Το forum του μεταφυσικού  

Επιστροφή   Το forum του μεταφυσικού > Η πόλη της FantasyGate > Τμήμα Πολυσυγγραφίας

Απάντηση στο θέμα
 
Εργαλεία Θεμάτων Τρόποι εμφάνισης
  #21  
Παλιά 03-08-06, 15:45
Το avatar του χρήστη Deepest_Emotion
Deepest_Emotion Ο χρήστης Deepest_Emotion δεν είναι συνδεδεμένος
Senior Member
 
Εγγραφή: 03-10-2005
Μηνύματα: 137
Προεπιλογή

Ο ηλικιωμένος άντρας της χαμογέλασε και κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Όχι δεσποινίς, όχι. Όπως σας είπα, τα χρόνια ήταν δύσκολα τότε. Δεν υπήρχε καιρός για έρωτες και για διασκέδαση. Ο κτηματίας όπου δούλευα, είχε και μια γυναίκα. Λίγες φορές την είχα δει. Είχε χάσει την κόρη της από μια σπάνια αρρώστια και είχε πέσει σε κατάθλιψη. Δεν έβγαινε από το σπίτι παρά μόνο ελάχιστες φορές και αυτές με το ζόρι. Την παρακαλούσε ο άντρας της να βγει έστω και στη βεράντα για λίγο. Ήταν όμορφη γυναίκα και ο άντρας της την αγαπούσε πολύ. Στενοχωριόταν που την έβλεπε έτσι και ίσως γι’ αυτό να ξεσπούσε τα νεύρα του πάνω μας. Μια μέρα είδα τρεις άντρες να καταφθάνουν με ένα μικρό κοριτσάκι μαζί τους. Μίλησαν για λίγο με τον κύριο και μετά έφυγαν αφήνοντας το κοριτσάκι. Ήταν σε άθλια κατάσταση. Βρόμικο, με σκισμένα ρούχα και φοβισμένο. Ο κύριος πρόσταξε τις υπηρέτριες να το καθαρίσουν και μετά το παρουσίασε στη γυναίκα του. Είπαν πως το υιοθέτησε ο κύριος για δώρο στη γυναίκα του. Πίστεψε πως έτσι η γυναίκα του θα γινόταν καλά και όλα θα ήταν όπως πριν, μα γελάστηκε. Η γυναίκα του, κλείστηκε πιο πολύ στον εαυτό της και δεν ήθελε το κοριτσάκι. Δεν ήθελε καμιά και κανέναν να πάρει τη θέση της κόρης της. Το κοριτσάκι έμεινε στο σπίτι όμως, μα κανείς δεν του έδινε την σημασία και την φροντίδα που του έπρεπε. Ο κύριος άρχισε να ξεσπά τα νεύρα του και στο κοριτσάκι. Το λυπόμουν που ήταν μόνο του. Χωρίς αγάπη και στοργή. Ήξερα τη σημαίνει να είσαι μόνος στη ζωή και πόσο μάλλον σε μια τέτοια ηλικία που ήταν το κοριτσάκι. Άρχισα να της κάνω παρέα και να την παρηγορώ μετά από τα ξεσπάσματα του κυρίου πάνω της. Ίσως και να το έκανα από τύψεις». Χαμήλωσε το κεφάλι του και πήρε μια βαθιά ανάσα. Δάκρυα άρχισαν να κυλούν από τα μάτια του. Η Δώρα του έπιασε το χέρι. «Γιατί από τύψεις;» Του είπε ενώ μέσα της είχε καταλάβει. Γύρισε και την κοίταξε με τα υγρά από τα δάκρυα μάτια του. «Το κοριτσάκι ήταν η κόρη της προηγούμενης οικογένειας που δούλευα με τους γονείς μου. Φαίνεται πως το είχαν κλέψει και το πούλησαν στον κτηματία. Όταν το κατάλαβα, ήθελα να κάνω κάτι για να επιστρέψω το κορίτσι στην οικογένεια του. Μα μετά σκέφτηκα πως αυτή η οικογένεια ήταν η αιτία που έχασα τους γονείς μου. Μετά σκέφτηκα πως αν το έκανα αυτό, ίσως ο κτηματίας να με απέλυε και δεν ήμουν σίγουρος αν θα με προσλάμβαναν στο παλιό σπίτι». Πήρε άλλη μια βαθιά ανάσα.
«Ήταν λάθος όμως. Ήταν λάθος η σκέψη μου δεσποινίς. Το κοριτσάκι δεν έφταιγε σε τίποτα να περάσει τόσα βάσανα στη ζωή της για χάρη του εγωισμού μου». Σκούπισε τα μάτια του και κοίταξε τη Δώρα. «Θα με συγχωρέσεις;» Της είπε.
Η Δώρα τον κοίταξε με απορία. Γιατί να τον συγχωρέσει αυτή; Σκέφτηκε. Ήταν πολύ μεγάλος. Ίσως να είχε την ανάγκη από μια συγχώρηση για να παραδώσει το πνεύμα του γαλήνια όταν θα έρθει η ώρα.
«Καταλαβαίνω πως αισθανθήκατε κύριε Νικόλα. Όμως ναι, Ήταν λάθος αυτό που κάνατε. Παρ’ όλα αυτά, όλοι κάνουμε λάθη στη ζωή μας. Είτε μεγάλα, είτε μικρά. Σας συγχωρώ κύριε Νικόλα». Του είπε και του χαμογέλασε.
«Σε ευχαριστώ μικρή μου. Σε ευχαριστώ»
Ήταν η πρώτη φορά που της μίλαγε στον ενικό. Και ήταν η πρώτη φορά που δεν την αποκαλούσε δεσποινίς. Μα δεν την πείραξε αυτό. Αντιθέτως της άρεσε και ένιωσε πιο οικεία κοντά του.
__________________
If in the dark...You lose your friends...Hold my hand and have no fear...Cause I...I will be there...

Τελευταία επεξεργασία από το χρήστη Deepest_Emotion : 03-08-06 στις 15:48
Απάντηση με παράθεση
  #22  
Παλιά 21-08-06, 17:59
Το avatar του χρήστη Deepest_Emotion
Deepest_Emotion Ο χρήστης Deepest_Emotion δεν είναι συνδεδεμένος
Senior Member
 
Εγγραφή: 03-10-2005
Μηνύματα: 137
Προεπιλογή

Περίμενε να συνεχίσει την ιστορία του κοιτάζοντάς τον στα μάτια που τώρα ατένιζαν τον ορίζοντα, σα να έβλεπε την ζωή του εκεί, στον ουρανό, να εξελίσσεται σαν μια ταινία στο μεγάλο πανί του κινηματογράφου.
«Το κοριτσάκι μεγάλωνε, πήγαινε στο σχολείο και μετά προσπαθούσε να κλέβει ώρες για να τις περάσει μαζί μου. Μου είχε εμπιστοσύνη και μ’ αγαπούσε πολύ. Όταν είχε προβλήματα με τον κύριο, έτρεχε να κρυφτεί στην αγκαλιά μου. Την παρηγορούσα και τη στήριζα. Η γυναίκα του κτηματία δυστυχώς πέθανε. Δυστυχώς για όλους μας δηλαδή. Από τότε ο κτηματίας έγινε πιο κακός. Άρχισε να πίνει και μας συμπεριφερόταν σαν ζώα. Τα πάντα του έφταιγαν. Έμπλεξε σε κάτι βρομοδουλειές και άρχισε να κάνει χρέη. Άρχισε να πουλάει κτήματα για να ξεχρεώσει. Ποιος ξέρει σε τι είχε μπλέξει; Ο νεαρός που είχε προσλάβει για να με βοηθάει έφυγε με την αγαπημένη του. Για πολύ καιρό έκανα μόνος μου τις δουλειές. Δεν άντεχα από τη μέση μου. Ευτυχώς, ο κτηματίας προσέλαβε έναν άλλο νεαρό. Τον Άγγελο». Χαμογέλασε στη θύμηση του. «Ήταν καλό παλικάρι, τίμιος και δουλευταράς. Είχε ορφανέψει κι αυτός από μικρός. Ο πατέρας του, μου είχε πει, ήταν από μια περιοχή στην Αφρική που δεν τη θυμάμαι τώρα. Έχουν περάσει και τόσα χρόνια. Ήρθε στην Ελλάδα να δουλέψει ως υπηρεσία σε ένα πλούσιο σπίτι. Εκεί αγάπησε την κόρη του αφεντικού του. Τον αγάπησε κι εκείνη. Ο πατέρας της δεν τον ήθελε για γαμπρό του, επειδή ήταν μαύρος. Όμως το ζευγάρι ήταν τόσο ερωτευμένο που κλέφτηκαν. Άρχισαν να δουλεύουν κι οι δυο για να τα βγάλουν πέρα. Γέννησαν τον Άγγελο και αν και φτωχοί, ζούσαν ευτυχισμένοι. Όταν το παλικάρι έφτασε στα δέκα του η μητέρα του έμεινε πάλι έγκυος. Όμως η εγκυμοσύνη της είχε πολλά προβλήματα. Γέννησε ένα νεκρό παιδί ύστερα από έναν δύσκολο τοκετό και μετά πέθανε κι αυτή από αιμορραγία. Ο πατέρας του δεν άντεχε τον πόνο και πέθανε κι αυτός μετά από καιρό. Έτσι έμεινε κι αυτός μόνος του. Παράτησε το σχολείο του και άρχισε να δουλεύει για να ζήσει.
»Όταν ήρθε στον κτηματία ήταν λίγο μεγαλύτερος από την Ειρήνη, το κοριτσάκι μου. Δεν πολυμιλούσε, ήταν πολύ κλειστός χαρακτήρας. Αργότερα όταν άρχισε να με εμπιστεύεται κι αυτός, μου είπε πως γνώρισε την περιφρόνηση και την κακία των ανθρώπων στο πρόσωπό του, επειδή είχε μοιάσει και στον πατέρα του. Ήταν ένας νεαρός μιγάς. Παρ’ όλα αυτά ήταν ένας γοητευτικός και έξυπνος νέος. Δεν έπρεπε να έρθει να δουλέψει εκεί. Δεν έπρεπε». Είπε στο τέλος παίρνοντας μια βαθιά ανάσα. «Αλλά, ποιος μπορεί να αποφύγει τη μοίρα του;» Συνέχισε να λέει ατενίζοντας το απέραντο γαλάζιο του ουρανού. Χαμένος στο παρελθόν. Το παρελθόν που σε κάνει να μετανιώνεις και να χαίρεσαι. Να γελάς και να κλαις στη θύμησή του. Σε γεμίζει με αναμνήσεις. Άλλοτε κακές κι άλλοτε καλές. Το παρελθόν, που πάντα είναι εκεί, να σου πλημμυρίζει το μυαλό με σκέψεις, να υπάρχει.
Γύρισε και την κοίταξε πάλι, με ένα λυπημένο ύφος χωρίς να διακόψει το ταξίδι του στο παρελθόν. Σαν να αποφάσισε να συνεχίσει να χάνεται βλέποντας την υπόλοιπη ιστορία της ζωής του στα μάτια της.
«Γιατί δεν έπρεπε κύριε Νικόλα;» Τον παρότρυνε να συνεχίσει η Δώρα.
Σαν να ξύπνησε από κάποιο όνειρο, ο ηλικιωμένος άντρας αναπήδησε και της χαμογέλασε. «Είμαι κουρασμένος μικρή μου», της είπε, «θα ήθελα να κοιμηθώ. Θα σου συνεχίσω άλλη μέρα την ιστορία μου. Αν θέλεις ξανά έλα αύριο. Θα χαρώ πολύ να σε ξανά δω».
«Βέβαια κύριε Νικόλα, θα έρθω να σας δω. Σας κούρασα κι εγώ σήμερα. Μήπως θέλετε να σας βοηθήσω να ξαπλώσετε;» Του είπε βοηθώντας τον να σηκωθεί από την καρεκλίτσα.
«Όχι μικρή μου, σ’ ευχαριστώ. Τα καταφέρνω και μόνος μου, μην ανησυχείς».
«Εντάξει κύριε Νικόλα. Σας χαιρετώ λοιπόν. Καλό σας μεσημέρι». Του είπε και ξεκίνησε να φύγει.
«Να πάς στο καλό μικρή μου». Άκουσε την φωνή του πίσω της να τη χαιρετά.
__________________
If in the dark...You lose your friends...Hold my hand and have no fear...Cause I...I will be there...
Απάντηση με παράθεση
  #23  
Παλιά 09-09-06, 02:46
Το avatar του χρήστη Deepest_Emotion
Deepest_Emotion Ο χρήστης Deepest_Emotion δεν είναι συνδεδεμένος
Senior Member
 
Εγγραφή: 03-10-2005
Μηνύματα: 137
Προεπιλογή

Στο σπίτι είχαν όλοι ξυπνήσει και καθότανε συζητώντας στο σαλόνι του σπιτιού. Στη παρέα τους μπήκε και η Δώρα, απαντώντας πρώτα στις ερωτήσεις τους για το πώς πέρασε και γιατί δεν τους περίμενε να πάνε όλοι μαζί στη μικρή πλατεία. Τους είπε ψέματα, πως είχε ξυπνήσει πολύ νωρίς και δεν είχε τι να κάνει. Έτσι αποφάσισε να πάει μια βόλτα στη πλατεία μιας και ήταν ο μόνος δρόμος που ήξερε. Ο Γιώργος της ανάφερε την άφιξη ενός παλιού του φίλου στο χωριό και ότι από στιγμή σε στιγμή τον περιμένανε για την επίσκεψή του. Συζητώντας για το πώς θα περνούσε η μέρα τους, χτύπησε το κουδούνι. Άνοιξε ο Γιώργος και στο κατώφλι φάνηκε ένας νεαρός στην ίδια περίπου ηλικία με τους υπόλοιπους.
«Καλώς όρισες Αντρέα».
«Γεια σου φίλε μου Γιώργο» Αντιχαιρέτησε ο νεαρός με χαμόγελο και αγκάλιασε τον φίλο του.
Γύρισε το πρόσωπο του στη παρέα, όπου ο Γιώργος ήταν έτοιμος να συστήσει και το χαμόγελο έσβησε στο αντίκρισμα της ξανθιάς κοπέλας που τον κοιτούσε με σαστισμένα μάτια.
«Η Μαρία είναι η κοπέλα μου. Τον Άκη και τη Σοφία προφανώς τους θυμάσαι και από δω η Δώρα. Είναι φίλη με τη κοπέλα μου και φίλη μου φυσικά. Παιδιά αυτός είναι ο Αντρέας, παιδικός μου φίλος».
Τα παιδιά χαιρετήθηκαν δίνοντάς του το χέρι. Το ίδιο έκανε και η Δώρα, μετά από μερικά δευτερόλεπτα δηλαδή, μόλις κατάφερε να ηρεμίσει κάπως τους χτύπους της καρδιάς της, που σαν τύμπανα ηχούσαν στα αφτιά της.
«Χάρηκα Αντρέα». Τόνισε το όνομά του, σα να ήθελε να το επεξεργαστεί στο μυαλό της και άπλωσε το χέρι της.
«Κι εγώ χάρηκα». Της είπε δίνοντάς της το χέρι του κι αυτός. «Ώστε Δώρα είναι το όνομά σου» Συνέχισε κοιτάζοντάς τη βαθιά στα μάτια. Σα να προσπαθούσε να δει πίσω απ’ αυτά. Σα να έψαχνε κάτι.
«Ναι». Του είπε ξέπνοα, ζαλισμένη από το βλέμμα του. Σα να πέρασε μια ζωή από μπροστά της βλέποντάς τον να περνά το κατώφλι. Σα να σταμάτησε ο χρόνος σ’ αυτό το σημείο. Στο σημείο που ένωσαν τα χέρια τους. Η ατμόσφαιρα ήταν ηλεκτρισμένη. Ένιωσε να βρίσκεται την ίδια χρονική στιγμή σε δυο, αλλά ίδιες μεριές. Σα να ζει ταυτόχρονα δυο ζωές. Δεν μπορούσε να περιγράψει με ακρίβεια αυτό που βίωνε εκείνη τη στιγμή. Τη στιγμή που ο χρόνος της έπαιζε παιχνίδια. Την κορόιδευε, την μπέρδευε.
__________________
If in the dark...You lose your friends...Hold my hand and have no fear...Cause I...I will be there...
Απάντηση με παράθεση
  #24  
Παλιά 10-09-06, 02:08
Το avatar του χρήστη Deepest_Emotion
Deepest_Emotion Ο χρήστης Deepest_Emotion δεν είναι συνδεδεμένος
Senior Member
 
Εγγραφή: 03-10-2005
Μηνύματα: 137
Προεπιλογή

«Με τη Δώρα συναντηθήκαμε σήμερα το πρωί, στη μικρή πλατεία». Η φωνή του την επανέφερε στη πραγματικότητα.
«Θαυμάσια, άρα έχετε γνωριστεί» Τους είπε ο Γιώργος με ένα παράξενο ύφος στο βλέμμα του.
«Ναι, κατά κάποιο τρόπο». Είπε η Δώρα τραβώντας το χέρι της από το δικό του. «Απλά δεν συστηθήκαμε».
«Έλα Αντρέα, κάθισε. Θες να σου φτιάξω καφέ;» Η γλυκιά και ανακουφιστική φωνή της Σοφίας, έσπασε τον πάγο της αμηχανίας που είχε απλωθεί στην ατμόσφαιρα.
Οι αναμνήσεις ξεσηκωθήκανε στο μυαλό του Γιώργου και του Αντρέα. Γελούσανε με τις ζαβολιές που έκαναν όταν ήτανε μικροί. Κάθε καλοκαίρι συναντιόντουσαν εδώ και ξεσήκωναν όλο το χωριό με τα καμώματα τους. Ο Αντρέας μεγάλωσε στη πρωτεύουσα, σπούδασε τεχνικός υπολογιστών και τώρα είχε βρει μόνιμη δουλειά στην ειδικότητά του, σε ένα κατάστημα.
«Και πως από δω Αντρέα; Πως και θυμήθηκες το χωριό;» Του είπε αστειευόμενος ο Άκης.
«Η αλήθεια είναι πως έχω χρόνια να έρθω. Παρ’ όλα αυτά όμως το χωριό δε το ξεχνάω. Έχω ζήσει τόσα πολλά εδώ. Έχω μερικές μέρες άδεια και είπα να έρθω για λίγο καθαρό αέρα. Ήθελα τόσο πολύ να θυμηθώ τα παλιά».
Η κλεφτή ματιά του προς το μέρος της, ήταν αρκετή αιτία για τα κύματα ριγών που διαπέρασαν όλο της το κορμί. Ένοιωσε τον κόμπο στο λαιμό της να την πνίγει. Οι χτύποι της καρδιάς της χόρευαν πάλι σε τρελούς ρυθμούς, που με δυσκολία κατάφερε πριν να τιθασεύσει. Είχε την αίσθηση πως ξαναζούσε μια σκηνή. Όπως μερικές φορές που βιώνεις κάτι και νομίζεις πως σου έχει ξανασυμβεί. Τότε αρχίζεις να ξεψαχνίζεις τις αναμνήσεις σου, ψάχνοντας σε κάθε γωνιά του μυαλού, για να θυμηθείς αν όντως το βίωσες ξανά ή απλά το ονειρεύτηκες κάποτε.
Γέλια, πειράγματα, συζητήσεις περί ανέμων και υδάτων, κλεφτές ματιές που ανέβαζαν τη λίμπιντο της Δώρας. Παρατηρούσε τη κάθε του κίνηση. Τη κάθε του λέξη, που όμως δεν καταλάβαινε. Απλά ρουφούσε κάθε κύμα ήχου της φωνής του. Ήταν στο δικό της κόσμο, στο δικό της παρελθόν, στο παρελθόν τους και δεν άκουσε όταν της μίλησε ο Γιώργος.
«Μα που ταξιδεύεις Δώρα. Δεν μ’ ακούς που σε φωνάζω τόση ώρα;»
Τινάχτηκε πάνω, «Μάλιστα πατέρα, σας ακούω». Ήτανε μπροστά της. Ο όγκος του κορμιού του την κάλυπτε ολόκληρη. Άρχισε να τρέμει, προσπάθησε να το κρύψει. Μάλλον τα κατάφερνε. Άκουσε γέλια, γέλια ξεκαρδιστικά. Επανήλθε στη πραγματικότητα. Όλοι γελούσαν. Ο Γιώργος ήταν μπροστά της. Γελούσε κι αυτός. Ο Αντρέας. Ο Αντρέας δεν γελούσε. Απλά ζωγράφισε ένα γλυκό χαμόγελο στα χείλη του και την κοιτούσε. Κοκκίνισε κι όσο την κοιτούσαν όλοι τους, τόσο πιο πολύ κοκκίνιζε. Ένα φευγαλέο χαμόγελο εμφανίστηκε αναγκαστικά στα χείλη της και εξαφανίστηκε αμέσως.
«Εμένα με συγχωρείτε, πάω για λίγο στο δωμάτιό μου». Δεν την άκουσαν. Τα γέλια τους ακουγότανε ακόμα στα αφτιά της, μέχρι που έκλεισε την πόρτα του δωματίου της. Ακούμπησε τη πλάτη της στη πόρτα και πήρε μια βαθιά ανάσα.
__________________
If in the dark...You lose your friends...Hold my hand and have no fear...Cause I...I will be there...
Απάντηση με παράθεση
  #25  
Παλιά 12-09-06, 00:04
Το avatar του χρήστη Deepest_Emotion
Deepest_Emotion Ο χρήστης Deepest_Emotion δεν είναι συνδεδεμένος
Senior Member
 
Εγγραφή: 03-10-2005
Μηνύματα: 137
Προεπιλογή

Δε την αναγνώρισε λοιπόν. Δεν την αναζητούσε. Δεν γνώριζε τίποτα από το παρελθόν. Δεν ήξερε τίποτα για τα παράξενα συναισθήματά της. Δεν διαισθάνεται πως είναι έτοιμη να τρέξει και να τον κλείσει στην αγκαλιά της, να τον σφίξει πάνω της; Έσυρε τα βήματά της μέχρι το κρεβάτι και κάθισε. Πρέπει να του μιλήσει. Να του τα πει όλα. Τότε ίσως θυμηθεί. Αχ, να ‘βρισκε τα λόγια. Ποια λόγια; Αντιλήφθηκε ξαφνικά το παράλογο της κατάστασης. Τι να του πει; Πώς να του τα πει. Ίσως να τη βοηθούσε ο γερο Νικόλας, όπως έκανε και τότε. Την αγαπούσε πολύ, αυτός τη μεγάλωσε. Μα δεν ήξερε αν θα τον ξανασυναντήσει. Ήταν άδικο, άδικο…Την κλέψανε από την οικογένεια της και τη δώσανε σ’ αυτόν. Σ’ αυτόν που της κατέστρεψε τη ζωή.
«Αυτή είναι αφεντικό».
«Μάλιστα». Το βλέμμα του κατέβηκε μέχρι τα παπούτσια της και ανέβηκε ξανά στο προσωπάκι της. « Φύγετε τώρα, θα έρθω εγώ αύριο να σας βρω να σας δώσω τα υπόλοιπα».
«Μα…αφεντικό»
«Δεν ακούσατε τι σας είπα; Φύγετε». Αγρίεψε τη φωνή του.
«Καλά αφεντικό» Είπαν και τσακίστηκαν να φύγουν.
«Πως σε λένε εσένα;» Γύρισε στο κοριτσάκι.
Τον κοιτούσε τρομαγμένα. Ποιος ήταν αυτός πάλι. Ήταν πολύ μεγάλος και είχε πολλές τρίχες στο πρόσωπό του.
«Δε μιλάς; Σου έφαγε καμία γάτα τη γλώσσα μήπως;» Της είπε εκνευρισμένος
«Ειρηνούλα ..» Απάντησε εκείνη με φωνή που μόλις ακούστηκε.
«Ειρηνούλα» Επανέλαβε αυτός κοροϊδεύοντας την. «Έλα εδώ εσύ» Φώναξε σε μια υπηρέτρια. «Πάρε αυτό το κορίτσι, καθάρισέ το, βάλτου καθαρά ρούχα, ‘δως του να φάει και φέρ’ το μου στο καθιστικό».
«Μάλιστα κύριε» Του είπε η συμπαθητική γυναίκα ντυμένη με μια μεγάλη λευκή ποδιά. Μαζί της ένιωσε λίγο καλύτερα. Της έδωσε να φάει, την καθάρισε και μετά την πήγε πάλι σ’ αυτόν.
«Έλα μαζί μου εσύ» Της είπε με ένα αποφασιστικό ύφος.
Τον ακολουθούσε μέσα σ’ αυτό το τεράστιο σπίτι μη ξέροντας που την πήγαινε. Τεράστιοι όμορφοι πίνακες διακοσμούσαν τους τοίχους. Όμορφα έπιπλα γέμιζαν τους τεράστιους χώρους του. Ότι είχε αυτό το σπίτι ήταν όμορφο, όμως αν το έβλεπες σαν σύνολο έδειχνε άχαρο. Έδειχνε τόσο παγωμένο γιατί κάτι έλειπε από εκεί μέσα. Έλειπε το φως και η ζωντάνια. Τεράστιες, βαριές, σκουρόχρωμες κουρτίνες κάλυπταν τα παράθυρα και δεν άφηναν το φως της ημέρας να εισχωρήσει στο σπίτι. Υπήρχε παντού ησυχία. Δεν υπήρχαν πολλοί άνθρωποι εκεί μέσα. Πότε -πότε περνούσε κάποια γυναίκα σαν αυτή που συνάντησε, με την λευκή ποδιά. Δεν έκανε θόρυβο, ούτε καν τα βήματά της δεν ακουγόταν, σαν να φοβόταν μήπως και ξυπνήσει κάποιο τέρας εκεί μέσα. Ανέβηκαν μια σκάλα. Η ξύλινη κουπαστή της ήταν όμορφα σκαλισμένη και έδενε με το υπόλοιπο σπίτι. Σχεδόν τα πάντα ήταν ξύλινα. Έφτασαν στον επάνω όροφο. Ένας μακρύς διάδρομος με πολλές πόρτες στα πλαϊνά του. Τις προσπέρασαν όλες και σταμάτησαν στην τελευταία. Ο άντρας χτύπησε ελαφρά τη πόρτα και χωρίς να περιμένει απάντηση την άνοιξε. Αυτό το δωμάτιο ήταν ακόμα πιο σκοτεινό. Κατευθύνθηκε προς το κρεβάτι και έσκυψε πάνω σε ένα σκεπασμένο σώμα.
«Αγάπη μου κοιμάσαι»; Πρώτη φορά άκουγε τη φωνή του ήρεμη από την ώρα που έφτασε σπίτι. «Σήκω για λίγο, σου έχω μια έκπληξη».
Το σώμα κουνήθηκε ενοχλημένα και ύστερα από μερικά δευτερόλεπτα ανασηκώθηκε στο κρεβάτι. Είδε ένα αδυνατισμένο όμορφο πρόσωπο να κοιτάζει τον άντρα σαν χαμένο.
«Κοίτα τι σου έφερα αγάπη μου. Δεν είναι όμορφη;» Της είπε και παραμέρισε λίγο το σώμα του για να δει εκείνη καλύτερα το κοριτσάκι. Στην αρχή την κοίταξε με απορία. Μετά της φάνηκε πως την κοίταξε με τρυφερότητα. Μπορεί να είδε και κάτι σαν χαμόγελο. Βλέποντας την έκφρασή της ο άντρας χαμογέλασε ικανοποιητικά. «Θα είναι το κοριτσάκι μας» Της είπε και τη χάιδεψε στο κεφάλι.
Σαν να την τσίμπησε μύγα, τινάχτηκε από το κρεβάτι διώχνοντας το χέρι του άντρα. «Φύγετε από δω, πάρ’ τη και φύγετε τώρα. Το κοριτσάκι μας είναι η Ελένη και καμία άλλη».
«Ναι αγάπη μου, η Ελένη ήτανε, μα ή Ελένη έχει πεθάνει». Προσπάθησε να τη λογικέψει ο άντρας.
Ούρλιαξε σαν πληγωμένο ζώο στο άκουσμα των τελευταίων λέξεων. «Δεν έχει πεθάνει, το παιδί μου ζει και κανείς δε θα πάρει τη θέση του. Ακούς; Φύγετε, φύγετε».
Ο άντρας πήρε μια βαθιά ανάσα και μην αντέχοντας να την ακούει, άρπαξε το κοριτσάκι από το χέρι και σχεδόν το έσυρε μέχρι κάτω στο σαλόνι. «Εξαφανίσου» Της είπε και ξεκίνησε να φύγει.
«Που να πάω;» Τόλμησε να πει το κοριτσάκι.
«Γύρισε εκνευρισμένος και της απάντησε. «Δε ξέρω, πήγαινε όπου θες, αλλά εξαφανίσου από δω» Εκείνη την ώρα ερχόταν τρέχοντας η γυναίκα που τη φρόντισε πριν. «Τι συμβαίνει κύριε; Είναι καλά η κυρία;» Του είπε εκείνη λαχανιασμένη.
«Παρ’ την από δω και εξαφανιστείτε κι οι δυο, τώρα». Της είπε και χάθηκε πίσω από δυο τεράστιες πόρτες.
__________________
If in the dark...You lose your friends...Hold my hand and have no fear...Cause I...I will be there...
Απάντηση με παράθεση
  #26  
Παλιά 17-09-06, 22:15
Το avatar του χρήστη Deepest_Emotion
Deepest_Emotion Ο χρήστης Deepest_Emotion δεν είναι συνδεδεμένος
Senior Member
 
Εγγραφή: 03-10-2005
Μηνύματα: 137
Προεπιλογή

Μαζί της την έβγαλε για λίγο καιρό. Κοιμότανε στο δωμάτιό της. Όμως την υπόλοιπη μέρα ήτανε μόνη της, μιας και η συμπαθητική κυρία δούλευε. Περιφερότανε άσκοπα στο σπίτι, στην αυλή, χωρίς να έχει κάτι να κάνει. Ένιωθε τόσο μόνη και απροστάτευτη. Κανείς δεν έπαιζε μαζί της. Όποτε συναντούσε αυτόν τον άντρα, την έπιανε ο φόβος και έφευγε διακριτικά για να μην είναι στα πόδια του. Λίγες φορές συναντούσε τη γυναίκα του κι όταν γινόταν αυτό, γινόταν χαμός στο σπίτι. Η γυναίκα άρχιζε τα κλάματα, ο άντρας προσπαθούσε να την ηρεμίσει και στο τέλος κατέληγαν να τσακώνονται και η γυναίκα να κλείνεται για μέρες στο δωμάτιο της. Στο τέλος την έστειλε στο σχολείο, για να περνάει εκεί τη μέρα της κι έτσι να αποφεύγονται οι συναντήσεις με τη γυναίκα.
Στο σχολείο ένιωθε καλύτερα. Μακριά από αυτόν τον άντρα. Όμως κι εκεί, παρέα έκανε με τη μοναξιά. Τα παιδιά την απέφευγαν, άλλα την κορόιδευαν, γιατί δεν είχε αληθινούς γονείς. Όταν τελείωνε το σχολείο, έβλεπε τα υπόλοιπα παιδιά που έφευγαν παρέες – παρέες για το σπίτι τους. Εκείνη γυρνούσε ολομόναχη, με σκυμμένο κεφάλι. Καθότανε σε μια γωνιά έξω από το σπίτι, κάτω από μια καρυδιά και έκλαιγε κρυφά για να μη την πάρουν χαμπάρι και προκαλέσει πάλι φασαρία στο σπίτι. Μόνο η καρυδιά ήξερε τι πόνο κουβαλάει μέσα της. Αυτή θεωρούσε φίλη της. Την πότιζε, τη καθάριζε όταν έπεφταν τα φύλλα της, την αγαπούσε.
«Λες να βγάλει φέτος καρύδια;»
Αναπήδησε στο άκουσμα της φωνής ενός άντρα. Δεν ήτανε μεγάλος. Ήταν πολύ πιο νέος από τον κακό άντρα στο σπίτι. Είχε γλυκό πρόσωπο και καλοσυνάτο. Αυτό της έδωσε θάρρος για να του μιλήσει. «Σίγουρα, αλλά είναι νωρίς ακόμα».
«Πότε λες να έρθω να μαζέψω»; Της είπε χαμογελαστά.
«Το Σεπτέμβριο» Του είπε εκείνη.
«Πως σε λένε μικρή;»
«Ειρήνη» Του απάντησε ντροπαλά.
«Χάρηκα πολύ Ειρήνη, εμένα με λένε Νικόλα».
«Είσαι αυτός που φροντίζει τα άλογα;»
«Ναι, θες να έρθεις να τα δεις από κοντά;»
Έγιναν οι καλύτεροι φίλοι. Της έμαθε τα πάντα για τα άλογα. Μαζί του πια περνούσε τις ώρες της. Όμως δε σταμάτησε να φροντίζει και την καρυδιά. Πήγαινε στο σχολείο και δε την ένοιαζε πια αν θα βρει κάποιο φίλο να παίξει. Αφού είχε τον καλύτερο.
__________________
If in the dark...You lose your friends...Hold my hand and have no fear...Cause I...I will be there...
Απάντηση με παράθεση
  #27  
Παλιά 17-09-06, 22:16
Το avatar του χρήστη Deepest_Emotion
Deepest_Emotion Ο χρήστης Deepest_Emotion δεν είναι συνδεδεμένος
Senior Member
 
Εγγραφή: 03-10-2005
Μηνύματα: 137
Προεπιλογή

Είχε νυχτώσει και ο Νικόλας της είπε να γυρίσει στο δωμάτιό της. Εδώ και λίγο καιρό της είχαν δώσει ένα από τα δωμάτια στον επάνω όροφο για να μην σχολιάζουν οι επισκέπτες που δήθεν ερχότανε για να δουν πως πάει η υγεία της γυναίκας. Μπαίνοντας στο σπίτι ήρθε πρόσωπο με πρόσωπο με τον κτηματία.
«Από πού έρχεσαι εσύ;» Τη ρώτησε και το στόμα του βρόμαγε αλκοόλ. Τον τελευταίο καιρό κλεινότανε πίσω από τις δυο τεράστιες πόρτες που λέγανε πως είναι το γραφείο του και όταν έβγαινε αργά το βράδυ για να πάει να κοιμηθεί, βρόμαγε ολόκληρος.
«Από τον στάβλο, ήμουν με τον Νικόλα». Του είπε τρέμοντας από το φόβο.
«Να μη ξαναπάς εκεί, άκουσες;»
Ήταν έτοιμη να βάλει κλάματα. Ο μόνος φίλος της ήταν ο Νικόλας δεν είχε το δικαίωμα να της το απαγορεύσει.
«Μα γιατί; Είναι φίλος μου ο Νικόλας και…» Ξεκίνησε να του λέει.
«Δεν μπορείς να έχεις φίλους τους εργάτες. Τι θα πει ο κόσμος αν σε δει μαζί του;»
«Μα είναι ο μόνος που έχω» Του είπε με σπασμένη φωνή από τον κόμπο που ανέβηκε στο λαιμό της.
«Άκουσες τι σου είπα; Οι παρέες σου με τους εργάτες τέρμα».
Ήταν στο σπίτι του τόσο καιρό και της συμπεριφερόταν σαν να μην υπήρχε. Τη πήρε με σκοπό να τη κάνει παιδί του και δεν της έδειξε μια φορά έστω λίγη τρυφερότητα. Δεν είχε το δικαίωμα να τη χωρίσει από τον μοναδικό φίλο που είχε.
«Ο Νικόλας είναι φίλος μου και δε πρόκειται να σου κάνω το χατίρι»
Το σπίτι άρχισε να γυρίζει γύρο από το κεφάλι της. Δεν μπόρεσε να κρατηθεί και έπεσε κοντά στη σκάλα. Κράτησε με το χέρι της το μάγουλό της που την πονούσε φοβερά. Δάκρυα ένιωσε να κυλούν πάνω του.
«Μη σε ξαναδώ μαζί του, το κατάλαβες;»
Δεν έβγαλε κουβέντα. Έμεινε εκεί και άκουγε τα βήματά του καθώς ανέβαινε τη σκάλα. Περίμενε να ακούσει τη πόρτα από το δωμάτιό του να κλείνει και ξέσπασε σε κλάματα.
__________________
If in the dark...You lose your friends...Hold my hand and have no fear...Cause I...I will be there...
Απάντηση με παράθεση
  #28  
Παλιά 09-10-06, 02:52
Το avatar του χρήστη Deepest_Emotion
Deepest_Emotion Ο χρήστης Deepest_Emotion δεν είναι συνδεδεμένος
Senior Member
 
Εγγραφή: 03-10-2005
Μηνύματα: 137
Προεπιλογή

Δεν ξαναπήγε στον Νικόλα. Γύριζε από το σχολείο και έκανε παρέα ξανά με την καρυδιά. Πάλι άρχισε να νιώθει τον γνώριμο κόμπο στο λαιμό της να την πνίγει. Μα που βρισκόταν πριν φτάσει σ’ αυτό το σπίτι; Που ήταν οι γονείς της, οι πραγματικοί της γονείς; Δεν τους θυμόταν πια. Γιατί την άφησαν; Γιατί δεν την αναζητούν; Το μόνο που θυμόταν ήταν μια όμορφη λίμνη. Τίποτα άλλο. Θυμόταν που ήταν κλεισμένη σε ένα κελάρι για πολύ καιρό. Μετά ήρθε σ’ αυτό το σπίτι. Αυτές ήταν οι καθημερινές της σκέψεις. Αυτές τις σκέψεις συζητούσε με την καρυδιά. Μετά από λίγο καιρό ο Νικόλας πήγε να της μιλήσει. Είχε ανησυχήσει που δεν τον επισκεπτόταν πια. Ακούγοντας όλη την αλήθεια, έσκυψε το κεφάλι. Είδε τις φλέβες στο λαιμό του να πάλλονται. Μετά σήκωσε το κεφάλι του στον ουρανό και πήρε μια βαθιά ανάσα. Τη πήρε από το χέρι και πήγαν στο στάβλο. Από τότε, άρχισαν να συναντιούνται πάλι, όμως στα κρυφά. Έτσι, άρχισε και πάλι η ζωή να κυλά χαρούμενη.
Μια μέρα γυρνώντας από το σχολείο είδε το σπίτι γεμάτο κόσμο. Ποτέ δε είχε δει στο παρελθόν τόσο κόσμο μαζεμένο σ’ αυτό το σπίτι. Ανάμεσα στο κόσμο είδε και τον Νικόλα που μόλις την είδε ήρθε αμέσως κοντά της.
«Έλα μαζί μου Ειρήνη». Της είπε με ένα λυπημένο ύφος και ξεκίνησαν για τον στάβλο.
«Τι συμβαίνει Νικόλα;»
Φτάνοντας έξω από το στάβλο, την έβαλε να καθίσει σε μια μπάλα άχυρο κι αυτός γονάτισε μπροστά της. «Η κυρία έφυγε μικρή μου, δεν είναι κοντά μας πια». Της είπε και τη χάιδεψε στο κεφάλι.
Πότε ήταν κοντά της; Σκέφτηκε. Δεν λυπήθηκε για τον θάνατο της γυναίκας. Δεν τις συνέδεε τίποτα για να λυπηθεί. Ο κτηματίας δεν έβγαλε κουβέντα όλη την υπόλοιπη μέρα, ούτε την επόμενη, στη κηδεία. Καθόταν παράμερα και κοιτούσε το φέρετρο της γυναίκας του χωρίς να βγάζει μιλιά. Μα ούτε και δάκρυ. Δεν τον είδε ποτέ να δακρύζει για τον θάνατο της γυναίκας του.
__________________
If in the dark...You lose your friends...Hold my hand and have no fear...Cause I...I will be there...
Απάντηση με παράθεση
  #29  
Παλιά 22-11-06, 21:54
Το avatar του χρήστη Deepest_Emotion
Deepest_Emotion Ο χρήστης Deepest_Emotion δεν είναι συνδεδεμένος
Senior Member
 
Εγγραφή: 03-10-2005
Μηνύματα: 137
Προεπιλογή

Τουλάχιστον όσες φορές τον έβλεπε. Δεν ήταν αρκετές. Μετά τον θάνατο της γυναίκας του, κλεινόταν πιο συχνά πίσω από τις μεγάλες πόρτες του γραφείου του. Εκεί δε μπορούσε να ξέρει τι κάνει. Το μόνο σίγουρο όμως ήταν ότι έπινε. Έπινε πολύ γιατί όταν έβγαινε από εκεί μέσα βρομούσε ολόκληρος αλκοόλ, τρικλίζοντας πήγαινε στην κρεβατοκάμαρά του, σκοντάφτοντας πότε στα σκαλιά και πέφτοντας πολλές φορές πάνω στους τοίχους. Δεν ήθελε όμως κανένας να τον βοηθήσει. Όσες φορές έτυχε να είναι κάποιος εργάτης η κάποιος υπηρέτης κοντά του και πήγαινε να τον βοηθήσει την ώρα που έπεφτε, τον έδιωχνε με βρισιές και πολλές φορές, όταν επιτέλους στηριζόταν στα πόδια του, του επιτίθονταν με αποτέλεσμα να ξαναπέφτει. Αυτό συνεχιζόταν για πολλά χρόνια.
__________________
If in the dark...You lose your friends...Hold my hand and have no fear...Cause I...I will be there...
Απάντηση με παράθεση
  #30  
Παλιά 22-11-06, 21:55
Το avatar του χρήστη Deepest_Emotion
Deepest_Emotion Ο χρήστης Deepest_Emotion δεν είναι συνδεδεμένος
Senior Member
 
Εγγραφή: 03-10-2005
Μηνύματα: 137
Προεπιλογή

Ένα βράδυ η Ειρήνη γύριζε από τον στάβλο του Νικόλα. Είχε μείνει μέχρι αργά κοντά του. Τις τελευταίες μέρες δεν αισθανόταν καλά. Ο βοηθός του παντρεύτηκε την κοπέλα που αγαπούσε κι έφυγε μακριά από το χωριό. Έτσι όλες οι δουλειές είχαν πέσει στον Νικόλα και κουραζόταν πάρα πολύ. Παράλληλα, είχε κρυολογήσει και του ανέβαινε πότε - πότε πυρετός. Η αλήθεια είναι πως ο Νικόλας δεν ήταν πια τόσο νέος, όσο τον είχε γνωρίσει. Είχαν περάσει πολλά χρόνια από τότε. Ένιωθε και η ίδια κουρασμένη απόψε. Ανέβαινε σιγά - σιγά τις σκάλες για να πάει στο δωμάτιό της, όταν άκουσε τις μεγάλες πόρτες του γραφείου να ανοίγουν. Δεν γύρισε να κοιτάξει. Ήξερε πως θα δει τον κτηματία σε άθλια κατάσταση και συνέχυσε τον δρόμο της.
«Ε, ψιτ, εσύ»!
Πάλι δεν γύρισε, αλλά ούτε του απάντησε, απλά συνέχισε να ανεβαίνει τις σκάλες.
«Σε φωνάζω, δε μ’ ακούς»;
Τον άκουσε να πέφτει στα πρώτα σκαλιά και να προσπαθεί να σηκωθεί.
«Όταν σε φωνάζω, να μου απαντάς, άκουσες»; Της είπε εκνευρισμένος αυτή τη φορά.
Δεν του απάντησε πάλι, αλλά άρχισε να βιάζεται ακούγοντάς τον να την πλησιάζει. Ανέβηκε και το τελευταίο σκαλοπάτι και άρχισε να τρέχει στον μακρύ διάδρομο, για να φτάσει στο δωμάτιό της, όταν αντιλήφθηκε ότι ο κτηματίας τη κυνηγούσε. Δυστυχώς την πρόλαβε τη στιγμή που άνοιγε τη πόρτα. Την έπιασε σφιχτά από τον καρπό του χεριού της και της κόλλησε τη πλάτη στον τοίχο ακριβός μπροστά του. Ήταν πολύ δυνατός, παρ’ όλο που είχε πιει και ήταν σ’ αυτή την κατάσταση.
«Όταν σε φωνάζω εγώ, ηλίθια, θα μου απαντάς. Το κατάλαβες»; Της είπε γεμάτος νεύρα και έχοντας το στόμα του πολύ κοντά στο πρόσωπο της. Δεν άντεχε να μυρίζει την αναπνοή του και γύρισε να κοιτάξει αλλού. Ένιωσε τη δύναμη του στο χέρι της να χαλαρώνει. Με την άκρη του ματιού της τον είδε να κάνει ένα βήμα μακριά της. Αντιλήφθηκε ότι την κοιτούσε από πάνω μέχρι κάτω.
«Μεγάλωσες εσύ, ε; Για να σε δω». Της είπε τώρα πιο ήρεμα.
Δεν του απάντησε πάλι. Φάνηκε όμως πως αυτό, τον εξόργισε πάλι.
«Από πού έρχεσαι;» Τη ρώτησε εκνευρισμένος ξανά, σφίγγοντας και πάλι το χέρι της. «Πάλι σ’ αυτόν τον εργάτη ήσουν; Δε σου είπα να μη τον ξαναδείς; Μήπως θέλεις να είσαι η αιτία για να τον διώξω;»
Έντρομη γύρισε και τον κοίταξε στα μάτια. Ένα πονηρό χαμόγελο καθρεφτιζόταν στο πρόσωπό του. «Όχι, σε παρακαλώ, μην τον διώξεις». Του είπε ικετευτικά. «Είναι άρρωστος και δεν έχει κάποιον να τον βοηθήσει στις δουλειές του».
«Μπα, μίλησε το κοριτσάκι;» Την ειρωνεύτηκε. «Πολύ καλά λοιπόν, δε θα τον διώξω». Της είπε και πάλι πιο ήρεμα. «Θα του προσλάβω και βοηθό». Της χαμογέλασε δήθεν καλοσυνάτα. Απότομα όμως νευρίασε και πάλι ανοίγοντας την πόρτα του δωματίου της. «Εσύ όμως δε θα ξαναπάς εκεί». Της είπε και την έσπρωξε με δύναμη μέσα. Η Ειρήνη όμως κράτησε την ισορροπία της και δεν έπεσε. Τον είδε που της έκλεισε την πόρτα και τον άκουσε να φεύγει τρικλίζοντας
__________________
If in the dark...You lose your friends...Hold my hand and have no fear...Cause I...I will be there...
Απάντηση με παράθεση
Απάντηση στο θέμα

Εργαλεία Θεμάτων
Τρόποι εμφάνισης

Δικαιώματα - Επιλογές
Δεν μπορείτε να προσθέσετε νέα threads
Δε μπορείτε να απαντήσετε
Δεν μπορείτε να προσθέσετε συνημμένα
Δεν μπορείτε
BB code είναι σε λειτουργία
Τα Smilies είναι σε λειτουργία
Ο κώδικας [IMG] είναι σε λειτουργία
Ο κώδικας HTML είναι εκτός λειτουργίας



Όλες οι ώρες είναι GMT +2. Η ώρα τώρα είναι 14:26.


Forum engine powered by : vBulletin Version 3.8.4
Copyright ©2000 - 2024, Jelsoft Enterprises Ltd.