Home » Άγνωστη - Εναλλακτική Ιστορία, από Μέλος Κοινότητα του Μεταφυσικού, Μελέτες
Άγνωστη - Εναλλακτική Ιστορία από Μέλος Κοινότητα του Μεταφυσικού Μελέτες

Η διαμάχη για το σχήμα της ιστορίας του ελληνικού έθνους

Το επίσημο σχήμα της ελληνικής ιστορίας που διδασκόμαστε όλοι στα πλαίσια της σχολικής μας εκπαίδευσης, καθιερώθηκε στα μέσα του 19ου αιώνα, κυρίως χάρη στο έργο  του Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου. Ωστόσο η επικράτησή του δεν ήταν ούτε εύκολη, ούτε δεδομένη. Ηδη από τα προεπαναστατικά χρόνια, πολλοί λόγιοι είχαν προβάλει μια διαφορετική αντίληψη της ελληνικότητας και είχαν επηρεάσει σε μεγάλο βαθμό το ιδεολογικό υπόβαθρο της Επανάστασης του 1821. Τα δύο αυτά σχήματα έδιναν διαφορετικές απαντήσεις σε κομβικά ιστορικά ερωτήματα, ένα από τα οποία αφορούσε το πότε ακριβώς είχε αρχίσει η υποδούλωση του Γένους…

Για την πλειοψηφία των υπόδουλων Ελλήνων της Τουρκοκρατίας, η απάντηση στην ερώτηση που αφορούσε τις απαρχές της υποδούλωσης του ελληνικού έθνους ήταν προφανής. Μεγαλώνοντας σε ένα παραδοσιακό ορθόδοξο χριστιανικό περιβάλλον, η όποια ιστορική τους συνείδηση διαμορφωνόταν κυρίως από τους Θρήνους για την Αλωση της Κωνσταντινούπολης και από τις Προφητείες για την απελευθέρωσή της. Ο εθνικός τους προσδιορισμός είχε επίσης, βυζαντινή προέλευση˙ αποκαλούνταν Ρωμιοί. Καθώς όμως οι αντίστοιχες ιστορικές μνήμες από την αρχαιότητα ήταν θολές – ουσιαστικά μόνο μια μυθική μορφή του Μεγάλου Αλέξανδρου επιβίωνε στη λαϊκή παράδοση2 – η συνολική εικόνα της ελληνικής ιστορίας παρέμενε άγνωστη.

Την αποκατάσταση της μνήμης και της ιστορίας των ένδοξων αρχαίων προγόνων την είχαν αναλάβει οι «Δάσκαλοι του Γένους», λόγιοι, οι οποίοι επιθυμούσαν να μεταδώσουν τα Φώτα της αρχαίας Ελλάδας και της Δύσης στους απαίδευτους ομοεθνείς τους και παράλληλα να διαμορφώσουν μια εθνικοαπελευθερωτική ιδεολογία. Ενώ όμως όλοι είχαν σαν σημείο αναφοράς τους αρχαίους Ελληνες, οι απόψεις τους για τη μετέπειτα ιστορική πορεία του έθνους παρουσίαζαν σημαντικές αποκλίσεις.

Το Βυζάντιο ως συνέχεια της αρχαίας Ελλάδας

Οσοι από αυτούς έλκονταν τόσο από τα αρχαιοελληνικά όσο και από τα βυζαντινά πρότυπα, θεωρούσαν ότι το έθνος, αν και υποτάχθηκε στους Ρωμαίους, κατάφερε να κυριαρχήσει και πάλι, εξελληνίζοντας την ανατολική ρωμαϊκή αυτοκρατορία (Βυζάντιο). Ετσι τα χρόνια της δουλείας των Ελλήνων ξεκινούσαν ουσιαστικά από το 1453, όταν οι Οθωμανοί κατέλαβαν την πρωτεύουσα της ελληνικής αυτοκρατορίας.

Το σχήμα αυτό δεν ήταν όψιμη επινόηση του ιστορικού Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου, όπως πιστεύουν πολλοί σήμερα. Για παράδειγμα, οι συγγραφείς της «Νεωτερικής Γεωγραφίας» (1791), Δ. Φιλιππίδης και Γρ. Κωνσταντάς, παρουσιάζοντας συνοπτικά την ελληνική ιστορία, αποκαλούν το Βυζάντιο «Αυτοκρατορία Ελλήνων» και τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο «έσχατο αυτοκράτορα των Ελλήνων». Η περίπτωση του Δημήτριου Αλεξανδρίδη είναι ακόμα πιο χαρακτηριστική. Μεταφράζοντας στα 1806 τους δύο τόμους της «Ιστορίας της Ελλάδος» του Γκόλντσμιθ, η οποία σταματούσε, όπως συνηθιζόταν τότε, στην αρχαιότητα,  πρόσθεσε έναν δικό του τρίτο τόμο αφιερωμένο στη βυζαντινή ιστορία.

 

Το σχήμα του Κοραή για την «αυθεντική ελληνικότητα»

Μια πιο ριζοσπαστική ομάδα λογίων πίστευε ότι ο «εκβαρβαρισμός» των υπόδουλων  Ελλήνων δεν μπορούσε να έχει σαν μοναδική αιτία τον οθωμανικό ζυγό. Βαθιά επηρεασμένοι από τις φιλελεύθερες αρχές της Γαλλικής Επανάστασης, θεωρούσαν ότι η πτώση της Ελλάδας άρχισε από τη στιγμή που οι ελεύθεροι πολίτες των αρχαίων πόλεων-κρατών μετατράπηκαν σε άβουλους υπήκοους αυτοκρατορικών και απολυταρχικών καθεστώτων. Από εκεί και μετά η ελληνική ιστορία ήταν μια ακολουθία διαδοχικών πτώσεων σε ολοένα και χειρότερες υποδουλώσεις, οι οποίες έφθειραν τη γνήσια ελληνικότητα.

Ο κυριότερος εκπρόσωπος αυτού του ρεύματος, ο  Αδαμάντιος Κοραής, ονόμαζε τους παρηκμασμένους Ελληνες του μεσαίωνα και της εποχής του «Γραικούς». Δίδασκε ότι μόνο μέσω της κλασσικής παιδείας και των φώτων της Ευρώπης οι Γραικοί θα ξαναγίνονταν πραγματικοί Ελληνες και θα μπορούσαν να πιάσουν τα όπλα για να αποκτήσουν πάλι Πατρίδα, δηλαδή ελεύθερη Πολιτεία.

Σύμφωνα με το σχήμα του Κοραή, η διαφορά της εθνικής από την πολιτική υποδούλωση ήταν μικρή. Οι Ελληνες είχαν πέσει κατά σειρά στο ζυγό των Μακεδόνων, των Ρωμαίων, των διαδόχων τους «Γραικορωμαίων» (Βυζαντινών) και τέλος των Τούρκων. Αν και οι Γραικορωμαίοι αυτοκράτορες ήταν προτιμότεροι από τους «τρισβάρβαρους» Τούρκους, καθότι ομόγλωσσοι και ομόθρησκοι, ωστόσο κρατούσαν και αυτοί τους Γραικούς πολιτικά υπόδουλους και απαίδευτους.  Οι Μακεδόνες, από την άλλη, παρουσιάζονταν σαν ένα περιφερειακό μοναρχικό μόρφωμα του ελληνικού κόσμου που υπέταξε πολιτικά τον κυρίως ελληνισμό των πόλεων-κρατών και τον οδήγησε στην πλήρη παρακμή.

 

Σύγχυση από τα χρόνια της απελευθέρωσης

Η επίδραση των ιδεών αυτών στα χρόνια της Επανάστασης φαίνεται από το γεγονός ότι η Α’ Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου (Δεκέμβριος 1821) συνήλθε ως «η πρώτη ελευθέρα Συνέλευσις των Ελλήνων ως Έθνους μετά είκοσι δύο αιώνες»! Η αναφορά όμως του Συντάγματος της Επιδαύρου (Ιανουάριος 1822) στους «αειμνήστους Χριστιανούς ημών αυτοκράτορες» (που προκάλεσε την ειρωνική απάντηση του Κοραή, ότι το ίδιο «αείμνηστος» είχε μείνει στην αρχαιότητα και ο Ηρόστρατος πυρπολώντας το Ναό της Αρτέμιδος στην Έφεσσο) δείχνει την ιδεολογική αμφισημία του Αγώνα.

Την ίδια αμφισημία παρατηρούμε και στην περίπτωση του Κολοκοτρώνη. Αρκετά χρόνια αργότερα, στο λόγο του προς τα παιδιά του Γυμνασίου στην Πνύκα, το 1838, έκανε μια σύντομη αναδρομή στην ιστορία του έθνους: «Οι παλαιοί Ελληνες, οι πρόγονοί μας, έπεσαν εις την διχόνοια και ετρώγονταν μεταξύ τους και έτσι έλαβαν καιρό πρώτα οι Ρωμαίοι, έπειτα άλλοι βάρβαροι και τους υπόταξαν. Υστερα ήλθαν οι Μουσουλμάνοι και έκαμαν ό,τι ημπορούσαν, δια να αλλάξη ο λαός την πίστιν του». Η παράλειψη του Βυζαντίου εκπλήσσει ακόμα περισσότερο, όταν στη συνέχεια, κινούμενος έξω από το παραπάνω ιστορικό σχήμα, υπονοεί ότι το ιδεατό τέρμα της Επανάστασης ήταν η Κωνσταντινούπολη. Φαίνεται ότι οι βυζαντινές «παραστάσεις» του Κολοκοτρώνη προέρχονταν από το παραδοσιακό ρωμαίικο υπόβαθρό του, ενώ οι αρχαιοελληνικές από μια «κοραϊκή» επίδραση, γι’ αυτό και αδυνατούσε να τις εντάξει σε ένα ενιαίο «παπαρρηγοπούλειο» σχήμα.

Η ρομαντική προσκόλληση στο αρχαιοελληνικό πρότυπο και η αμηχανία για τις μεταγενέστερες εποχές της «πτώσης», κυριάρχησαν αρχικά στην επίσημη ιδεολογία του νεοσύστατου ελληνικού κράτους. Πράγμα που σημαίνει ότι προβάλλονταν όχι μόνο στις πανηγυρικές εκδηλώσεις της πολιτείας και στις πανεπιστημιακές αίθουσες, αλλά και στα σχολικά εγχειρίδια. Τα σχολικά βιβλία της Ιστορίας, που ήταν ως επί το πλείστον μεταφράσεις ξένων εγχειριδίων, είχαν ως άξονα όχι την εθνική αλλά την παγκόσμια ιστορία. Το βάρος έπεφτε στην αφήγηση της ελληνικής αρχαιότητας, ενώ η μεσαιωνική και η νεότερη εποχή παρουσιάζονταν από ευρωπαιοκεντρική σκοπιά, στα πλαίσια της οποίας η ελληνική ιστορία ήταν αφανής και το Βυζάντιο μια χριστιανική αυτοκρατορία της Ανατολής.

Οι δύο όψεις του Παπαρρηγόπουλου

Τα πράγματα θα αλλάξουν μετά το 1850, όταν ο Σπυρίδων Ζαμπέλιος και ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος θα θεμελιώσουν τη «Ζαμπελιοπαπαρρηγοπούλειο ιστορική σχολή», όπως την αποκαλούσαν ειρωνικά οι επικριτές της. Το εντυπωσιακό είναι πως ο Παπαρρηγόπουλος αρχικά ήταν υποστηρικτής του αντίπαλου ιστορικού σχήματος και μάλιστα από τους πιο σκληροπυρηνικούς. Θεωρούσε για παράδειγμα σαν «τελευταίο έτος της ελληνικής ελευθερίας» το 146 π.Χ., όταν οι Ρωμαίοι κατέκτησαν οριστικά την Ελλάδα, η οποία προηγουμένως είχε ανακτήσει προσωρινά την ανεξαρτησία της  «μετά μακράν υπό τους Μακεδόνας δουλείαν». Σε άλλη εργασία του παρατηρούσε πως «η Μακεδονική εποχή δύναται ευλόγως να διακριθή από της Ελληνικής, διότι το Μακεδονικόν έθνος εξεπλήρωσεν, εν τη Γενική Ιστορία, εντολήν άλλην παρά το Ελληνικόν». Πίστευε ακόμα ότι «η μέση Ελληνική Ιστορία [...] ουσιωδέστατα διακρίνεται από της Βυζαντινής Ιστορίας. Αυτή λοιπόν [...]  πρέπει να διδάσκεται εκτενώς παρ’ ημίν και όχι η Βυζαντινή».

Αυτό που τον έκανε να αλλάξει στρατόπεδο ήταν η τεράστια απήχηση της Μεγάλης Ιδέας  κυρίως κατά την περίοδο του Κριμαϊκού πολέμου (1853-1855), οπότε και αναζωπυρώθηκαν οι προσδοκίες για την πραγμάτωσή της. Η Μεγάλη Ιδέα διακήρυττε την απελευθέρωση των αλύτρωτων Ελλήνων που βρίσκονταν ακόμα υπό το ζυγό της οθωμανικής αυτοκρατορίας και εξακολουθούσαν να έχουν σαν συμβολικό τους κέντρο την Κωνσταντινούπολη. Παράλληλα πρέσβευε και μια πολιτιστική αποστολή: οι Έλληνες έπρεπε να αναλάβουν ξανά το φωτισμό της Ανατολής.

Στα πλαίσια αυτά ο Παπαρρηγόπουλος συνέλαβε την ιστορία του έθνους από την αρχαιότητα και μετά, όχι σαν μια σειρά διαδοχικών πτώσεων του ελληνισμού από την αρχική του κατάσταση, αλλά σαν μια σειρά μεταβάσεων, κατά τις οποίες ο ελληνισμός μεταλλασσόταν και εκπλήρωνε διαφορετικές «ιστορικές εντολές». Ετσι ο Μέγας Αλέξανδρος και οι διάδοχοί του αποτελούσαν τον «Μακεδονικό Ελληνισμό» γιατί  ένωσαν τους Ελληνες υπό τη μακεδονική ηγεμονία και μετέδωσαν τον ελληνικό πολιτισμό στην Ανατολή. Στη συνέχεια ακολούθησε ο «Χριστιανικός Ελληνισμός» ο οποίος διέδωσε τη χριστιανική θρησκεία με όχημα την ελληνική γλώσσα και κατόπιν ο αυτοκρατορικός «Μεσαιωνικός Ελληνισμός», που ταυτιζόταν με το Βυζάντιο και ήταν ο προμαχώνας της Ορθοδοξίας. Στην εδραίωση και την ευρύτερη αποδοχή αυτού του σχήματος συνέβαλε η έκδοση της «Ιστορίας του Ελληνικού Έθνους» του Παπαρρηγόπουλου (σε πέντε τόμους, από το 1860 έως το 1874) όπου για πρώτη φορά εξεταζόταν και ερμηνευόταν αναλυτικά η ελληνική ιστορία σε όλες τις φάσεις της.

Κλείνοντας αυτή τη μικρή επισκόπηση μπορούμε να πούμε ότι οι  «Δάσκαλοι του Γένους»,  προσλαμβάνοντας την αντίληψη της διαχρονικής ελληνικότητας με κοιτίδα την αρχαία Ελλάδα, έπρεπε και να καταδείξουν την ιστορική της διαδρομή.  Το γεγονός ότι ακόμα και σήμερα εγείρονται τεράστια ζητήματα γύρω από το περιεχόμενο και την ουσία της ελληνικής ταυτότητας, σημαίνει ότι η εκδοχή που τελικά επικράτησε δεν κατάφερε να δώσει οριστικές και αδιαμφισβήτητες απαντήσεις.

 

Βιβλιογραφία

- Γιάννης Κουμπουρλής, Η ιδέα της ιστορικής συνέχειας του ελληνικού έθνους στους εκπροσώπους του ελληνικού Διαφωτισμού, Δοκιμές, 13-14 (2005), σ. 137-191

- Κ.Θ. Δημαράς, Νεοελληνικός Διαφωτισμός, Ερμής, 1977

- Κ.Θ. Δημαράς, Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, ΜΙΕΤ, 1986

- Φώτης Δημητρακόπουλος, Βυζάντιο και Νεοελληνική Διανόηση στα μέσα του δεκάτου ενάτου αιώνος, Καστανιώτη, 1996

- Αλέξης Πολίτης, Ρομαντικά Χρόνια. Ιδεολογίες και Νοοτροπίες στην Ελλάδα του 1830-1880, Εταιρεία Μελέτης Νέου Ελληνισμού, 3η εκδ, 2003

- Χριστίνα Κουλούρη, Ιστορία και Γεωγραφία στα ελληνικά σχολεία (1834-1914), Ιστορικό Αρχείο Ελληνικής Νεολαίας, 1988

 

Who is Who: Ο Αντώνης Λαζάρου γεννήθηκε το 1980 και ζει στον Πειραιά. Είναι μέλος του φόρουμ του Μεταφυσικού και ασχολείται επισταμένα με την Ιστορία, τη Μυθολογία, τα ζητήματα της εθνικής ταυτότητας και της ελληνικής ιστορικής συνέχειας.

 

Σημείωση: Το τεύχος δημοσιεύτηκε αρχικά στο Σαββατιάτικο περιοδικό του Ελεύθερου Τύπου, τα “Φαινόμενα.