπολιτάς
Από τις ιδιωμ. παραλλαγές του ξυπόλητος, ο ανυπόδητος, < σν. ξυπόλυτος < εξυπόλυτος.

Ξυρίσης
Από το ρήμα ξυρίζώ, στον μέλλ.τρίτ.προσ. ξυρίσει, καθόλου ασυνήθιστο να
σχηματίζονται επώνυμα από τύπους ρημάτων,
Ξεσφίγγης, και εισαγωγή «Ελληνικά επίθετα (Α-Λ) -ετυμολογία».

Ξωμερίτης
Από το δημωδ. ξωμερίτης, ο εξωμερίτης, ο έλθων από έξω μέρη, ξενοτοπίτης.

Ο

Οικονόμου (Οικονομόπουλος, Οικονομάκης κ.ο.κ.)
Συχνότατο ελληνικό επώνυμο, κυρίως λόγω της σημασίας της λέξης
οικονόμος ως εκκλησιαστικός αξιωματούχος, κληρικός, υπεύθυνος κυρίως για
την οικονομική διαχείριση εκκλησίας ή μοναστηριού.

Συνεχίζεται...

Ευχαριστώ.
__________________
ΑΝ ΝΙΩΣΕΙΣ ΤΗΝ ΣΚΙΑ ΣΟΥ ΝΑ ΦΕΥΓΕΙ ΜΗΝ ΓΥΡΙΣΕΙΣ ΠΙΣΩ ΝΑ ΤΗΝ ΚΟΙΤΑΞΕΙΣ....
Το αληθινό νόημα της φώτισης είναι να κοιτάς όλη τη σκοτεινιά με φωτεινά μάτια [Καζαντζάκης Νίκος]
Απάντηση με παράθεση
  #29  
Παλιά 23-09-15, 20:50
Το avatar του χρήστη AVATARGR-1
AVATARGR-1 Ο χρήστης AVATARGR-1 δεν είναι συνδεδεμένος
Senior Member
 
Εγγραφή: 31-12-2013
Περιοχή: ΑΘΗΝΑ
Μηνύματα: 2.132
Προεπιλογή

Φίλοι μου καλησπέρα σας.

Συνεχίζω το θέμα με το γράμμα...

Π

Παβούρης
Στη Χίο, παβούρι ο θαλάσσιος κάβουρας, ο μαλλιαρός.

Παγανός
Από το μεσν. και δημωδ. παγάνος, ο πολίτης, αντίθ. ο στρατιωτικός,
σύμφωνα με το Λεξ.Σουΐδα, «παγάνος, αστράτευτος».
Ως επώνυμο τουλάχιστον, από τον 13ο αιώνα σε Λήμνο, Χαλκιδική, Μεθώνη
κτλ. Σύμφωνα με το μεσαιωνικό λεξικό του Εμ. Κριαρά η λέξη δηλώνει τον
αλλόθρησκο.
Σύμφωνα με το Λεξ. Τριανταφυλλίδη η λέξη “παγανός” δηλώνει τον
καλικάντζαρο, ενώ η λέξη προέρχεται απο το ελληνιστικό παγανός
(ο ειδωλολάτρης, ο αγρότης, ο αγροίκος) , το οποίο με τη σειρά του
προέρχεται απο το λατινικό “paganus”>”pagus” που δήλωνε την ύπαιθρο, ή το χωριό.

Παγδατής
Ίσως σχετίζεται με το μσν. βαγδάτιν, «ιμάτιον βαγδάτιν», < ύφασμα από τη Βαγδάτη.

Πάγκαλος
Από το μεσν. πάγκαλος, υπερθ.παγκάλλιστος,
1) ο πάρα πολύ ωραίος, πανέμορφος,
2) ο πάρα πολύ ενάρετος, έντιμος, ηθικός, < αρχ. επίθ. πάγκαλος>.
Ως επώνυμο τουλάχιστον από τον 13ο αιώνα, σε Θεσσ/κη, Κύπρο, Τραπεζούντα, Σέρρες, Χαλκιδική, κτλ.

Παγκράτης
Από την αρχ. λέξη παγκρατής, ο παντοδύναμος, πανίσχυρος, και όνομα
αγίου, χρησιμοποιούμενο και ως βαφτιστικό.
Ως επώνυμο τουλάχιστον από τον 13ο αιώνα ως Παγκράτης και Παγκράτιος,
στην Τραπεζούντα, Κύπρο, Πόλη, Κρήτη κτλ.

Παδιώτης
Επώνυμο που δηλώνει καταγωγή από το χωριό Πάδη, ν.Καρδίτσας.

Πάζης
ίσως από πάζι, είδος τεύτλου·παντζάρι, <τουρκ. pazi>

Παλάβρας-Παλαύρας
Από το δημωδ. παλάβρα, ανόητος λόγος, κομπορρημοσύνη,
< ισπαν. palavra `λέξη΄<λατ. parabola<ελνστ. παραβολή.>

Παλαιολόγος
Από το μτγν.ρημ.παλαιολογώ, λέω, ομιλώ περί αρχαίων-παλαιών πραγμάτων. Επώνυμο της τελευταίας δυναστείας του Βυζαντίου.
Συνηθέστατο επώνυμο σήμερα, κύριως λόγω της χρησιμοποίησης του
«Παλαιολόγος» ως βαφτιστικού, όπως έγινε και με το Κομνηνός, Δούκας,
Ράλλης (Ραλλού) , Δούκας (Δούκισσα) , Βάρδας κτλ.

Παλαμήδας
παλαμίδα<μσν.παλαμίδα < ελνστ.Παλαμίς<αρχ.πηλαμύς>.

Παλιούρης παλιουρή η.
φράχτης ή περίφραξη από παλιούρια, <μτγν. ουσ. παλιουρέα>

Παλιούρος- ο· πάλουρος.
Είδος αγκαθωτού θάμνου (παλιούρι) , αρχ. ουσ. παλίουρος.

Πάλλας/ – Από το ν.ε. πάλλα, <τουρκ. pala, σπαθί.
Παλλάς, Παλλάδιον, παν-λαική > παλλαϊκή, χαρά + λαός

Παλούμπης
Από το αρβαν. pëllumb, το περιστέρι, από το λατινικό palumba, palumbus.

Παμπούκης
Από το τουρκ. pambuk, μπαμπάκι.

Πανέτσος
Επών. από το βαφτ.Πανέτσος, υποκορ. του Πάνος<Παναγιώτης, συν την
κατάληξη –έτσος<ιταλ. –ezzo., πρβλ.Γιαννέτσος, Κωστέτσος κτλ.

Παννάς
Ο πωλητής πανιών (τα πανιά) , υφάσματα. Η κατάληξη –άς συνήθως δηλώνει επάγγελμα.

Πάντος/Παντίδης/Παντούδης/Παντούλης
Από το υποκορ. του βαφτ. Παντελής.

Παντούρης- πανδούρα η· μαντούρα· παντούρα.
είδος μουσικού οργάνου. ουσ. πανδούρα.

Παξινός
Επώνυμο που δηλώνει καταγωγή από τους Παξούς, Ιόνιο πέλαγος.

Παπατρέχας
Από το δημωδ. παπατρέχας, ο παπάς που διαβάζει γρήγορα τις ακολουθίες,
και γενικ. χαρακτηρισμός κάποιου που κάνει πράγματα γρήγορα χωρίς την
προσοχή που πρέπει.

Παπαχελάς
Από το σύνηθες πρώτο συνθετικό παπάς, και το χελάς, ο ψαράς ή πωλητής
χελιών. <μσν. χέλι < αρχ.ἐγχέλειον>.
Η κατάληξη –άς, από το ελνστ. επίθημα -ᾶς, δηλώνει το πρόσωπο που το
επάγγελμά του είναι σχετικό με αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη,
φτιάχνει ή πουλάει αυτός που φανερώνει η πρώτη λέξη, πρβλ. γάλα-γαλατάς,
ψωμί-ψωμάς, ελνστ. χαρκωματ-ᾶς `χαλκωματάς΄ κτλ.

Παπούλιας
Από το δημωδ. παπούλιας-παπούλης, υποκορ.του παππούς, και ο γέρος
ιερέας. Οι κατάλ. –ούλης/-ούλιας, συνηθέστατες σε επώνυμα, προέρχεται από
το μσν. επίθημα -ούλι (ν) .
Σε επώνυμα η κατάλ.-ούλης τουλάχιστον από τον 13οαιώνα,
πρβλ.Σακκούλης, Γιαννούλης (1402-Κρήτη) , Φωτούλης (1318-Στρυμών) ,
Καρδούλης (1303-Χαλκιδική) κτλ. Σήμερα βλ.Γιαννούλης-Γιαννούλιας,
Φωτούλης- Φωτούλιας, κτλ

Παπουτσής- παπουτσής, υποδηματοποιός, τσαγκάρης, <τουρ. papuccu.>

Παρίσης
Από το βαφτ., κυρίως στη βόρεια Ελλάδα, Παρίσης, <Κυπαρίσσης, από την
ευχή-να γίνει ψηλός σαν κυπαρίσσσι, όπως Πολύζος-να έχει πολυζωΐα,
Πολυζώης-το ίδιο, Ρίζος-να ριζώσει, Στέριος-να στεριώσει, κτλ.

Παρλάκης- Από το τουρκ. parlak, έξυπνος.

Πασπαλιάρης
Από το πασπαλιάρης «ο υπηρέτης του μύλου που πασπαλεύει το αλεύρι», από
το πασπάλη<αρχ. πασπάλη και την λατινογενή κατάληξη –άρης< μσν –άριος< λατ. arius.

Πατακός
Από το ιδιωμ. (Κρήτη) , πατακός, πατακιός, ο μικρόσωμος, ο άσχημος, αρχ. πάταικος.

Πατακός
Διαλεκ. λέξη που χρησιμοποιείται στην Κρήτη ως περίπαιγμα μικρόσωμων και δύσμορφων ανθτώπων.

Πατατούκας
Από το ν.ε. πατατούκα, είδος χοντρού και κοντού αντρικού παλτού.
<βεν. patatuc (o) -α κατά τη λ. κάπα (αρχικά για ναυτικούς) .

Πατέλης
Από το διαλεκτ. πατέλης, πατελάρος=φαλακρός. Σύμφωνα με τον
Καραποτόσογλου προερχ. από το λατ.patella υποκοριστικό του pateo, είμαι ανοιχτός.

Πατούχας
Από το ιδιωμ. πατούχας, αυτός που έχει μεγάλες πατούσες.

Πατρώνης
Από το ν.ε. Πάτρωνας <αφέντης> πατρώνα «αφέντισσα» <ιταλ. padrone “κύριος, άρχοντας”.

Πατσός/Πατσουρός-ης/Πατσούρας
Από το δημωδ. πατσός, ο σιμός, ο πλακουτσομύτης, πατσομύτης.

Παφύλλης
Από το ν.ε. παφύλλι, υποκορ. του πάφυλλας< συμφ. τουρκ. pafta
(μικρή μετταλική πλάκα) και του πληθ. φύλλα.
Η λέξη από τα ελληνικά και στα βλαχ. pafil “o λευκοσίδηρος”.

Συνεχίζεται...

Ευχαριστώ.
__________________
ΑΝ ΝΙΩΣΕΙΣ ΤΗΝ ΣΚΙΑ ΣΟΥ ΝΑ ΦΕΥΓΕΙ ΜΗΝ ΓΥΡΙΣΕΙΣ ΠΙΣΩ ΝΑ ΤΗΝ ΚΟΙΤΑΞΕΙΣ....
Το αληθινό νόημα της φώτισης είναι να κοιτάς όλη τη σκοτεινιά με φωτεινά μάτια [Καζαντζάκης Νίκος]
Απάντηση με παράθεση
  #30  
Παλιά 10-10-15, 17:53
Το avatar του χρήστη AVATARGR-1
AVATARGR-1 Ο χρήστης AVATARGR-1 δεν είναι συνδεδεμένος
Senior Member
 
Εγγραφή: 31-12-2013
Περιοχή: ΑΘΗΝΑ
Μηνύματα: 2.132
Προεπιλογή

Φίλοι μου καλησπέρα σας.

Συνεχίζω το θέμα με το γράμμα...
Π

Πελεκίδης
Από το ν.ε. πελέκι< μεσν. πελέκιον<αρχ. πέλεκυς και αρχ. πατρων. Καταλ. –ίδης.

Πέπανος
Από το αρχ & μεσν πέπανος και πεπανός, ο ώριμος, τρυφερός και μαλακός, «-και συναγρίδα πεπανή, ω θε μου, μαγειρία».
Ως επώνυμο αναφέρεται, τουλάχιστον, τον 13ο αιώνα σε Πόλη, Σέρρες,
Χαλκιδική, Φιλαδέλφεια, Λέρος, κτλ.. Πέπανος (Αντώνιος) και Πατρινός
ολυμπιονίκης του 1896.

Πεπονής
ν.ε. πεπόνι<μσν.πεπόνι< ελνστ.πεπόνιον υποκορ. του αρχ. (σίκυος) πέπων `αγγούρι ώριμο΄.

Περγούλης
Από το προσηγ. περγούλια “η κληματαριά”, <μσν.πέργουλο<λατ. pergula.

Περπέρης/Περπερίδης
Από το δημώδ. περπέρα, η φλύαρη γυναίκα, και περπέρης. <ελνστ. πέρπερος,
ο κενόδοξος, ψευδολόγος, ο φαντασμένος.

Περισσάκης
Από το μσν. & δημωδ. περισσός, και περίσσιος, ο πλεονάζων, ο υπερβολικός.
Η κατάληξη –άκης, συνηθέστερη στην Κρήτη.

Περτσέλης/Περτσελάκης
Από το ιδιωμ. (Λήμν.) περτσελό, το πρόβατος με πολλά χρώματα, και
περτσούλα η φακίδα, περτσλιάρης ο φακιδιάρης.Λογικά σχετικό με το
‘παρδαλός’ με περίπου την ίδια έννοια.

Πετιμεζάς/Πετμεζάς
Επίθετο φημισμένου Καλαβρυτινού αγωνιστή της Επανάστασης.Από το ν.ε. πετιμέζι & πετμέζι
1. πολύ γλυκό και παχύρρευστο υγρό που παρασκευάζεται κυρίως από το βράσιμο του μούστου.
2. (μτφ.) οτιδήποτε έχει υπερβολικά γλυκιά γεύση: ~ τον έκανες τον καφέ. <τουρκ. pekmez -ι> .

Πίβουλος
Από το δημωδ. πίβουλος, ο επίβουλος, ο δόλιος και πανούργος.
(Επιβουλεύεται)

Πιγκέρνης
Από το μεσν. πιγκέρνης, ο επικέρνης, ο οινοχόος.
Επώνυμο βυζαντινής οικογένειας, και τοπωνύμιο σε Αττική και Αρκαδία,
Πιγκέρνι ή σωστότερα Πιγκέρνη (του) .

Πιέρρος/Πιερρίδης/Περρής/Πιερράκος
Επώνυμο από το βαφτ. Πιέρος, μορφή του “Πέτρος” ύστερα απο φράγκικη επιρροή.

Πιπέρης
από το μπαχαρικό πιπέρι, μσν.πιπέρι (ον) υποκορ. του ελνστ.πίπερι
παράλλ. τ. του αρχ.πέπερι (ανατολ. προέλ.)

Πιπιλής/Πιπίλας
Από το δημωδ. ρήμα πιπιλίζω-πιπιλώ, πιπιλής αυτός που πιπιλίζει. Όπως έχουμε
αναφέρει ξανά, δεν είναι καθόλου σπάνιο να σχηματίζονται επώνυμα από
απλούς τύπους ρημάτων, πολλές φορές από το τρίτο ενικό πρόσωπο
ενεστώτα, πρβλ.
Αγρεύης (αγριεύει) , Ασημώνης (ασημώνει) , Βουλώνεις (βουλώνει) ,
Γαργαλής (γαργαλεί) , Γουρλώνης (γουρλώνει) , Δένης (δένει) , Κακιώνης
(κακιώνει) , Κατέχης (κατέχει) , Κολώνης (κωλώνει) , Κουμαντάρης-
Κουμανταράκης (κουμαντάρει) , Κουτσοπίνης (κουτσοπίνει) , Κρυώνης
(κρυώνει) , κτλ βλ. εισαγωγή «Ελληνικά επίθετα (Α-Λ) -ετυμολογία», σχόλια Ανδριώτη.


Πιπίνης
Μητρωνυμικό από το βαφτ. Πιπίνη, υποκορ. του Δεσποίνη<Δέσποινα.
Τη μορφή αυτή συνάντησα στις πηγές για την διάλεκτο των Σαράντα
Εκκλησιών της ανατολικής Θράκης, προ των ανταλλαγών, δεν αποκλείεται να
εμφανίζεται και σε άλλες περιοχές.

Πιστικός/Μπίστικος
Από το δημωδ. πιστικός-μπιστικός, ο μισθωτός βοσκός, έμπιστος συν την
κατάλ. –ικός., < μσν. μπιστικός (στη νέα σημ.) < ελνστ. πιστικός `πιστός, έμπιστος΄.

Πιτσούνης/Πίτσουνας Από το ν.ε. πιτσούνι< ιταλ. piccion (e) .

Πιττάρης Στη Χίο πιττάρι λέγεται το χονδρό μαστίχι, μικρή πίττα μαστίχας.

Πλέστης- Από το αρβαν. πλjεσhτι, ψύλλος.

Πλώτας/Πλότας- Από το αρβαν.plotë, ο γεμάτος, απόλυτος, και ο σωστός.

Ποκάρης
Από το δημωδ. ποκάρι, η ποσότητα του μαλλιού που προέρχεται από το
κούρεμα προβάτου, ίσως το επώνυμο με την έννοια του μαλλιαρού, ή του
εμπόρου ποκαριού.

Πολυκανδριώτης
Επώνυμο που δηλώνει καταγωγή από τη νήσο Πολύκανδρο, η Φολέγανδρος.

Πορτοκάλης- Πορτοκάλι<ιταλ. portogallo>

Πουλακίδας
Από το δημώδ. πουκακίδα, η πουλάδα, η μικρή κότα, υποκορ. του πουλιού. )

Πουλίκας
Μητρωνυμικό από το υποκορ. τύπο του βαφτ. Πούλια-Πουλίκα.

Πουλίτσας- Από το μεσν. πουλίτσι, πουλάκι.

Πουρνάρας- Από το ν.ε. πουρνάρι < μσν. *πουρνάριον < *πιρνάριον>

Πράπας
Από το αρβαν. πράπε, ο ανάποδος (μτφ) , ο κακός άνθρωπος.

Πρασάς
Αυτός που εμπορεύεται ή παράγει πράσα. πράσο+καταλ. –άς, όπως λαχανάς, ψωμάς, λαδάς κτλ.

Πράτσικας Από το σλαβ.pracka, βέργα.

Πρέντζας
Από το κεφαλλ. ιδιωμ. πρέντζα, το τυρί που τοποθετείται μέσα σε ασκό, σε
άλλες περιοχές της Ελλάδας συναντιέται ως ασκοτύρι, τουλουμοτύρι και αυτός
ο ασκός πρεντζάσκι.

Πρέκας/Πρέκκας
Από το ν.ε. διαλεκτ. πρέκι, οριζόντιος δοκός που τοποθετείται στο πάνω
μέρος της πόρτας ή του παραθύρου, για να στηρίζει τον τοίχο από πάνω,
μεσν. πριέκιον. Το επώνυμο εμφανίζεται κυρίως στα Δωδεκάνησα
(Ρόδος, Κως, κτλ) , Κυκλαδες (Σαντορίνη, Αμοργός κτλ) . (Λ.Μ) , πρβλ. το ομόσημο επων. Γκλαβάνης-γκλαβάνι (σλαβ.αρχής) .

Πρέπος
Μητρων. επώνυμο από το σπάνιο θηλ. βαφτιστικό Πρέπω (από τη λέξη “πρέπει”) ,
χρησιμοποιούμενο στη βόρεια Ελλάδα.

Πρίσκας
Από το ιδιωμ. (Αχαΐα, Ηλεία κτλ) , πρίσκα, η (πρησμένη) κοιλιά, και πρίσκας ο
κοίλιαρης, ο κοιλάρας, ο μπάκας.<μεσν. πρήσκω<αρχ. πρήθω.

Πρυόβολος (Πρυοβολάκης)
Από το ουσ. πρυόβολο, ο πυρίτης λίθος, η τσακμακόπετρα.{ΓΚΕ}

Πρωτόπαπας
Ο πρωτοπρεσβύτερος. [μσν. πρωτοπαπάς < πρωτο- + παπάς και μετακ. τόνου
κατά τα άλλα

Πρωτοψάλτης
Ο επικεφαλής των ψαλτών μιας εκκλησίας, μσν. πρωτοψάλτης < πρωτο- + ψάλτης>

Πυλαρινός
Επώνυμο που δηλώνει καταγωγή από την περιοχή Πύλαρος της Κεφαλλονιάς,
από τις πιο ορεινές στο ΒΑ τμήμα του νησιού.
Κυριώτεροι οικισμοί τα Μακριώτικα και η Αγ.Ευφημία.

Πυργάκης/Πυργόπουλος/Πυργούσης/Πυργούδης
Από το παλαιότερο βαφτιστικό Πύργος, <προσηγ.πύργος. Και θηλ. Πυργού.

Πωρικός
Από το μεσν/δημωδ. πωρικό, αλλιώς το φρούτο, λόγια οπωρικό.< ελνστ. επιθ. ὀπωρικός >

Ευχαριστώ.
__________________
ΑΝ ΝΙΩΣΕΙΣ ΤΗΝ ΣΚΙΑ ΣΟΥ ΝΑ ΦΕΥΓΕΙ ΜΗΝ ΓΥΡΙΣΕΙΣ ΠΙΣΩ ΝΑ ΤΗΝ ΚΟΙΤΑΞΕΙΣ....
Το αληθινό νόημα της φώτισης είναι να κοιτάς όλη τη σκοτεινιά με φωτεινά μάτια [Καζαντζάκης Νίκος]
Απάντηση με παράθεση
Απάντηση στο θέμα

Εργαλεία Θεμάτων
Τρόποι εμφάνισης

Δικαιώματα - Επιλογές
Δεν μπορείτε να προσθέσετε νέα threads
Δε μπορείτε να απαντήσετε
Δεν μπορείτε να προσθέσετε συνημμένα
Δεν μπορείτε
BB code είναι σε λειτουργία
Τα Smilies είναι σε λειτουργία
Ο κώδικας [IMG] είναι σε λειτουργία
Ο κώδικας HTML είναι εκτός λειτουργίας



Όλες οι ώρες είναι GMT +2. Η ώρα τώρα είναι 18:40.


Forum engine powered by : vBulletin Version 3.8.4
Copyright ©2000 - 2024, Jelsoft Enterprises Ltd.