Το forum του μεταφυσικού  

Επιστροφή   Το forum του μεταφυσικού > Η πόλη της FantasyGate > Τμήμα Πολυσυγγραφίας

Κλειστό Θέμα
 
Εργαλεία Θεμάτων Τρόποι εμφάνισης
  #11  
Παλιά 14-05-06, 18:56
Το avatar του χρήστη ala
ala Ο χρήστης ala δεν είναι συνδεδεμένος
Junior Member
 
Εγγραφή: 04-05-2006
Μηνύματα: 17
Προεπιλογή

«Πρέπει να ανησύχησες πολύ», είπε ο Νίκος στον Θάνο προσπαθώντας να συγκρατήσει την συγκίνησή του αλλά κοιτώντας πάντα τον μικρό Αχιλλέα.
«Εγώ όχι, ο Μάρκος όμως… Τον ξέρεις πως υπερβάλει!»
«Μας έφερα εδώ, έτσι δεν είναι; Για τα υπόλοιπα έχουμε όλον τον χρόνο μπροστά μας!» ακούστηκε ο Μάρκος.
«Πήγατε για ψάρεμα έμαθα. Πως πήγε;» είπε ο Θάνος προσπαθώντας να σπάσει τον πάγο.
«Έστειλα τον Μάρκο στη θάλασσα αλλά γύρισε με άδεια χέρια. Ευτυχώς που έφερες κρέατα, διαφορετικά θα τρώγαμε σαλιγκάρια και ρίζες!» έβαλαν και οι δυο τα γέλια.
«Γελάτε μαλάκες, αλλά εγώ ξέρω ότι μόνο τα χέρια μου ήταν άδεια! Θα πάω να φέρω μερικά ξύλα και πέτρες για να ετοιμάσω την φωτιά μας.»

«Δεν χρειαζόταν να έρθεις εδώ πάνω. Άλλωστε, σαλταρισμένος είμαι πάντα, έτσι δεν είναι; Δεν τρέχει τίποτα, όλα καλά. Έφερες και τον μικρό…»
«Δεν είμαι μικρός!» ακούστηκε η παιδική φωνούλα.
Ο Νίκος γέλασε.
«Όχι. Όχι, δεν είσαι!»
«Ήθελα να έρθω. Με ξάφνιασε ο Μάρκος, με μπέρδεψε και λίγο. Χρόνια είχα να ανέβω εδώ πάνω, απορώ που το θυμήθηκε. Φαίνεται ότι εκείνος έρχεται.» είπε ο Θάνος.
«Ευκαιρία να λερώσω και την κούκλα λίγο. Την έχω παραμελήσει τώρα τελευταία! Και είναι και ο Αχιλλέας ανερχόμενος γκαζάκιας όπως φαίνεται!»
«Μεγάλωσε, έγινε ολόκληρος άντρας. Έτσι δεν είναι φιλαράκο;» απευθύνθηκε τώρα στον μικρό που γέλασε περήφανα.
«Είναι παράξενο το πόσο μου θυμίζει εσένα μερικές φορές.» είπε ο Θάνος.
«Σα να του πέρασες το χρίσμα εκείνη τη μέρα.» Ο Νίκος δεν είπε κουβέντα.

«Θα καθίσετε για πολύ ώρα ακόμα έτσι;» ακούστηκε ο Μάρκος που ερχόταν φορτωμένος με ξύλα και πέτρες. «Άντε, βρίξτε με, πείτε μου πόσο μαλάκας είμαι και ελάτε να κάνουμε αυτό που ξέρουμε καλά! Ελπίζω να έφερες αρκετό κρασί!»
Έριξε κάτω τα ξύλα και τις πέτρες και βάλθηκε να ανοίξει μια αρκετά μεγάλη τρύπα. Το μυαλό του ήταν γεμάτο με σκέψεις. Βουτιά στο παρελθόν και μάλιστα από πολύ ψηλά. «Κολύμπα!»… Πέρασε και πάλι από το κορμί του το συναίσθημα της προηγούμενης μέρας, η σκέψη που έκανε κοιτάζοντας το ουράνιο τόξο, αυτή που δεν μοιράστηκε με τον Νίκο.
Θα ήταν 10 ή 11 χρονών, ένα απόγευμα στις αρχές Αυγούστου, που πήγε με τον Γιάννη στη θάλασσα. Δυο χαμίνια που βιάζονταν να τα κάνουν όλα μόνα τους. Ο φόβος και ο τρόμος της γειτονιάς! Ήθελαν να βουτήξουν, να κάνουν μπάνιο αλλά υπήρχε ρητή εντολή άνωθεν. -Στη θάλασσα δεν θα μπαίνετε μόνοι σας, θα είναι κάποιος από εμάς μαζί!- Ο Γιάννης κοντοστάθηκε στην αμμουδιά. -Πάμε να φύγουμε καλύτερα Μάρκο, δεν είναι και κανείς εδώ, θα μας βάλουν τις φωνές! Η μαμά μου σήμερα με το ζόρι με άφησε να βγω από το σπίτι, της έκανε παράπονα η κυρά Δέσποινα που της κόψαμε τα σύκα και τα τζάνερα! Θα πήγαινε και στη δικιά σου σήμερα το απόγευμα, θα έχει πάει ήδη!- Μα εκείνος είχε βγάλει ήδη τα παπούτσια και το σορτσάκι του και είχε μπει στο νερό.
- Έλα να μπούμε. Δεν θα το μάθουν, δε θα τους το πούμε!
- Και αν μας δει κανείς και το πει;
- Έλα, δεν είναι κανείς εδώ!

Ο Γιάννης έμεινε έξω να τον κοιτάζει. Πότε εκείνον με ζήλια, πότε γύρω του αν τους έβλεπε κανείς! Κάθισε στην άμμο και περίμενε.
Ούτε που κατάλαβε πότε έφτασε στα βαθιά, στα άπατα. Θες η χαρά του που μπήκε στο νερό χωρίς κάποιον μεγάλο γύρω, θες η ηδονή του να κάνεις κάτι που δεν πρέπει, δεν κατάλαβε πότε έφτασε στα άπατα, θυμάται μόνο ότι του άρεσε που μπορούσε να πάει όσο μέσα ήθελε! Είχε πιει πολύ νερό τότε, πολύ. Για ώρα χτυπούσε χέρια και πόδια στο νερό προσπαθώντας να βγει στην επιφάνια, αλλά διαρκώς βυθιζόταν. Σαν να ήταν φτιαγμένος από πέτρες, ένιωθε ένα βάρος να τον τραβάει προς τα κάτω. Όταν έβγαινε για λίγο το κεφάλι του από το νερό άκουγε μόνο τον Γιάννη να φωνάζει βοήθεια και να κλαίει. Θα πεθάνω, είχε σκεφτεί. Και έμεινε ακίνητος. Και έπειτα μια δεύτερη σκέψη. Όχι, δεν θα πεθάνω. Κολύμπα, μάθε! Ήταν η πρώτη φορά που κολύμπησε, όχι τίποτα σπουδαίο, αλλά όσο χρειάστηκε για να φτάσει σε σημείο να πατάει. Βγήκε από το νερό και πλησίασε τον Γιάννη που έκλαιγε και φώναζε πανικόβλητος! Θυμάται τον φίλο του να τον παίρνει αγκαλιά και να κλαίει με λυγμούς. Εκείνος τραβήχτηκε και γελούσε! Σταμάτα Γιάννη, του είχε πει γελώντας, σταμάτα να κλαις και να φωνάζεις, καλά είμαι! Θα μας ακούσουν όλοι, σταμάτα! Τον κοιτούσε με απορία που γελούσε και σάστισε! Γελούσε και ο Γιάννης και έκλαιγε ταυτόχρονα. Είμαι καλά κοίτα! Είμαι μια χαρά! Μόνο μην πεις τίποτα σε κανέναν! Ήταν υπέροχα!
Το είχε ξεχάσει αυτό μέχρι εχθές. Αυτό το γέλιο, το ειλικρινές, το αυθόρμητο, το γεμάτο νόημα. Αυτό το ανακατεμένο συναίσθημα που γέμισε τότε όλο το κορμί του, το μυαλό του. Το ένιωσε εχθές ζώντας την καταιγίδα και κοιτάζοντας το ουράνιο τόξο, το ένιωθε και τώρα κοιτάζοντας τους φίλους του. «Κολύμπα!»

«Ημίθεε, δεν έρχεσαι να βάλεις ένα χεράκι; Έλα να μαθαίνεις και εσύ, πλησιάζει η ώρα σου!»
Ο μικρός πήγε κοντά του με χαρά.
__________________
Αναγκασμένος να ζεις μες στον απλό κόσμο, πρέπει να είσαι μια σταγόνα λάδι που επιπλέει στο νερό, αλλά δεν αναμειγνύεται μαζί του.

Τελευταία επεξεργασία από το χρήστη ala : 14-05-06 στις 19:41
  #12  
Παλιά 15-05-06, 12:21
junior Ο χρήστης junior δεν είναι συνδεδεμένος
Junior Member
 
Εγγραφή: 24-04-2006
Μηνύματα: 8
Προεπιλογή

El condor pasa

Τελευταία επεξεργασία από το χρήστη junior : 10-06-06 στις 10:10
  #13  
Παλιά 16-05-06, 12:04
Το avatar του χρήστη ala
ala Ο χρήστης ala δεν είναι συνδεδεμένος
Junior Member
 
Εγγραφή: 04-05-2006
Μηνύματα: 17
Προεπιλογή

«Εδώ είμαι πάλι πιτσιρίκο» άκουσε στο μυαλό του την φωνή του δασκάλου του και έστρεψε το βλέμμα του προς το μέρος του, εκεί δίπλα στην φωτιά. «Όλοι εδώ είμαστε.»
Γύρω από την φωτιά είδε καθισμένο τον ινδιάνο να τον κοιτάζει χαμογελώντας και παίζοντας το el condor pasa και τους φίλους του να τσακώνονται για το ποιος θα κρατήσει το ξύλο και θα ανακατέψει την φωτιά. Ο Μάρκος ήταν αυτός που το πήρε τελικά, αλλά βλέποντας την απογοήτευση στο πρόσωπο του Θάνου, του το έδωσε χτυπώντας τον απαλά στον ώμο και κλίνοντάς του το μάτι. Ήταν οι ίδιοι, αλλά όλα ήταν διαφορετικά. Και αυτός ήταν διαφορετικός. Ήταν όλοι πιτσιρικάδες 13-14 χρονών, όπως τότε που ανέβαιναν εδώ πάνω για να κρυφτούν από όλους και από όλα και έπλαθαν τους κόσμους που ήθελαν να ζήσουν. Ήταν και ο Αχιλλέας εκεί, έφηβος και αυτός με το πρώτο χνούδι της ήβης να καλύπτει τα μάγουλά του. Ο Νίκος ένιωσε στην καρδιά του εκείνο το περίεργο φτερούγισμα της παιδικής του ηλικίας του, τότε που πίστευε ότι ο κόσμος τους περιμένει για να τον κατακτήσουν!
«Πως βρεθήκαμε όλοι εδώ;» ρώτησε.
«Δεν φύγατε ποτέ» άκουσε την φωνή του δασκάλου του.
«Δεν είναι αλήθεια αυτό», σκέφτηκε ο Νίκος, «δεν είμαστε πια οι ίδιοι άνθρωποι, έχουν αλλάξει πολλά από τότε».
«Εσύ άλλαξες μικρέ;»
«Εγώ καβάλησα το ουράνιο τόξο εχθές, έβαλα φωτιά στα σύννεφα, είδα τον κόσμο από πολύ ψηλά!»
«Εγώ ανέβηκα με το ποδήλατό μου μέχρι το εκκλησάκι του προφήτη Ηλία, μέσα από το δάσος και τις πέτρες! Εεεε.. Και ήταν η Ελένη εκεί..» ακούστηκε ο Θάνος.
«Εγώ κατάφερα να φτάσω μέχρι το Εγγλεζονήσι! Αλήθεια! Τα κατάφερα, κολύμπησα μέχρι εκεί και πάλι πίσω και φύτεψα κουκούτσια από τζάνερα να βγει δέντρο να το θυμάμαι!» συνέχισε ο Μάρκος.
«Εγώ πήγα στο δάσος και χάλασα όλες τις ξόβεργες που είχαν στήσει οι κυνηγοί, αλλά και τις παγίδες για τις αλεπούδες» ακούστηκε και η φωνή του Αχιλλέα.
Ο Νίκος κοιτούσε πάλι τον δάσκαλό του..
__________________
Αναγκασμένος να ζεις μες στον απλό κόσμο, πρέπει να είσαι μια σταγόνα λάδι που επιπλέει στο νερό, αλλά δεν αναμειγνύεται μαζί του.
  #14  
Παλιά 16-05-06, 13:18
junior Ο χρήστης junior δεν είναι συνδεδεμένος
Junior Member
 
Εγγραφή: 24-04-2006
Μηνύματα: 8
Προεπιλογή

O Νικος με μια γουλια τελειωσε το κονιακ,κατεβασε το πλακε διαφανες μπουκαλι και κοιταξε μεσα του.Ειδε το ειδωλο του ινδιανου να παιζει το el condor pasa και τον προφητη Ηλια απεναντι να γεμιζει κοσμο που ανεβαινε σκυφτος.Ειναι αυτο που νομιζω ρωτησε τον ινδιανο?Μου δειχνεις το μελλον?
Ναι πιτσιρικο μεγαλωσες πια επρεπε να σε φερω εδω για να σου πω μερικα πραγματα στους αλλους τα ειπα και ξερουν τι πρεπει να κανουν.
Δεν χρειαζετε δασκαλε δεν ειμαι 4 ετων κι αν βλεπεις να εχουν διασταλει οι κορες των ματιων μου δεν ειναι γιατι φοβαμαι απλα φταιει το κονιακ κι αν τρεξει κανενα δακρυ δεν ειναι γιατι λυπαμαι ειναι απο τη σκονη που σηκωσε το περασμα της ζωης μου.Κοιτα με ομως δασκαλε κοιτα το υφος μου κοιτα τι εκανα!!!
Ο ινδιανος σηκωθηκε και πηγε στην ακρη της πετρας χαμογελασε και του χαιδεψε το κεφαλι.
Ο Νικος γυρισε πισω και ειδε τους 14χρονους φιλους του να καπνιζουν.Ειχαν μια ομορφη κουβεντα για μηχανακια για γκομενες και ολα τα εντυναν με μια απεραντη αγαπη για τη ζωη μ ενα ρουχο που οχι απλα δεν τους στενευε αλλα τους προστατευε απο το κρυο!Ποτε δεν φορεσε αυτο το ρουχο ο Νικος ποτε δεν προστατευτηκε απο το κρυο φορουσε καταιγιδες ουρανια τοξα και συννεφα.Δεν τους ζηλευε δεν τους λυποταν ηταν απλα οι φιλοι του και χαιροταν πολυ που τους γνωρισε.Δεν εκλαψε ηταν ο καπνος απο τα τσιγαρα του που τον εκαναν να δακρυσει.Εφευγε βαδιζοντας προς τα πισω και χτυπησε πανω στον Αχιλεα 30 χρονων πια με μακρια μαλλια και δερματινα.Τον αγκαλιασε σφιχτα αντρικα και του ειπε...
Οργωσε τους δρομους με τη μηχανη και να ξερεις οτι απ οπου περνας θα ξαναγινετε δασος,τρομαξε τους ολους και να ξερεις οτι οσοι εχουν αυτο το περιεργο χαρισμα δεν μπορουν να σκοτωθουν απο αλλους γι αυτο σκοτωνουν παντα τον εαυτο τους ποναει λιγο αλλα ειναι σαν να κανεις ερωτα με το συμπαν.Κι οτι χρειαστεις μη διστασεις να με καλεσεις,τον φιλησε στο στομα και του εδωσε ενα cd που εγραφε el condor pasa.O Aχιλεας ξεσπασε σε κλαματα οχι αντρικα αλλα μωρουδιακα αυτα που χρωστουσε στον Νικο απο την ημερα που του εδειξε ποιος πραγματικα ειναι!
Ο Νικος πηγε διπλα στον ινδιανο και του επιασε το χερι<αν τους εβλεπες απο μακρια εμοιαζαν ετοιμοι να πεταξουν>
Η καταιγιδα ηταν μακρια αλλα αν ετρεχαν πανω στο ουρανιο τοξο θα την προλαβαιναν,ο Νικος πεταξε το σωμα του απο το βραχο και εφυγε ψηλα με την μορφη μουσικης.
Εβλεπε τον προφητη Ηλια γεματο κοσμο για μια τυπικη διαδικασια κι εβλεπε πανω στο βραχο τους φιλους του να εχουν φαει τα κρεατα να εχουν πιει τα κρασια και ξαπλωμενοι ανασκελα να τον κοιτανε να φευγει νιωθωντας οπως παντα μπερδεμενοι να τον ζηλεψουν η να θυμωσουν μαζι του???
Ανοιγοκλεισε τα ματια του και το σκηνικο αλαξε.Πανω στο βραχο ηταν ο Αχιλεας μονος και χτυπιοταν απο μια καταιγιδα ηταν πολυ αγριεμενος και περιμενε το ουρανιο τοξο οπως περιμενει ο πανθηρας το θυμα του για να πηδηξει στη ραχη του.
ΤΕΛΟΣ


Αιτία κλειδώματος από Antonia (17-2-07):
Το παρόν θέμα κλειδώνεται αφού το μέλος junior που ξεκίνησε την ιστορία επεξεργάστηκε τα μηνύματά του και έσβησε όλα τα κείμενα. Μπόρεσα και επανέφερα μόνο το τελευταίο του ποστ, το οποίο περιέχει και το τέλος της ιστορίας που μετά λύπης μου ανακάλυψα σήμερα πως έχει αλλoιωθεί αδικιολόγητα.

Τελευταία επεξεργασία από το χρήστη Antonia : 18-02-07 στις 00:01
Κλειστό Θέμα

Εργαλεία Θεμάτων
Τρόποι εμφάνισης

Δικαιώματα - Επιλογές
Δεν μπορείτε να προσθέσετε νέα threads
Δε μπορείτε να απαντήσετε
Δεν μπορείτε να προσθέσετε συνημμένα
Δεν μπορείτε
BB code είναι σε λειτουργία
Τα Smilies είναι σε λειτουργία
Ο κώδικας [IMG] είναι σε λειτουργία
Ο κώδικας HTML είναι εκτός λειτουργίας



Όλες οι ώρες είναι GMT +2. Η ώρα τώρα είναι 02:59.


Forum engine powered by : vBulletin Version 3.8.4
Copyright ©2000 - 2024, Jelsoft Enterprises Ltd.