Εμφάνιση ενός μόνο μηνύματος
  #3  
Παλιά 20-05-07, 16:24
Το avatar του χρήστη Litsa
Litsa Ο χρήστης Litsa δεν είναι συνδεδεμένος
Senior Member
 
Εγγραφή: 25-01-2006
Περιοχή: ολούθε
Μηνύματα: 2.315
Προεπιλογή

22
του αποστόλου Πέτρου στη Ρώμη και είναι πλούσιο σε καλό, εποικοδομητικό υλικό. Είναι δε πολύ συναρπαστικό: Η αναμέτρηση με τον Σίμωνα τον μόίγο, ο Πέτρος που φεύγει κρυφά από τη Ρώμη και ο Ιησούς τον σταματά (το περίφημο Quo Vadis ? ) ο Πέτρος, τέλος, που, σταυρωμένος ανάποδα, κηρύττει στους σταυρωτές του.
Αληθινή ιστορία; Μύθος; Κανένας ιστορικός δεν θα θελήσει ποτέ να απορρίψει εντελώς τέτοιες ιστορίες. Ο Πέτρος ήταν στη Ρώμη. Ο Πέτρος σταυρώθηκε εκεί ανάποδα — με το κεφάλι προς τα κάτω. Αυτά είναι γεγονότα, που αναφέρονται από τους πρώτους ιστορικούς. Αλλά, όπως σε κάθε ιστορικό μυθιστόρημα, υπάρχουν προσθήκες.
Για παράδειγμα, τι μπορεί να πει κανείς για την ακόλουθη ιστορία, που περιγράφεται στο εικοστό κεφάλαιο των Πράξεων του Πέτρου: Ο απόστολος μπαίνει στο σπίτι ενός συγκλητικού, του Μάρκελλου, προχωράει στην τραπεζαρία και εκεί βλέπει ότι διαβάζουν το Ευαγγέλιο από έναν πάπυρο. Παίρνει τον πάπυρο, τον τυλίγει και συνεχίζει ο ίδιος την αφήγηση, από μνήμης, ενώ, συγχρόνως, κάνει και την ερμηνεία. Πρόκειται για την περιγραφή της «Μεταμόρφωσης» του Ιησού επάνω σ' εκείνο το όρος της Ανω Γαλιλαίος, που έγινε μπροστά στον Πέτρο, τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη. Το Ευαγγέλιο του Μάρκου, στο κεφάλαιο 9, εδ. 7, λέει «και ένα σύννεφο τους επισκίασε και ήρθε μια φωνή από το σύννεφο λέγοντας: Αυτός είναι ο Υιός μου ο αγαπητός· αυτόν να ακούτε».
Στην Καινή Διαθήκη, αυτή η περιγραφή αναφέρεται τόσο στα Ευαγγέλια, όσο και στο πρώτο κεφάλαιο της Δεύτερης Επιστολής, που αποδίδεται στον Πέτρο. Στην πιο πάνω σκηνή από τις Πράξεις του Πέτρου, ο Πέτρος αναφέρεται και στα δύο αυτά στοιχεία: «Όπως έχουμε γράψει», λέει. Ο ανώνυμος συγγραφέας των Πράξεων του Πέτρου, έχει διαλέξει ένα περιστατικό, του οποίου μπορεί κανείς ασφαλώς να υποστηρίξει ότι ο Πέτρος υπήρξε ο κατ' εξοχήν αυτόπτης μάρτυρας.
Αυτό το μικρό απόσπασμα είναι γεμάτο από στοιχεία, τα οποία η αφήγηση αφήνει να εννοηθούν, αλλά που πολλοί σύγχρονοι μελετητές έχουν την γνώμη ότι χρειάζονται


23
ακόμη πολλή συζήτηση, όπως π.χ. ότι υπήρχε ήδη ένα πλήρες Ευαγγέλιο, το κατά Μάρκον, ενόσω ο Πέτρος ήταν ακόμη ζωντανός και επισκεπόταν ξανά την Ρώμη· ή, ότι οι πρώτοι Ρωμαίοι Χριστιανοί χρησιμοποιούσαν ακόμη παπύρους και όχι συγγράμματα, που έμοιαζαν με βιβλία* ή, τέλος, ότι ο Πέτρος ήταν πράγματι, ο συγγραφέας της Δεύτερης από τις Επιστολές, που αποδίδονται σ' αυτόν. Όμως, αυτή η σκηνή της ομάδας, που μελετούσε τη Βίβλο, μας λέει επίσης κάτι πολύ λιγότερο αμφισβητήσιμο, αλλά ιδιαίτερα διαφωτιστικό ότι, από τη στιγμή που υπήρχε ένας αυτόπτης μάρτυρας, η προφορική του διδασκαλία θεωρείτο πιο σημαντική από το «γραπτό» Ευαγγέλιο, που υπήρχε στον ίδιο χώρο — ο Πέτρος παίρνει τον πάπυρο και τον τυλίγει.
Παρατηρούμε, επίσης —και αυτό είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον— ότι δεν υπήρχε ξεχωριστός πάπυρος για κάθε μέλος της ομάδας. Υπήρχε μόνον ένα αντίτυπο του Ευαγγελίου, που διαβαζόταν σε όλους. Οποιαδήποτε μορφή και να είχε η παράδοση αυτόν τον πρώτο καιρό, προφορική ή γραπτή, ένα άλλο στοιχείο φαίνεται καθαρά: Η ακρόαση. Οι άνθρωποι είχαν εκπαιδευτεί για να ακούν, να προσέχουν και να απομνημονεύουν. Έτσι, δεν μας εκπλήσσει το γεγονός ότι οι συγγραφείς έγραφαν τα έργα τους έχοντας υπόψη αυτό το δεδομένο — όχι στεγνές διηγήσεις, αλλά ζωντανές ιστορίες, περιεκτικά κείμενα διδασκαλίας. Και όλα αυτά στην καθομιλουμένη.
Αυτοί που παρακολούθησαν, στο θέατρο ή την IV, την παράσταση του Alec ΜcCοwan για το κατά Μάρκον Ευαγγέλιο, στη δεκαετία του 1980 ή αυτοί που είδαν τον Ρaυl
Alexander να απαγγέλλει το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο από μνήμης, καθώς και αυτοί που έχουν δει κάτι παρόμοιο, γνωρίζουν ότι η αμεσότητα του «στυλ» και της γλώσσας και η απλή γοητεία της Γραφής, ακόμη και σε μετάφραση, «δουλεύουν» ακόμη και σήμερα.
Όπως λέει η παράδοση, το Ευαγγέλιο του Μάρκου, που στηρίζεται στην προφορική διδασκαλία του Πέτρου, εμφανίστηκε τότε μόλις, όταν ο Πέτρος είχε φύγει από τη Ρώμη, χωρίς το ποίμνιο του να ξέρει αν θα ξαναγύριζε. Είχαν από-

24
λυτή ανάγκη από μία μόνιμη πηγή πληροφοριών, κάτι που τότε ο Μάρκος κάλυψε με το παραπάνω. Όχι πολύ αργότερα, ένας δεινός συγγραφέας επιστολών, ο Ιωάννης, που συνέγραψε τρεις από τις Επιστολές της Καινής Διαθήκης, μας λέει ότι θεωρεί τα γραπτά ως ένα φτωχό υποκατάστατο — σε περίπτωση ανάγκης— του προφορικού λόγου: «Αν και είχα πολλά να σας γράψω», λέει στο τέλος της Δεύτερης Επιστολής του, «δεν θέλησα να το κάνω με χαρτί και μελάνι* ελπίζω, όμως, νάρθω σε σας, και να μιλήσω μαζί σας στόμα με στόμα, ώστε η χαρά μας να είναι πλήρης». Εδώ, υπήρχε βέβαια μία γεωγραφική απόσταση που απαιτούσε μια κάποια μορφή γραπτής επικοινωνίας.
Δεν χρειάζεται ασφαλώς να πούμε, πως όλοι γνώριζαν ότι μια ιστορία ή μια διδασκαλία, που κάποτε είχε καταγραφεί, αποτελούσε ένα σημαντικό ντοκουμέντο. «Σας ορκίζω στον Κύριο, να διαβαστεί η επιστολή σε όλους τους άγιους αδελφούς» γράφει ο Παύλος στο τέλος της πρώτης από τις δύο επιστολές του προς τους Θεσσαλονικείς. Διαβάζουμε, πάλι, στο τέλος της προς Κολοσσαείς επιστολής του (κεφ. 4/16): Και αφού η επιστολή διαβαστεί ανάμεσα σας, κάντε να διαβαστεί και στην εκκλησία των Λαοδικαίων κι εκείνη από τη Λαοδίκεια να τη διαβάσετε κι εσείς»·
Στο τέλος της Αποκάλυψης, του τελευταίου βιβλίου της Καινής Διαθήκης (κεφ. 22/18-19), διαβάζουμε:
«Επειδή δίνω μαρτυρία σε καθέναν που ακούει τα λόγια της προφητείας αυτού του βιβλίου: Αν κάποιος προσθέσει σ' αυτά, ο Θεός θα προσθέσει σ' αυτόν τις πληγές, που είναι γραμμένες σ' αυτό το βιβλίο. Και αν κάποιος αφαιρέσει από τα λόγια του βιβλίου της προ-φητείας αυτής, ο Θεός θα αφαιρέσει το μέρος του από το βιβλίο της ζωής, και από την άγια πόλη, και από τους γραμμένους στο βιβλίο αυτό».
ΗΣΑΝ, ΟΝΤΩΣ, ΑΓΡΑΜΜΑΤΟΙ 0Ι ΠΡΩΤΟΙ ΜΑΘΗΤΕΣ;
Ας σταθούμε για λίγο και ας σκεφτούμε τους ανθρώπους, που εμφανίζονται εδώ —τους ομιλητές, τους συγγραφείς, τους ακροατές— αυτούς τους πρώτους οπαδούς

25
του Ιησού. Τους παίρνουμε αρκετά στα σοβαρά; Είμαστε έτοιμοι να τους αναγνωρίσουμε κάποιο επίπεδο εξυπνάδας και μόρφωσης ή ακόμη τις ίδιες κριτικές ικανότητες, που μας αρέσει να βλέπουμε στον εαυτό μας; Ή τους βλέπουμε υποτιμητικά, σαν μία ανομοιογενή ομάδα, εύπιστων ημιμαθών, των οποίων την κάθε λέξη ή πράξη πρέπει να εξετάζουμε προσεκτικά από τη δική μας «προχωρημένη» και πλεονεκτική θέση;
Ένας απροκατάληπτος μάρτυρας, ο Ρωμαίος φιλόσοφος Σενέκας, έχει κάτι ενδιαφέρον να μας πει εδώ. Ο Σενέκας έζησε από το 4 πΧ ως το 65 μΧ και γΓ αυτό το λόγο ήταν σύγχρονος των πρώτων Χριστιανών. Στο δοκίμιο του «περί Προκαταλήψεως», μία εργασία από την οποία μόνον αποσπάσματα σώθηκαν, συγκρίνει τους Εβραίους με τους συμπατριώτες του, τους Ρωμαίους: «Αυτοί, όπως και να έχει το πράγμα, γνωρίζουν την προέλευση των θρησκευτικών τους εθίμων. Το μεγαλύτερο μέρος του λαού μας, όμως, κάνει πράγματα χωρίς να ξέρει γιατί τα κάνει». Δεδομένου ότι ο Σενέκας δεν ήταν φίλος των Εβραίων, τους κάνει αυτή τη φιλοφρόνηση «με μισή καρδιά» και αυτό κάνει τα λεγόμενα του ακόμη πιο πιστευτά.
Οι πρώτοι Χριστιανοί, η ομάδα των μαθητών και των αποστόλων, ήσαν όλοι Εβραίοι. Αρχικά, οι Ρωμαίοι θεώρησαν τους Χριστιανούς ως Ιουδαϊκή αίρεση — τόσο που, μετά τους διωγμούς των Χριστιανών από τον Νέρωνα, το 64-65 πΧ, οι ειδωλολάτρες Ρωμαίοι δυσκολεύονταν να ξεχωρίσουν τους Εβραίους από τα καινούργια Χριστιανικά «φυ-ντάνια» τους. ΓΓ αυτό, η άποψη του Σενέκα μας δίνει μια σωστή πληροφορία. Οι άνθρωποι που συγκέντρωσε γύρω του ο Ιησούς, θα πρέπει να είχαν λάβει κάποια εκπαίδευση, ικανή να τους τοποθετήσει, κατά κάποιον τρόπο, πάνω από τους ανθρώπους, που κυβερνούσαν την αυτοκρατορία. Πραγματικά, ερμηνεύοντας την άποψη του Σενέκα, συμπεραίνουμε από τα συμφραζόμενα ότι αυτοί οι Εβραίοι (και κατά συνέπεια οι Εβραίοι Χριστιανοί) είχαν ήδη απαλλαγεί από μύθους —γνώριζαν την προέλευση της πίστης τους και το τυπικό της— ενώ οι περισσότεροι Ρωμαίοι ήσαν ακόμη βυθισμένοι στην αμάθεια και τις προλήψεις.
Απάντηση με παράθεση