ήταν σεπτέμβρης είχα πάρει την λίζα ένα καλο υπάκουο σκυλί και ξεκινήσαμε για πέρδικα, αφού φάγαμε την κούραση και την ζεστη της αρκούδας πήραμε τον δρόμο του γυρισμού μέσα από ένα πευκοδάσος που σταματήσαμε να πάρουμε μια ανάσα, κάθισα λοιπόν κάτω από τα πεύκα με το δίκαννο διπλα μου και την σκύλα καθισμένη στα πόδια μου κι άναψα ένα τσιγάρο, σε λίγο κι ενώ ήμουν αφηρημένος είδα μπροστά μου και σε πολύ μικρή απόσταση το τελευταίο κλαδί ενός πεύκου να λυγίζει με δύναμη προς τα κάτω και να επανέρχεται πίσω,
η πρώτη μου αυτόματη κίνηση ήταν να πάρω το τουφέκι η σκύλα κι αυτή σηκώθηκε ανήσυχη, κάτι δεν πάει καλά είπα εδώ το ίδιο όμως είπε και το λιζάκι και την έκανε με ελαφρά πηδηματάκια όσο κι φώναζα, σε λίγο όλα σταμάτησαν όπως είχαν αρχίσει και την έκανα κι εγώ που ακόμα αναρωτιέμαι τι να ήταν εκεί