Εμφάνιση ενός μόνο μηνύματος
  #40  
Παλιά 17-04-19, 14:42
Το avatar του χρήστη AVATARGR-1
AVATARGR-1 Ο χρήστης AVATARGR-1 δεν είναι συνδεδεμένος
Senior Member
 
Εγγραφή: 31-12-2013
Περιοχή: ΑΘΗΝΑ
Μηνύματα: 2.132
Προεπιλογή

Συνέχεια...

Τίποτε δὲν ἒδωσε ποτὲ τόση χαρὰ καὶ ἀνακούφιση στοὺς κατοίκους τοῦ χωριοῦ
ὃσο τὸ πρῶτο φῶς τοῦ πρωινοῦ, ἐκείνη τὴν ἡμέρα τοῦ 1768.


Ὃλοι ἦταν στὸ πόδι, κανένας ὃμως δὲν βγῆκε ἒξω μέχρι νὰ φανῆ ἡ πρώτη ἀχτίδα τοῦ ἡλίου.
Περίπου τὴν ἲδια στιγμὴ ἀκούστηκε ἡ καμπάνα τῆς ἐκκλησίας ποὺ καλοῦσε τοὺς
ἀνθρώπους ἒξω γιὰ νὰ μετρήσουν τὶς καταστροφὲς καὶ τὶς ἀπώλειες τῆς νύχτας.
Ὁ καθένας ποὺ ἐρχόταν ἒλεγε τὴν δική του ἱστορία γιὰ τὰ χθεσινοβραδινά.
Τελικὰ κάποια ζῶα βρέθηκαν μὲ ἀνοιγμένες τὶς κοιλιές, καταστροφὲς ἒγιναν
στὰ σπίτια, στὰ παράθυρα καὶ στὶς στέγες, ἀλλὰ τίποτε ἂλλο συνταρακτικό,
τουλάχιστον μέχρι τὴν στιγμὴ ποὺ τὰ νέα ἦρθαν ἀπὸ τὸ ἂλλο χωριό!

Ἐκεῖ δυστυχῶς, ἐκτὸς ἀπὸ τὶς καταστροφὲς στὰ σπίτια καὶ τὶς ἀπώλειες
ὁρισμένων ζώων, ὑπῆρχε ἀνθρώπινο θῦμα. Ὁ ἂτυχος νεκρὸς ἦταν ὁ ἲδιος ὁ παπάς!
Ποιός ξέρει πῶς κατόρθωσε νὰ μπῇ μέσα στὸ σπιτάκι του ὁ βρυκόλακας.

Ὁ μισὸς λαιμὸς τοῦ φτωχικοῦ ἱερέα ἒλειπε καὶ τὸ πρόσωπό του ἒδειχνε τρομερὴ
ἀγωνία, τρόμο καὶ πόνο.
Τὸ ἐσωτερικὸ τοῦ σπιτιοῦ του ἦταν ἂνω-κάτω και ὃλα σχισμένα καὶ σπασμένα,
ροῦχα, κουβέρτες, πιάτα, καρέκλες τὰ πάντα.
Ἲχνη αἳματος παντοῦ καὶ οἱ τροφές, τὸ νερό, τὸ ψωμί, μαγαρισμένα καὶ πεταμένα καταγῆς.

Ἒτσι ἦταν τὰ πράγματα ἐκεῖνο τὸ πρωί.
Ὃλοι καταλάβαιναν ὃτι κάτι ἒπρεπε νὰ κάνουν ἐκτὸς ἀπὸ τὸ νὰ περιμένουν πάλι
τὴ νύχτα προσπαθῶντας νὰ ἀμυνθοῦν.
Ἒτσι ὃταν ὁ παπάς τοὺς κάλεσε στὸ χάνι, πῆγαν ὃλοι οἱ ἂντρες.
Ἐκεῖ ὁ ἱερέας τοὺς ἐξήγησε ὃτι δὲν μποροῦσαν νὰ κάνουν τίποτε ἂλλο, παρὰ
ὃσο διαρκοῦσε ἡ ἡμέρα νὰ ψάξουν νὰ βροῦν τὸ βρυκόλακα καὶ νὰ κάνουν ὃ,τι ἒπρεπε.
ΘὰΆπρεπε νΆ ἀρχίσουν ἀπὸ τὸ νεκροταφεῖο τοῦ δικοῦ τους χωριοῦ.
Θὰ ἂνοιγαν τοὺς τάφους αὐτῶν ποὺ εἶχαν πεθάνει τελευταῖα γιὰ νὰ
διαπιστώσουν ἂν τὰ σώματα ἦταν ὃπως τὰ εἶχαν θάψει ἢ εἶχε ἀρχίσει πλέον ἡ ἀποσύνθεση.
Αὐτό τὸ πτῶμα ποὺ θὰ εἶχε τὰ γνωρίσματα τῶν βρυκολάκων – πρησμένο σῶμα,
ὀρθάνοιχτο στόμα, τεντωμένα χέρια – καὶ ποὺ δὲν εἶχε ἲχνη σήψης, αὐτὸς θὰ
ἦταν καὶ ὁ βρυκόλακας.

Βέβαια κανεῖς δὲν ἦθελε νὰ πάρῃ μέρος.
Τελικὰ μαζὶ μὲ τὸν ἱερέα ποὺ ἦταν ἀπαραίτητος γιὰ νὰ πῇ τὰ λόγια τὰ
χρειαζούμενα γιΆ αὐτὲς τὶς περιστάσεις, ἂλλοι ἓξι χωριανοὶ τὸ πῆραν ἀπόφαση
καὶ ἐτοιμάστηκαν.
Αὐτὸς ποὺ θά ΅πρεπε νὰ παίξῃ τὸν κύριο ρόλο σΆ αὐτὴ τὴ μακάβρια ἱεροτελεστία
ἒπρεπε νὰ ἦταν σαββατογεννημένος, ἀλλιῶς τὰ πάντα θὰ ἒληγαν σὲ ἀποτυχία –
ἒτσι εἶπαν οἱ πιὸ παλιοί.

Ἡ συνοδεία προχωροῦσε σιωπηλὰ μὲ τὸν παπὰ νὰ κρατῇ τὸν σταυρὸ ἐμπρὸς καὶ
τοὺς ἂλλους νὰ ἒχουν τὰ ἀπαραίτητα ἐφόδια.
Εἶχαν ἐτοιμάσει δύο κουβᾶδες μὲ ξύδι, πύρωσαν ἓνα αἰχμηρὸ σίδερο στὴν φωτιὰ
καὶ μετὰ τὸ ἒφτιαξαν σὰν ἀκόντιο τοποθετῶντας το στὴν ἂκρη ἑνὸς ξύλου,
πῆραν δύο κασμᾶδες, ἓνα φτυάρι καὶ ἓνα τσεκοῦρι καὶ ὁ σιδηρουργὸς τοὺς
ἒφτιαξε τέσσερα μεγάλα καρφιά, περίπου 25 ἑκατοστὰ τὸ κάθε ἓνα.

Ἀφοῦ πῆραν καὶ μιὰ κάπα ποὺ φοροῦσαν οἱ τσοπάνηδες ξεκίνησαν γιὰ τὸ
κοιμητήριο ποὺ ἦταν σὲ ἓνα λόφο μετὰ τὴν ἒξοδο τοῦ χωριοῦ.

Ἒφτασαν γύρω στὶς τέσσερεις τὸ ἀπόγευμα κοντὰ στὸν τάφο τοῦ πιὸ πρόσφατα πεθαμένου.
Ἦταν λογικὸ νὰ ἀρχίσουν τὸ ψάξιμο ἀπΆ αὐτόν.
Ἂναψαν μιὰ φωτιὰ ἐκεῖ δίπλα καὶ ἒβαλαν τοὺς κουβᾶδες μὲ τὸ ξύδι νὰ βράζῃ,
ἐνῶ δύο ἂλλοι μὲ τοὺς κασμᾶδες καὶ ἓνας τρίτος μὲ τὸ φτυάρι ἂνοιγαν τὸν λάκκο.
Ἀκολούθως, ὁ σαββατογεννημένος ἒπλυνε τὸ πρόσωπο καὶ τὰ χέρια του μὲ τὸ ὑπόλοιπο ξύδι.

Μετὰ πῆρε τῆν κάπα καὶ τὴν ἒστησε σΆ ἓνα δένδρο ἀπέναντι ἀπὸ τὸν τάφο, νὰ φαίνεται σὰν ἂνθρωπος.
Σὲ λίγο οἱ σκαφτιᾶδες εἶχαν βγάλει τὸ χῶμα καὶ ἂρχισε νὰ φαίνεται τὸ ξύλινο φέρετρο.

Ὃταν φάνηκε τελείως, τὸ ξέχωσαν καὶ ὁ σαββατογεννημένος ἂρχισε νὰ βγάζῃ
μὲ τὸ τσεκοῦρι τὰ καρφιὰ ποὺ ἦταν πρόχειρα κλεισμένο τὸ καπάκι.
Ἐπικρατοῦσε σιγὴ ἀπόλυτη.
Μόνο ὁ παπὰς ἀκουγόταν ποὺ ἒψελνε.
Ξαφνικὰ ἀκούστηκαν μουγκρίσματα καὶ οὐρλιαχτά!
Ὁ βρυκόλακας μέσα στὴν κάσα βογκοῦσε καὶ ἀπειλοῦσε μὲ ἀκατονόμαστες βρισιές.
Ὃλοι πάγωσαν!
Ἡ φωνὴ τοῦ παπᾶ «ἒσπασε» γιὰ λίγο, ἀλλὰ συνέχισε πάλι.
Ὁ σαββατογεννημένος κοίταξε τοὺς ὑπόλοιπους.
Αὐτοὶ παρΆ ὃλο τὸν τρόμο, τοῦ ἒγνεψαν ὃτι ἦταν ἒτοιμοι κι ἀποφασισμένοι.
Μὲ μία τελευταῖα προσπάθεια σήκωσε τὸ σκέπασμα καὶ τὸ πέταξε δίπλα.

Ὁ Βρυκόλακας ἦταν πρησμένος στὸ σῶμα καὶ τὰ χέρια του ἦταν τεντωμένα.

Τὸ δέρμα του εἶχε χρῶμα μαῦρο καὶ μπλὲ καὶ ἦταν τεντωμένο σὰ τύμπανο.

Τὰ μάτια του κόκκινα καὶ ἀνοιχτὰ καὶ τὸ στόμα του ὀρθάνοιχτο.
Μιὰ ἀπαίσια μυρωδιὰ ἀναδυόταν.
Ἢδη ἒκανε προσπάθεια νὰ σηκωθῆ, βγάζοντας κόκκινους ἀφρούς ἀπὸ τὸ τρομερό του στόμα.
Ἓνας ἀπὸ τοὺς χωριανούς σήκωσε τὸ «ἀκόντιο» καὶ μὲ πρωτόγονη δύναμη καὶ
φόβο τὸ κατέβασε μπήγοντάς το στὸ κέντρο τοῦ στήθους.
Δὲν τὸ τράβηξε, τὸ κράτησε ἐκεῖ καθηλώνοντας ταυτόχρονα τὸ βρικόλακα
καρφωμένο κάτω, ἐμποδίζοντάς τον νὰ σηκωθῇ.

Ὁ σαββατογεννημένος ἐτοίμασε τὸ μαχαῖρι του.
Ἐκείνη τὴν στιγμὴ ὁ βρυκόλακας ρώτησε ποιός τὸν εἶχε προδώσει.
Οἱ χωριανοὶ μὲ μἰα κίνηση τοῦ ἒδειξαν τὴν κάπα ποὺ ἒμοιαζε μὲ ἂνθρωπο.
Δὲν εἶχαν τελειώσει τὴν κίνησή τους καὶ ἡ κάπα καιγόταν σὰν χαρτί.

Τὸ μαχαῖρι τοῦ σαββατογεννημένου τρύπησε τῆν ἀριστερὴ πλευρὰ τοῦ στήθους,
τὸ ἂνοιξε καὶ μὲ γρήγορες κινήσεις βρῆκε τὴν ἀνέπαφη καρδιὰ και την έκοψε.

Γρήγορα τὴν πῆρε καὶ τὴν πέταξε στὸν ἓνα κουβά ποὺ ἒβραζε τὸ ξύδι, μετὰ
πῆρε τὸ ἓνα καρφὶ καὶ μὲ τὴν ἀνάποδη τοῦ τσεκουριοῦ ἂρχισε νὰ τὸ καρφώνῃ
στὸ λαιμὸ τοῦ πλάσματος.
Ἀκολούθως τὰ ἂλλα καρφιὰ τὰ κάρφωσε ἓνα-ἓνα στὴν λεκάνη καὶ στοὺς
ἀστραγάλους τῶν ποδιῶν τοῦ βρυκόλακα.
Πῆρε τὸν ἂλλο κουβά μὲ τὸ βραστὸ ξύδι καὶ περιέλουσε ὃλο τὸ πτῶμα.
Πέταξε μετὰ τὸ ξύδι μὲ τὴν καρδιὰ μέσα καὶ γρήγορα-γρήγορα οἱ ὑπόλοιποι
ἒκλεισαν, κάρφωσαν τὸ σκέπασμα στὸ φέρετρο καὶ τὸ ξανάχωσαν μέσα στὴ γῆ.

Τὸ τσεκοῦρι καὶ τὸ μαχαῖρι τὰ πέταξαν μέσα στὴ φωτιά.
Ὁ Σαββατογεννημένος πλύθηκε πάλι προσεκτικὰ μὲ τὸ ξύδι ποὺ εἶχε
περισσέψει, στὸ πρόσωπο καὶ στὰ χέρια καὶ ἀφοῦ ὁ ἱερέας ζήτησε συγχώρεση
γιὰ ὃλους, ἒφυγαν τὸ ἲδιο σιωπηλοὶ ὃπως ἦρθαν.
Ἀπό τότε ὁ βρυκόλακας δὲν ξαναφάνηκε καὶ τὰ δὐο χωριὰ βρῆκαν τῆν προηγουμένη γαλήνη τους.

Διακόσια δέκα τρία χρόνια πέρασαν ἀπὸ ἐκεῖνο τὸ θλιβερὸ ἀπόγευμα.

Ἦταν τὸ 1981ποὺ ἀνακαλύφθηκε ὁ τάφος τοῦ βρυκόλακα ὃταν σκάβαν γιὰ τὰ θεμέλια οἱκοδομῆς.
Οἱ ἐργασίες σταμάτησαν προσωρινῶς ἀλλὰ συνεχίστηκαν λίγο ἀργότερα.
Τὰ καρφιὰ βρίσκονταν καρφωμένα ἀκόμα στὴν θέση τους.
Ἐκεῖ ἀκριβῶς ποὺ βρέθηκε ὁ τάφος εἶναι χτισμένο τώρα ἓνα ὂμορφο σπιτάκι.
Ἐκεῖ, στὴν ἀνατολικὴ πλευρὰ τοῦ Ὑμηττοῦ…


ΠΗΓΈΣ..http://www.24grammata.com/?p=33589
– «Αἰ περὶ βρυκολάκων προλήψεις παρά τῷ λαῷ τῆς Ἑλλάδος», ἂρθρο τοῦ Ν. Γ. Πολίτης,
ΙΛΙΣΣΟΣ, Σύγκραμμα περιοδικὸν, ἐν ΑΘΗΝΑΙΣ, 15 Μαρτίου 1870.
http://xantho.lis.upatras.gr
– «Μυστικὴ Ἀθήνα & Ἀττική», Ἰωάννης Θ. Γιαννόπουλος, ἐκδ. ΕΣΟΠΤΡΟΝ, ΑΘΗΝΑ 1999.
– Φωτογραφίες
http://entirimitulogu.blogspot.com/2...blog-post.html
http://anihneftes.forumotion.com
http://kymvala.blogspot.com/2009/08/blog-post_3699.html
http://anihneftes.forumotion.com

Ευχαριστώ.
__________________
ΑΝ ΝΙΩΣΕΙΣ ΤΗΝ ΣΚΙΑ ΣΟΥ ΝΑ ΦΕΥΓΕΙ ΜΗΝ ΓΥΡΙΣΕΙΣ ΠΙΣΩ ΝΑ ΤΗΝ ΚΟΙΤΑΞΕΙΣ....
Το αληθινό νόημα της φώτισης είναι να κοιτάς όλη τη σκοτεινιά με φωτεινά μάτια [Καζαντζάκης Νίκος]
Απάντηση με παράθεση