Το forum του μεταφυσικού  

Επιστροφή   Το forum του μεταφυσικού > Η πόλη της FantasyGate > Τμήμα Πολυσυγγραφίας

Κλειστό Θέμα
 
Εργαλεία Θεμάτων Τρόποι εμφάνισης
  #1  
Παλιά 12-06-12, 12:10
Το avatar του χρήστη fantasy
fantasy Ο χρήστης fantasy δεν είναι συνδεδεμένος
Senior Member
 
Εγγραφή: 09-12-2011
Μηνύματα: 797
Προεπιλογή O Βιβλιοφάγος

Ήταν ένα κείμενο που είχε εγκριθεί για την Fantasy Gate αλλά τελικά θα γραφτεί εδώ, διότι δεν θα ανοιχθεί νήμα κριτικής.

Σαν όνειρο πρόβαλε η αυγούλα με διάφορα χρώματα στον ουρανό. Ο ήλιος ήταν έτοιμος να φανεί . Η πλάση ήταν ήρεμη. Όμως αυτά τα χρώματα η Χαρά δεν μπορούσε να τα δει, να τα ευχαριστηθεί, γιατί ζούσε στην Αθήνα, σε μια γκρίζα πολυκατοικία. Αυτή η πολυκατοικία βρισκόταν στην πλατεία Συντάγματος, πολύ κοντά στη Βουλή. Μπορεί η πολυκατοικία που ζούσε να ήταν γκρίζα, ο αέρας που ανέπνεε αποπνικτικός, αλλά οι γλάστρες που είχε στο μπαλκόνι την μετέτρεπαν σε ένα επίγειο παράδεισο.
Ζούσε μόνη. Μοναδική της παρέα ήταν η κυρία Θάλεια, η ενοικιάστρια της συγκεκριμένης πολυκατοικίας, που έμενε στον πρώτο όροφο και τη βοηθούσε στις δουλειές, γιατί οι γονείς της ζούσαν στην επαρχία, συγκεκριμένα στην Νάουσα της Πάρου. .
Η χαρά κατοικούσε στον δεύτερο όροφο. Η κυρά Θάλεια δεν είχε παιδιά. μόνο έναν ανιψιό, γιο της μακαρίτισσας της αδερφής της. Ήρθε στην Αθήνα από την Πάτρα Εκείνη της είχε πει μια φορά για τον ανιψιό της, αλλά δεν φαντάστηκε ότι χθες ήρθε από την Πάτρα για δουλειές και θα έμενε μαζί τους ένα χρόνο.
Η Χαρά ήταν φοιτήτρια της Ιατρικής. Συγκεκριμένα, αυτή τη στιγμή ήταν καθισμένη στο γραφείο της και διάβαζε. Την ηρεμία της στιγμής διέλυσε ο εκκωφαντικός θόρυβος από ήχο κιθάρας που ακουγόταν, και σίγουρα έπαιζε ένας επαγγελματίας κιθαρίστας, γιατί της άρεσε ο τρόπος που παίζει. Δεν ήταν καθόλου φάλτσος. Αυτό πρόσεξε η Χαρά, αλλά η ώρα που διάλεγε να παίξει δεν την άφηνε να ευχαριστηθεί το τραγούδι που ακουγόταν, γιατί αυτή την ώρα μελετούσε, αφού χρωστούσε ένα μάθημα. Αν έγραφε αυτό το μάθημα θα έπαιρνε πτυχίο. Έζησε εφτά χρόνια στην Αθήνα, αλλά βαρέθηκε αυτή τη ζωή. Αν γινόταν, θα είχε φύγει.
Λίγο αργότερα, ένα γκρίζο σύννεφο χάλασε τη μαγεία αυτή και άρχισε να ψιλοβρέχει. Τίποτα δεν θύμιζε την προηγούμενη γαλήνη, χάλασε ο καιρός. Ιούνιος μήνας ήταν, είναι δυνατόν να βρέχει; Στην Πάρο Ιούνιο μήνα δεν βρέχει ποτέ. Ήξερε όμως ότι οι βροχές του Ιουνίου είναι δυνατές και σύντομες.
Ένα άχαρο κομπρεσέρ άρχισε τις εργασίες του και ακούγονταν τα βαγόνια του ΜΕΤΡΟ που πηγαινοέρχονταν για να μεταφέρει κόσμο στις δουλειές του. Τα αυτοκίνητα που περνούσαν έκαναν ακόμα πιο έντονη την ηχορύπανση. Ναι, οι θόρυβοι της πόλης, που ποτέ δεν κοιμάται, έγιναν δυνατοί και δεν την άφηναν να διαβάσει. Ήταν αδύνατον να συγκεντρωθεί. Έφυγε από το γραφείο της και στάθηκε στο παράθυρο. Το άνοιξε, χασμουρήθηκε και τεντώθηκε. Έβλεπε μόνο από το παράθυρό της την κίνηση στους δρόμους, τους βιαστικούς ανθρώπους, τα αυτοκίνητα. Τον πλανόδιο λαχειοπώλη, που μέσα στη βροχή, στον ήλιο, στο κρύο δουλεύει ακούραστα για το μεροκάματο. Δίπλα του ο κουλουρτζής φωνάζει να δοκιμάσουν τα τραγανιστά κουλούρια του και όσα περισσέψουν, ξερά πια ή τα πετάει να φάνε τα περιστεράκια του Συντάγματος, ή τα βρέχει και τα τρώει ο ίδιος. Δύσκολοι καιροί για βιοπαλαιστές. Δύσκολα βγαίνει το μεροκάματο σήμερα. Δυστυχώς, το ευρώ δύσκολα βγαίνει, εύκολα ξοδεύεται. Αυτή είναι η κατάρα του. Και η βροχή όλο δυνάμωνε.
-- Αχ σπίτι μου σπιτάκι μου πόσο χαίρομαι όταν αναπολώ ώρες καθισμένη στον κήπο μου τη θάλασσα με όλες τις διαθέσεις της! Αχ τι ωραία που είναι να ζεις στην ξεγνοιασιά, στον καθαρό αέρα! Σκεφτόταν εκείνη όταν βρισκόταν στο σπίτι της στην Πάρο, και συγκεκριμένα στη Νάουσα. . Το πιο όμορφο για εκείνη νησάκι, αφού ήταν η πατρίδα της.
Αντίθετα, εδώ κάθε μέρα ζούσε με το φόβο ότι κάτι θα της συμβεί. Κάθε νύχτα μπαίνει στο διαμέρισμά της και μιλά με τον εαυτό της, κάνει μαζί του μια κουβέντα.
-- Έκλεισες το φως; Έβαλες κάγκελα στις πόρτες; ….Έκλεισες;
Καθημερινά ζούσε μ’ αυτή την αγωνία. Ήταν ένας εφιάλτης η επιβίωση της εδώ. Επτά χρόνια ζούσε σ’ αυτό το μέρος και δεν το είχε ακόμα συνηθίσει. Η ζωή της μοιάζει σαν την πρώτη μέρα. Δεν είναι ασφαλής η ζωή στην Αθήνα και το ήξερε καλά αυτό. Αντίθετα, στην επαρχία είναι.
-- Εμείς στην Νάουσα της Πάρου κοιμόμαστε με τα παράθυρα ανοιχτά που λέει ο λόγος και δεν έχουμε το παραμικρό πρόβλημα. Δίνουμε άφοβα το κλειδί στη γειτόνισσα. Αν γίνουν αυτά στην Αθήνα, ή θα σε ληστέψουν ή θα σε σφάξουν. Αλώβητος αποκλείεται να μείνεις. Σικάγο γίναμε. Η παροιμία θα αλλάξει, θα γίνει Αθήνα γίναμε. Δεν αστειεύομαι!
Κοιμόταν μόνη και όταν έλειπε έβαζε σε λειτουργία το συναγερμό στο σπίτι. Τόσο φόβο είχε. Αλλά τι να της κάνει κι αυτός, όταν καταφέρει ο ληστής να τον απενεργοποιήσει; Κι αν γίνει διακοπή ρεύματος, πώς θα λειτουργήσει; Μάλιστα, έβαλε αλυσιδίτσα και ματάκι στην πόρτα. Έπρεπε να προφυλαχτεί με .όποιο τρόπο μπορούσε.

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
__________________

* Ερχόμαστε από μια σκοτεινή άβυσσο· καταλήγουμε σε μια σκοτεινή άβυσσο· το μεταξύ φωτεινό διάστημα το λέμε Ζωή. Καζαντζάκης.

  #2  
Παλιά 12-06-12, 12:19
Το avatar του χρήστη fantasy
fantasy Ο χρήστης fantasy δεν είναι συνδεδεμένος
Senior Member
 
Εγγραφή: 09-12-2011
Μηνύματα: 797
Προεπιλογή

Η ΔΕΗ έκανε πολλά Blackout αυτό τον καιρό. Όλο απεργίες, στάσεις, εργασίας. Δεν ακούς τίποτα άλλο στις ειδήσεις. Μάλιστα, έπαψε να βλέπει ειδήσεις, γιατί το ένα δελτίο είναι αντιγραφή του άλλου, με μικρές διαφορές. Η βροχή έπαψε. Ο λαμπερός ήλιος βγήκε και φώτισε την Αθήνα. Ένα ουράνιο τόξο βγήκε στον ουρανό αλλά πώς να φανεί; Τα ψηλά κτίρια εμπόδιζαν τη θέαση του. Σε λίγο άκουσε φωνές. Ω Θεέ μου! Τι είναι αυτό; Τι γίνεται πάλι; Το ΠΑΜΕ με ξύλα στα χέρια και με μεγάφωνα ξεσηκώνει τους εργαζόμενους να απεργήσουν. Άντε να διαβάσεις μ’ αυτή την οχλαγωγία. Ποιος τους σκέφτεται τους φοιτητές; Μόνο τον εαυτό τους σκέφτονται. Άρχισαν να φωνάζουν συνθήματα κατά της κυβέρνησης και έβαλαν τραγούδια της εργατιάς. Μαζί τους οι αγανακτισμένοι εργαζόμενοι τραγουδούσαν. Μάλιστα το βράδυ ο Β.Π., ο γνωστός τραγουδιστής είχε προγραμματισμένη μια συναυλία δωρεάν, χωρίς είσοδο. Αυτό θα πει καλοπέραση. Άντε να διαβάσεις μετά απ’ αυτό. Ο φόβος την έχει καταντήσει ράκος. Δεν είναι εύκολο να ζεις πολύ κοντά στη Βουλή. Προχθές πάλι το κάνανε το θαύμα τους. Δύο τετράγωνα παραπέρα είχαν κάψει κουκουλοφόροι την Αθήνα, φλεγόταν το κέντρο, διέλυσαν σπίτια, μαγαζιά. Θα ’ρθει κι η σειρά της. Πότε θα γίνει αυτό αγνοούσε. Έχουν ένα ταχυφαγείο στο ισόγειο, δίπλα στο γκαράζ. Πως τη γλίτωσε, απορούσε! Αχ μια βδομάδα έμεινε να δώσει το μάθημα να πάρει το πτυχίο, να ξενοιάσει, να φύγει από εδώ. Ένα μάθημα έμεινε. Ένα και μετά γεια σου Αθήνα, πάω να ζήσω ξέγνοιαστα στην πατρίδα μου. Αυτό το λαχταρούσε πολύ. Μετρούσε τις μέρες και τις ώρες να γίνει αυτό. Δεν κοιμόταν πολύ, αλλά διάβαζε ώρες ατελείωτες. Έπαιρνε αμφεταμίνες για να την κρατάνε όρθια και κάποια στιγμή, καθώς διάβαζε, άκουσε πάλι εκείνο το ρυθμό. Εκείνη τη γλυκόλαλη κιθάρα που ηχούσε στ’ αυτιά της σαν μουσική από άλλη διάσταση. Κατευθείαν από τον παράδεισο. Άνοιξε το παράθυρο για να την ακούσει πιο έντονα, να τη χαρεί. Πόσο είχε ανάγκη να πέσει στα βελουδένια παπλώματα και να μην σηκωθεί. Νύσταζε, αλλά ο ύπνος γι’ αυτήν ήταν μια πολυτέλεια αυτή τη στιγμή. Κοίταζε το δωμάτιό της. Ένα δωμάτιο απλό, φοιτητικό να μεγαλώνει και εκείνη ένιωθε τον κόσμο να μικραίνει και σε λίγο έπεσε λιπόθυμη στο γραφείο της. Σε λίγο συνήρθε. Πήγε στην κουζίνα και έψησε ένα καφέ. Τη στιγμή που έπινε τον καφέ της, είδε ένα χρυσό έντομο να πετάει. Μπήκε από το ανοικτό παράθυρο και κατευθύνθηκε μέσα στο βιβλίο της και άρχισε να της σχίζει κάποιες σελίδες χωρίς εκείνη να έχει τη δύναμη να το σταματήσει στο εγκληματικό του έργο. Συγκεκριμένα, εκατόν ενενήντα σελίδες λείπανε από το βιβλίο της. Ήταν όλη η ύλη που έπρεπε να διαβάσει. Το έντομο έφυγε από το ανοικτό παράθυρο και της πέταξε ένα φάκελο που έπρεπε οπωσδήποτε να διαβάσει. Τον έπιασε, αλλά δεν πρόλαβε να διαβάσει το περιεχόμενό του, τον άφησε πάνω στο γραφείο της. (Ακούστηκε ο ήχος του κουδουνιού της). Πήγε να ανοίξει την πόρτα. Ήταν, όπως το είχε φανταστεί, η κυρία Θάλεια. Ποιος άλλος θα την επισκεπτόταν τέτοια ώρα;
- Χρυσό μου κορίτσι, είσαι καλά; Χλωμή μου φαίνεσαι. Έφαγες τίποτα; Είπε η κυρά Θάλεια ανήσυχη.
- Ναι μην ανησυχείτε έφαγα μια σουπίτσα χθες και ήπια ένα καφεδάκι τώρα το πρωί.
- Μια σουπίτσα, ένα καφεδάκι! Αηδίες! Τι να σου κάνει ένα τέτοιο γεύμα; Είσαι φοιτήτρια. Χρειάζεσαι να τρως, να έχεις θερμίδες για να τις κάψεις. Κάνε μια πορτοκαλάδα και ένα τοστ. Θα είσαι εντάξει. Ευτυχώς που έχεις εμένα. Σου έφερα παστίτσιο που περίσσεψε από χθες. Να το βράσεις και να φας το μεσημέρι. Θα μου τα ψάλλει η μάνα σου αν πάθεις κάτι. Να φτιάξεις και ένα γλυκό, χρειάζεται σάκχαρα ο εγκέφαλος για να λειτουργήσει. Άκουσε με και δεν θα χάσεις.
- Μην ανησυχείτε, υπόσχομαι ότι θα το φάω, είπε κι εκείνη έφυγε ήσυχη. Πήγε να βρει το φάκελο στο μέρος που τον είχε αφήσει, αλλά δεν τον είδε πουθενά, είχε εξαφανιστεί. Έκλεισε το παράθυρο. Έπιασε το βιβλίο της και είδε ότι όλες οι σελίδες ήταν στην θέση τους.
-- Κι όμως θα ορκιζόμουν ότι είδα το έντομο να σχίζει τις σελίδες!.
Της φαντασίας μου θα ήταν. Άλλωστε, ο φάκελος δεν είναι πουθενά, αυτό τ’ αποδεικνύει. Όμως ορκίζομαι ότι τον έχω αφήσει πάνω στο γραφείο. Δεν είμαι καλά, αρχίζω να τα χάνω τελευταία. Ονειρεύομαι με τα μάτια ανοιχτά. Είναι δυνατόν; Ναι, λένε ότι όταν δεν κοιμάται ο άνθρωπος σωστά, αν το μυαλό είναι υπερφορτωμένο με εμπειρίες, ονειρεύεται με τα μάτια ανοιχτά. Αυτό μου συνέβη.
Πήγε στην κουζίνα και έπιασε από το ψυγείο τρία πορτοκάλια, μια φέτα ζαμπόν και μία τυρί. Έκανε ένα χυμό στον αποχυμωτή, πήγε στη ψωμιέρα και έπιασε δύο φέτες του τοστ και άναψε την τοστιέρα.
--Αν φάω καλά δεν θα έχω παραισθήσεις ή ψευδαισθήσεις, ούτε θα ονειρεύομαι με τα μάτια ανοιχτά. Σίγουρα.
Ο ήλιος πια βγήκε κανονικά. Έπαψε εντελώς η βροχή. Οι βροχές του Ιουνίου ευτυχώς κρατάνε λίγο. Σε λίγο η κοπέλα πήγε στη βεράντα της και άρχισε να παίρνει το γεύμα της. Είχε τόση πείνα που της φάνηκε πολύ νόστιμο. Σε λίγο άκουσε ομιλίες, αλλά δεν κατάλαβε τι έλεγαν. Έσκυψε στο μπαλκόνι και είδε ένα νεαρό να είναι καβάλα στη μηχανή του ακόμα και να μιλάει με την κυρία Θάλεια. Έπειτα, έκανε θόρυβο με την μηχανή του και την άραξε σε ένα σημείο του γκαράζ. Μετά ανέβηκε στον όροφο που κατοικούσε η κυρά Θάλεια, την επισκέφτηκε και μάλιστα κρατούσε και μια μεγάλη κιθάρα στην πλάτη. Αυτός ήταν λοιπόν ο κιθαρίστας! Εκτός του ότι παίζει ωραία κιθάρα είναι και κούκλος! Πολύ ωραίος θα έλεγα!
--Μπράβο η κυρία Θάλεια! Δέχεται και νεαρούς στο σπίτι της;
Δεν άκουσε τι λέγανε, αλλά την είδε να του γελά και να τον φιλά στο μάγουλο και τέλος, να του δίνει σπανακόπιτα που του είχε φτιάξει. Εκείνος δάγκωσε μια μπουκιά και φώναξε.
- Γεια στα χέρια σου κούκλα μου. Την πέτυχες!
- Παλιόπαιδο! Πόσες κολακείες ξέρεις να λες! Του είπε εκείνη και γελούσαν.
- Δεν είναι κολακείες. Καμιά δεν σε φτάνει στην μαγειρική.
Εκείνος της έδωσε τα ψώνια που του ζήτησε να της αγοράσει από το κοντινότερο
Σουπερμάρκετ και εκείνη από ευγνωμοσύνη του έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο. . Εκείνη είδε όλη τη σκηνή, πόνεσε, ζήλεψε.
--Κοίτα να δεις τι γίνεται, εγώ είμαι νέα και δεν έχω έναν τέτοιο άνδρα, είμαι μόνη κι αυτή γριά γυναίκα, τον κλείνει στην αγκαλιά της και μάλιστα τον φιλά και τον σπιτώνει κιόλας. Κι αυτός ο ανώμαλος με γριά βρήκε να βγάλει τα μάτια του; Γιος της αποκλείεται να είναι, παιδιά δεν έχει, μου το είπε. Τι άλλο μπορεί να είναι αυτός ο νεαρός; Είναι σίγουρα αγαπητικός. Τι αταίριαστη σχέση!. Θα μείνω σε άλλο σπίτι, ΣΥΓΧΥΣΤΗΚΑ!!!!
Δεν ήθελε να πάει στο πανεπιστήμιο. Συνέχεια σκεφτόταν πόσο ωραία θα ήταν να γινόταν φίλη του, αλλά είχε άλλου είδους βλέψεις. Του άρεσαν οι γριές. Τι ήθελε με την 70χρονη; Μήπως θέλει να την σκοτώσει και της κάνει τον καλό; Μήπως θέλει να την κληρονομήσει; Είναι 30άρης σίγουρα. Αυτή 70. Πρέπει να της πω την αλήθεια, να την προσγειώσω ανώμαλα ότι δεν την αγαπάει. Τώρα που η Χαρά ηρέμησε, έπαψε να την βλέπει σαν αντίζηλο και την έβλεπε σαν θύμα με θύτη αυτόν.
Ο νεαρός ξαναβγήκε και πήγε στο γκαράζ γατί θυμήθηκε ότι είχε ξεχάσει πάνω στην κόκκινη μηχανή του τα κλειδιά του. Η Χαρά εκείνη την ώρα πότιζε εκνευρισμένη τα λουλούδια της, με αποτέλεσμα όταν εκείνος ξανανέβηκε να τον βρέξει εσκεμμένα.

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
__________________

* Ερχόμαστε από μια σκοτεινή άβυσσο· καταλήγουμε σε μια σκοτεινή άβυσσο· το μεταξύ φωτεινό διάστημα το λέμε Ζωή. Καζαντζάκης.

  #3  
Παλιά 12-06-12, 12:28
Το avatar του χρήστη fantasy
fantasy Ο χρήστης fantasy δεν είναι συνδεδεμένος
Senior Member
 
Εγγραφή: 09-12-2011
Μηνύματα: 797
Προεπιλογή

Εκείνος γύρισε το κεφάλι του ψηλά και είδε την κοπέλα να ποτίζει και να γελά ικανοποιημένη για το κατόρθωμά της και μάλιστα του σιγοψιθύριζε έναν σκοπό.
- Συγνώμη κοπελιά, σταμάτα το πότισμα. Κόσμος περνάει από κάτω. Μουσκίδι με έκανες. Δεν Βλέπεις μπροστά σου, στραβή είσαι;
- Αχ! Δεν σας πρόσεξα.
- Καλά, τόσο άνδρακλας που είμαι δεν με πήρες χαμπάρι; 1,90 ύψος έχω.
- Μεγάλη ιδέα δεν έχεις για τον εαυτό σου; Ποιος είσαι;
- Δεν σου πάει να είσαι κακιά. Νόμιζα πως είχα μπροστά μου μια όμορφη κοπέλα, γεμάτη καλοσύνη, που θα μου ζητήσει συγνώμη για το λάθος της.
- Ποιο λάθος μου; Δεν παραδέχομαι ότι έκανα λάθος. Εγώ τα λουλουδάκια μου πότιζα, ας μην περνούσες από κάτω την ίδια ώρα. Ποιος σου φταίει; Εγώ
- Α! Είσαι και γλωσσού και αυθάδης. Δηλαδή αντί να σου τα ψάλλω εγώ, μου τα ψάλλεις εσύ; Άντε θεία τελείωνε να πάω στο διαμέρισμά μου, γιατί με την τρελή που έμπλεξα δεν ξεμπλέκω εύκολα.
- Θεία σου είναι η κυρά Θάλεια; Μήπως είσαι ο ανιψιός της ο Ανδρέας που ζεις στην Πάτρα;
- Μάλιστα, αυτός είμαι. Αυτοπροσώπως. Είμαι από την Πάτρα και ήρθα χθες στην Αθήνα. Θα με υποστείτε θέλετε δεν θέλετε. Με φιλοξενεί η θεία μου από χθες στο πάνω πάτωμα από το δικό σας.
- Πού να το φανταστώ! Άκουσα την κιθάρα, αλλά… Μου είπε ότι είχε ανιψιό, αλλά που να το φανταστώ! Εγώ νόμιζα ότι…
- Τι νόμιζες;
- Τίποτα. Ώστε, θα σε έχω από πάνω μου. Γείτονα.
- Αναγκαστικά για 1 χρόνο.
- Πώ! Πω! Εγώ σε μια εβδομάδα θα φύγω στην πατρίδα μου.
Αυτό το τελευταίο εκείνος δεν το άκουσε γιατί είχε ήδη φύγει. Τουλάχιστον, θα είχε κάποιον να την προστατεύει, όσο καιρό μείνει ακόμα εδώ.
Το ίδιο βράδυ η Χαρά έβαλε το παστίτσιο στο φούρνο να ζεσταθεί και έπειτα διάβαζε στο γραφείο της. Απόψε, για πρώτη φορά, ξέχασε να κλειδώσει την πόρτα. Η κλειδαριά δεν έπιασε καλά και ήταν μισάνοιχτη. Εκείνη δεν το αντιλήφθηκε αυτό, και μη γνωρίζοντας όλα αυτά πήγε ήσυχη να διαβάσει. Ο Ανδρέας μπήκε στο διαμέρισμά της και πίστευε ότι ήταν το δικό του. Έκανε λάθος στον όροφο. Εκείνη τον ένιωσε να μπαίνει στο άλλο δωμάτιο κι όχι αυτό που χρησιμοποιούσε. Δεν ήξερε μέσα στο σκοτάδι ποιος ήταν. Εκείνη είδε τη σκιά του και άκουσε το κινητό του να χτυπά. Πάνω στον πανικό της μπήκε στην κουζίνα και έπιασε ένα μεγάλο τηγάνι. Αφού έκανε την είσοδό της στο δωμάτιο, πριν προλάβει εκείνος να ανάψει το φως, του το κοπάνησε στο κεφάλι. Όχι πολύ δυνατά, για να μην κάνει καμία ζημιά. Ήθελε μόνο να τον ακινητοποιήσει να τον δέσει σε μια πολυθρόνα με αλυσίδα και να κλείσει το στόμα του με κολλητική ταινία . Ακόμα όμως και σιγανά να ήταν το χτύπημα, πόνεσε. Όχι όμως όσο θα πονούσε αν το χτύπημα ήταν πολύ δυνατό.
- Ωχ μάνα μου! Ακούστηκε μια φωνή πόνου.
Εκείνη άναψε το φως και είδε τον Ανδρέα να κρατά το κεφάλι του.
- Εσύ ήσουν;
--Ω Θεέ μου γιατί άφησες να συμβεί αυτό; Θα το σκότωνα τον άνθρωπο.
- Βρε ηλίθια, τι έκανες;
- Δεν το πιστεύω. Εσένα χτύπησα;
- Τι θέλεις στο σπίτι μου;.
- Εσύ τι θέλεις στο δικό μου σπίτι;
- Καλά τρίτος όροφος δεν είναι;
- Δεύτερος.
- Έστω, έκανα λάθος. Άνθρωπος είμαι, θα μου το καταλογίσεις αυτό; Καλά, έτσι υποδέχεσαι εσύ τους ανθρώπους που σε επισκέπτονται; Προβληματική είσαι;
- Καλά, συγνώμη, έκανα λάθος. Σε πέρασα για ληστή. Δεν φαντάστηκα ότι…
- Μην δικαιολογείσαι. Φαίνεται ότι είναι γραφτό μου όταν συναντιόμαστε εμείς οι δύο να βγαίνω ή δαρμένος ή βρεγμένος από τα χέρια σου.
- Δεν το θέλω, μόνο του βγαίνει. Θα σε γιατρέψω. Είμαι τελειόφοιτη γιατρός.
- Άσε τα δηλητήρια που μου βάζεις, δεν τα δέχομαι…Εγώ ξέρω τα γιατροσόφια της γιαγιάς. Κομπογιαννίτικα, αλλά αποτελεσματικά. Ωραία που τα λέμε οι δυο μας. Δεν θα μου φέρεις λίγο πάγο να μη γίνει καρούμπαλο. Αυτό μου έλειπε! Πώς θα κάνουμε την πρώτη μας εμφάνιση σαν συγκρότημα; Με τους επιδέσμους θα είμαι γελοίος! Αύριο το βράδυ θα δείξουμε το πηγαίο μας ταλέντο κι εσύ με ενοχλείς σ’ αυτό.
- Κι εγώ γιατί σε ενοχλώ;
- Μπορείς να εξαφανιστείς σε αχτίνα 1000 μέτρων; Αν αυτό δεν γίνεται θα πρέπει να κάνω ασφάλεια ζωής ή να πάρω ασφαλιστικά μέτρα για τη σωματική μου ακεραιότητα. Θα αποταθώ σε κάποιο καλό δικηγόρο γι’ αυτό να με συμβουλέψει.
- Τα παραλές. Έχω γλυκό που έφτιαξα με τα χεράκια μου. Να σου φέρω ένα κομμάτι να σε γλυκάνω; Αρκετά σε πίκρανα σήμερα.
- Να λείπει το βύσσινο. Όχι, δεν θα πάρω. Μπορεί να με δηλητηριάσεις.
- Τότε θα σου φέρω έτοιμο του ζαχαροπλαστείου. Γκρινιάρη!
- Συγνώμη, δεν ήθελα να σε θίξω αλλά… Εντάξει, φέρε το δικό σου με την προϋπόθεση να φας πρώτη εσύ. Να είμαι σίγουρος. Πως σε λένε; Της είπε καθώς την έβλεπε να τρώει το γλυκό της.
- Χαρά.
- Μάλιστα, η χαρά προσωποποιημένη είσαι.
-- Ψυχραιμία Χαρά! Σκέφτηκε εκείνη.
- Ορίστε δύσπιστε. Ικανοποιήθηκες τώρα;
- Μάλιστα, τώρα είμαι εντάξει.

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
__________________

* Ερχόμαστε από μια σκοτεινή άβυσσο· καταλήγουμε σε μια σκοτεινή άβυσσο· το μεταξύ φωτεινό διάστημα το λέμε Ζωή. Καζαντζάκης.

  #4  
Παλιά 12-06-12, 12:29
Το avatar του χρήστη fantasy
fantasy Ο χρήστης fantasy δεν είναι συνδεδεμένος
Senior Member
 
Εγγραφή: 09-12-2011
Μηνύματα: 797
Προεπιλογή

Εκείνη έφερε παγάκια απ’ το ψυγείο, του έβαλε πάγο σε μια κομπρέσα και την τοποθέτησε πάνω στο κεφάλι του.
- Πιστεύω η γκαντεμιά να σταματήσει εδώ.
- Κι εγώ το εύχομαι, αν θέλεις το καλό σου. Να πηγαίνω τώρα, θα θες να κοιμηθείς. Καληνύχτα.
- Αφού είσαι χτυπημένος, μην κοιμηθείς αμέσως. Εγώ θα διαβάσω. Καληνύχτα. Είπε κι εκείνη με τη σειρά της.
Εκείνος έφυγε και τότε μια κραυγή πόνου ακούστηκε εκ νέου.
- Μ’ έφαγες κακούργα!
- Τι έγινε πάλι;
- Γλίστρησα, τι έριξες χάμω;
Εκείνη είδε ότι υπήρχαν νερά στο πάτωμα. Κάποια παγάκια είχαν πέσει από τα χέρια της χωρίς να το αντιληφθεί στο πάτωμα, έλιωσαν, κι έκαναν όλη τη ζημιά.
- Θα σε πνίξω! Της είπε και την έπιασε με οργή με τα δυο του χέρια τυλιγμένα γύρω από το λαιμό σφίγγοντας την, αλλά αργότερα το μετάνιωσε καθώς την είδε φοβισμένη να τον παρακαλεί ικετευτικά να σταματήσει. Από το φόβο της δεν μπορούσε να αρθρώσει κουβέντα. Όταν συνήλθε μπόρεσε να του πει:
- Όχι, έτυχε. Δεν ήταν σκόπιμο. Έγινε ατύχημα. Έλα να σε σηκώσω, να σε περιποιηθώ.
- Όχι, να λείπει, αρκετά με περιποιήθηκες σήμερα, φτάνει. Δεν αντέχω άλλο.
Εκείνη έκανε σαν να μην άκουσε την τελευταία του πρόταση.
- Μπορείς να το πατήσεις;
- Ευτυχώς ναι, δεν ήταν σπάσιμο, αλλά πονάει, το στραμπούλησα.
- Θα περάσει. Μα δεν προσέχεις κι εσύ. Το φως ήταν αναμμένο, δεν είδες τα νερά;
- Εσύ γιατί δεν πρόσεξες τα παγάκια όταν τα μετέφερες να μην σου πέσουν; Η ευθύνη βαραίνει εσένα αποκλειστικά κι όχι εμένα.
- Να σε πάω σπίτι σου;
- Όχι, ευχαριστώ. Ξέρω μόνος μου το δρόμο. Θα πάρω το ασανσέρ γιατί το χτύπημα δεν μου επιτρέπει να ανέβω σκάλες. Κάτι απαίσιο μυρίζει. Κάτι καίγεται!
- Αμάν το παστίτσιο που μου έφερε η θεία σου ήταν. Το ξέχασα στο φούρνο. Πάει, κάηκε, δεν έμεινε τίποτα. Κάρβουνο έγινε! Τι άτυχη που είμαι! Θα μείνω νηστική απόψε.
Εκείνος ένιωσε συμπόνια γι’ αυτήν.
- Έλα σπίτι μου να φάμε μαζί. Θα τηγανίσω ψάρια και έχω και ένα καλό άσπρο κρασί να πιούμε. Θα περάσουμε καλά.
- Δεν φοβάσαι μην σου κάψω το σπίτι με την γρουσουζιά μου;
- Όχι, έτυχαν όλα αυτά. Τι άλλο κακό μπορεί να μας βρει από εδώ και πέρα; Έλα, πάμε σπίτι μου.
Εκείνη ετοιμάστηκε και πήραν το ασανσέρ. Το ρεύμα κόπηκε και έμειναν κλειστοί στη μέση του ορόφου.
- Τι ωραία που περνάμε! Είπε εκείνος χαμογελαστός και του φάνηκαν αστεία όλα αυτά που περνάνε. Γέλασαν κι οι δύο. Εκείνος είχε κλειστοφοβία και εκείνη προσπάθησε να του δώσει κουράγιο. Το ρεύμα επανήρθε και ήταν όλα εντάξει.
Εκείνη άρχισε να ανησυχεί. Ήταν συμπτώσεις ή τα προκάλεσε η ίδια; Μήπως ο γκαντέμης είναι αυτός ή μήπως η μεταξύ τους σχέση, δεν ήξερε να πει.
Μπήκαν στο σπίτι του και είδε ότι εκείνος έπαψε να κουτσαίνει.. Τον έβαλε να ξαπλώσει στον καναπέ. Ήταν ένα κλασικό σπιτάκι, σχεδόν όμοιο με το δικό της, αλλά διαφορετικά διακοσμημένο. Η επίπλωση ήταν διαφορετική.
- Βλέπω δεν κουτσαίνεις πια. Του είπε ανακουφισμένη.
- Όταν ήμασταν στο ασανσέρ το κούνησα και μπήκε το κόκαλο στη θέση του. Είχε βγει και τώρα είμαι καλά, μην ανησυχείς.
- Πράγματι, βλέπω ότι είσαι καλά.
- Ναι, προς το παρόν. Το μετά κανείς δεν το ξέρει.
Εκείνος, σαν ιππότης που ήταν, άνοιξε την τηλεόραση με το τηλεκοντρόλ να δει η κοπέλα, κι εκείνος σηκώθηκε, πήγε στην κουζίνα και βλασφήμησε.
- Τι έγινε τσακίστηκες; Μην πεις ότι φταίω πάλι εγώ.
- Όχι, μου τελείωσε το λάδι.
- Δες σε όλα τα ντουλάπια μήπως έχει η θεία σου ξεχασμένο κάποιο μπουκάλι.

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
__________________

* Ερχόμαστε από μια σκοτεινή άβυσσο· καταλήγουμε σε μια σκοτεινή άβυσσο· το μεταξύ φωτεινό διάστημα το λέμε Ζωή. Καζαντζάκης.

  #5  
Παλιά 12-06-12, 12:33
Το avatar του χρήστη fantasy
fantasy Ο χρήστης fantasy δεν είναι συνδεδεμένος
Senior Member
 
Εγγραφή: 09-12-2011
Μηνύματα: 797
Προεπιλογή

- Όχι, θα πάω να πάρω από το σούπερ μάρκετ. Δεν θα αργήσω.
- Ας πάρουμε τη θεία σου τηλέφωνο να μας φέρει. Αν πάμε οι δυο μας ή ένας από τους δυο, μπορεί να μας συμβεί κάτι. Έχω φοβηθεί.
Εκείνη μπήκε στην κουζίνα σε μια ανυποψίαστη στιγμή και εκείνος δεν την αντιλήφθηκε. Εκείνος έψαχνε στα κάτω ντουλάπια και εκείνη στα πάνω. Σε μια στιγμή εκείνος σηκώθηκε για να της πει ότι λάδι δεν υπήρχε και εκείνη ξέχασε ανοικτό το πάνω ντουλάπι με αποτέλεσμα να χτυπήσει στο μάτι του. Ευτυχώς που δεν το έβγαλε. Πόνεσε όμως. Εκείνη, σαν γιατρός που ήταν, πήγε να το περιποιηθεί, αλλά εκείνος αρνήθηκε και με οργή την έδιωξε έξω και της είπε να μην πατήσει στο σπίτι του άλλη φορά, γιατί θα της κόψει τα πόδια σύρριζα. Εκείνη λυπημένη πήγε στο δικό της.
Την άλλη μέρα το πρωί εκείνη μπήκε στο αυτοκίνητό της. Έβγαινε από το γκαράζ για να πάει μια βόλτα κι εκείνος δεν την είδε και επέστρεφε για να αράξει το δικό του στο ίδιο γκαράζ. Η σύγκρουση ήταν μετωπική. Το αποτέλεσμα ήταν να μεταφερθούν κι οι δύο στο νοσοκομείο, αλλά εκείνος ήταν σε σοβαρότερη κατάσταση απ’ αυτήν. Εκείνη βγήκε από το νοσοκομείο αυθημερόν. Φυσικά, τη δουλειά του την έχασε.
Εκείνος όταν βγήκε από την εντατική έμαθε ότι η δουλειά χάθηκε, και αναγκαστικά πήραν άλλο κιθαρίστα στη θέση του. Δεν άντεξε αυτή την στεναχώρια. Ήθελε να πεθάνει. Αυτή διάβαζε, αλλά μα μέρα που μπήκε στο σπίτι της είδε όλα τα βιβλία της σκισμένα και πεταμένα σε καλάθια των αχρήστων. Είδε στο κομοδίνο της ένα ανώνυμο γράμμα. Έπιασε να το διαβάσει, αλλά κατάλαβε τον αποστολέα.
Είσαι μια γρουσούζα. Έπαθα τόσα κι εσύ δεν έπαθες τίποτα. Έτσι εκδικούμαι εγώ. Αυτό που μου έκανες θα το πληρώσεις ακριβά. Θα σου σκίζω όλα σου τα βιβλία και θα καταστρέφω κάθε τι δικό σου, αφού κι εσύ με κατέστρεψες, εκτός αν μου βρεις άλλη δουλειά και τότε θα τη γλιτώσεις.
Είδε ότι από το μάθημα που δίνει έλειπαν εκατόν ενενήντα σελίδες. Ήταν όλη της η ύλη. Ήθελε να κλάψει. Σε ποιον να τα πει όσα περνάει και ποιος να την πιστέψει;
Η κυρά – Θάλεια την είδε κλαμένη να προσπαθεί να βρει τις σελίδες που χάθηκαν, αλλά δεν μπόρεσε να τη βοηθήσει. Δεν ήξερε τι να κάνει, που να πάει, σε ποιον να αποταθεί. Τόση θλίψη, τόσος κόπος να πάει χαμένος κι εκείνος βρισκόταν πάντα από πίσω σε όποια αναποδιά την κυνηγούσε. Πήγε στη φίλη της τη Σοφία να διαβάσει, και εκείνη της είπε ότι το πέρασε το μάθημα και ότι δεν χρειάζεται πια το βιβλίο. Της το χάρισε. Με θλίψη είδε ότι όλες οι σελίδες που ήθελε έλειπαν από μέσα. Την ρώτησε τι έγιναν οι σελίδες, κι εκείνη της είπε ότι ο μικρός της ανιψιός έπαιζε με το βιβλίο και μάλλον τις έσκισε. Τις έριξε μέσα στο αναμμένο τζάκι. Και η τελευταία της ελπίδα είχε εξανεμιστεί. Τώρα πια αποκλείεται να περάσει. Έπρεπε να φύγει απ’ αυτό το σπίτι. Αυτός ο άνδρας της έκανε τόσο κακό. Ευτυχώς, κάτι θυμόταν από αυτά που διάβασε. Αν γράψει τη βάση σίγουρα θα περάσει.
Εκείνος έμαθε πια ότι έδινε εξετάσεις και έπρεπε να κάνει την τελευταία πράξη της εκδίκησης, να φανεί ότι δεν έγινε από τον ίδιο. Ήρθε να τη βρει με ένα μπουκέτο λουλούδια στο χέρι και ένα παλιό κρασί. Της έδωσε μάλιστα τις σελίδες που βρήκε, εννοείται, στα σκουπίδια και εκείνη τις έπιασε με λαχτάρα. Εκείνος της είπε να πιει ένα ποτήρι κρασί, ήταν τόσο δυνατό που έπεσε για ύπνο. Εκείνη τον πίστεψε και πήγε να κοιμηθεί. Κοιμήθηκε τόσο βαριά με αποτέλεσμα να μην πάει να γράψει.
Η Θάλεια πήγε να την ξυπνήσει για να της συστήσει τον ανιψιό της που έφτασε σήμερα από την Πάτρα. Εκείνη φώναζε με αγένεια να φύγει, ότι δεν ήθελε να τον γνωρίσει. Εκείνος περιμένοντας στο σαλόνι την άκουσε και δυσαρεστήθηκε μαζί της. Ήθελε να φύγει, αλλά κάτι τον κράτησε και δεν έκανε αυτή την κίνηση. Η Χαρά είδε όλα τα βιβλία στη θέση τους και κατάλαβε τι είχε γίνει. Ήταν ένας εφιάλτης αυτό που είδε. Ναι, την πήρε ο ύπνος και ονειρεύτηκε και δεν πήγε να γράψει. Όλο αυτό ήταν ένα όνειρο. Εκείνος έμεινε, αλλά η αγένεια που μίλησε στη θεία του, τον έκανε να νιώσει άσχημα με τη συμπεριφορά της. Αν δεν ήθελε μια φορά να τον γνωρίσει αυτή, αυτός δεν ήθελε χίλιες. Μιλούσαν σιγανά και εκείνος δεν άκουσε τον διάλογό τους.
- Τι μέρα είναι; Τι ώρα κυρία Θάλεια; Είπε όταν συνήρθε.
- Τετάρτη 6 Ιουνίου. Ώρα Ελλάδος 7 το απόγευμα. Κοιμάσαι δυο μέρες. Είσαι καλά παιδί μου;
- Ήταν ένας εφιάλτης αυτό που έζησα. Τόσο καιρό διαβάζω και στο τέλος τα έκανα μούσκεμα. Σήμερα το πρωί έδινα εξετάσεις. Θα περνούσα. Το ήξερα καλά το μάθημα. Τώρα είμαι υποχρεωμένη να ξαναδιαβάσω και να δώσω το Σεπτέμβρη.
- Θα πας το καλοκαίρι στην πατρίδα σου, που τόσο λαχταράς, και θα έρθεις πάλι το Σεπτέμβρη να το δώσεις. Μην ανησυχείς, δεν ήρθε το τέλος. Το πραγματικό τέλος έρχεται όταν πάψεις να ζεις. Κι εσύ είσαι μια χαρά κοπέλα. Μη σε παίρνει από κάτω αυτό που έπαθες. Ο ανιψιός μου δυσαρεστήθηκε μαζί σου. Δεν ξέρω αν θέλει πια να σε γνωρίσει.

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
__________________

* Ερχόμαστε από μια σκοτεινή άβυσσο· καταλήγουμε σε μια σκοτεινή άβυσσο· το μεταξύ φωτεινό διάστημα το λέμε Ζωή. Καζαντζάκης.

  #6  
Παλιά 12-06-12, 12:41
Το avatar του χρήστη fantasy
fantasy Ο χρήστης fantasy δεν είναι συνδεδεμένος
Senior Member
 
Εγγραφή: 09-12-2011
Μηνύματα: 797
Προεπιλογή

- Ζήτησε του εκ μέρους μου συγνώμη. Εξήγησε του! Αν σου πω τι έβλεπα στον ύπνο μου, θα μου πεις αν είναι σωστό να τον γνωρίσω ή όχι. Της διηγήθηκε το όνειρο με λίγα λόγια. Όχι τις βρώμικες σκέψεις που έκανε γι’ αυτήν, αλλά διάλεξε σημεία αυτού του ονείρου, τα πιο ουσιώδη.
- Δεν μπορώ να σου πω με βεβαιότητα αν αυτό που λέει το όνειρο είναι αλήθεια ή όχι. Γιατί δεν δοκιμάζεις να δεις; Του έχω μιλήσει για σένα και θέλει να σε γνωρίσει. Τώρα, αν δεις ότι υπάρχει τέτοια γκαντεμιά μεταξύ σας και στην πραγματικότητα, τι να σου πω! Φύγε από τη ζωή του για να μην ξανασυμβεί αυτό.
- Κι αν είναι σύμπτωση;
- Τότε, θ’ αφήσεις τη μοίρα να μιλήσει για σένα και όχι εσύ για εκείνη.
- Μου κάνεις προξενιό κυρά Θάλεια, για να ξέρω πως πρέπει να συμπεριφερθώ.
- Απλά, επειδή θα έρθει να κατοικήσει μαζί μας ήθελα να στον γνωρίσω. Αν προκύψει κάτι τέτοιο, γιατί όχι. Με την ευχή μου Θα είναι χαρά μου να σας δω μαζί. Γιατρίνα εσύ, δικηγόρος αυτός, ταιριάζετε. Είναι και καλό παιδί. Όχι πως θέλω να διαφημίσω τον ανιψιό μου, προς Θεού, αλλά και ξένος να ήταν το ίδιο θα σου έλεγα. Αξίζει.
-- Μακάρι θεέ μου να μην συμβεί κάτι κακό σ’ αυτά τα δυο παιδιά. Ό,τι είδε η κοπέλα να το πάθω εγώ. Εγώ είμαι γριά. Αυτοί είναι νέοι. Σκέφτηκε η κυρά- Θάλεια.
Εκείνος το μετάνιωσε που έμεινε. Άλλαξε γνώμη. Κίνησε να φύγει. Η θεία του πήγε στο σαλόνι που βρισκόταν εκείνος και τον είδε ακριβώς τη στιγμή που άνοιγε την πόρτα και ήταν έτοιμος να φύγει. Πήγε να τον σταματήσει και του εξήγησε ότι όσα είπε δεν τα εννοούσε, τα είπε κοιμώμενη, δεν είχε αντίληψη όταν απαντούσε. Ονειρευόταν. Δεν του είπε όμως το όνειρό της. Δεν τον αφορούσε άλλωστε. . Εκείνος κατάλαβε ότι αν είχε ξυπνήσει η κοπέλα σίγουρα δεν θα φερόταν έτσι και κάθισε στην πολυθρόνα. Αυτό σημαίνει ότι την συγχώρησε. Η θεία του ικανοποιήθηκε από τη στάση του ανιψιού της και περίμενε κι αυτή την κοπέλα να ντυθεί για να γίνουν οι συστάσεις.
Εκείνος περίμενε στο σαλόνι ακόμη. Η Χαρά πια ντύθηκε, έβγαλε την πιζάμα της και πήγε στο σαλόνι με το jean της και ένα t-shirt. Φορώντας ένα ζευγάρι παντόφλες με ζωάκια στα πόδια και εκείνος όταν την είδε γέλασε.
Η θεία χαρούμενη είπε στην Χαρά
- Χαρά, αυτός είναι ο ανιψιός μου ο Ανδρέας που σου έλεγα.
Ήταν πιο ωραίος από το όνειρο. Αυτός είχε δύο γλυκά ματάκια όμορφα, γεμάτα καλοσύνη και το χαμόγελό του έκαιγε σαν φωτιά, εκείνος ήταν εγωίσταρος, κακός και εκδικητικός. Αυτό το χαμόγελο ήταν μια πυρκαγιά, αλλά τι περίεργο, αυτή η φωτιά ήταν ευεργετική .Ζέστανε την παγωμένη της ψυχή. Παράλληλα ήταν το νερό που πότισε τα άνθη της ψυχής της, και έλαμπε ολόκληρη σαν να είδε το φως. Εκείνος ένιωσε ανάλογα και της έδωσε το χέρι. Εκείνη το έκλεισε μέσα στο δικό της και δεν ήθελε να το αφήσει.
- Αντρίκο μου αυτή είναι η Χαρά που σου έλεγα.
- Όνομα και πράγμα. Είπε εκείνος.
Δεν ήταν από τις ντίβες, αλλά ήταν μια συνηθισμένη κοπέλα. Όμως στα μάτια του Ανδρέα φάνηκε η ωραιότερη.
- Είναι καλύτερη απ’ ό,τι μου την περιέγραψες. Γιατί μου έκρυψες τα χαρίσματα της θεία; Της είπε στο αυτί.
- Ήθελα να τα ανακαλύψεις μόνος σου. Αν στα πω όλα μετά τι θα έχεις να θαυμάζεις;
- Αχ βρε θεία μου αρέσει πολύ. Μάλλον δεν θα παρακολουθήσω το μεταπτυχιακό γιατί τελικά δεν είναι του ενδιαφέροντος μου. Το θέμα αυτό το κατέχω καλά. Θα μείνω μόνο γι’ αυτήν. Ήμουν ανάμεσα στην πιθανότητα να μείνω ή να φύγω. Τελικά θα μείνω γι’ αυτήν.
Η θεία δεν του απάντησε, γέλασε μόνο.
Εκείνη τους έβλεπε να ψιθυρίζουν και απορούσε τι έλεγαν τόση ώρα. Δεν ήταν όμως αδιάκριτη.

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
__________________

* Ερχόμαστε από μια σκοτεινή άβυσσο· καταλήγουμε σε μια σκοτεινή άβυσσο· το μεταξύ φωτεινό διάστημα το λέμε Ζωή. Καζαντζάκης.

Κλειστό Θέμα

Εργαλεία Θεμάτων
Τρόποι εμφάνισης

Δικαιώματα - Επιλογές
Δεν μπορείτε να προσθέσετε νέα threads
Δε μπορείτε να απαντήσετε
Δεν μπορείτε να προσθέσετε συνημμένα
Δεν μπορείτε
BB code είναι σε λειτουργία
Τα Smilies είναι σε λειτουργία
Ο κώδικας [IMG] είναι σε λειτουργία
Ο κώδικας HTML είναι εκτός λειτουργίας



Όλες οι ώρες είναι GMT +2. Η ώρα τώρα είναι 11:04.


Forum engine powered by : vBulletin Version 3.8.4
Copyright ©2000 - 2024, Jelsoft Enterprises Ltd.