Home » από Συνεργάτη Κοινότητας του Μεταφυσικού, Θεωρίες Συνωμοσίας, Μελέτες
από Συνεργάτη Κοινότητας του Μεταφυσικού Θεωρίες Συνωμοσίας Μελέτες

Χρήμα και Εξουσία

Το χρήμα από την αυγή της ανακάλυψής του χρησιμοποιείται διαχρονικά ως μέσον επιβολής της κυριαρχίας σε τόπους και ανθρώπους. Από το τύπωμα των κεφαλών των βασιλέων και των αυτοκρατόρων στα νομίσματα που αποδείκνυαν την ισχύ τους, ως τις σύγχρονες ζώνες νομισματικής επιρροής, χρήμα και εξουσία αποτέλεσαν έννοιες άρρηκτα συνδεδεμένες μεταξύ τους.

Για τους πολιτικούς επιστήμονες, η εξουσία είναι ότι το χρήμα για τους οικονομολόγους: Ενα μέσο μέσω του οποίου παρατηρούνται, μετρώνται και ελέγχονται οι συναλλαγές. Η σχέση χρήματος και εξουσίας είναι αμφίδρομη. Οποιος έχει το ένα μπορεί να το χρησιμοποιήσει για να εξασφαλίσει το άλλο. Οταν αποκτήσει και τα δυο μπορεί να τα χρησιμοποιήσει για να επιβληθεί. Ολα αυτά φυσικά άρχισαν να συμβαίνουν από τη στιγμή που ανακαλύφθηκε και διαδόθηκε το χρήμα. Η απόκτηση και ο έλεγχός του είναι διαχρονικά μία από τις κύριες επιδιώξεις των ανθρώπων.

Ο αντιπραγματισμός

Οι συναλλαγές ασφαλώς υπήρχαν πολύ πριν επινοηθεί το χρήμα-νόμισμα. Αντ’ αυτού εφαρμόζονταν η πρακτική του αντιπραγματισμού, δηλαδή η ανταλλαγή προϊόντων, που ήταν και η πιο διαδεδομένη πρακτική μέσω της οποίας εξυπηρετούσαν οι άνθρωποι τις βασικές τους ανάγκες.

Ανάλογα με την αφθονία, τη χρησιμότητα και το ρόλο του κάθε προϊόντος σε κάθε κοινωνία προσδιοριζόταν και η τιμή του. Το πιο πολύτιμο ήταν εκείνο που εξασφαλιζόταν με τον μεγαλύτερο βαθμό δυσκολίας και ως εκ τούτου ήταν πιο σπάνιο από τα υπόλοιπα. Συνεπώς όποιος το διέθετε, είχε ταυτόχρονα και μεγαλύτερη ισχύ και επιρροή από  τους υπόλοιπους συναλλασσόμενους.

Επίσης ένα διαφορετικό αλλά σημαντικότατο  μέσο συναλλαγής ήταν τα όπλα. Τέτοιου είδους συναλλαγές συναντάμε σε αρχαία κείμενα όπως για παράδειγμα στην Ιλιάδα του Ομήρου. Τα χάλκινα όπλα του Διομήδη αναφέρονται ως «εννεάβοια», δηλαδή άξιζαν όσο εννέα βόδια, ενώ τα χρυσά του Γλαύκου ήταν «εκατόμβοια», άξιζαν δηλαδή όσο εκατό βόδια.

Η επινόηση του νομίσματος

Με την πάροδο του χρόνου παρουσιάστηκε η ανάγκη για την ύπαρξη ενός πιο χειροπιαστού, με την μεταφορική και την κυριολεκτική έννοια, μέσου συναλλαγής. Τα προϊόντα ήταν πολλά και δύσκολα στη μεταφορά, ενώ η κυμαινόμενη ποιότητά τους είχε επίπτωση και στην τιμή αντιστοίχισης τους με άλλα. Τη λύση ήρθε να δώσει το μέταλλο, το οποίο πέρασε από πολλά στάδια, χρησιμοποιήθηκε με πολλές μορφές. Τελικά τυποποιήθηκε σε αυτό που σήμερα ονομάζουμε νόμισμα, το οποίο σφραγισμένο πάντα από την εκάστοτε υπεύθυνη αρχή, (η οποία έχοντας την αποκλειστικότητα εξασφάλιζε και μεγάλη επιρροή), μεταφέρονταν εύκολα και είχε συγκεκριμένη αξία.

Αξιοπιστία και επιρροή

Οσο πιο αξιόπιστη ήταν η «αρχή» που έκοβε και σημάδευε τα νομίσματα, τόσο περισσότερο διαδίδονταν και γίνονται ευρύτερα  αποδεκτά στις συναλλαγές. Τον ρόλο της «αρχής» όταν ξεκίνησαν να διαμορφώνονται οι πρώτες μορφές κοινωνικής οργάνωσης τον ανέλαβαν οι πόλεις – κράτη και αργότερα οι ηγεμόνες (βασιλείς, αυτοκράτορες κλπ).

Κάπου εδώ ξεκινά και η σχέση χρήματος-εξουσίας,  καθώς σε όλες τις περιπτώσεις οι «αρχές» χρησιμοποιούσαν το νόμισμά τους, το οποίο έφερε και τα διακριτικά της πόλης ή του ηγεμόνος, ως μέσο διάδοσης και ενημέρωσης για την ισχύ τους σε όλη την επικράτειά τους. Φυσικά ήλεγχαν και τις περιοχές απ’ όπου εξορύσσονταν το μέταλλο που χρησιμοποιούνταν για την παραγωγή του νομίσματος. Οποιος ήλεγχε περιοχές με πολύτιμα μέταλλα όπως ο χρυσός, το ασήμι και ο χαλκός, είχε και απεριόριστη πολιτική αλλά και στρατιωτική επιρροή. Φυσικά το νόμισμα του κάθε ηγεμόνος κυκλοφορούσε και στις περιοχές όπου κατακτούσε εξαλείφοντας τα προηγούμενα.

 Η διάδοση του νομίσματος

Οι ελληνικές πόλεις ήταν από τις πρώτες που διέδωσαν την χρήση του νομίσματος σε όλη τη Μεσόγειο και τη Μαύρη Θάλασσα. Προκειμένου τα νομίσματά τους να ξεχωρίζουν, τα σφράγιζαν χρησιμοποιώντας τα προσωπικά τους σύμβολα: τοπικούς ήρωες και θεούς, ιερά ζώα, φυτά κ.α

Τα πρώτα αρχαία ελληνικά νομίσματα ήταν φτιαγμένα κυρίως από ασήμι. Κατά τον 4ο π.Χ. αιώνα κυκλοφόρησαν και χάλκινα για τις μικρές καθημερινές συναλλαγές, ενώ εκείνος που διέδωσε τα χρυσά νομίσματα ήταν ο βασιλιάς των Μακεδόνων Φίλιππος Β’. Ο τελευταίος ήλεγχε τα μεταλλεία χρυσού στη Μακεδονία και τη Θράκη και ήταν σε θέση να κυκλοφορήσει τις μεγαλύτερες ποσότητες νομισμάτων απ’ όλους τους άλλους ηγεμόνες της εποχή του. Αυτομάτως αυτό τον καθιστούσε ισχυρότερο και το νόμισμά του πιο αξιόπιστο, εξασφαλίζοντάς του περισσότερα έσοδα από κάθε άλλη δύναμη της εποχής του, με αρχική εξαίρεση ίσως την Αθήνα.

Αντιστοίχως μορφές ηγεμόνων συναντάμε και στα ρωμαϊκά αυτοκρατορικά νομίσματα, με την ίδια λογική οικονομικής και πολιτικής ισχύος.

Ενιαία νομίσματα

Ισως να μην αναφέρεται συχνά, αλλά ο πρώτος ηγεμόνας που εφάρμοσε ενιαία νομισματική πολιτική σε μεγάλη κλίμακα ήταν ο Μέγας Αλέξανδρος. Ο Μακεδόνας στρατηλάτης επέβαλλε την  έκδοση των ίδιων τύπων νομισμάτων από όλα το νομισματοκοπεία της αχανούς αυτοκρατορίας του σε ευγενή μέταλλα. Αυτός ήταν και ένας ακόμα τρόπος επιβολής του στρατηλάτη σε όλους τους τόπους που κατέκτησε.

Επίσης κατά τη διάρκεια της ελληνικής αρχαιότητας, ως γνωστόν, συνάφθηκαν στρατιωτικές συμμαχίες πόλεων-κρατών προκειμένου να αντιμετωπιστούν συλλογικοί κίνδυνοι, να εξασφαλιστούν κοινά συμφέροντα ή για να απαλλαγούν οι συμμετέχοντες από κάποιου είδους υποτέλεια στην οποία ήταν υποκείμενοι.

Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν οι Αθηναϊκές Συμμαχίες, η Ευβοϊκή Συμπολιτεία, το Κοινόν των Βοιωτών, η Δελφική Αμφικτυονία, το Κοινόν των Αιτωλών, το Κοινόν των Ακαρνάνων, το Κοινόν των Ηπειρωτών, το Κοινόν των Θεσσαλών και η Αχαϊκή Συμπολιτεία.

Κοινό χαρακτηριστικό των προηγούμενων, η κοπή κοινού νομίσματος που εξυπηρετούσε τις ανάγκες των συμμετεχόντων στην εκάστοτε συμμαχία. Το νόμισμα κυκλοφορούσε στις περιοχές τους και χρησιμοποιούνταν τόσο για τις απλές καθημερινές συναλλαγές, όσο και για την εξυπηρέτηση των αυξημένων αμυντικών δαπανών στους μεταξύ των συμμαχιών πολέμους που συχνά ξεσπούσαν.

Ετσι διαμορφώνονταν οι πολιτικές, οικονομικές και στρατιωτικές ισορροπίες που καθόριζαν την τροπή των εξελίξεων. Οποιος είχε μεγαλύτερη οικονομική δύναμη μπορούσε να αντέξει και περισσότερο και να επιβληθεί στους υπολοίπους.

Ο σύγχρονος αντιπραγματισμός

 

Ο αντιπραγματισμός από κάποια χρονική στιγμή και έπειτα αποτέλεσε παρελθόν ως ευρεία πρακτική. Ομως στο διάβα της ιστορίας επανεμφανίστηκε και συνεχίζει να το κάνει όποτε οι συνθήκες το απαιτούν. Το κλίμα που διαμορφώθηκε κατά τους δυο παγκοσμίους πολέμους, αλλά και η σημερινή διεθνής οικονομική κρίση, αποτελούν κλασσικά παραδείγματα αναβίωσής του. Ισως αυτό είναι και το αντίδοτο για τη επιβίωση του απλού κόσμου όσο βρίσκεται σε εξέλιξη η οικονομική ύφεση. Ελλείψει  χρήματος ως μέσου συναλλαγής, σε πολλές περιπτώσεις τη θέση του παίρνουν τα ίδια τα προϊόντα.

Οι σύγχρονες ζώνες νομισματικής επιρροής

 Ας έρθουμε όμως στο σήμερα και ας εξετάσουμε καλύτερα την πιο γνωστή «ζώνη επιρροής», η οποία μάλιστα μας… ταλαιπωρεί τα τελευταία χρόνια. Αναφερόμαστε φυσικά στην ευρωζώνη. Το ενιαίο νόμισμα που κυκλοφορεί σε αυτή, το ευρώ, δημιουργήθηκε με μεγάλες προσδοκίες, δημιούργησε όμως και πολλά προβλήματα. Στα παραδείγματα που προαναφέραμε, τα ενιαία νομίσματα εκείνων των εποχών συνοδεύονταν και από ενιαία νομισματική και οικονομική πολιτική. Γι’ αυτό και εξασφάλιζαν απεριόριστη πολιτική ισχύ για μεγάλα διαστήματα στους ηγεμόνες που τα κυκλοφορούσαν (αν και από μόνα τους δεν ήταν δυνατόν να εξασφαλίσουν την μακροημέρευσή τους, όμως αυτό είναι άλλο μεγάλο ζήτημα).

Το ευρώ δημιουργήθηκε χωρίς να έχει προηγηθεί εφαρμογή ενιαίας οικονομικής και δημοσιονομικής πολιτικής, χωρίς κεντρικό έλεγχο των τραπεζών. Ετσι όταν ήρθε η οικονομική κρίση η ευρωζώνη δεν ήταν κατάλληλα προετοιμασμένη για να την αντιμετωπίσει.

Όχι, δεν θα αναλύσουμε τα αίτια της κρίσης, αυτό που θα επισημάνουμε όμως, είναι πως το ευρώ δημιουργήθηκε ως νόμισμα που θα ισχυροποιούσε την Ευρώπη αλλά και την πολιτική και οικονομική επιρροή της έναντι κυρίως του δολαρίου και των ΗΠΑ. Χρήμα και εξουσία δηλαδή και πάλι σε πρώτο πλάνο.

 

Who is Who: Ο Στέλιος Φωκάς είναι δημοσιογράφος και συντάκτης του περιοδικού “Φαινόμενα” στον Ελεύθερο Τύπο.

Σημείωση: Το άρθρο δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο περιοδικό “Φαινόμενα” του Ελεύθερου Τύπου.